logo


(Κάθισμα)

«Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι· τῷ σταυρῷ προσηλωθείς καί τῇ λόγχῃ κεντηθείς τήν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις· Σωτήρ ἡμῶν, δόξα σοι».

Μᾶς ἐξαγόρασες ἀπό τήν κατάρα τοῦ νόμου μέ τό δικό σου τίμιο αἷμα· ἀφοῦ καρφώθηκες στό σταυρό καί τρυπήθηκες διά τῆς λόγχης, πήγασες ἀθανασία στούς ἀνθρώπους· Σωτήρα μας, δόξα σοι.

Μέ τό τίμιο αἷμα του ὁ Χριστός μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τήν κατάρα τοῦ νόμου, ὁ ὁποῖος τιμωροῦσε αὐστηρά τούς παραβάτες τῶν ἐντολῶν του, ὅλους δηλαδή τούς ἀνθρώπους πού τόν δέχονταν. Τό σωτήριο ὅμως πάθος Του χάρισε τήν ἀθανασία στούς ἀνθρώπους. Βέβαια ὄχι τή φυσική, γιατί ἡ σωματική φύση εἶναι θνητή. Τήν ἀθανασία τοῦ σώματος θά χαρίσει ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση κατά τή συντέλεια τοῦ κόσμου. Μέ τήν ἀθανασία ὁ ἄνθρωπος ἐξομοιώνεται πρός τό Θεό, ὁ ὁποῖος τήν ἔχει σάν φυσική του ἰδιότητα. Γίνεται «χάριτι ἀθάνατος», ἐνῶ ὁ Θεός εἶναι «φύσει».

Οἱ Μακαρισμοί 
Μετά τήν ἀνάγνωσιν τοῦ ΣΤ’ Εὐαγγελίου
(Μάρκ. 15, 16-32)

Στίχ. «Ἐν τῇ βασιλείᾳ σου μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Στή Βασιλεία σου θυμήσου καί μᾶς, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία σου. Μακάριοι, εἶναι ὅσοι ἔχουν ταπεινό φρόνημα, γιατί σ᾽ αὐτούς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Στίχ. «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται».

Μακάριοι εἶναι ὅσοι πενθοῦν ἐσωτερικά γιά τ᾽ ἁμαρτήματά τους, γιατί αὐτοί θά παρηγορηθοῦν ἀπό τό Θεό.

Στίχ. «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσι τήν γῆν».

Μακάριοι εἶναι οἱ πράοι, γιατί αὐτοί θά κληρονομήσουν τή γῆ τοῦ Θεοῦ.

«Διά ξύλου ὁ Ἀδάμ παραδείσου γέγονεν ἄποικος· διά ξύλου δέ σταυροῦ ὁ ληστής παράδεισον ᾤκησεν· ὁ μέν γάρ γευσάμενος ἐντολήν ἠθέτησε τοῦ ποιήσαντος· ὁ δέ συσταυρούμενος Θεόν ὡμολόγησε τόν κρυπτόμενον. Μνήσθητι καί ἡμῶν, Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».

Διά τοῦ ξύλου (τοῦ δέντρου πού ἔφερε τόν ἀπαγορευμένο καρπό), ὁ Ἀδάμ ἐγκατέλειψε (ἐκδιώχτηκε) ἀπό τόν ἐπίγειο Παράδεισο· διά τοῦ ξύλου ὅμως τοῦ σταυροῦ ὁ ληστής κατοίκησε στόν (οὐράνιο) Παράδεισο· γιατί, ἐκεῖνος πού γεύτηκε τόν καρπό, ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Πλάστη του· ὅμως ὁ συσταυρωνόμενος ληστής ὁμολόγησε τό Θεό, πού κρυβόταν κάτω ἀπό τή σάρκα Του. Θυμήσου κι ἐμᾶς, Σωτήρα, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία σου.

Ἐδῶ ἐκτίθεται ἕνας πολύ σημαντικός ἀντιθετικός παραλληλισμός μεταξύ τοῦ ξύλου τῆς Ἐδέμ καί τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ. Ἐκεῖνο ἀπέβη μοιραῖο γιά τούς πρωτόπλαστους. Ὅταν αὐτοί ἅπλωσαν τά χέρια καί τρύγησαν τόν καρπό του, παρέβηκαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐξέπεσαν ἀπό τήν περιωπή τους, ἔγιναν θνητοί καί ἐκδιώχθηκαν ἀπό τόν Παράδεισο, στόν ὁποῖο ζοῦσαν. Ἀντίθετα ὁ ληστής, πού κρεμόταν στό ξύλο τοῦ σταυροῦ, μέ τήν ὁμολογία του στή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ, τή μετάνοια καί τήν προσευχή του, ἄνοιξε καί μπῆκε πρῶτος στόν οὐράνιο Παράδεισο, μαζί μέ τόν Κύριο καί λυτρωτή του. Ἀπό τό ξύλο τῆς Ἐδέμ ἐξεπήγασαν ἡ κατάρα καί ὁ θάνατος, ἐνῶ ἀπό τό ξύλο τοῦ σταυροῦ ἡ θεία χαρά καί ἡ εὐλογία. Ὁ Ἀδάμ βρίσκεται στή ρίζα τῆς ἁμαρτίας, ὁ ληστής στή ρίζα τῆς ἐπουράνιας χαρᾶς καί εὐτυχίας. Θυμήσου κι ἐμᾶς, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία σου.