logo


 

«Προσκυνοῦμεν σου τήν γένναν Χριστέ»

 

Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

Οἱ πιστοί ἑορτάζουμε μέ πνευματική χαρά καί λαμπρότητα τίς ἑορτές τῆς θείας Ἐπιφανείας, τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παρθένος Μαρία θά φέρει στόν κόσμο τόν Υἱό, πού εἶναι «μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, Θεός Κύριος» (Ἡσαΐου θ΄ 6). Θά Τόν φέρει μέσα σέ ἕνα σπήλαιο, στή σιωπή τῆς νύχτας, στήν πόλη τῆς Ἰουδαίας Βηθλεέμ.

Ἡ Ἐκκλησία ἀπό ἕνα καί περισσότερο μῆνα καλεῖ τά παιδιά Της νά προετοιμασθοῦν γιά τόν ἑορτασμό τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος. «Δεῦτε πιστοί», ψάλλει στά τροπάριά της, «τά τοῦ Σωτῆρος Γενέθλια προεορτάσωμεν».

α) Πῶς θά προετοιμασθοῦμε γιά τό μεγάλο αὐτό ἑορτασμό.

β)Ποιές προϋποθέσεις συμμετοχῆς στήν παγκόσμια πανήγυρη

γ) «Τί σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς».

Σ’ αὐτά τά ἐρωτήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς θά ἀπαντήσουμε ἔχοντας ὁδηγό καί βοηθό τά κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τήν πνευματικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας

Α΄ Ἡ προετοιμασία μέ τήν μελέτη τῶν ἱερῶν κειμένων

Ἕνας ἀπό τούς καλύτερους τρόπους γιά νά ἑτοιμασθοῦμε καί νά συμμετάσχουμε θεαρέστως στήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, εἶναι νά ἔχουμε σαφῆ γνώση τοῦ ἱστορικοῦ τῆς γεννήσεως καί τῆς σημασίας τοῦ ἱεροῦ γεγονότος.

Γιά τοῦτο θά ἑρμηνεύσουμε μιά μιά τίς φράσεις τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου.

 

«Ἀνέβη δέ καί Ἰωσήφ ἀπό τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρέτ εἰς τήν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαβίδ ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ διά τό εἶναι αὐτόν ἐξ οἶκου καί πατριάς Δαυΐδ ἀπογράψασθαι σύν Μαριάμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυνακί οὔσῃ ἐγκύῳ» (Λουκᾶ β΄ 4-5).

Ἡ Παρθένος Μαρία κατοικοῦσε στή Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας. Ἤδη πρίν ἐννιά μῆνες εἶχε συλλάβει ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί ἔφερε στούς κόλπους Της Ἐκεῖνο, γιά τόν Ὁποῖο εἶπε ὁ Ἄγγελος ὅτι θά εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ υἱός τοῦ Ὑψίστου (Λουκᾶ α΄ 32).

Οἱ Προφῆτες εἶχαν ἀναγγείλει, ὅτι ὁ Μεσσίας θά γεννιόταν στή Βηθλεέμ κι ὁ Θεός, πού διευθύνει καί διέπει τά πάντα καθόρισε ἔτσι ὥστε ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου ἡ Παρθένος Μαρία νά εὑρεθεῖ στή Βηθλεέμ.

Ὁ αὐτοκράτορος τῆς Ρώμης Καίσαρας Αὔγουστος πού ἀναδείχθηκε ἀκούσιο ὄργανο τῆς θείας Προνοίας θέλοντας νά ξέρει πόσος ἦταν ὁ πληθυσμός τῆς Αὐτοκρατορίας του διέταξε τήν ἀπογραφή ὅλων τῶν ὑπηκόων του. «Ἐξῆλθε δόγμα (διάταγμα) παρά Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τήν οἰκουμένην» (Λουκᾶ β΄ 1).

Στήν Ἰουδαία ἡ ἀπογραφή ἔπρεπε νά γίνει ὄχι στόν τόπο τῆς διαμονῆς, ἀλλά τῆς καταγωγῆς ἑνός ἑκάστου. Ὅπου φυλάσσονταν οἱ οἰκογενιακοί κατάλογοι, ἐκεῖ ἔπρεπε νά ἀπογραφοῦν. Ἀπό τή Ναζαρέτ λοιπόν ἔπρεπε ἡ Παρθένος Μαρία κι ὁ Ἰωσήφ νά ἀνεβοῦν στή Βηθλεέμ «διά τό εἶναι αὖτον ἐξ οἴκου καί πατριάς Δαυΐδ», γιατί καταγόταν ἀπό τό γένος καί τήν οἰκογένεια τοῦ Δαυΐδ.

Ἡ Βηθλεέμ ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς φυλῆς Βενιαμίν, ἡ πόλις ἀπό τήν ὁποία καταγόταν ὁ βασιλεύς Δαυΐδ. Στή Βηθλεέμ ἔπρεπε νά πᾶνε ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τῆς οἰκογενείας Δαυΐδ, γιά τήν ἀπογραφή. Στή Βηθλεέμ ἀνέβηκαν ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Παρθένος Μαρία. Μαζί τους ἄς ἀναβοῦμε νοερά καί μεῖς γιά νά μελετήσωμε τά παράδοξά της ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Βηθλεέμ θά εἶναι ἡ πρώτη πόλη πού θά δεχθεῖ τό νεογέννητο βρέφος Ἰησοῦ καί θά ἀκούσει τούς πρώτους κλαυθμυρισμούς του. Ὁ προφήτης Μιχαίας εἶχε προείπει: «Καί σύ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα, ἐκ σοῦ γάρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος ὅστις ποιμανεῖ τόν λαόν μου Ἰσραήλ» (2, 6). Καί σύ Βηθλεέμ, χώρα τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, δέν εἶσαι διόλου ἀσήμαντη ἀνάμεσα σέ ὅλες τίς πόλεις, πού ἡγεμονεύουν στή χώρα τῆς φυξῆς Ἰούδα, ἀπό σένα θά βγεῖ ὁ Ἄρχοντας, πού θά ποιμάνει τό λαό μου Ἰσραήλ.

Ἡ Βηθλεέμ ἀπέχει ἀπό τή Ναζαρέτ 150 χλμ. Γιά νά φθάσει κάποιος τότε ἐκεῖ ἀπό τήν Ναζαρέτ ἔπρεπε νά βαδίσει πέντε σχεδόν μέρες. Ταξίδι ἐπίπονο καί ἐξαντλητικό, ἰδιαίτερα γιά ἐκείνη τήν ἐποχή καί γιά τήν Παρθένο Μαρία, πού εὑρίσκετο στόν ἔνατο μῆνα ἐγκυμοσύνης. Μέ τήν πιό εὐνοϊκή προϋπόθεση ἴσως εἶχαν στή διάθεσή τους ἕνα γαϊδουράκι γιά τά τρόφιμα καί τά χρειώδη ἀντικείμενα τοῦ ταξιδίου. Ὅταν ἡ Παρθένος Μαρία κι ὁ Ἰωσήφ ἔφθασαν στή Βηθλεέμ βρῆκαν καί ἄλλους πολλούς πού ἦλθαν γιά τήν ἀπογραφή. Κατευθύνθηκαν στό κατάλυμα, πού ἦταν ἴσως τό μοναδικό πανδοχεῖο τῆς πόλεως, ἀλλά θέση γι’ αὐτούς δέν ὑπῆρχε. Ἀνεζήτησαν μιά κατοικία καί δέν βρήκανε. Κτύπησαν πολλές πόρτες, ἄλλα μάταια.. Κανένας δέν τούς δέχθηκε. Ὅλοι κώφευσαν στό αἴτημά τους. Κανείς δέν δέχθηκε νά τούς φιλοξενήσει, ἀφοῦ ἡ κατάσταση τῆς Παρθένου Μαρίας ἦταν φανερή.

Τί λύπη γιά τήν Παναγία! Ἔβλεπε νά πλησιάζει ἡ στιγμή, πού θά ἔφερνε στόν κόσμο τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί δέν εἶχε ἕνα σπίτι νά Τόν περιποιηθεῖ, δέν εἶχε ἕνα μοναχικό δωμάτιο, ἕνα κρεβάτι. Σεβάσθηκε τήν θεϊκή ἀπόφαση μέ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Κύριο. Μέ τόν Ἰωσήφ ἀναζήτησαν ἕνα καταφύγιο κι ἔπειτα ἀπό ἐπίμονη ἀναζήτηση βρῆκαν μιά σπηλιά στά περίχωρα. Μιά σπηλιά στήν πλαγιά ἑνός λόφου, μοναχική καί ἔρημη. Σπηλιά, πού χρησίμευε νά καταφεύγουν τά ζῶα κι οἱ ἄνθρωποι στή βροχή ἤ στήν κακοκαιρία. Αὐτή ἡ σπηλιά χρησίμεσευσε καί γιά καταφύγιο στήν Παρθένο Μαρία καί στόν Ἰωσήφ καί σέ λίγο ἔγινε τό παλάτι τοῦ βασιλιά τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς.

Ἔκπληκτοι συνηδειτοποιοῦμε τήν διαφορά στίς κρίσεις τῶν ἄνθρωπων ἀπό τίς κρίσεις τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι θά ἤθελαν ὁ Θεός νά ἑτοίμαζε τό πιό ἀρχοντικό παλάτι γιά τόν Υἱό Του καί τό πιό χρυσοπίκιλτο λίκνο. Κι ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Θεός διευθετεῖ ἔτσι τά πράγματα, γιατί θέλει ὁ Υἱός Του νά στεφανωθεῖ τήν ταπείνωση, τήν ἁγνότητα καί τήν φτώχεια.

Ἐκεῖ στή σιωπή τῆς νύχτας, στή μοναξιά ἔφερε στόν κόσμο τόν Υἱό Της ἡ Παρθένος Μαρία. Ὕπηρξε μητέρα καί μαῖα ταὐτοχρόνως.

«Καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ» (Λουκᾶ β΄ 7). Ὅπως ἡ σκέψη βγαίνει ἀπό τή διάνοια, ὅπως τό φῶς διαχέεται ἀπό τόν ἥλιο, ὅπως τό ἄρωμα σκορπίζεται ἀπό τό ἄνθος, ὅπως ὁ ὥριμος καρπός ἀποσπᾶται ἀπό τό δένδρο ἔτσι προῆλθε καί Ἐκεῖνος πού εἶναι τό θεῖο ἄρωμα, τό ἀληθινό φῶς καί ὁ εὐλογημένος καρπός.

«Ἔτεκε τόν Υἱό Αὐτῆς τόν πρωτότοκο» δηλαδή τόν μονογενῆ, γιατί κάθε μονογενής εἶναι καί πρωτότοκος, χωρίς κάθε πρωτότοκος νά εἶναι καί μονογενῆς. «Ἐσπαργάνωσέν αὐτόν». Ἐκεῖνος πού περιβάλλει (τυλίγει) τόν οὐρανό μέ νεφέλες, περιβάλλεται μέ σπάργανα, σύμβολα τῆς ταφῆς Του.

«Ἀνέκλινε ἐν τῇ φάτνῃ». Ἐκεῖνος πού ἔχει θρόνο τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ τοποθετεῖται σέ μιά φάτνη. Τοποθετεῖται σέ μιά φάτνη γιά νά δείξει, ὅτι ἔρχεται γιά νά γίνει ἡ τροφή τῶν λογικῶν ὄντων. Ἔτσι θά ἑλκύσει κοντά Του ὅλους: φτωχούς καί πλούσιους, σοφούς κι ἀμαθεῖς.

Στό θεϊκό του χαμόγελο κατοπτρίζεται ὁ οὐρανός. Ὁ Ἰωσήφ, ὁ θετός πατέρας Του, δέν σηκώνει τά μάτια του ἀπό ἐπάνω Του, γιατί τό βλέμμα τοῦ θείου Βρέφους γίνεται τροφή του.

Ἡ Μαρία σκυμμένη ἐπάνω στό παιδί Της τό προσκυνεῖ καί τό λατρεύει. Ποτέ μητέρα δέν ἠγάπησε ἔτσι τό παιδί Της. Εἶναι παιδί Της καί Θεός Της. Γνώριζε τήν ἀνωτερότητά Του καί τό περιβάλλει μέ ὅλη τή φλόγα τῆς ἀγάπης Της. Τό ἀγαπᾶ σάν μητέρα καί τό λατρεύει σάν Θεό Της. Σέ καμιά ἄλλη μητέρα δέν συνδιάσθηκε ἔτσι ἡ ἄγαπη. «Ὦ Παναγία Μητέρα, σφίξε στήν ἀγκαλιά σου τόν εὐλογημένο καρπόν τῆς κοιλίας σου. Βύθισε τό βλέμμα σου στό βλέμμα του καί λοῦσε το μέ τά φιλιά σου. Μέ τό χαμόγελό Του σέ ἀναγνωρίζει γιά μητέρα Του, γιατί εἶναι καί δικό Σου παιδί καί παιδί τοῦ οὐράνιου Πατέρα».

Ὁ Βασίλειος Σελευκείας βάζει στό στόμα τῆς Παναγίας τ’ ἀκόλουθα λόγια: «Ποίαν ἐπί σοί, παιδίον, εὕρω προσηγορίαν ἁρμόττουσαν; Ἀνθρώπου; ἀλλά θεϊκήν ἔσχες τήν σύλληψιν. Τοῦ Θεοῦ; ἀλλά ἀνθρωπικήν ἔλαβες σάρκωσιν. Τί οὖν ἐπί σοῦ διαπράξομαι ; γαλακτοτροφήσω, ἤ θεολογήσω; Ὡς μήτηρ θεραπεύσω, ἤ ὡς δούλη προσκυνήσω; Ὡς υἱόν περιπτύξομαι, ἤ ὡς Θεοῦ προσεύξομαι ; Ἐπιδώσω γάλα, ἤ προσενέγκω θυμίαμα; Τί τό ἄῥῤητον τοῦτο θαῦμα καί μέγιστον ; Ὁ οὐρανός, θρόνος σοι ὑπάρχει, καί ὁ ἐμός σε κόλπος βαστάζει. Ὅλος τοῦς κάτω ἐπέστης, καί οὐδ’ ὅλως τῶν ἄνω ἀπέστης» (Βασιλείου Σελευκείας, Λόγος ΛΘ΄, Εἰς τόν Εὐαγγελισμόν τῆς παναγίας Θεοτόκου, PG 85, 448AB)

Δηλαδή : «Πῶς νά σέ ὀνομάσω ἐγώ, ὦ θαυμαστό μου βρέφος; Νά δώσω ἕνα ὄνομα ἀνθρώπου, ἀλλά συνελήφθης μέ θεϊκή ἐνέργεια. Τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σαρκώθηκες καί ἔγινες ἄνθρωπος. Τά νά πράξω γιά σένα; Νά σέ θρέψω μέ γάλα ἤ νά θεολογήσω;  Ὡς μητέρα νά σέ φροντίσω ἤ ὡς δούλη  νά σέ προσκυνήσω. Ὡς υἱό νά σέ ἀγκαλιάσω ἤ νά προσευχηθῶ ὡς Θεό. Νά σέ ταΐσω γάλα ἤ νά σοῦ προσφέρω θυμίαμα; Ποιό εἶναι τό ἄρρητο τοῦτο καί μέγιστο μυστήριο. Ὁ οὐρανός πάνω εἶναι ὁ θρόνος σου καί σέ βαστάζει ἡ ἀγκαλιά μου. Ὁλόκληρος εὑρίσκεσαι μέ τούς ἀνθρώπους στή γῆ καί οὐδόλως ἀπεχωρίσθης τούς Ἀγγέλους στόν οὐρανό».

«Καί Ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῆ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες (μένοντες ἔξω στούς ἀγρούς) καί φυλάσσοντες φυλακάς τῆς νυκτός (μέ τή σειρά) τήν ποίμνην αὐτῶν» (Λουκᾶ β΄ 8). Κοντά στή σπηλιά τήν ἴδια νύχτα εὑρίσκονται μερικοί Βοσκοί πού φύλαγαν τά ποίμνιά τους διανυκτερεύοντες στό ὕπαιθρο.

Στούς Βοσκούς πού ἀγρυπνοῦσαν παρουσιάσθηκε ἕνας Ἄγγελος, πού μόλις τόν εἶδαν τρόμαξαν, ἀλλά ἐκεῖνος πρόφθασε καί τούς εἶπε: «Μή φοβεῖσθε· Ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην» (Λουκᾶ β΄ 10). Σᾶς ἀναγγέλλω χαρμόσυνη εἴδηση πού θά σᾶς προκαλέσει μεγάλη χαρά, «ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ», ἡ ὁποία θά εἶναι χαρά γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ, «ὅτι ἐγεννήθη ὑμῖν σωτήρ». Γεννήθηκε γιά σᾶς Σωτήρας, πού σάν ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιός σας, ἄλλα χρισμένος μέ τό πλήρωμα τῆς θεότητας εἶναι Κύριός σας. «Ἐν πόλει Δαυΐδ». Γεννήθηκε στήν πόλη τοῦ Δαυίδ, στή Βηθλεέμ.

Οἱ πτωχοί δέχονται πρῶτοι τήν χαρμόσυνη εἴδηση. Στούς πτωχούς πρῶτα ἀνακοινώνει ὁ Λυτρωτής τήν γέννησή Του κι ὄχι στούς πλουσίους κι ἰσχυρούς «Εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ μέ» (Λουκᾶ δ΄ 18) θά πεῖ ἀργότερα. Καί γιά νά τούς δώσει τή χαρμόσυνη εἴδηση δέν στέλλει ἕνα ἄστρο, ὅπως ἔστειλε ἀργότερα στούς Μάγους, ἄλλα στέλλει τά λειτουργικά καί οὐράνια πνεύματα, τούς πρέσβεις τοῦ οὐρανοῦ, τούς Ἀγγέλους. Ἔτσι ὁ Θεός δείχνει, ὅτι ἡ πτωχεία δέν εἶναι ἐμπόδιο στήν πίστη. Στή Βηθλεέμ ὑπάρχουν τόσοι πλούσιοι καί μεγάλοι, συγγενεῖς ἴσως τοῦ Ἰωσήφ καί τῆς Παναγίας, μέ βασιλική ἴσως καταγωγή κι ὅμως δέν ἀποτείνεται σ’ αὐτούς.

«Καί τοῦτο ὑμῖν τό σημεῖον» (Λουκᾶ β΄ 12). Καί αὐτό ἄς εἶναι γιά σᾶς τό σημεῖο, δηλαδή ἀπόδειξη μέ τό ὁποῖο θά ἀναγνωρίσετε τόν Σωτῆρα. «Εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον». Θά εὑρῆτε ἕνα βρέφος τυλιγμένο σέ ἁπλά σπάργανα. «Κείμενον ἐν φάτνῃ» (Λουκᾶ β΄ 12) τοποθετημένο, ὄχι σέ βασιλικό λίκνο, ἄλλα σέ μιά φάτνη. Αὐτός εἶναι ὁ Σωτήρας, αὐτός εἶναι ὁ Μεσσίας. Τά σπάργανα εἶναι τά διακριτικά Του, ἡ φάτνη, ὁ θρόνος Του, ἡ σπηλιά, τό ἀνάκτορό Του. Ἡ ἀνθρώπινη ὑπερηφάνεια θραύεται μιά γιά πάντα μπρός σέ μιά τέτοια ταπείνωση.

«Δόξα Θεῷ ἐν ὑψίστοις». Ἀφοῦ ἔδωσε τό οὐράνιο μήνυμα ὁ Ἄγγελος. ἑνώθηκε μέ πλῆθος ἄλλων Ἀγγέλων καί ὅλοι μαζί ἔψαλαν: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκᾶ β΄ 14). Δόξα ἄς εἶναι στό Θεό πού κατοικεῖ στά ὕψιστα μέρη τοῦ οὐρανοῦ ἀπό μᾶς τούς Ἀγγέλους καί στή γῆ ὁλόκληρη πού εἶναι ταραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά βίαια πάθη, ἄς βασιλεύσει ἡ θεϊκή εἰρήνη, γιατί ὁ Θεός ἐκδήλωσε τώρα λαμπρή τήν εὔνοια καί τήν εὐαρέσκειά Του μέ τήν ἐνανθρωπησή τοῦ Λόγου τοῦ Υἱοῦ Του.

Οἱ Βοσκοί πίστευσαν στά λόγια τοῦ Ἀγγέλου, ἄν καί φαίνονται τόσο ἀντίθετα στίς προσδοκίες τῶν ἀνθρώπων. Γεμάτοι εὐγνωμοσύνη γιά τή Χάρη πού ἔλαβο ἀλληλοενθαρρύνονται, ὁ ἕνας λέγει στόν ἄλλο «διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ». Ἄς πᾶμε λοιπόν ὡς τήν Βηθλεέμ νά δοῦμε αὐτό ποῦ μᾶς εἶπε ὁ Ἄγγελος. Δέν συζητοῦν γιά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Ἀγγέλου. Πιστεύουν μέ τήν ἁπλή καί ζωντανή τους πίστη. Ὁ Ἄγγελος δέν τούς ἐπέβαλε νά πᾶνε στή Βηθλεέμ, ἀλλά σέ μιά φλογερή καί ταπεινή ψυχή ἀρκεῖ κανείς νά ἐκθέσει τό καλό γιά νά τό ἀσπασθεῖ μέ ζῆλο καί προθυμία. Οἱ καλές ἐμπνεύσεις εἶναι οὐράνια μηνύματα. Μόλις ξαφανίσθηκαν οἱ Ἄγγελοι οἱ Βοσκοί «ἦλθον σπεύσαντες» ξεκίνησαν γρήγορα, χωρίς χρονοτριβή. Ὦ ἁγία προθυμία καί φρόνιμη εὐλυγισία. Ὁ Κύριος μίλησε δέν ἔχουμε παρά νά ὑπακούσουμε. «Ὁ Κύριος ἐγνώρισε ἡμῖν». Ὅποιος ἀγαπᾶ δέν ἀντιλέγει... τρέχει. Πότε θά δεχθοῦμε καί μεῖς τό φῶς τῆς χάριτος, χωρίς ἀντίδρασεις, δικαιολογίες, προσκολλήσεις ;

Οἱ Βοσκοί πῆγαν στή Βηθλεέμ «καί ἀνεῦρον τήν τε Μαριάμ καί τόν Ἰωσήφ καί τό βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ». Αὐτός εἶναι ὁ καρπός τῆς ὑπακοῆς καί τῆς προθυμίας. Εὑρίσκουν τόν Ἰησοῦ στή φάτνη. Τόν προσκυνοῦν. Ἡ φανερή φτώχεια ἀντί νά τούς ἀπομακρύνει καί νά τούς ἀποθαρρύνει, τούς βοηθεῖ νά πλησιάσουν τόν Σωτήρα, πού φαίνεται τόσο προσιτός. Τί κάνουν γιά νά δείξουν τόν σεβασμό, τή χαρά, τήν ἀγάπη τους; Περνοῦν πολύ ὥρα μπρός στή φάτνη σέ προσευχή καί μελέτη, χωρίς νά ἔχουν ποτέ ἀκούσει πῶς νά προσεύχωνται καί πῶς νά λατρεύουν. Ἀνοίγουν τήν καρδιά των ἀφήνοντας τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἐνεργήσει μέσα τους. Μένουν ἐκστατικοί καί κοιτάζουν, ἀφοῦ τό κοίταγμα τους εἶναι προσευχή.

«Καί ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καί αἰνοῦντες τόν Θεόν ἐπί πᾶσι οἷς ἤκουσαν καί εἶδαν καθώς ἐλαλήθη πρός αὐτούς» (Λουκᾶ β΄ 26). Οἱ Βοσκοί γύρισαν πίσω στό ποίμνιο τους καί δόξαζαν καί ὑμνολογοῦσαν τόν Θεό γιά ὅσα ἤκουσαν ἀπό τόν Ἄγγελο καί ὅσα εἶδαν μέ τά μάτια τους ὅταν ἐπῆγαν στή Βηθλεέμ καί τά ὁποῖα ἦταν ἀκριβῶς ὅπως τά εἶπε ὁ Ἄγγελος. Καί ἐπειδή ὁ φτωχός συμπονεῖ τόν φτωχό ἐξάπαντος ξαναγυρίσαν πίσω νά προσφέρουν τά φτωχικά τους λευκά σάν τήν ψυχή των, δῶρα: λίγο γάλα, λίγο μαλί, τυρί. Δῶρα χρήσιμα γιά τούς ξενιτευμένους.

Ἐνθουσιασμός καί χαρά πλημμύρισε τήν καρδιά τῶν Βοσκῶν καί δέν ἔκαναν ἄλλο τίς πρῶτες μέρες παρά νά διηγοῦνται σέ ὅσους συναντοῦσαν ὅ,τι εἶδαν καί ἤκουσαν. Δέν κρατοῦν ἐγωϊστικά γιά τόν ἑαυτό τους τή χαρά τῆς φάτνης. Ὁ ἐνθουσιασμός τους καί ἡ χαρά τους μετατρέπεται σέ πράξη, μεταδίδεται καί σέ ἄλλους. Ὅλοι θαύμαζαν γιά ὅσα ἤκουσαν ἀπό τούς Βοσκούς. Καί ἡ Παναγία προσεκτικά καί μέ ἐνδιαφέρον ἀκούει ὅσα τῆς διηγοῦνται οἱ Βοσκοί... τίς λεπτομέρειες τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἀγγέλου τά λόγια του. Αὐτά ὅλα, ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, τά διετηροῦσε στή μνήμη της καί τά συνέκρινε μέ ὅσα ἤκουσε ἡ ἴδια τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Της καί ἐνβάθυνε περισσότερο στό συντελεσμένο μυστήριο. «Ἡ δέ Μαριάμ πάντα συνετήρει τά ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς» (Λουκᾶ β΄ 19).

Μακαρίζουμε τούς Βοσκούς πού εἶδαν τό θεῖο Βρέφος στήν φάτνη, ἀλλά πολύ πιό ἄξιοι μακαρισμοῦ πρέπει νά εἴμαστε ἐμεῖς ἀπό τους Βοσκούς. Σήμερα μποροῦμε ὄχι μόνον νά δοῦμε τόν Σωτῆρα μας, ἀλλά καί νά Τόν δεχθοῦμε στήν καρδιά μας. Ἐκεῖνοι Τόν εἶδαν στήν ἀνθρώπινή φύση Του, ἀδύνατο καί μικρό βρέφος χωρίς νά δοῦνε κάποιο θαῦμα Του. Ἐμεῖς Τόν βλέπουμε στά εὐχαριστιακά εἴδη τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Οἴνου, ἀφοῦ ἀκούσαμε τόσα θαύματα πού ἔκανε στό διάστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του καί βλέπουμε τήν ἐπέκταση τῆς βασιλείας Του. Ἐκεῖνοι ἐπίστευσαν μόνον στά λόγια ἑνός Ἀγγέλου, ὅτι τό βρέφος ἐκεῖνο τό σπαργανωμένο καί κείμενο «ἐν φάτνῃ» εἶναι ὁ Χριστός. Μεῖς πιστεύομε ὅτι στά εὐχαριστιακά εἴδη εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Σωτήρας καί Λυτρωτής μας Χριστός, γιατί ὄχι ἕνας Ἄγγελος ἤ Ἅγιός μας τό εἶπε, ἀλλά γιατί ὁ Ἴδιος ἡ ἀλάνθαστη Ἀλήθεια μᾶς βεβαίωσε ὅτι «τοῦτο ἐστί τό σῶμά μου... τοῦτο ἐστί τό αἷμά μου». Αὐτό εἶναι τό μεγάλο μυστήριο τῆς πίστεώς μας.

 

* * * * *

2. Οἱ προϋποθέσεις συμμετοχῆς στήν παγκόσμια πανήγυρη

Εἰδικώτερα θά μετάσχουμε στήν ἑορτή ὅπως ἡ Παρθένος Μαρία, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, ὅπως οἱ Μάγοι, πού ἤξεραν πολύ πρίν τί μεγάλο γεγονός ἔμελλε νά συμβεῖ.

1. Ἡ Π α ρ θ έ ν ο ς Μ α ρ ί α πρίν ἀπό ἐννέα μῆνες εἶχε δεχθεῖ ἀπό τό Θεόπεμπτο Ἄγγελο τό πρωτάκουστο μήνυμα, ὅτι θά συλλάβει τόν Υἱο τοῦ Θεοῦ καί ἀπ’ Αὐτή θά γεννιόταν ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Παρ’ ὅλα αὐτά δέν ἔχει καμιά ἀπαίτηση νά τῆς ἀποδοθοῦν ἰδιαίτερες τμές, νά τῆς γίνουν ἐξαιρέσεις, νά τήν προσέξουν ἰδιαίτερα. Ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ βίο ταπεινό καί ἀσήμαντο. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο μάθημα γιά μᾶς γιά νά συμμετάσχουμε βιώνοντας τόν ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων. Νά μή ξέρουν οἱ ἄλλοι τί θά προσφέρουμε στό Χριστό. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά διαλαλήσουμε παντοῦ τίς ἀποφάσεις μας καί τίς προσπάθειές μας. Δεύτερο νά μιμηθοῦμε τήν Παναγία στή φρόνηση. Ἡ Παναγία προαισθανόταν, ὅτι σύντομα θά ἔφερνε στό φῶς τόν Υἱό Της καί σάν φρόνιμη γυναίκα πῆρε μαζί Της ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο γιά νά τοῦ προσφέρει τίς πρῶτες βοήθειες. Ἔπρεπε νά πάει στή Βηθλεέμ. Ἦταν θέλημα Θεοῦ. Ἀλλά προνόησε νά ἔχει καί τά ἀπαραίτητα. «Ἐσπαργάνωσε τό Βρέφος» (Λουκ. 2, 7), παρατηρεῖ ὁ Εὐαγγελιστής, ἀλλά μέ τί σπάργανα, ἄν δέν τά εἶχε φέρει μαζί Της; Μόνο ἡ φανταοἱα τῶν ποιητῶν καί τῶν ζωγράφων μπορεῖ νά παριστάνει τόν Χριστό ὁλόγυμνο στή φάτνη.

2. Ὁ ἅ γ ι ο ς Ἰ ω σ ή φ ἀκούει ἀπό τόν Ἄγγελο, ὅτι Ἐκεῖνο πού θά γεννηθεῖ ἀπό τήν Παρθένο «ἐκ πνεύματος ἔστιν ἁγίου» (Ματθαίου α΄ 20) καί χωρίς νά ζητήσει περισσότερες ἐξηγήσεις, χωρίς νά δυσπιστήσει, χωρίς νά τρέξει νά διαλαλήσει παντοῦ τό πρωτάκουστο γεγονός, σιωπᾶ, πιστεύει, μελετᾶ τό μυστήριο. Περισυλλογή, Πίστις, Μελέτη εἶναι οἱ τρεῖς ἀρετές, πού πρέπει νά καλλιεργήσουμε μέσα μας γιά νά δεχθοῦμε στήν καρδιά μας τόν Χριστό ὑπό τά εἴδη τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Οἴνου τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων.

3. Οἱ Μ ά γ ο ι ἄν καί δέν ἦσαν Ἰουδαῖοι πολύ πρίν γεννηθεῖ ὁ Χριστός μελετοῦσαν τίς Γραφές τῶν Ἰουδαίων καί γνώριζαν γιά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Βλέπετε μέ ποιό τρόπο ἡ μετοικεσία στήν Βαβυλώνα συνέβαλε στήν προετοιμασία τῶν Μάγων. Οἱ Ἰουδαίοι ἔφεραν στήν Βαβυλώνα τίς Γραφές, τίς μελέτησαν καί οἱ Βαβυλώνιοι καί ἀνέμεναν. Γι’ αὐτό καί προετοίμασαν τά πολύτιμα δῶρα, πού προσέφεραν στόν νεογέννητο Βασιλιά. Τά τρία αὐτά δῶρα εἶναι χρυσός, λιβάνι καί σμύρνα.

α) Χ ρ υ σ ό ς, γιά νά δείξουν, ὅτι ἀναγνωρίζουν τήν ὑπέρτατη βασιλεία,  ἐξουσία δηλαδή τοῦ Θεοῦ, βασιλεία ἐπάνω σέ ὅλα τά κτίσματα καί σέ ὅλες τίς καρδιές. Ὅπως ὁ χρυσός εἶναι τό πιό πολύτιμο μέταλλο, πού ὁ χρόνος καί τά στοιχεῖα τῆς φύσεως δέν φθείρουν, ἔτσι καί τό Βρέφος, πού θά γεννηθεῖ, εἶναι ὁ ὑπέρτατος βασιλιάς καί «τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκᾶ α’ 33).

β) Λ ι β ά ν ι, γιά νά δείξουν, ὅτι ἀναγνωρίζουν τόν Γεννηθέντα ὡς Θεό. Τό θυμίαμα χρησιμοποιεῖται στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ λατρεία προσφέρεται μόνο στόν Θεό. Ἡ προσφορά τοῦ λιβανιοῦ σημαίνει ὅτι οἱ Μάγοι προσκύνησαν τόν Γεννηθέντα ὡς Θεό.   

γ) Σ μ ύ ρ ν α, πού χρησιμοποιοῦσαν στήν ταφή τῶν νεκρῶν. Ἔτσι προεμήνησαν τόν ἑκούσιο θάνατό Του, ὅτι θά ἀποθάνει γιά νά λυτρώσει τόν ἄνθρωπο καί μέ ἀρώματα εὐσεβεῖς ψυχές θά μυρώσουν τό ἄχραντο σῶμα Του.

Ὅπως οἱ Μάγοι, κι ἐμεῖς ἐγκαίρως πρέπει νά φροντίσουμε νά ἑτοιμασθοῦμε γιά τόν μεγάλο ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων.

 

3. «Τί σοί προσενέγκωμεν, Χριστέ,

ὅτι ὤφθης ἐπί γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς».

Ὅσοι πῆγαν στή Βηθλεέμ γιά νά προσκυνήσουν τό θεῖο Βρέφος δέν πῆγαν μέ ἀδειανά τά χέρια. Οἱ Μάγοι, ὅπως εἴδαμε, προσέφεραν χρυσό, λιβάνι καί σμύρνα. Οἱ Ποιμένες, ὅπως ἀναφέρει ἡ παράδοση, γάλα καί κρέας. «Ἕκαστον, «ψάλλει ἡ Ἐκκλησία», τῶν ὑπό σοῦ γενομένων κτισμάτων τήν εὐχαριστίαν σοί προσάγει. Οἱ ἄγγελοι τόν ὕμνον, οἱ οὐρανοί τόν ἀστέρα, οἱ Μάγοι τά δῶρα, οἱ ποιμένες τό θαῦμα, ἡ γῆ τό σπήλαιον, ἡ ἔρημος τήν φάτνην · ἡμεῖς δέ Μητέρα Παρθένον» (Ἑσπερινό Στιχηρό τοῦ Μεγάλου Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων). Ἐμεῖς τί θά προσφέρουμε; Θά προσφέρουμε α) τήν πίστη μας, β) τή λατρεία μας καί γ) τήν ἀγάπη μας.

α) Τ ή ν  π ί σ τ η. Διακηρύττουμε, ὅτι τό ἀδύνατο πλασματάκι, πού βρίσκεται στή φάτνη, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου, ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν. Πρέπει ἡ πίστη μας νά εἶναι ζωντανή, ὅπως ἐκείνη τῆς Παρθένου Μαρίας, τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ, τῶν Ποιμένων καί τῶν Μάγων.

Διερωτηθήκαμε ἄραγε : Πόσο εὐτυχισμένη ἦταν ἡ Παρθένος Μαρία, πού εἶχε ἀκατάπαυστα κοντά Της τόν Χριστό! Πόσο μακάριος ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, πού ἐπαγρυπνοῦσε γιά τό θεῖο Βρέφος! Πόσο εὐτυχισμένοι οἱ Βοσκοί, πού κάθονταν τόσο κοντά τήν νύχτα τῆς Γεννήσεως καί εἶδαν καί ἄκουσαν τά θαυμαστά καί παράδοξα τῆς νύχτας ἐκείνης! Πόσο προνομιοῦχοι ἦταν οἱ σεβάσμιοι ἐκεῖνοι σοφοί της Ἀνατολῆς, πού ἦλθαν ἀπό τόσο μακριά νά προσκυνήσουν τόν Θεό, πού ἔλαβε σάρκα γιά μᾶς!

Ἡ Παναγία ὅμως, ὁ ἅγιος Ἰωσήφ, οἱ Ποιμένες, οἱ Μάγοι καί γενικά ὅσοι πλησίασαν τόν Χριστό, εἶχαν ζήσει μέ ἕνα βαθύ αἴσθημα πίστεως, πολύ πιό δύσκολο ἀπό κεῖνο πού ἀπαιτεῖται ἀπό μᾶς. Ἡ Παναγία εἶχε ἀκούσει ἀπό τόν ἴδιο Ἀρχάγγελο Γαβριήλ ὅτι θά ἔφερνε στόν κόσμο τόν Μεσσία, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ (Λουκᾶ α΄, 26-38), κι ὅμως βλέπει στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἕνα κοινό παιδί, ὅπως τά ἄλλα. Τό ἔβλεπε νά ἔχη ἀνάγκη ἀπό τροφή, νερό, νά ὑπόκειται σέ ὅλες τίς καιρικές μεταβολές, σέ ὅλες τίς βρεφικές ἀνάγκες... Τί πίστη ἔπρεπε νά ἔχη ἡ Παναγία γιά νά μή ἐπιτρέπει στόν ἐαυτόν Της τήν παραμικρή ἀμφιβολία ὅτι τό παιδί της ἦταν Υἱός Θεοῦ;

Τό ἴδιο καί ὁ ἅγιος Ἰωσήφ. Ἄκουσε ἀπό τόν Ἄγγελο ὅτι «τό γάρ ἐν αὐτῇ γεννηθέν ἐκ πνεύματος ἐστίν Ἁγίου» (Ματθαίου α΄ 20), ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, πού ὅλοι περιμένουν. Κι ὅμως Τόν βλέπει νά ἔχη ἀνάγκη ἀπό ἕνα ἐπίγειο προστάτη γιά νά Τόν ὑπερασπίζεται καί νά φροντίζει μή Τόν φονεύσουν. Ἐκεῖνος, πού ἦταν παντοδύναμος, παιδί παντοδυνάμου Θεοῦ, νά ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἄλλους θνητούς καί ἀδύνατους γιά νά Τόν θρέψουν καί νά Τόν προστατεύσουν. Παράξενο πράγμα καί πρωτάκουστο! Κι ὅμως ἡ πίστη τοῦ Ἰωσήφ οὔτε στό ἐλάχιστο κλονίζεται.

Οἱ Ποιμένες βλέπουν γιά μιά στιγμή ἐκπληκτικά φαινόμενα. Ἀκούουν τά παράξενα λόγια τῶν Ἀγγέλων. Τρέχουν. Δέν βλέπουν παρά «βρέφος ἐσπαργανωμένον κείμενον ἐν φάτνῃ» (Λουκᾶ β΄, 12) κι ὅμως δέ διστάζουν ν’ ἀναγνωρίσουν τό ἀδύνατο πλασματάκι ὡς Μεσσία, πού περιμένουν ἀπό χρόνια, σύμφωνα μέ τά λόγια τῶν Ἀγγέλων.

Οἱ Μάγοι διαβάζουν τήν Γραφή. Πιστεύουν, ἀναλαμβάνουν κοπιαστικό καί μακρινό ταξίδι μέ ὁδηγό τό ἀστέρι. Τό ἀστέρι κρύβεται, συναντοῦν δυσκολίες, ἡ ζωντανή τους πίστη τούς κατευθύνει ὡς τό ποθούμενο τέλος.

Δέν εἶναι ἀλήθεια λοιπόν, ὅτι ὅσοι πλησιάζουν τόν Χριστό δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό πίστη, ὅταν μάλιστα ἀντιμετωπίζουν δυσκολίες ἐναντίον τῆς πίστεως. Ἐνόσο ζοῦσε ὁ Χριστός στή γῆ ἦταν σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Σπάνιες φορές ἄφηνε νά μικρό φῶς τῆς θεότητός Του νά λάμψει στήν ἀνθρώπινη φύσι, ὅπως ἔγινε στή Γέννηση, στό Θαβώρ καί στή Σταύρωση. Στίς ἄλλες στιγμές χρειαζόταν γιά ὅσους τόν πλησίαζαν νά ἔχουν ζωντανή κι ἀκλόνητη πίστη. Στόν Χριστό δέν πηγαίνει κανείς τρέχοντας ἄλλα πιστεύοντας.

β) Τ ή ν  λ α τ ρ ε ί α. Στό ἀδύνατο βρέφος, πού γεννήθηκε στό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί γεννιέται μυστικά γιά μᾶς θά Τοῦ ἀποδώσουμε ὅλο τό σεβασμό καί τήν ἀγάπη τῆς καρδιᾶς μας. Θά τό λατρεύουμε καί θά τό προσκυνοῦμε, γιατί εἶναι ἀληθινός Θεός καί μακάρι ὅλες οἱ φυλές καί οἱ γλῶσσες νά Τοῦ ἀπέδιδαν τόν σεβασμό.

γ) Τ ή ν  ἀ γ ά π η. Ἡ ἀγάπη ἐκδηλώνεται μέ δῶρα. Ἀλλά τά δῶρα, πού ἔχουμε νά προσφέρουμε εἶναι τόσο ἀσήμαντα, πού δέν μποροῦν νά ἐκδηλώσουν ὅλο τό μέγεθος τῆς ἀγαπής μας, γιά τό θεϊκό βρέφος. Εἴμαστε πρόθυμοι ὅμως νά τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι ἔχουμε, ὅ,τι μᾶς ἀνήκει: Τίς καλές μας προσπάθειες γιά τήν ἀπόκτησι τῆς ἀρετῆς, τό ζῆλο μας γιά τή δόξα Του, τήν θεάρεστη ζωή μας. Θά τοῦ παρουσιάσουμε ἀκόμα κι αὐτά τά σφάλματά μας γιά νά μᾶς τά συγχωρήσει;

* * * * *

Ἡμεῖς ἑορτάζωμεν

Χριστοῦ τήν γέννησιν

εὐσεβοφρόνως ἐκ ψυχῆς

πίστιν, ἐλπίδα, ἀγάπη

προσφέρωμεν Αὐτῷ