Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
(ἑορτή τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κάρας
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ
καί Προδρόμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ)
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Μέσα στήν αὐγουστιάτιπη λαύρα ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας προβάλλει μιά ὁλόφωτη καί πυρφόρα μορφή, γεμάτη ἀπό ἱερή φλόγα καί ἄφθαστη τόλμη. Εἶναι ἡ πύρινη φυσιογνωμία τοῦ Προδρόμου πού στόν πανηγυρισμό της τοῦτο τόν μήνα μᾶς θυμίζει ἔντονα τό ἀποπορύφωμα τῶν ἀγώνων του καί τό δραματιπό του τέλος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής δέν εἶναι μόνον ἕνας ἐμπνευσνένος προφήτης καί ἀγγελιαφόρος τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι μόνον ἕνας μεγαλόφωνος Ἀπόστολος καί κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, δέν εἶναι ἕνας μάρτυρας καί ὁμολογητής, πού ἔχυσε τό αἷμά του γιά τήν Ἀλήθεια καί τήν Δικαιοσύνη, οὔτε ἕνας ἀσκητής ὁσιώτατος πού ἔζησε μακρυά ἀπό τόν κόσμο γιά νά ὑψωθῆ στόν οὐρανό. Εἶναι μέσα σ’ ὅλα αὐτά τά μεγάλα χαρίσματα καί τ’ ἀξιώματα τῶν Ἁγίων, μά πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἕνας ἀστραποφόρος ἄγγελος τῆς ἐρήμου, πού, ζώντας τή νεότητά του μακρυᾶ ἀπό τή βοή καί τό θόρυβο τῆς κοσμικῆς τύρβης, ὥρμησε κάποτε μέ τήν πύρινη ρομφαία τοῦ πρόφητικοῦ λόγου στά περίχωρα τῆς Ἰουδαίας καί μέ τό πολύβοο σάλπισμά του «Μετανοεῖτε!» ἐξύπνησε χιλιάδες ψυχές ἀπό τόν λήθαργο τῆς ἁμαρτίας, φθάνοντας ἴσαμε τ’ ἀνάκτορα τοῦ Ἡρώδη.
Γεννήθηκε θαυματουργικά στήν ὀρεινή Χεβρών ἀπό τόν ἱερέα Ζαχαρία καί τήν στείρα Ἐλισάβετ στά βαθειά γεράματά τους. Ἀπό τό λίκνα του ἀκόμα ἐγνώρισε τόν πόνο καί μεγάλωσε μ’ αὐτόν, γιατί δέν πρόλαβε καλά-καλά νά χαρεῖ τό μητρικό χάδι οὔτε τήν πατρική στοργή, γιατί οἱ γέροντες γονεῖς του ἄφησαν τόν κόσμο λίγο μετά τή γέννησή του. Παιδί ἀκόμα, ὅπως οἱ νεοσσοί τῶν ἀετῶν, τράβηξε κατά τήν ἔρημο. Αὐτή τοῦ χρησίμευσε ὡς τό μεγάλο σχολεῖο, ὅπου σπούδασε τόν Θεό συνομιλώντας μαζί Του τίς νύκτες, καθώς κυρίευε τήν ψυχή του τό ἔναστρο μεγαλεῖο τ’ οὐρανοῦ.
Μέ τούς βοριάδες καί τίς θύελλες ὕψωνε τό πνεῦμά του στ’ ἀκρόκορφα τῆς προσευχῆς, ἔχοντας γιά ναό καί σκήτη του κάποια σπήλια καί παιδικούς του φίλους τ’ ἀγρίμια τοῦ βουνοῦ. Φοροῦσε ἕνα σάκκο ἀπό τρίχες καμήλου κι’ ἔφερε στή μέση δερμάτινη ζώνη. Ἡ τροφή τοῦ ἤτανε ἀκρίδες καί μέλι ἀπό ἄγρια μελίσσια, πού ζούσανε κοπαδιαστά στούς βράχους τῆς ἐρήμου.
Ἀπορροφημένος ἀπό τήν θεία ἐνόραση, δέν ἐγνώρισε ἄλλη ἀγάπη, ἐκτός ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἤπιε ποτέ του κρασί, μά ἦταν πάντα κυριευμένος ἀπό τά προφητικά του ὁράματα, ποῦ τόν ἔκαναν νά οἰστρηλατεῖται ἀπό φλογερές παρορμήσεις, ὥσπου γεμᾶτος θεῖο ζῆλο ἀφήνει τήν ἔρημο, ὅπου ἔζησε σάν Ἄγγελος, καί κατεβαίνει μιά μέρα ἀκαταμάχητος ἀγωνιστής τοῦ Κυρίου ἀνάμεσα στόν λαό τῆς Παλαιστίνης. Σάν βρυχηθμός λιονταριοῦ, ἀκούγεται στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη τό βροντερό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί τῆς ἐπιστροφῆς. Ἔξαλλος ἀπό θεία μεταρσίωσι, ἀσυγκράτητος, σάν νά ἐφέρνονταν πάνω σέ πύρινο ἅρμα, φώναξε πρός τούς Φαρισαίους, τούς δυνατούς, τούς πλουσίους καί τούς ἁμαρτωλούς:- «Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμιν φυγεῖν ἀπό τῆς μελλούσης ὀργῆς; Ποιήσατε οὖν καρπόν ἄξιον μετανοίας....Ἤδη δέ καί ἡ ἀξίνη πρός τήν ρίζαν τοῦ δένδρου κεῖται...».
Ἕνα πρωΐ ὁ Ἰορδάνης φεγγοβόλησε καί ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔκλινε τό κεφάλι Του, γιά νά λάβει κι’ Αὐτός τό βάπτισμα ἀπό τό προδρομικό χέρι. Ὁ Βαπτιστής δέν τολμᾶ νά Τόν ἐγγίσει καί μόνον τοῦτα τά λόγια, καθώς λέγει ὁ ἱερός ὑμνογράφος, βγαίνουν μέ δέος ἀπό τό στόμα του: «Πῶς φωτίσει ὁ λύχνος τό Φῶς; Πῶς χειροθετήσει ὁ δοῦλος τόν Δεσπότην;» Ἐνῶ βλέπει μέ χαρά νά «αὐξάνῃ» Ἐκεῖνος, πού εἶχε βαπτίσει, κλείνει τό φωτόδραμα τῆς ζωῆς του μέ τό δραματικό σκηνικό τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ. Γεμᾶτος ὀργή γιά τήν ἀκόλαστη παρανομία τοῦ Ἡρώδη, στέκεται κάποια μέρα κάτω ἀπό τ’ ἀνάκτορά του καί φωνάζει:- «Οὐκ ἔξεστι σοί ἔχειν τήν γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ σου...»!
Ὁ Ἡρώδης μαίνεται. Τόν κλείνει στήν φυλακή, μά καί ἡ συνένοχή του μελετᾶ τήν ἐξόντωση τοῦ Προφήτου. Στά βασιλικά γενέθλια ἡ Σαλώμη, καθώς τό μεθύσι κορυφώνεται, ρίχνεται στόν ἀκόλαστο χορό. Τρελλός ἀπό τά πάθη του ὁ βασιλιᾶς ὑπόσχεται νά τῆς δώσει ὅ,τι τοῦ ζητήσει, «ἕως ἡμίσεως τῆς βασιλείας του». Καί ἡ παράνομη γυναίκα συμβουλεύει τήν κόρη της ν’ ἀπαιτήσει «ἐπί πίνακι» τήν κεφαλήν Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ.
Τά φλογοβόλα μάτια τοῦ Προδρόμου ἔσβησαν, καθώς τό κεφάλι ἀποχωρίζονταν ἀπό τό σῶμα. Ἄναψε ὅμως ἀπό τότε μιά ἀσυγκράτητη πυρκαγιά, πού ἀπειλεῖ κάθε κέντρο ἀκολασίας κι’ ἀνάμεσα στούς αἰῶνες φέρνει τό συνταρακτικό κήρυγμα τοῦ ἐλέγχου κάθε παρανομίας. Ὁ Βαπτιστής στέκεται ἐπιβλητικά καί φωνάζει σ’ ὅποιο παραβαίνει τόν Νόμο τοῦ Κυρίου:-
«Ο ὐ κ ἔ ξ ε σ τ ί σ ο ι !..».