ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Ἡ ἑορτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀποτελεῖ θαυμάσια εὐκαιρία νά θυμηθοῦμε τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιά τό ἀποστολικό ἀξίωμα. Ὅπως ὁ παλαιός ἱστορικός Ἰσραηλιτικός λαός ἦταν ἀπόγονοι τῶν 12 υἱῶν τοῦ Ἰακώβ, ἔτσι καί ὁ νέος πνευματικός Ἰσραηλιτικός λαός, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικός ἀπόγονος τῶν 12 Ἀποστόλων. Ὁ παλαιός Ἰσραήλ προτύπωνε τόν νεόλεκτο λαό τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι οἱ πνευματικοί Πατέρες τῶν Χριστιανῶν κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο πού λέγει «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α΄ Πρός Κορινθίους δ΄, 15).
Τό πρῶτο τιμητικό πού ἐπισημαίνουμε εἶναι ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός κατ’ ἐξοχήν καλεῖται «ὁ Ἀπόστολος» ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
«Ὅθεν, ἀδελφοὶ ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι, κατανοήσατε τὸν ἀπόστολον καὶ ἀρχιερέα τῆς ὁμολογίας ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Ἑβραίους γ΄, 1).
Δηλαδή : «Λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐσεῖς πού ἀνήκετε στό Θεό, ὁ ὁποῖος σᾶς κάλεσε νά μετάσχετε στό νέο του κόσμο, κατανοεῖστε καλά ποιός ὅταν ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ καί ἀρχιερέας τῆς πίστεως πού ὁμολογοῦμε».
Στήν συνέχεια θά ἐπισημάνουμε τούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού περιγράφουν τήν ἀποστολική διακονία.
1. Ἡ ἐκλογή τους
α΄. Ὁρίσθηκαν ἀπό τόν Χριστό.
«Καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν » (Μάρκου γ΄, 14).
Δηλαδή : «Διάλεξε δώδεκα, γιά νά εἶναι μαζί του καί νά τούς στέλνει νά κηρύττουν».
«Οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε, καὶ ὁ καρπὸς ὑμῶν μένῃ, ἵνα ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δῷ ὑμῖν» (Ἰωάννου ιε΄, 16 ).
Δηλαδή : «Δέν μέ διαλέξατε ἐσεῖς, ἀλλά ἐγώ σᾶς διάλεξα καί σᾶς ὅρισα νά πᾶτε καί νά καρποφορήσετε, κι ὁ καρπός σας νά εἶναι μόνιμος. Ὥστε, ὅ,τι ζητήσετε ἀπό τόν Πατέρα στό ὄνομά μου νά σᾶς τό δώσει».
«Παῦλος, ἀπόστολος οὐκ ἀπ' ἀνθρώπων, οὐδὲ δι' ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ νεκρῶν, ... ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι» ( Πρός Γαλάτας α΄, 1, 15, 16).
Δηλαδή : «Ὁ Παῦλος, πού δέν ἔγινε ἀπόστολος ἀπό ἀνθρώπους, οὔτε μέ τήν παρέμβαση κάποιου ἀνθρώπου ἀλλά ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό καί τό Θεό Πατέρα, πού ἀνάστησε τόν Ἰησοῦ ἀπό τό θάνατο,... Ὁ Θεός ὅμως μέ εἶχε ξεχωρίσει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου καί ἡ χάρη του μέ εἶχε καλέσει νά τόν ὑπηρετήσω. Ὅταν, λοιπόν, εὐδόκησε νά μοῦ ἀποκαλύψει τόν Υἱό του γιά νά φέρω στούς ἐθνικούς τό χαρμόσυνο μήνυμα γι’ Αὐτόν, δέ στηρίχτηκα σ’ ἀνθρώπινες δυνάμεις».
β΄. Ἔλαβαν τόν τίτλο τοῦ ἀξιώματός τους
ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό
« Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡμέρα, προσεφώνησε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ ἐκλεξάμενος ἀπ᾿ αὐτῶν δώδεκα, οὓς καὶ ἀποστόλους ὠνόμασε» ( Λουκᾶ στ΄, 13).
Δηλαδή : «Ὅταν ξημέρωσε, φώναξε κοντά του τούς μαθητές του κι ἀπ’ αὐτούς διάλεξε δώδεκα, τούς ὁποίους ὀνόμασε ἀποστόλους ».
γ΄. Κλήθηκαν ἀπό τόν Θεό
«Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, καὶ Σωσθένης ὁ ἀδελφός » ( Α΄ Κορινθίους α΄, 1).
Δηλαδή : «Ὁ Παῦλος πού ὁ Θεός θέλησε νά τόν καλέσει ὡς ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ ἀδελφός Σωσθένης ».
δ΄. Κατέχουν τήν πρώτη θέση στήν Ἐκκλησία
« Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν» ( Α΄ Κορινθίους ιβ΄, 28).
Δηλαδή : «Γι’ αὐτό στήν ἐκκλησία ὁ Θεός τοποθέτησε τόν καθένα στήν ὁρισμένη του θέση: Πρῶτα ἔρχονται οἱ ἀπόστολοι, σέ δεύτερη θέση οἱ προφῆτες, σέ τρίτη οἱ διδάσκαλοι, καί ἀκολουθοῦν οἱ θαυματουργοί, οἱ θεραπευτές, αὐτοί πού παραστέκονται στίς ἀνάγκες, οἱ διαχειριστές, ὅσοι λαλοῦν διάφορα εἴδη γλωσσῶν ».
ε΄. Ἔλαβαν ἐξουσία ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό
«Καί προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν» (Ματθαίου ι΄, 1).
Δηλαδή : «Ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τότε τούς δώδεκα μαθητές του καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία πάνω στά δαιμονικά πνεύματα, γιά νά μποροῦν νά τά διώχνουν, καί νά μποροῦν νά θεραπεύουν κάθε ἀσθένεια καί κάθε ἀδυναμία».
«Ἀλλ᾿ οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι οὐδὲ ἔχω τὴν ψυχήν μου τιμίαν ἐμαυτῷ, ὡς τελειῶσαι τὸν δρόμον μου μετὰ χαρᾶς καὶ τὴν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ» (Πράξεων κ΄, 24).
Δηλαδή : «Ἐγώ ὅμως τίποτε ἀπ’ αὐτά δέν λογαριάζω, οὔτε θεωρῶ τή ζωή μου πολύτιμη. Τό μόνο πού θέλω εἶναι νά ὁλοκληρώσω τήν ἀποστολή μου μέ χαρά, καί τό ἔργο πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, δηλαδή νά κηρύξω τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ».
«Δι᾿ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ» (Πρός Ρωμαίους α΄, 5).
Δηλαδή : «Ἀπό αὐτόν ἔλαβα τή χάρη καί τήν ἀποστολή νά ὁδηγήσω ὅλα τά ἔθνη στήν πίστη καί στήν ἀποδοχή τοῦ εὐαγγελίου, κι ἔτσι νά δοξαστεῖ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».
Στ΄. Ἐκπέπονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα
«Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς.... Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθεν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον» (Πράξεων ιγ΄, 2,4).
Δηλαδή : «Κάποτε ἐνῶ αὐτοί βρίσκονταν σέ λειτουργική σύναξη λατρεύοντας τόν Κύριο καί νηστεύοντας, εἶπε τό Ἅγιο Πνεῦμα: «Νά μοῦ ξεχωρίσετε τό Βαρνάβα καί τό Σαῦλο γιά τό ἔργο, γιά τό ὁποῖο τούς ἔχω καλέσει...Ἔτσι λοιπόν αὐτοί, σταλμένοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, κατέβηκαν στή Σελεύκεια κι ἀπό κεῖ μέ πλοῖο πῆγαν στήν Κύπρο».
ζ΄. Τούς δόθηκε δύναμη νά κάνουν θαύματα
«Καί προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν... ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε» (Ματθαίου ι΄, 1,8 ).
Δηλαδή : «Ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τότε τούς δώδεκα μαθητές του καί τούς ἔδωσε τήν ἐξουσία πάνω στά δαιμονικά πνεύματα, γιά νά μποροῦν νά τά διώχνουν, καί νά μποροῦν νά θεραπεύουν κάθε ἀσθένεια καί κάθε ἀδυναμία....Να θεραπεύετε τούς ἄρρωστους, νά ἀνασταίνετε τούς νεκρούς, νά γιατρεύετε τούς λεπρούς, νά κάνετε καλά τους δαιμονισμένους. Δωρεάν τά λάβατε, δωρεάν καί νά τά δίνετε».
«Ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. ἀμήν » (Μάρκου ιστ΄, 20 ).
Δηλαδή : «Οἱ μαθητές τότε ἔφυγαν καί ἔφεραν τό χριστιανικό μήνυμα παντοῦ· κι ὁ Κύριος συνεργοῦσε μαζί τους κι ἐπιβεβαίωνε τό κήρυγμά τους μέ τά θαύματα πού τό συνόδευαν. Ἀμήν».
«Συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ πάντα τὰ δαιμόνια καὶ νόσους θεραπεύειν» (Λουκᾶ θ΄, 1).
Δηλαδή : «Ὁ Ἰησοῦς κάλεσε τούς δώδεκα μαθητές καί τούς ἔδωσε ἐξουσία πάνω σέ ὅλα τά δαιμόνια, καί δύναμη νά θεραπεύουν ἀρρώστιες».
«Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο» (Πράξεων β΄, 43 ).
Δηλαδή : «Ἕνα δέος τούς κατεῖχε ὅλους ὅσοι ἔβλεπαν πολλά ἐκπληκτικά θαύματα νά γίνονται μέσω τῶν ἀποστόλων».
2. Τά χαρακτηριστικά τους
α΄. Ἦταν ἄνθρωποι ἀμαθεῖς πρίν τήν ἐκλογή τους
καί ἀποστολή τους στό ἔργο τοῦ Θεοῦ
«Θεωροῦντες δὲ τὴν τοῦ Πέτρου παρρησίαν καὶ ᾿Ιωάννου, καὶ καταλαβόμενοι ὅτι ἄνθρωποι ἀγράμματοί εἰσι καὶ ἰδιῶται, ἐθαύμαζον, ἐπεγίνωσκόν τε αὐτοὺς ὅτι σὺν τῷ ᾿Ιησοῦ ἦσαν» ( Πράξεων δ΄, 13).
Δηλαδή : «Ὅταν εἶδαν τό θάρρος τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ἰωάννη καί κατάλαβαν ὅτι εἶναι ἄνθρωποι ἀγράμματοι καί ἁπλοϊκοί, ἔμειναν κατάπληκτοι. Ἤξεραν ὅτι αὐτοί ἦταν μαζί μέ τόν Ἰησοῦ».
β΄. Ἐξελέγησαν ἀπό ἀφανεῖς θέσεις
«Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ ᾿Ανδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς » ( Ματθαίου δ΄, 18).
Δηλαδή : «Καθώς ὁ Ἰησοῦς περπατοῦσε στήν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδέρφια, τό Σίμωνα, πού τόν ἔλεγαν καί Πέτρο, καί τόν ἀδερφό του τόν Ἀνδρέα, νά ρίχνουν τά δίχτυα στή λίμνη, γιατί ἦταν ψαράδες».
γ΄. Παροτρύνθηκαν νά εἶναι ταπεινοί
«Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος» ( Ματθαίου κ΄, 26, 27).
Δηλαδή : «Σ’ ἐσᾶς ὅμως δέν πρέπει νά συμβαίνει αὐτό, ἀλλά ὅποιος θέλει νά γίνει μεγάλος ἀνάμεσά σας πρέπει νά γίνει ὑπηρέτης σας κι ὅποιος ἀπό σᾶς θέλει νά εἶναι πρῶτος πρέπει νά γίνει δοῦλος σας».
«Καὶ ἦλθεν εἰς Καπερναούμ· καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος ἐπηρώτα αὐτούς· τί ἐν τῇ ὁδῷ πρὸς ἑαυτοὺς διελογίζεσθε; οἱ δὲ ἐσιώπων· πρὸς ἀλλήλους γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ τίς μείζων. καὶ καθίσας ἐφώνησε τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς· εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος. καὶ λαβὼν παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὸ εἶπεν αὐτοῖς· ὃς ἐὰν ἓν τῶν τοιούτων παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὐκ ἐμὲ δέχεται, ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με» ( Μάρκου θ΄, 33-37).
Δηλαδή : «Ἦρθε ὁ Ἰησοῦς στήν Καπερναούμ, καί ὅταν μπῆκε στό σπίτι ρώτησε τούς μαθητές: «Τί συζητούσατε μεταξύ σας στό δρόμο:» Αὐτοί ὅμως σιωποῦσαν, γιατί στό δρόμο συζητοῦσαν μεταξύ τους ποιός εἶναι ἀνώτερος ἀνάμεσά τους. Κάθισε τότε ὁ Ἰησοῦς, φώναξε τούς δώδεκα καί τούς λέει: «Ὅποιος θέλει νά εἶναι ὁ πρῶτος θά πρέπει νά γίνει ὁ τελευταῖος ἀπ’ ὅλους κι ὁ ὑπηρέτης ὅλων». Ὕστερα, πῆρε ἕνα παιδάκι, τό ἔβαλε ἀνάμεσά τους, τό ἀγκαλίασε καί τούς εἶπε: «Ὅποιος δεχτεῖ ἕνα τέτοιο μικρό παιδί στό ὄνομά μου δέχεται ἐμένα τόν ἴδιο κι ὅποιος δέχεται ἐμένα δέν δέχεται ἐμένα ἀλλά αὐτόν πού μ’ ἔστειλε στόν κόσμο».
«᾿Εγένετο δὲ καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν. τίς γὰρ μείζων, ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος; ἐγὼ δέ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν. ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου· κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν, ἵνα ἐσθίητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθίσεσθε ἐπὶ θρόνων κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ» (Λουκᾶ κβ΄, 24-30 ).
Δηλαδή : «Ἔγινε μεταξύ τῶν μαθητῶν φιλονικία γιά τά ποιός τάχα ἀπ’ αὐτούς εἶναι ὁ ἀνώτερος. Ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Οἱ βασιλιάδες τῶν ἐθνῶν καταδυναστεύουν τούς λαούς τους, καί οἱ δυνάστες τους τιτλοφοροῦνται εὐεργέτες. Ἐσεῖς ὅμως δέν πρέπει νά κάνετε τό ἴδιο, ἀλλά ὁ ἀνώτερος ἀνάμεσά σας πρέπει νά γίνει σάν τόν κατώτερο, κι ὁ ἀρχηγός σάν τόν ὑπηρέτη. Γιατί ποιός εἶναι ἀνώτερος; Αὐτός ποῦ κάθεται στό τραπέζι ἤ αὐτός ποῦ τόν ὑπηρετεῖ; Δέν εἶναι αὐτός ποῦ κάθεται στό τραπέζι; Ἐγώ ὅμως εἶμαι σάν τόν ὑπηρέτη ἀνάμεσά σας. Ἐσεῖς εἶστε αὐτοί πού μείνατε κοντά μου στίς δοκιμασίες μου. Κι ὅπως ὁ Πατέρας μου μοῦ ἔδωσε τή βασιλεία, θά σᾶς δώσω κι ἐγώ τό δικαίωμα νά τρῶτε καί νά πίνετε στό τραπέζι μου στήν βασιλεία μου. Θά καθίσετε πάνω σέ θρόνους καί θά κρίνετε τίς δώδεκα φυλές τοῦ Ἰσραήλ».
δ΄. Παροτρύνθησαν νά ἔχοουν αὐταπάρνηση
«῾Ο φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν» (Ματθαίου ι΄, 37-39).
Δηλαδή : «Ὅποιος ἀγαπάει πατέρα ἤ μητέρα παραπάνω ἀπό μένα δέν εἶναι ἄξιος γιά μαθητής μου. Κι ὅποιος ἀγαπάει γιό ἤ θυγατέρα παραπάνω ἀπό μένα δέν εἶναι ἄξιος γιά μαθητής μου. Κι ὅποιος δέν παίρνει τό σταυρό του καί δέ μέ ἀκολουθεῖ δέν εἶναι ἄξιος γιά μαθητής μου. Ὅποιος προσπαθήσει νά σώσει τή ζωή του θά τή χάσει, κι ὅποιος χάσει τή ζωή του γιά μένα θά τή σώσει».
ε΄. Ἔλαβαν τήν ἐντολή νά ἐπιδεικνύουν ἀμοιβαία ἀγάπη
« Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάννου ιε΄, 17).
Δηλαδή : «Αὐτή τήν ἐντολή σᾶς δίνω: νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
στ΄. Ἀπεστάλησαν πρῶτα στόν Ἰσραηλιτικό λαό
«Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ ᾿Ιησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ» ( Ματθαίου ι΄, 5, 6).
Δηλαδή : «Αὐτούς τούς δώδεκα τούς ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς νά κηρύξουν, καί τούς ἔδωσε τίς ἑξῆς παραγγελίες: «Μήν πάρετε τό δρόμο γιά τήν περιοχή πού κατοικοῦν εἰδωλολάτρες καί μήν μπεῖτε σέ πόλη Σαμαρειτῶν. Προτιμήστε νά πάτε στούς Ἰσραηλίτες πού ἔχουν πλανηθεῖ».
«Καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ ῾Ιερουσαλήμ» (Λουκᾶ κδ΄, 47).
Δηλαδή : «Καί νά κηρυχτεῖ στό ὄνομά του μετάνοια καί ἄφεση ἁμαρτιῶν σ’ ὅλα τά ἔθνη, ἀρχίζοντας ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ».
«Παρρησιασάμενοι δὲ ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας εἶπον· ὑμῖν ἦν ἀναγκαῖον πρῶτον λαληθῆναι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ δὲ ἀπωθεῖσθε αὐτὸν καὶ οὐκ ἀξίους κρίνετε ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἰδοὺ στρεφόμεθα εἰς τὰ ἔθνη» ( Πράξεων ιγ΄, 46).
Δηλαδή : «Τότε ὁ Παῦλος καί ὁ Βαρνάβας τούς μίλησαν μέ παρρησία καί τούς εἶπαν: «Ἔπρεπε νά κηρύξουμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ πρῶτα σ’ ἐσᾶς. Ἐπειδή ὅμως τόν διώχνετε καί καταδικάζετε τόν ἑαυτό σας νά μήν ἀξιωθεῖ τήν αἰώνια ζωή‚ γι’ αὐτό κι ἐμεῖς στρεφόμαστε στούς ἐθνικούς».
ζ΄. Εἶδαν τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό τοῦ Θεοῦ
«Καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου» (Λουκᾶ α΄, 2).
Δηλαδή : «Ὅπως μᾶς τά παρέδωσαν ἐκεῖνοι πού ἀπό τήν ἀρχή ἦταν αὐτόπτες μάρτυρες καί ἔγιναν κήρυκες αὐτοῦ τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος».
«Ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος ᾿Ιωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ᾿ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων» (Πράξεων α΄, 22 ).
Δηλαδή : «Πρέπει, λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς ἄντρες πού ἦταν μαζί μας ὅλον τόν καιρό πού ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς, συναναστράφηκε μ’ ἐμᾶς, ἀρχίζοντας ἀπό τότε πού βαφτίστηκε ἀπό τόν Ἰωάννη, ὡς τήν ἡμέρα πού ἀναλήφθηκε ἀπό ἀνάμεσά μας, νά γίνει μάρτυρας μαζί μ’ ἐμᾶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε».
«Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ ᾿Ιησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; » (Α΄ Πρός Κορινθίους θ΄, 1).
Δηλαδή : «Πάρτε παράδειγμα ἐμένα. Δέν εἶμαι ἀπόστολος; δέν εἶμαι ἐλεύθερος, δέν εἶδα ἀναστημένο τόν Ἰησοῦ, τόν Κύριό μας; δέν εἶστε ἐσεῖς ὁ καρπός τοῦ κόπου μου στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου;».
«Ὁ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» (Α΄ Ἰωάννου α΄, 1).
Δηλαδή : «Σᾶς γράφουμε γιά τόν ζωοποιό Λόγο πού ὑπῆρχε ἐξαρχῆς. Ἐμεῖς τόν ἔχουμε ἀκούσει καί τόν ἔχουμε δεῖ μέ τά ἴδια μας τά μάτια. Μάλιστα τόν εἴδαμε ἀπό κοντά, καί τά χέρια μας τό ψηλάφησαν».
η΄. Ἔγιναν μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ
« Καὶ ἀναστάντες αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλήμ, καὶ εὗρον συνηθροισμένους τοὺς ἕνδεκα καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς, λέγοντας ὅτι ἠγέρθη ὁ Κύριος ὄντως καὶ ὤφθη Σίμωνι. καὶ αὐτοὶ ἐξηγοῦντο τὰ ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὡς ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου. Ταῦτα δὲ αὐτῶν λαλούντων αὐτὸς ὁ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε;... καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν... Καθώς τούς εὐλογοῦσε, ἄρχισε ν’ ἀπομακρύνεται ἀπ’ αὐτούς καί ν’ ἀνεβαίνει στόν οὐρανό» ( Λουκᾶ κδ΄, 33-41, 51).
Δηλαδή : «Τήν ἴδια ὥρα σηκώθηκαν καί γύρισαν στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρῆκαν συγκεντρωμένους τούς ἕντεκα μαθητές καί ὅσους ἦταν μαζί τους, πού ἔλεγαν ὅτι πραγματικά ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί φανερώθηκε στό Σίμωνα. καί αὐτοί ἐξηγοῦσαν ὅσα τούς συνέβησαν στό δρόμο καί πῶς τόν ἀναγνώρισαν ὅταν τεμάχιζε τό ψωμί. Ἐνῶ ἔλεγαν αὐτά, ὁ Ἰησοῦς στάθηκε ἀνάμεσά τους καί τούς λέει: «Εἰρήνη σ’ ἐσᾶς!» Ἀπό τήν ταραχή καί τό φόβο νόμιζαν ὅτι ἔβλεπαν φάντασμα. Ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Γιατί εἶστε τρομαγμένοι καί γιατί γεννιοῦνται στήν καρδιά σας ἀμφιβολίες; Κοιτάξτε τά χέρια μου καί τά πόδια μου γιά νά βεβαιωθεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγώ ὁ ἴδιος. Ψηλαφίστε με καί δεῖτε· ἕνα φάντασμα δέν ἔχει σάρκα καί ὀστά, ὅπως βλέπετε πώς ἔχω ἐγώ». Καί λέγοντας αὐτά τούς ἔδειξε τά χέρια καί τά πόδια του. Καθώς αὐτοί ἀπό τή χαρά καί τήν ἔκπληξή τους δέν πίστευαν στά μάτια τους, τούς ρώτησε ὁ Ἰησοῦς: «Ἔχετε τίποτε φαγώσιμο;».
«Ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. Οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ» (Πράξεων α΄, 2-9).
Δηλαδή : «Ὥς τήν ἡμέρα πού ἀναλήφθηκε, ἀφοῦ πρῶτα ἔδωσε ἐντολές, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στούς Ἀποστόλους πού εἶχε διαλέξει ὁ ἴδιος. Μετά τό θάνατό του παρουσιάστηκε σ’ αὐτούς ζωντανός μέ πολλές ἀποδείξεις ἐμφανιζόταν σ’ αὐτούς γιά σαράντα μέρες καί τούς μιλοῦσε σχετικά μέ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐνόσω ἦταν μαζί τους κι ἔτρωγε, τούς παράγγειλε: «Μήν ἀπομακρυνθεῖτε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, ἀλλά νά περιμένετε ἀπό τόν Πατέρα τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης, γιά τήν ὁποία σᾶς μίλησα· ὅτι, δηλαδή, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης βάπτιζε μέ νερό, ἐσεῖς θά βαφτιστεῖτε σέ λίγες μέρες μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα». Οἱ μαθητές, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν μία μέρα καί τόν ρωτοῦσαν: «Κύριε, ἔφτασε ἄραγε ἡ ὥρα νά ἀποκαταστήσεις τή βασιλεία στόν Ἰσραήλ;» Κι αὐτός τούς εἶπε: «Ἐσεῖς δέν μπορεῖτε νά γνωρίζετε τόν ἀκριβῆ χρόνο· αὐτόν τόν κρατάει ὁ Πατέρας στήν ἀποκλειστική του ἐξουσία. Θά λάβετε ὅμως δύναμη ὅταν θά ’ρθει τό Ἅγιο Πνεῦμα σ’ ἐσᾶς, καί θά γίνετε μάρτυρες δικοί μου, στήν Ἱερουσαλήμ, σέ ὅλη τήν Ἰουδαία καί στή Σαμάρεια καί ὡς τά πέρατα τῆς γῆς». Μόλις τά εἶπε αὐτά, κι ἐνῶ ἐκεῖνοι τόν κοίταζαν, ἀνυψώθηκε πρός τόν οὐρανό, καί μία νεφέλη τόν ἔκρυψε ἀπό τά μάτια τους».
«Τοῦτον ὁ Θεὸς ἤγειρε τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ καὶ ἔδωκεν αὐτὸν ἐμφανῆ γενέσθαι, οὐ παντὶ τῷ λαῷ, ἀλλὰ μάρτυσι τοῖς προκεχειροτονημένοις ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡμῖν, οἵτινες συνεφάγομεν καὶ συνεπίομεν αὐτῶ μετὰ τὸ ἀναστῆναι αὐτὸν ἐκ νεκρῶν» (Πράξεων ι΄, 40, 41).
Δηλαδή : «Ὁ Θεός ὅμως τόν ἀνάστησε τήν τρίτη μέρα ἀπό τό θάνατό του κι ἔκανε νά τόν δοῦν ἀναστημένο ὄχι ὅλος ὁ λαός, ἀλλά οἱ μάρτυρες πού ὁ Θεός τούς εἶχε διαλέξει ἀπό πρίν, δηλαδή ἐμεῖς, πού φάγαμε καί ἠπίαμε μαζί του μετά τήν ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς».
«Ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί» ( Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄, 8).
Δηλαδή : «Τελευταία ἀπό ὅλους, ἐμφανίστηκε καί σ’ ἐμένα σάν σέ ἔκτρωμα».
θ΄. Ἀπεστάλησαν στήν συνέχεια
νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σ’ ὅλα τά ἔθνη
«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ᾿Αμήν» (Ματθαίου κη΄, 19, 20).
Δηλαδή : «Πηγαίνετε λοιπόν καί κάνετε μαθητές μου ὅλα τά ἔθνη, βαφτίζοντάς τους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί διδάξτε τους νά τηροῦν ὅλες τίς ἐντολές πού σᾶς ἔδωσα. Κι ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας πάντα ὡς τή συντέλεια τοῦ κόσμου». Ἀμήν».
«Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» (Μάρκου ιστ΄, 15).
Δηλαδή : «Μετά τούς εἶπε: «Πορευθεῖτε σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο καί διακηρύξτε τά χαρμόσυνο μήνυμα σ’ ὅλη τήν κτίση».
«Εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν» ( Β΄ Πρός Τιμόθεον α΄, 11).
Δηλαδή : «Αὐτοῦ τοῦ εὐαγγελίου ὁρίστηκα νά εἶμαι ἐγώ κήρυκας κι ἀπόστολος καί διδάσκαλος τῶν ἐθνικῶν».
ι΄. Ἦσαν εἰδικά ἀφιερωμένοι στή διακονία
τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ
«Ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν» ( Πράξεων στ΄, 4).
Δηλαδή : «Κι ἐμεῖς θά ἀφιερωθοῦμε ἀποκλειστικά στήν προσευχή καί στό ἔργο τοῦ κηρύγματος».
«Οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ» ( Πράξεων κ΄, 27).
Δηλαδή : «Γιατί δέν παρέλειψα νά σᾶς κηρύξω ὅλο τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας».
ια΄. Ὁ Χριστός εἶναι πάντοτε μαζύ μέ τούς Μαθητές Του.
«Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. ᾿Αμήν.» (Ματθαίου κη΄, 20).
Δηλαδή : «Κι ἐγώ θά εἶμαι μαζί σας πάντα ὡς τή συντέλεια τοῦ κόσμου». Ἀμήν».
ιβ΄. Ἐνθαρρύνθηκαν νά μήν εἶναι δειλοί
στήν ὁμολογία τους γιά τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό
«Ὅ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων. καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν. ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς. Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθαίου ι΄, 27-33)
Δηλαδή : «Αὐτό πού σᾶς λέω στά σκοτεινά, πέστε το στό φῶς κι αὐτό πού ἀκοῦτε ψιθυριστά στ’ αὐτί, διακηρύξτε το ἀπό τούς ἐξῶστες. Καί μή φοβηθεῖτε αὐτούς πού σκοτώνουν τό σῶμα, ἀλλά δέν μποροῦν νά σκοτώσουν τήν ψυχή. Ἀντίθετα, νά φοβηθεῖτε ὅποιον μπορεῖ νά καταστρέψει ψυχή καί σῶμα στήν κόλαση. Ἕνα ζευγάρι σπουργίτια δέν πουλιέται γιά ἕνα μόνο ἀσσάριο; Κι ὅμως, οὔτε ἕνα ἀπ’ αὐτά δέν πέφτει στή γῆ χωρίς τό θέλημα τοῦ Πατέρα σας. Ὅσο γιά σᾶς, ὁ Θεός ἔχει μετρημένες καί τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς σας. Μὴ φοβηθεῖτε, λοιπόν, γιατί ἐσεῖς ἀξίζετε περισσότερο ἀπό πολλά σπουργίτια».Ὅποιος ὁμολογήσει μπροστά στούς ἀνθρώπους ὅτι ἀνήκει σ’ ἐμένα, θά τόν ἀναγνωρίσω κι ἐγώ γιά δικό μου μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα μου. Ὅποιος ὅμως μέ ἀπαρνηθεῖ μπροστά στούς ἀνθρώπους, θά τόν ἀπαρνηθῶ κι ἐγώ μπροστά στόν οὐράνιο Πατέρα μου».
3. Ἡ σχέση τους μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα
α΄. Ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα
«Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα ῞Αγιον» (Ἰωάννου κ΄, 22).
Δηλαδή : «Ἔπειτα ἀπό τά λόγια αὐτά, φύσηξε στά πρόσωπά τους καί τούς λέει: «Λάβετε Ἅγιο Πνεῦμα».
«Καὶ ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι» (Πράξεων β΄, 1-4).
Δηλαδή : «Ὅταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἦταν ὅλοι μαζί συγκεντρωμένοι μέ ὁμοψυχία στό ἴδιο μέρος. Ξαφνικά ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό μία βουή σάν νά φυσοῦσε δυνατός ἄνεμος, καί γέμισε ὅλο τό σπίτι ὅπου ἔμεναν. Τότε τούς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σάν φλόγες φωτιᾶς, πού μοιράστηκαν καί κάθισαν ἀπό μία στόν καθένα ἀπ’ αὐτούς. Ὅλοι τότε πλημμύρισαν ἀπό Πνεῦμα Ἅγιο καί ἄρχισαν νά μιλοῦν σέ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα πού τούς ἔδινε τό Ἅγιο Πνεῦμα».
«᾿Απῆλθε δὲ ᾿Ανανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, ᾿Ιησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ῾Αγίου» (Πράξεων θ΄, 17).
Δηλαδή : «Τότε ὁ Ἀνανίας ἔφυγε, πῆγε σ’ ἐκεῖνο τό σπίτι κι ἀκουμπώντας τά χέρια του πάνω στό Σαούλ τοῦ εἶπε: «Σαούλ, ἀδελφέ, μέ ἔστειλε ὁ Κύριος, ὁ Ἰησοῦς, πού σοῦ φανερώθηκε στό δρόμο καθώς ἐρχόσουνα, γιά νά ξαναβρεῖς τό φῶς σου καί νά γεμίσεις μέ Ἅγιο Πνεῦμα».
β΄. Ὁδηγήθηκαν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα
σέ ὅλη τήν ἀλήθεια
« Ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» (Ἰωάννου ιδ΄, 26).
Δηλαδή : «Ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὁ Παράκλητος, πού θά στείλει ὁ Πατέρας στό ὄνομά μου, ἐκεῖνος θά σᾶς διδάξει τά πάντα καί θά φέρει στή μνήμη σᾶς ὅλα ὅσα σᾶς ἔχω πεῖ ἐγώ».
«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ» ( Ἰωάννου ιε΄, 26).
Δηλαδή : «Ὅταν ἔρθει ὁ Παράκλητος, πού θά σᾶς τόν στείλω ἐγώ ἀπό τόν Πατέρα, τό Πνεῦμα τῆς Ἀλήθειας, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, αὐτός θά ἑρμηνεύσει τήν ἀποστολή μου».
«Ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ' ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὅσα ἂν ἀκούσῃ λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν» (Ἰωάννου ιστ΄, 13 ).
Δηλαδή : «Ὅταν ὅμως θά ἔρθει ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς Ἀλήθειας, θά σᾶς ὁδηγήσει σέ ὅλη τήν ἀλήθεια. Γιατί δέ θά μιλήσει ἀπό μόνος του, ἀλλά θά πεῖ ὅσα θ’ ἀκούσει, καί θά σᾶς ἀναγγείλει αὐτά πού μέλλουν νά συμβοῦν».
γ΄. Φωτίσθηκαν ἀπό τό Πνεῦμα, γιά νά ἀπαντήσουν στούς ἀντιθεμένους
«Ὅταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε. 20 οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν» (Ματθαίου ι΄, 19, 20).
Δηλαδή : «Κι ὅταν σᾶς σύρουν στό δικαστήριο, μήν ἀγωνιᾶτε γιά τό τί θά πεῖτε ἤ πῶς θά τό πεῖτε. Ὁ Θεός θά σᾶς φωτίσει ἐκείνη τήν ὥρα τί νά πεῖτε, γιατί δέ θά εἶστε ἐσεῖς πού θά μιλᾶτε, ἀλλά τό Πνεῦμα τοῦ Πατέρα σας πού θά μιλάει μέσα σας».
«Ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε· τὸ γὰρ ῞Αγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκᾶ ιβ΄, 11, 12).
Δηλαδή : «Ὅταν σᾶς ὁδηγήσουν μπροστά στίς συναγωγές ἤ στίς πολιτικές ἀρχές, μήν ἀγωνιᾶτε γιά τό πῶς θά ἀπολογηθεῖτε ἤ τί θά πεῖτε, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα θά σᾶς φωτίσει ἐκείνη τή στιγμή τί θά πρέπει νά πεῖτε».
δ΄. Στόν καθένα ἀπό τούς Μαθητές δόθηκαν
ἡ ἐξουσία καί τά χαρίσματα
«Καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς» ( Ματθαίου ιστ΄, 19).
Δηλαδή : «Θά σοῦ δώσω τά κλειδιά πού ἀνοίγουν τήν πόρτα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καί ὅ,τι κρατήσεις ἀσυγχώρητο στή γῆ θά εἶναι ἀσυγχώρητο καί στούς οὐρανούς καί ὅ,τι συγχωρήσεις στή γῆ θά εἶναι συγχωρημένο καί στούς οὐρανούς ».
«Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ματθαίου ιη΄, 18).
Δηλαδή : «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὅ,τι κρατήσετε ἀσυγχώρητο στή γῆ, θά εἶναι ἀσυγχώρητο καί στόν οὐρανό καί ὅ,τι συγχωρήσετε στή γῆ θά εἶναι συγχωρημένο καί στόν οὐρανό».
«Λογίζομαι γὰρ μηδὲν ὑστερηκέναι τῶν ὑπερλίαν ἀποστόλων» (Β΄ Κορινθίους ια΄, 5 ).
Δηλαδή : «Ἔχω ὅμως τή γνώμη ὅτι σέ τίποτα δέν ὑστερῶ ἀπέναντι σ’ αὐτούς πού λέτε ὑπεραποστόλους».
4. Ἡ σχέση τους μέ τόν κόσμο
α΄. Δέν ἦσαν ἀπό τόν κόσμο
«Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ' ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος» ( Ἰωάννου ιε΄, 19).
Δηλαδή : «Ἄν ἀνήκατε στόν κόσμο, τότε ὁ κόσμος θά σᾶς ἀγαποῦσε σάν κάτι δικό του. Ἐπειδή ὅμως δέν ἀνήκετε στόν κόσμο, ἀφοῦ ἐγώ σᾶς διάλεξα καί σᾶς ξεχώρισα ἀπό τόν κόσμο, γι’ αὐτό σας μισεῖ ὁ κόσμος».
«Ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσί, καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμί» (Ἰωάννου ιζ΄, 16 ).
Δηλαδή : «Δέν προέρχονται ἀπό τόν πονηρό κόσμο, ὅπως κι ἐγώ δέν προέρχομαι ἀπό τόν κόσμο αὐτόν».
β΄. Ἐμισοῦντο ἀπό τόν κόσμο
« Καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» ( Ματθαίου ι΄, 22 ).
Δηλαδή : «Κι ὅλοι θά σᾶς μισοῦν ἐξαιτίας μου. Ὅποιος ὅμως μεiνει σταθερός ὡς τό τέλος, αὐτός θά σωθεῖ».
«Τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου» ( Ματθαίου κδ΄, 9).
Δηλαδή : «Τότε θά σᾶς παραδώσουν σέ βασανιστήρια καί θά σᾶς σκοτώσουν, κι ὅλοι οἱ λαοί θά σᾶς μισοῦν ἐξαιτίας μου».
«Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν» (Ἰωάννου ιε΄, 18) .
Δηλαδή : «Ἄν σᾶς μισεῖ ὁ κόσμος, νά ξέρετε πώς πρίν ἀπό σᾶς ἐμένα ἔχει μισήσει».
γ΄. Διωγμοί καί θλίψεις τῶν Μαθητῶν
«Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί.... καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν» (Ματθαίου ι΄, 16, 18) .
Δηλαδή : «Σᾶς στέλνω σάν πρόβατα ἀνάμεσα στούς λύκους. Νά ἔχετε τή σύνεση πού ἔχουν τά φίδια καί τήν ἀκεραιότητα πού ἔχουν τά περιστέρια.... Θά σᾶς ὁδηγήσουν μπροστά σέ ἄρχοντες καί βασιλιάδες ἐξαιτίας μου, γιά νά δώσετε μαρτυρία γιά μένα σ’ αὐτούς καί στούς εἰδωλολάτρες».
«Παραδοθήσεσθε δὲ καὶ ὑπὸ γονέων καὶ συγγενῶν καὶ φίλων καὶ ἀδελφῶν, καὶ θανατώσουσιν ἐξ ὑμῶν» (Λουκᾶ κα΄, 16).
Δηλαδή : «Θά παραδοθεῖτε ἀπό γονεῖς κι ἀδέρφια, ἀπό συγγενεῖς καί φίλους, καί μερικούς ἀπό σᾶς θά σᾶς σκοτώσουν».
«Μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν» (Ἰωάννου ιε΄, 20).
Δηλαδή : «Νά θυμᾶστε τό λόγο πού σᾶς εἶπα: δέν ὑπάρχει δοῦλος ἀνώτερος ἀπό τόν κύριό του. Ἄν ἐμένα καταδίωξαν, θά καταδιώξουν κι ἐσᾶς, ἄν ἐφάρμοσαν τά λόγιά μου, θά ἐφαρμόσουν καί τά δικά σας».
«Ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ' ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ» (Ἰωάννου ιστ΄, 2).
Δηλαδή : «Θά σᾶς διώξουν ἀπ’ τίς συναγωγές θά ἔρθει μάλιστα ὁ καιρός πού ὅποιος σᾶς θανατώσει θά νομίζει πώς ἔτσι ὑπηρετεῖ τό Θεό».
Ἀπόστολοι
Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἐξ ἀρχῆς τοῦ δημοσίου βίου Του καί τῆς ἱεραποστολικῆς δράσεώς Του ἐξέλεξε δώδεκα Ἀποστόλους, γιά νά οἰκειωθοῦν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὥστε νά χρησιμεύσουν ὡς μάρτυρες Του κατά τόν λόγο Του «ὑμῖν δέδοται γνῶναι» (Ματθαίου ιγ΄, 11) . Τούς ἀπέστελε κατά καιρούς γιά νά κηρύσσουν Αὐτόν καί τήν Ἀλήθεια (Πράξεων α΄, 21, 22) ἀνά δύο, ὡς τοῦτο δηλώνεται ἀπό τόν Μᾶρκο τόν Εὐαγγελιστή (Μάρκου στ΄, 7). Ὅταν ὁ Ἰούδας ὁ προδότης αὐτοκτόνησε (Ματθαίου κζ΄, 5), προσετέθη ὁ Ματθίας (Πράξεων α΄, 26), καί μετά ταῦτα ὁ Παῦλος, γιά νά κηρύξει τό εὐαγγέλιο στά εἰδωλολατρικά ἔθνη (Πρός Ρωμαίους α΄, 1. Πρός Κορινθίους Α΄, ιε΄, 8, 9. Πρός Φιλιππισίους α΄, 1). Σημειωτέον δέ ὅτι αὐτοί καί ὀλίγοι καὶ ἀπαίδευτοι ἦσαν γιά νά μή λέγεται, ὅτι διά τέχνης καί πολυμαθείας διεδόθηκε ὁ Χριστιανισμός· οὔτε ἐκ τῆς τάξεως τῶν πλουσίων, γιά νά μή νομίζεται ὅτι ὁ ὄγκος τῶν χρημάτων πρόσθεσε ὀπαδούς στό δόγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄλλ’ οὔτε πάλιν ἐκ τῆς τάξεως τῶν διασήμων, γιά νά μή λέγουν ὅτι ἐπέδρασαν στούς ὀπαδούς τους διά μέσων ἄλλων ἀνοικείων στό Χριστιανισμό μεθόδων, ἀλλ’ ἦσαν ἀπαίδευτοι, πτωχοί καί ἄσημοι, ἐργατικοί καί τίμιοι, ἔχοντες τόν κοινό νοῦ, τήν αὐταπάρνηση καί τήν ἀγάπη, πού τούς ὁδήγησε σέ κακουχία, βάσανα καί θανάτους, χάριν τῆς σωτηρίας τῶν ἄλλων ὅπως, κατά τόν Ἀπόστολο, «μή καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ» (Πρός Κορινθίους Α΄, α΄, 25, 29).
Ὁ ἀριθμός δώδεκα (3Χ4) στίς Γραφές εἶναι σύμβολο τελειότητος καί γενναιότητος. Οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι κατά τούς ἁγίους Πατέρας ἦταν κατά τόν τύπον :
1) τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ (Ματθαίου ιθ', 28) «Δώδεκα μέν μαθητάς ἐκλέγεται κατά τόν ἀριθμόν τῶν δώδεκα φυλῶν» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, κεφ. Ι΄, στίχ. 1, Migne PG 123, 233 )
2) τῶν δώδεκα πηγῶν στήν Αἰλείμ (Ἐξόδου ιε’, 27). Ἡ Αἰλείμ ἦταν εὐρύχωρη κοιλάδα πρός τά δυτικά τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. πού εἶχε πηγές, ρυάκια καί δέντρα. Ἐκτεινόταν περίπου σέ
3) τῶν δώδεκα λίθων τοῦ Οὐρίμ καί Θουμμίμ ἐπί τῶν ἐπωμίδων τοῦ Ἀρχιερέως, τύπος τοῦ Χριστοῦ (Ἐξόδου κη΄, 15-21).
Οὐρίμ καί Θουμμίμ, φῶτα καί ἀλήθειαι. Κατά τούς ἑβδομήκοντα (Ο΄) ἡ δήλωση καί ἡ ἀλήθεια. Κατά τόν Σύμμαχο φωτισμός καί τελειότης. Ἀπό τά σχετικά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰκάζεται ὅτι τά Θουμμί ἦταν ὑλικά πράγματα, ὅλως διάφορα τῶν πολυτίμων λίθων τοῦ περιστηθίου τοῦ ἀρχιερέως (Ἔξοδος κη΄, 15, 16, 30 καί Λευϊτικόν η΄, 8).
Μέσω τῶν οὐρίμ καί θουμμίμ οἱ Ἰουδαῖοι συμβουλεύονταν τόν Κύριο καί μάθαιναν τό θέλημα αὐτοῦ ἰδιαίτερα περί τοῦ πολέμου (Ἀριθμῶν κζ΄, 21). Τηροῦνταν στό θυλάκιο τοῦ περιστηθίου τοῦ Ἀρχιερέως γιά νά φέρει αὐτά «ἐπί τῆς καρδίας αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου διά παντός». Αὐτά περέδωσε ὁ Μωϋσῆς ἐπίσημα στόν Ἀαρών (Λευϊτικοῦ η΄, 8), καί αὐτή ἦταν ἡ πρώτη ἐμφάνιση τους. Μετά τά παρέλαβε ὁ Ἐλεάζαρ (Ἀριθμῶν κ΄, 28, κζ΄, 21). Ἀναφέρονται ὡς ἡ δόξα τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ (Δευτερονομίου λγ΄, 8). Ἡ χρήση αὐτῶν μετά τόν Δαβίδ δέν ἀναφέρεται πουθενά. Ἐάν καί ἡ Ἁγία Γραφή δέν ἀναφέρει σαφῶς τήν ὕλη καί τήν μορφή τους κάποιοι θεωροῦν ὅτι ἦταν μικρά ἀγαλματίδια ἀπό πολύτιμους λίθους, ἄλλοι ὅτι ἦταν λίθοι μέ διπλή ὄψη, ἄλλοι ὅτι ἦταν ἱεροί ψήφοι ἀπό τούς ὁποίους οἱ Ἑβραίοι μάθαιναν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού μᾶλλον προσεγγίζει πρός τήν πραγματικότητα καί τήν ἀλήθεια. Ἐπίσης ἀπό πολλά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς συνάγεται ὅτι ἡ χρήση τους ἦταν διαδεδομένη πρίν τήν ἐμφάνιση τῶν Προφητῶν. Μετά τήν βασιλεία τοῦ Δαβίδ ἡ χρήση τους παρήκμασε γιά νά καταργηθοῦν ἐντελῶς μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
4) τῶν δώδεκα ἄρτων τῆς προθέσεως (Ἐξόδου λθ΄, 36 καί μ΄, 23)
5)τῶν δώδεκα κατασκόπων τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, πού ἦταν τύπος τῆς οὐρανίας βασιλείας (Ἰησοῦς τοῦ Ναυή β΄, 2 κ.ἑξ.)
6) τῶν δώδεκα λίθων τῶν ληφθέντων ἐκ τοῦ Ἰορδάνου κατά διαταγή τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυή (Ἰησοῦς τοῦ Ναυή δ΄, 1 κ.ἑξ.)
Στήν Καινή Διαθήκη ὑπάρχουν τέσσαρες κατάλογοι γιά τήν ἀποστολή τῶν Ἀποστόλων,
α) στό Ματθαῖο (κεφ. ι΄, 1-4),
β) στό Μάρκο (κεφ. γ΄, 16),
γ) στό Λουκᾶ (κεφ. ς΄, 14), καί
δ) στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (κεφ. α΄, 13).
Ἕκαστος τούτων διαφέρει κατά τί τῶν ἄλλων ὡς ἐκ τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο συνεγράφη. Ὅλοι ὅμως εἶναι σέ ἁρμονία, ὅσον ἀφορᾶ στό σύνολο τῶν Ἀποστόλων, ὅπως καί ἀπό τό ἀκολουθοῦν σχέδιο καταφαίνεται. Ἕκαστος κατάλογος διαιρεῖ τήν κατάταξη τῶν Ἀποστόλων σέ τρεῖς τετράδες, τῆς πρώτης ἡγεῖται ὁ «Σίμων Πέτρος», τῆς δευτέρας ὁ «Φίλιππος», τῆς τρίτης «Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου», καί τελευταῖος ἔρχεται ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. Οἱ τέσσαρες αὐτοί κατάλογοι ὅπως ἐκ τῆς συγκρίσεως προκύπτει μπορεῖ νά θεωρηθοῦν ὅτι οἱ τρεῖς τῶν Συνοπτικῶν (Ματθαῖος, Μᾶρκος, Λουκᾶς) καταγράφουν τούς Ἀποστόλους πρό τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ δέ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων κατά τήν μετά τήν Πεντηκοστή σέ σχέση μέ τό ἱεροποστολικό ἔργο τους. Ὁ Σίμων Πέτρος πρώτευε, διότι διεκρινόταν πάντοτε ἀπό τούς λοιπούς Ἀποστόλους γιά τό θάρρος καί τήν ζωηρότητα τοῦ πνεύματος. Κατ’ αὐτόν τό τρόπο καί ἐξεπροσωποῦσε ἐνίοτε αὐτούς (Ματθαίου ιθ', 27. Λουκᾶ ιβ΄, 41). Ὁ Κύριός μας ἀπευθυνόταν ἐνίοτε πρός αὐτόν κατά προτίμηση (Ματθαίου κστ’, 4. Λουκᾶ κβ΄, 31), ἐπίσης καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι ἀπευθυνόταν πρός αὐτόν, ὡς ἐκπροσωποῦντα τούς λοιπούς (Ματθαίου ιζ΄, 24. Πράξεων β΄, 37). Ἐκαλεῖτο δέ καί Κηφᾶς πού κατά τήν Συροχαλδαϊκή γλῶσσα σημαίνει Πέτρος.
Ὁ Ἀνδρέας κήρυξε στίς περί τόν Πόντο ἐπαρχίες, τέλος δέ ὑπέμεινε σταυρικό θάνατο στήν Πάτρα.
Ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰωάννου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, καί οἱ δύο ἐπωνομάσθησαν «Βοανεργές» υἱοί βροντῆς (Μάρκου γ’, 17), οἱ υἱοί τοῦ Ζεβεδαίου ἦταν σύντροφοι τοῦ Πέτρου καί τοῦ Ἀνδρέα στήν ἁλιεία. Ἀπό αὐτούς ὁ μέν Ἰάκωβος φονεύθηκε ἀπό τόν Ἡρώδη (Πράξεων ιβ’, 2).
Ὁ δέ Ἰωάννης πέθανε σέ προχωρημένη ἡλικία.
Ὁ Φίλιππος κλήθηκε ἀπό τόν Χριστό μετά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀνδρέου καί Ἰωάννου, καταγόμενος ἀπό τήν ἴδια πόλη ἀπό τήν ὁποία καταγόταν καί ὁ Ἀνδρέας, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης καί ὁ Ἰάκωβος, τῆς καλουμένης Βηθσαϊδά (Ἰωάννης ιβ΄, 20-22).
Ὁ Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου ἤ Κλεόπας (Ἰωάννης ιθ΄, 25), ὁ ὁποῖος ἀπό τόν Παῦλο καλεῖται «ἀδελφός τοῦ Κυρίου» (Πρός Γαλάτες α΄, 19), διότι ἡ μητέρα του ἦταν συγγενής τῆς Μητέρας τοῦ Ἰησοῦ (Ματθαίου κζ΄, 56) καί ἀδελφός τοῦ Ἰωσῆ. Διέμεινε δέ στά Ἱεροσόλυμα (Πράξεων ιε΄, 15. Πρός Γαλάτας β', 9), ὅπου καί συνέταξε τήν ἐπιστολή πού φέρει τό ὄνομά του. Ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἰωσήπου φαίνεται ὅτι αὐτός φονεύθηκε ἀπό τόν Ἄννανο (Ἄννα) τόν Ἀρχιερέα πρό τῆς ἀφίξεως τοῦ Ρωμαίου Διοικητοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ Ἀλβίνου (62-64μ.Χ.) τοῦ διαδεχθέντος τόν Φῆστο (διοίκησε 60-62 μ.Χ.). Ὁ Λεββαῖος ὁ καί Θαδδαῖος, καί ἀπό τόν Λουκᾶ, καλούμενος Ἰούδας, ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου πρός διάκριση Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτου. Ὁ Σίμων ὁ Κανανίτης, ὁ καλούμενος ἀπό τόν Λουκᾶ, ὀνομάσθηκε Κανανίτης διότι κατήγετο ἀπό τήν πόλη Κανά τῆς Γαλιλαίας, καί Ζηλωτής ὡς ἀνήκων ποτέ στήν θρησκευτική ὁμάδα τῶν Ζηλωτῶν, ἡ ὁποία ἀπό ὑπέρμετρο φανατισμό, τιμωροῦσε τούς σύμφωνα μ’ αὐτή παραβαίνοντας τούς νόμους, καί ἐπέφερε μεγάλα δεινά στήν Ἱερουσαλήμ, καί τέλος αὐτή τήν καταστροφή της. Κατ’ ἄλλους ὀνομάζεταν ἔτσι ἀπό τόν πολύ ζῆλο πού ἔτρεφε ὑπέρ τῆς δόξης τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰούδας Ἰσκαριώτης, υἱός τοῦ Σίμωνος (Ἰωάννου ς΄, 71. ιβ’, 4. ιζ’, 12) ἀπό τό χωριό Καριώθ (Ἰησοῦς Ναυή ιε΄, 25) τῆς φυλῆς Ἰούδα «ὥστε δύω μέν ἦσαν Σίμωνες» Σίμων, ὁ λεγόμενος Πέτρος, καί Σίμων ὁ Ζηλωτής ὅ καί Κανανίτης, δύω δέ Ἰάκωβοι, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καί Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου, δύω δέ Ἰοῦδες, Ἰούδας ὁ ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου, ὁ καί Λεββαῖος καί Θαδδαῖος καί Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης».
Οἱ 12 Ἀπόστολοι ὅπως κατατάσσονται στούς 4 Πίνακες τῆς Καινῆς Διαθήκης:
ΜΑΤΘΑΙΟΥ ι΄2-4 ΜΑΡΚΟΥ Γ΄.16-19. ΛΟΥΚΑ ΣΤ΄ 14-16 ΠΡΑΞΕΩΝ Α΄. 13.
1. ΣΙΜΩΝ ΠΕΤΡΟΣ
2 ᾽Ανδρέας ᾽Ιάκωβος ᾽Ανδρέας ᾽Ιάκωβος
3 Ἰάκωβος Ἰωάννης Ἰάκωβος Ἰωάννης
4 Ἰωάννης Ἀνδρέας Ἰωάννης Ἀνδρέας
5. ΦΙΛΙΠΠΟΣ
6. Βαρθολομαῖος Βαρθολομαῖος Βαρθολομαῖος Θωμᾶς
7 Θωμᾶς Ματθαῖος Ματθαῖος Βαρθολομαῖος
8 Ματθαῖος Θωμᾶς Θωμᾶς Ματθαῖος
9.ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΤΟΥ ΑΛΦΑΙΟΥ
10 Λεββαῖος Θαδδαῖος Σίμων ὁ καλ. Ζηλωτὴς Σίμων ὁ Ζηλωτής
11 Σίμων ὁ Καναναῖος Σίμων Ἰούδας Ἰακώβου Ἰούδας Ἰακώνου
12 Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης Ἰούδας Ἰσκαριώτης ..............................
Ὁ θάνατος τῶν Ἀποστόλων
Ὁ Ματθαῖος λέγεται ὅτι μαρτύρησε ἤ ἐσφάγη διά μαχαίρας στήν Αἰθιοπία.
Ὁ Μᾶρκος σύρθηκε στούς δρόμους τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὥσπου ἐξέπνευσε.
Ὁ Λουκᾶς κρεμάστηκε σ’ ἕνα ἐλαιόδεντρο.
Ὁ Ἰωάννης ρίχτηκε σ’ ἕνα καζάνι μέ καυτό λάδι, ὅμως ξέφυγε τό θάνατο. Ἀπέθανε ἀργότερα ἀπό φυσικό θάνατο στήν Ἔφεσο.
Ὁ Ἰάκωβος (μεγαλύτερος) ρίχτηκε ἀπό τό πτερύγιο τοῦ Ναοῦ καί ἔπειτα χτυπήθηκε μ’ ἕνα ρόπαλο, ὥσπου πέθανε.
Ὁ Φίλιππος κρεμάστηκε ἀπό ‘να πάσαλο στήν Ἱεράπολη τῆς Φρυγίας.
Ὁ Βαρθολομαῖος γδάρθηκε ζωντανός, κατόπιν τῆς διαταγῆς ἑνός βάρβαρου βασιλιᾶ.
Ὁ Ἀνδρέας δέθηκε σ’ ἕνα σταυρό, ἀπ’ ὅπου ἐκήρυξε στούς ἀνθρώπους, ὥσπου ἐξέπνευσε.
Ὁ Θωμᾶς φονεύθηκε στίς Ἀνατολικές Ἰνδίες, ἀφοῦ δέχθηκε ἐπανειλημμένα τρυπήματα στό σῶμα του μέ ξιφολόγχη.
Ὁ Ἰούδας φονεύθηκε μέ βέλη.
Ὁ Σίμων ὁ Ζηλωτής σταυρώθηκε στήν Περσία.
Ὁ Ματθίας πρῶτα λιθοβολήθηκε καί ἔπειτα ἀποκεφαλίστηκε.