logo


 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ἀπό τό Γεροντικό

 

Eνας γέροντας εἶπε:

‒ Ἄν δέν ἔχεις ταπείνωση πνευματική ἤ προσευχή πνευματική, ἀπόκτησε ἔστω σωματική. Κι ἀπ᾽ αὐτήν θά σοῦ ἔρθει καί ἡ πνευματική.

 

 Ρώτησε κάποιος ἕνα Γέροντα:

‒ Πῶς μπορεῖ κανείς νά προσεύχεται πάντοτε; Γιατί τό σῶμα δέν ἀντέχει νά στέκεται συνεχῶς στίς ἀκολουθίες.

Καί ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:

‒ Προσευχή δέν λέγεται μόνο τό νά προσεύχεσαι στίς τακτές ὧρες προσευχῶν, ἀλλά τό νά προσεύχεσαι ἀκατάπαυστα.

‒ Πῶς δηλαδή ἀκατάπαυστα; ἀπόρησε ὁ ἀδελφός.

Καί εἶπε ὁ Γέροντας:

‒ Εἴτε τρῶς εἴτε πίνεις εἴτε περπατᾶς στό δρόμο εἴτε δουλεύεις, νά μήν ἀφήνεις τήν προσευχή.

‒ Ἄν ὅμως συζητάει κανείς μέ κάποιον, ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός, πῶς μπορεῖ νά ἐκπληρώσει τήν ἀκατάπαυστη προσευχή;

‒ Μά γι᾽ αὐτό εἶπε ὁ ἀπόστολος, «διά πάσης δεήσεως» (Ἐφ. 6:18), ἀπάντησε ὁ Γέροντας. Ὅταν δηλαδή μιλᾶς μέ ἄλλον καί δέν μπορεῖς νά προσευχηθεῖς, τότε ἄς ἀρκεῖσαι στήν ἁπλή δέηση.

‒ Καί ποιά προσευχή νά προτιμάει κανείς;

‒ Τό «Πάτερ ἡμῶν». Ἐκεῖνος ὅμως πού θέλει νά φτάσει σ᾽ αὐτό τό κατόρθωμα, ὀφείλει νά βλέπει ὅλους τούς ἀνθρώπους τό ἴδιο καί νά μήν κατακρίνει.

 

Σἀββάς Μακάριος ὁ Μέγας εἶπε:

‒ Τήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας, ἡ ψυχή ὀφείλει νά περιμαζέψει μέ κατάνυξη τούς λογισμούς της, πού περιπλανιῶνται ἐδῶ καί ἐκεῖ, σάν τή μάνα πού συγκεντρώνει τά παιδιά της, ἔστω κι ἄν πάλι ἡ ἁμαρτία τούς σκορπίζει· καί νά περιμένει μέ βέβαιη πίστη τόν Κύριο, γιά νά τήν ἐπισκεφθεῖ καί νά τῆς διδάξει τήν ἀληθινή καί ἀπερίσπαστη προσευχή, ὥστε νά ζητάει μονάχα Ἐκεῖνον.

 

Σἀββάς Εὐάγριος εἶπε:

‒ Ὅταν βρίσκεσαι σέ ἀθυμία, νά προσεύχεσαι, ὅπως ὁρίζει ἡ Γραφή (βλ. Ψαλμ. 17:7, Ἰακ. 5:13). Καί νά προσεύχεσαι μέ φόβο καί τρόμο, μέ νήψη καί ἐγρήγορση. Γιατί ἔτσι πρέπει νά προσευχόμαστε, κυρίως λόγω τῶν μοχθηρῶν καί κακούργων ἀοράτων ἐχθρῶν, πού θέλουν νά μᾶς ἐμποδίσουν ἀπ᾽ αὐτά.

 

Ρώτησαν κάποιοι τόν ἀββά Μακάριο:

‒ Πῶς πρέπει νά προσευχόμαστε;

Καί ὁ Γέροντας τούς εἶπε:

‒ Δέν εἶναι ἀνάγκη νά φλυαροῦμε, ἀλλά ν᾽ ἁπλώνουμε τά χέρια μας καί νά λέμε: "Κύριε, ὅπως θέλεις καί ὅπως ξέρεις, ἐλέησέ με!". Κι ἄν βρισκόμαστε μπροστά σέ πόλεμο (μέ τά πάθη μας), νά λέμε: "Κύριε, βοήθησέ με!". Κι ἐκεῖνος ξέρει τί μᾶς συμφέρει, καί αὐτό κάνει.

 

Ἀντιόχου τοῦ Πανδέκτη

Γιά κάθε πράγμα ὑπάρχει ὁ κατάλληλος καιρός, ὅπως εἶπε καί ὁ Σολομών (Ἐκκλ. 3:1, 17). Γιά τήν προσευχή ὅμως κάθε καιρός εἶναι κατάλληλος καί κανένας ἀκατάλληλος. «Εὐλογήσω τόν Κύριον ἐν παντί καιρῷ, διαπαντός ἡ αἴνεσις αὐτοῦ ἐν τῷ στόματί μου»(Ψαλμ. 33:2). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος μᾶς προστάζει νά προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα (Α' Θεσ. 5:17), ἐπειδή κάθε καιρός εἶναι κατάλληλος γιά δέηση. Τό ἴδιο μᾶς παραγγέλλει καί ὁ Κύριος λέγοντας: «Ἀγρυπνεῖτε ἐν παντί καιρῷ δεόμενοι ἵνα ἀκατακρίτως στῆτε ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ» (πρβλ. Λουκ. 21:36).

Ὅποιος θέλει λοιπόν νά καθαρίσει τήν καρδιά του, ἄς τή φλογίζει συνεχῶς μέ τή μνήμη τοῦ Κυρίου, πού πρέπει νά τήν ἔχει μοναδική νοερή μελέτη καί ἀκατάπαυστη ἐνασχόλησή του. Γιατί ὅσοι θέλουν ν᾽ ἀποβάλουν τή σαπίλα τοῦ ἑαυτοῦ τους, δέν πρέπει ἄλλοτε νά προσεύχονται καί ἄλλοτε ὄχι, ἀλλά νά καταγίνονται πάντα μέ τήν προσευχή καί νά τηροῦν τό νοῦ τους (σέ καθαρότητα καί σέ συνεχή μνήμη τοῦ Θεοῦ), ἀκόμα κι ὅταν εἶναι κάπου ἔξω ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς.

 

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου

Εκεῖνος πού προσεύχεται μόνο σωματικά, χωρίς νά ἔχει ἀκόμα γνώση πνευματική, εἶναι τυφλός πού φωνάζει: «Υἱέ Δαυίδ, ἐλέησόν με» (Μαρκ. 10:48).

 

Ὁ ἄλλοτε τυφλός, ὅταν θεραπεύθηκε ἡ τύφλωσή του καί εἶδε τόν Κύριο, δέν τόν ἀποκάλεσε πιά «Υἱόν Δαβίδ», ἀλλά Τόν ὁμολόγησε «Υἱόν Θεοῦ» καί Τόν προσκύνησε (Ἰω. 9:38).

 

Τοῦ ἁγίου Μαξίμου

Οποιος ἀγαπάει ἀληθινά τό Θεό, αὐτός ὁπωσδήποτε καί προσεύχεται ἀπερίσπαστα. Καί ὅποιος προσεύχεται ἀπερίσπαστα, αὐτός ἀγαπάει ἀληθινά τό Θεό. Ἀπερίσπαστα ὅμως δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖ ἐκεῖνος πού ἔχει τό νοῦ του προσηλωμένο σέ κάτι ἀπό τά ἐπίγεια.

 

Ἀπό τό Γεροντικό

Σἀββάς Δουλᾶς, ὁ μαθητής τοῦ ἀββᾶ Βησσαρίωνα, διηγήθηκε:

‒ Πῆγα κάποτε στό κελλί τοῦ Γέροντα, καί τόν βρῆκα σέ στάση προσευχῆς, μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό. Δεκατέσσερεις ἡμέρες ἔμεινε σ᾽ αὐτή τή στάση! Ὕστερα μέ φώναξε καί μοῦ εἶπε: "Ἀκολούθησέ με". Βγήκαμε μαζί στήν ἔρημο. Κάποια στιγμή δίψασα, καί τοῦ εἶπα: "Ἀββά, διψάω". Τότε ἐκεῖνος πῆρε τό δερμάτινο πανωφόρι μου καί πῆγε λίγο πιό πέρα, σέ ἀπόσταση μιᾶς πετροβολιᾶς. Προσευχήθηκε, καί μοῦ τό ἔφερε πίσω γεμάτο νερό!

Ἄλλοτε πάλι, καθώς βαδίζαμε στή ἀκροθαλασσιά, δίψασα καί τοῦ εἶπα: "Ἀββά, διψάω πολύ". Τότε ὁ Γέροντας προσευχήθηκε καί μοῦ εἶπε: "Πιές ἀπ᾽ τή θάλασσα". Ἀμέσως τό θαλασσινό νερό ἔγινε γλυκό, καί ἤπια. Γέμισα μάλιστα κι ἕνα ἀγγεῖο. Βλέποντας ὁ Γέροντας τί ἔκανα, μοῦ λέει: "Γιατί πῆρες νερό;". Καί τοῦ ἀποκρίθηκα: "Συγχώρεσέ με, μήν τυχόν διψάσω πάλι παρακάτω". Καί ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: "Ὁ Θεός πού εἶναι ἐδῶ, εἶναι παντοῦ".

 

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου

Καί ἡ προσευχή λέγεται ἀρετή, ἄν καί εἶναι μητέρα τῶν ἀρετῶν. Γιατί γεννάει τίς ἀρετές μέσω τῆς ἑνώσεως μέ τό Χριστό.

Ὅ,τι κάνουμε χωρίς προσευχή καί καλή ἐλπίδα, ὕστερα ἀποδεικνύεται βλαβερό καί ἀτελές. Ὅταν δεῖ ὁ διάβολος ὅτι ὁ νοῦς προσευχήθηκε μέ τήν καρδιά του, τότε ἐπιτίθεται μέ ὁρμητικούς καί πανούργους λογισμούς. Γιατί δέν ἀνέχεται νά ἀνατρέπει μικρές ἀρετές μέ μεγάλες ἐφόδους.

Εἶναι καλό νά ὠφελοῦμε μέ λόγια ὅσους μᾶς τό ζητοῦν, καλύτερο ὅμως εἶναι νά τούς βοηθᾶμε μέ τήν ἀρετή καί τήν προσευχή. Γιατί ὅποιος προσφέρει μ᾽ αὐτές τόν ἑαυτό του στό Θεό, βοηθάει καί τόν ἑαυτό του καί τόν πλησίον.

Ἄν θέλεις μέ λίγα λόγια νά βοηθήσεις τόν φιλομαθή, ὑπόδειξέ του προσευχή καί ὀρθή πίστη καί ὑπομονή στίς θλίψεις. Γιατί μ᾽ αὐτά τά καλά ἀποκτοῦμε καί ὅλα τ᾽ ἄλλα.

Καλό εἶναι νά τηροῦμε τήν κυριότερη ἐντολή καί γιά τίποτε ἄλλο νά μή φροντίζουμε ἤ νά προσευχόμαστε, παρά μόνο γιά τή βασιλεία καί τό λόγο τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 6:33). Ἄν ὅμως φροντίζουμε ἀκόμα γιά ὅλες μας τίς ἀνάγκες, ὀφείλουμε καί νά προσευχόμαστε γι᾽ αὐτές. Γιατί ἐκεῖνος πού κάνει κάτι ἤ φροντίζει γιά κάτι χωρίς προσευχή, δέν φτάνει στό καλό τέλος πού ἀποσκοποῦσε τό πράγμα. Καί αὐτό εἶναι πού εἶπε ὁ Κύριος: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15:5).

 

Ἀπό τόν ἅγιο Βαρσανούφιο

Ενας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββά Ἰωάννη τόν προφήτη:

‒ Ἄν παρακαλέσω τούς ἁγίους (νά μεσιτεύσουν στό Θεό) γιά τήν ἀπαλλαγή μου ἀπό ψυχικό πάθος ἤ σωματική ἀσθένεια, καί πιστέψω ὅτι θά θεραπευθῶ ἀμέσως, ἄραγε θά γίνει ἔτσι, κι ἄν ἀκόμα δέν μέ συμφέρει ἡ ἄμεση θεραπεία;

‒ Ἀδελφέ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, δέν εἶναι καλό νά προσεύχεται κανείς ἀπαιτητικά γιά τή θεραπεία του, ἀφοῦ δέν γνωρίζει ἄν αὐτή τόν συμφέρει ἤ ὄχι, ἀλλά νά θυμᾶται Ἐκεῖνον πού εἶπε: «Οἶδεν ὁ πατήρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρό τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν» (Ματθ. 6:8). Ἐσύ λοιπόν νά προσεύχεσαι στό Θεό ἔτσι: "Κύριε, στά χέρια Σου βρίσκομαι, ἐλέησέ με σύμφωνα μέ τό θέλημά Σου· καί ἄν μέ συμφέρει, θεράπευσέ με σύντομα". Μέ τόν ἴδιο τρόπο νά παρακαλέσεις καί τούς ἁγίους νά προσευχηθοῦν (γιά σένα), πιστεύοντας ἀδίσταχτα ὅτι ὁ Θεός θά κάνει αὐτό πού σέ ὠφελεῖ. Καί σέ κάθε περίπτωση νά Τόν εὐχαριστεῖς, σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό παράγγελμα: «Ἐν παντί εὐχαριστεῖτε» (Α' Θεσ. 5:18). Ἔτσι θά ὠφεληθεῖς τόσο ψυχικά ὅσο καί σωματικά.

‒ Καί ὅταν παρακαλοῦμε τούς πατέρες, εἶπε ὁ ἀδελφός, νά προσευχηθοῦν γιά κάποιον πειρασμό μας, ἐκεῖνοι τί ζητοῦν; Τήν ἀπαλλαγή μας ἀπό τόν πειρασμό, δηλαδή τό πάθος, ἤ τό συμφέρον μας; Καί ἄν ζητοῦν τό συμφέρον, τότε πῶς ὁ ἀββάς Σισώης καί ἄλλοι πατέρες παρακάλεσαν τό Θεό ν᾽ ἀπαλλάξει τούς ὑποτακτικούς τους ἀπό πειρασμούς; Καί πῶς θά ἐννοήσουμε τό «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. 9:23); Καί ἀκόμα, (πές μου,) ἄν πειράζεται κανείς παραπάνω ἀπ᾽ τίς δυνάμεις του (πρβλ. Α' Κορ. 10:13), ἄν οἱ πειρασμοί συμβαίνουν πάντα πρός τό συμφέρον μας καί ἄν ὠφελοῦν οἱ προσευχές τῶν ἁγίων.

‒ Ἀδελφέ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας, οἱ τέλειοι πατέρες προσεύχονται γιά νά κάνει ὁ Θεός ἐκεῖνο πού συμφέρει στόν ἄνθρωπο. Ἄν λοιπόν τόν συμφέρει, ἀφήνει πάνω του τό πάθος γιά ὑπομονή. Ἄν ὅμως τόν συμφέρει ν᾽ ἀπαλλαγεῖ ἀπ᾽ αὐτό, (τοῦ τό παίρνει). Καί τοῦτο τό ἀποδίδουμε στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀββάς Σισώης λοιπόν πληροφορήθηκε πρωτύτερα (ἀπό τό Θεό) νά προσευχηθεῖ γιά τό μαθητή του, καί γι᾽ αὐτό προσευχήθηκε. Καί ἄλλοι πολλοί ἀπό τούς Γέροντες προσεύχονταν ὅμοια μετά ἀπό πληροφορία. Ἐπίσης, τό ὅτι ὅσα συμβαίνουν στόν ἄνθρωπο τά παραχωρεῖ ὁ Θεός γιά τό συμφέρον του, εἶναι φανερό ἀπ᾽ αὐτό πού λέει ὁ ἀπόστολος: «Ἐν παντί εὐχαριστεῖτε» (Α' Θεσ. 5:18). Ὅσο γιά τό «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι» (Μαρκ. 9:23), σημαίνει τό νά σηκώνουμε τή θλίψη τῶν παθῶν μέ ἐλπίδα, νά κάνουμε ὑπομονή, νά ἔχουμε μακροθυμία, νά ὑποφέρουμε τά πάντα μέ γενναιότητα, σάν τόν Ἰώβ. Ὁ Θεός δέν ἐπιτρέπει σέ κανένα πειρασμό νά ξεπεράσει τήν ἀντοχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ὅμως δέν ἔχει ὁ ἄνθρωπος τή βοήθεια τῶν προσευχῶν τῶν ἁγίων, γίνεται προδότης ἐξαιτίας τῆς χαυνότητός του.

 

Ἀπό τό Γεροντικό

Ρώτησαν ἕνα Γέροντα, ἄν ὠφελοῦνται αὐτοί πού ζητοῦν τίς εὐχές τῶν πατέρων, ὅταν οἱ ἴδιοι ἀμελοῦν (γιά τή σωτηρία τους). Καί ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:

‒ Ὅπως εἶναι γραμμένο, «πολύ ἰσχύει δέησις δικαίου», πλήν ὅμως«ἐνεργουμένη» (Ἰακ. 5:16), ὅταν δηλαδή τή βοηθάει κι ἐκεῖνος πού ζητάει τήν προσευχή, φυλάσσοντας τόν ἑαυτό του μέ κάθε ἐπιμέλεια καί πόνο καρδιᾶς ἀπό πονηρές πράξεις καί λογισμούς. Γιατί, ἄν ζεῖ μέ ἀμέλεια, καθόλου δέν ὠφελεῖται, κι ἄν ἀκόμα ἅγιοι εὔχονται γι᾽ αὐτόν. Γιατί, ὅπως λέει τό ρητό, «εἷς οἰκοδομῶν καί εἷς καθαιρῶν, τί ὠφέλησαν πλεῖον ἤ κόπους;» (Σοφ. Σειρ. 34:23).

 

Σ ἀββάς Μωυσῆς εἶπε:

‒ Ἄν δέν συμφωνήσει ἡ πράξη μέ τήν προσευχή, μάταια κοπιάζουμε.

Τότε κάποιος τόν ρώτησε:

‒ Τί εἶναι συμφωνία τῆς πράξεως μέ τήν προσευχή;

Καί εἶπε ὁ Γέροντας:

‒ Τό νά μήν κάνουμε πιά αὐτά, γιά τά ὁποῖα προσευχόμαστε. Γιατί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει τά θελήματά του, τότε συμφιλιώνεται μαζί του ὁ Θεός καί δέχεται τήν προσευχή του.

 

Ενας Γέροντας εἶπε:

‒ Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἀρχή νά μήν ἀδικεῖ τόν πλησίον, τότε ἔχει παρρησία καί τήν ἀκλόνητη ἐλπίδα ὅτι ἡ προσευχή του ἔγινε δεκτή ἀπό τό Θεό. Ἄν ὅμως ἀδικήσει κανείς τόν πλησίον, ἡ προσευχή του εἶναι ἀποτρόπαιη καί ἀπαράδεκτη, γιατί ὁ στεναγμός τοῦ ἀδικημένου δέν ἀφήνει τήν προσευχή ἐκείνου πού τόν ἀδίκησε νά φτάσει ὡς τό Θεό.

 

Σ ἀββάς Μωυσῆς εἶπε:

‒ Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ριζωμένη στήν καρδιά του τήν πεποίθηση πώς εἶναι ἁμαρτωλός, ὁ Θεός δέν εἰσακούει τήν προσευχή του. Γιατί ὅποιος συλλογίζεται τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν του δέν βλέπει τίς ἁμαρτίες τοῦ πλησίον.

 

 Σ ἀββάς Ζήνων εἶπε:

‒ Ὅποιος θέλει ν᾽ ἀκούσει τήν προσευχή του ὁ Θεός γρήγορα, μόλις σηκωθεῖ καί ὑψώσει τά χέρια του σ᾽ Αὐτόν, ἄς προσευχηθεῖ ὁλόψυχα γιά τούς ἐχθρούς του. Καί τότε, γιά ὅ,τι κι ἄν παρακαλέσει καί ὁ ἴδιος τό Θεό, θά εἰσακουστεῖ.

Ἀπό τό βιβλίο
ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ
Ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου