logo


Ἡ πολύτιμη στολή

 ἅγιος πρεσβύτερος τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μαρκιανός στολιζόταν μέ πολλές ἀρετές, ἰδιαίτερα μέ τήν ἀκτημοσύνη καί τήν ἐλεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός! Ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, ἐλεοῦσε!...

Καθώς στεκόταν ψηλότερα ἀπό κάθε γήινο ἀγαθό, ὁ ἅγιος Μαρκιανός δέν ἀπέκτησε ποτέ πρᾶγμα δικό του, πού νά ἔχη κάποια ἀξία, οὔτε δεύτερο ἔνδυμα! Ὅταν οἱ γνωστοί του τοῦ χάριζαν κάτι, τό ἔδινε παρευθύς στόν πρῶτο φτωχό πού θά συναντοῦσε στό δρόμο του.

Τήν ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ἔφυγε ξημερώματα ἀπό τή φτωχή καμαρούλα του γιά νά ἑτοιμάση τό Ἅγιο Βῆμα. Θά ἐρχόταν ὁ πατριάρχης μέ πολλούς ἀρχιερεῖς! Θά ἐρχόταν καί ὁ αὐτοκράτωρ μέ ὅλους τούς ἄρχοντες.

Ὅταν ἔφθασε στό μεγαλοπρεπέστατο ναό, πού ὁ ἴδιος μέ τήν ἀπαράμιλλη δραστηριότητά του εἶχε ἀνακαινίσει, τόν πλησίασε ἕνας δυστυχισμένος ἄνθρωπος, γυμνός μελανιασμένος ἀπό τό κρύο. Ἔδειχνε νά ὑποφέρη πολύ. Ἅπλωσε διστακτικά τό χέρι νά τοῦ γυρέψη ἐλεημοσύνη. Ὁ ἅγιος Μαρκιανός ἔψαξε τίς τσέπες του. Ἀλλά, συνηθισμένο πράγμα σ᾿ αὐτόν, δέν βρῆκε καθόλου χρήματα. Ἔπρεπε ὅμως νά δώση κάτι σέ κεῖνον τόν δυστυχῆ. Τοῦ ράγισε τήν καρδιά ἡ γύμνια του, τό τρεμούλιασμά του.

Ὁ φιλάνθρωπος ἱερέας πῆρε τήν ἀπόφασή του. Θά τοῦ ἔδινε τά δικά του ροῦχα! Δεύτερα δέν εἶχε, ἀλλ᾿ αὐτό δέν πείραζε. Τώρα θά φοροῦσε τά ἱερατικά του, ἀφοῦ θά ἔπαιρνε μέρος στή Θ. Λειτουργία. Πῆγε λοιπόν στό σκευοφυλάκιο, φόρεσε τά ἄμφιά του, καί ὅλα του τά ροῦχα τά ἔδωσε στό φτωχό. Ἐκεῖνος ἔμεινε μέ τό στόμα ἀνοικτό μπροστά σέ τόση καλωσύνη!

Ἦρθαν στό μεταξύ καί οἱ ἄλλοι κληρικοί μέ τόν πατριάρχη καί ἄρχισε ἡ Θεία Λειτουργία. Μά κάτι παράδοξο συνέβαινε ἐκείνη τή μέρα. Τά βλέμματα τοῦ ἐκκλησιάσματος, ἀπό τόν αὐτοκράτορα μέχρι τόν τελευταῖο πιστό, εἶχαν καρφωθῆ πάνω στόν Μαρκιανό. Τό ἴδιο καί τῶν κληρικῶν μέσα στό Ἱερό. Δύο μάλιστα ἀπό αὐτούς εἶχαν ἀρχίσει νά ψιθυρίζουν τίς ἐπικρίσεις τους.

- Ποῦ βρῆκε ἄραγε τή χρυσοϋφαντη στολή; Αὐτός δέν ἔχει ποτέ του χρήματα. Ἔτσι τουλάχιστον ἔδειχνε...

- Κοίταξε, μέ διαμάντια κεντημένη! Ἔ, αὐτό πιά καταντᾶ σκάνδαλο.

Ὅταν στό τέλος τῆς Θ. Λειτουργίας βγῆκε μέ τό Ἅγιο Ποτήριο νά κοινωνήση τόν κόσμο, ἕνας ψίθυρος θαυμασμοῦ ἀκούστηκε ἀπό ὅλα τά χείλη. Ὁ ναός ἄστραψε ἀπό τό φεγγοβόλημα τῶν ἀμφίων του.

Ἕνας ἀνώτερος κληρικός πλησίασσε τότε τόν πατριάρχη μέ φανερή ἀγανάκτηση καί τοῦ εἶπε:

- Δέν πρέπει ἡ ἁγιωσύνη σου, δέσποτα, νά παραλείψη νά συστήση κάποια μετριότητα σ᾿ αὐτόν τόν ἄσημο κληρικό. Τέτοια στολή ταιριάζει μόνο στό βασιλιά.

Ὁ ἀγαθός πατριάρχης ἄρχισε νά στενοχωριέται μέ τίς διαμαρτυρίες τοῦ ἱερατείου του. Εἶχε φυσικά καί ὁ ἴδιος ἀπορήσει μέ τήν πρωτοφανῆ πολυτέλεια τῶν ἀμφίων πού φόρεσε -ἔτσι τουλάχιστον νόμιζε- γιά τήν πανήγυρη ὁ ἅγιος Μαρκιανός. Τόν γνώριζε ὅμως πολύ καλά καί γι᾿ αὐτό δέν μποροῦσε νά τόν χαρακτηρίση ματαιόδοξο. Ὡστόσο ἀποφάσισε νά τοῦ πῆ κάτι. Μετά τήν ἀπόλυση τόν κάλεσε στό σκευοφυλάκιο.

- Ποῦ βρῆκες τή στολή αὐτή, Μαρκιανέ; Θά ἔλεγε κανείς πώς πῆρες τήν ἀπόφαση νά συναγωνιστῆς σέ πολυτέλεια τόν αὐτοκράτορα! Ὁ ἱερέας πρέπει νά εἶναι μέτριος στήν ἐμφάνισή του, γιά νά μή σκανδαλίζη τόν λαό καί μάλιστα τίς φτωχότερες τάξεις.

Ἐκεῖνος ἔριξε πρῶτα ἕνα φευγαλέο βλέμμα στά φτωχά του ἄμφια, τά μοναδικά πού εἶχε γιά νά ἱερουργῆ. Ἔπειτα κοίταξε μέ ἀπορία τόν πατριάρχη.

- Γιά ποιά στολή ὁμιλεῖ ἡ ἁγιωσύνη σου, δέσποτα; Ἄν πρόκειται γι᾿ αὐτή πού φορῶ, εἶναι ἡ ἴδια πού πῆρα ἀπό τά χέρια σου, ὅταν πρίν ἀπό εἴκοσι πέντε χρόνια μέ χειροτόνησες πρεσβύτερο!

Ὁ πατριάρχης συνοφρυώθηκε. Ἔ, ἦταν πάρα πολύ νά προσπαθῆ νά τόν ξεγελάση μπροστά στά μάτια του...

- Καί αὐτή ἐδῶ; τοῦ φώναξε, παίρνοντας στά χέρια του τό φελόνι.

Τότε ὅμως παρατήρησε πώς κάτω ἀπό τά ἄμφιά του ἦταν γυμνός, κι ἐκείνη ἡ πολύτιμη στολή πού εἶχε προκαλέσει τόσο θαυμασμό καί θόρυβο, δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τή συνηθισμένη, μέ τήν ὁποία τόσα χρόνια τώρα τόν ἔβλεπε νά λειτουργῆ.

-Ποιός σέ γύμνωσε, Μαρκιανέ; ρώτησε ἔκπληκτος ὁ πατριάρχης.

Ὁ ἅγιος πῆρε τότε στά χέρια του τό Εὐαγγέλιο, πού μόλις πρό ὀλίγου εἶχε τοποθετήσει στή θήκη του, καί τό ἔδειξε στόν ἀρχιερέα.

- Αὐτό μέ γύμνωσε, ἅγιε δέσποτα!

Κατασυγινημένος ὁ πατριάρχης τόν ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του καί φιλώντας τον πατρικά τοῦ εἶπε:

- Ὤ, ἄν ὅλοι οἱ ἱερεῖς σοῦ ἔμοιαζαν, δέν θά εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό ἱεροκήρυκες. Θά κήρυττε τό φωτεινό τους παράδειγμα!

(Γεροντικόν)

 (Ἀπό τό βιβλίο,
«Χαρίσματα καί Χαρισματοῦχοι»,
τ Γ, ἐκδόσεις Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου).