Ἱστορία τοῦ Χριστοῦ.*
Ο ΣΤΑΥΛΟΣ. Ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε σ᾿ ἕνα σταῦλο.
Ἕνας σταῦλος, ἕνας αὐθεντικός σταῦλος, δὲν εἶναι τὸ χαριτωμένο κι ἀνάλαφρο ὑπόστεγο ποὺ οἱ χριστιανοὶ ζωγράφοι φαντάσθηκαν γιὰ τὸν υἱὸ τοῦ Δαυΐδ, σχεδὸν σὰν νὰ ντρέπονταν, γιατὶ ὁ Θεός τους κατοίκησε μέσα στὴ φτώχεια.
Ὁ σταῦλος, ὁ αληθινός σταῦλος, εἶναι ἡ κατοικία τῶν ζώων, ἡ φυλακὴ τῶν ζώων ποὺ δουλεύουν γιὰ τὸν ἄνθρωπο.Ὁ παλιός, ὁ φτωχικὸς σταῦλος τῶν ἀρχαίων χωρῶν, τῶν λιμοκτονούντων τόπων, τῆς πατρίδας τοῦ Χριστοῦ, δὲν εἶναι ἡ στοὰ μὲ τὶς κολόνες καὶ τὰ κιονόκρανα, οὔτε ὁ γεωμετρικὸς σταῦλος τῶν σημερινῶν ἀρχόντων, οὔτε τὸ λεπτεπίλεπτο καλυβάκι τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων. Ὁ σταῦλος δὲν εἶναι παρὰ τέσσερες τραχιοὶ τοῖχοι, ἕνα λερωμένο πλακόστρωτο, μιά σκεπὴ μὲ δοκάρια καὶ πλάκες. Ὁ αὐθεντικός σταῦλος εἶναι σκοτεινός, βρώμικος, λερωμένος. Καθαρή εἶναι μονάχα ἡ γωνία ὅπου βάζουν τὴν ταγή, ὅπου ὁ χωριάτης στιβάζει σανὸ καὶ βρώμη.
Τὸ ἀνοιξιάτικο λιβάδι, δροσάτο στὰ γαλήνια πρωϊνά, κυματιστὸ στὸν ἄνεμο, ἡλιόλουστο, ὑγρό, μυρωμένο, θερίστηκε. Κόπηκαν μὲ τὸ δρεπάνι τὰ πράσινα χόρτα, τὰ λεπτόμισχα φύλλα. Καὶ κοντὰ σ᾿ αὐτὰ θερίστηκαν καὶ τὰ ὄμορφα λουλούδια: ἄσπρα, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια. Ὅλα μαράθηκαν, ξεράθηκαν, πῆραν τὸ χλωμὸ καὶ μοναδικὸ χρῶμα τοῦ σανοῦ. Καὶ τὰ βόδια κουβάλησαν στὸ σπίτι τὰ ἄψυχα λείψανα τοῦ Μαΐου καὶ τοῦ Ἰουνίου.
Καὶ νὰ τώρα ἐκεῖνα τὰ χορτάρια κι ἐκεῖνα τὰ ἄνθη πού εἶναι ξερά, ἐκεῖνα τὰ λουλούδια ποὺ πάντα εὐωδιάζουν, εἶναι μέσα στὸν σταῦλο, γιὰ νὰ δοθοῦν στοὺς πεινασμένους δούλους τοῦ Ἀνθρώπου. Τὰ ζῶα τὰ μασοῦν ἀργὰ μὲ τὰ χοντρὰ μαῦρα χείλη τους κι ὕστερα ἀπὸ λίγο τὸ ἀνθισμένο πρῶτα λιβάδι θά γυρίση στὸ φῶς ἀφοῦ ἀλλάξη σὲ ὑγρὴ κοπριά.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς σταῦλος ὅπου γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς. Ὁ πιὸ βρωμερὸς τόπος ὑπῆρξε τὸ πρῶτο ἐνδιαίτημα τοῦ πιὸ ἁγίου παιδιοῦ ποὺ γέννησε γυναῖκα. Ὁ Υιός τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κατασπαραχθῆ ἀπὸ κτήνη τὰ ὁποῖα θά ὠνομάζονταν ἄνθρωποι, εἶχε γιὰ πρῶτο του κατάλυμα ἕνα σταῦλο, ὅπου τὰ κτήνη μασοῦν τὰ θαυμαστὰ λουλούδια τῆς Ἀνοίξεως.
Ὁ Χριστὸς δὲν γεννήθηκε τυχαῖα σ᾿ ἕνα σταῦλο. Τάχα ὁ κόσμος δὲν εἶναι ἕνας ἀπέραντος σταῦλος, ὅπου οἱ ἄνθρωποι τρῶνε καὶ κοπρίζουν; Τὰ πιὸ ὄμορφα, τὰ πιὸ ἁγνά, τὰ πιὸ θεῖα πράγματα δὲν τὰ μεταβάλλουν ἄρα, μὲ διαβολικὴ ἀλχημεία, σὲ κοπριά; Ὕστερα ξαπλώνονται πάνω σ' αὐτοὺς τοὺς λόφους τῆς κοπριᾶς καὶ ὀνομάζουν αὐτὴ τὴν κατάστασι «ἀπόλαυσι τῆς ζωῆς».
Πάνω στὴ γῆ, ἐφήμερο σταῦλο χοίρων, ὅπου ὅλες οἱ διακοσμήσεις καὶ τὰ μυρωδικὰ δὲν μποροῦν νὰ σκεπάσουν τὴν κοπριά, πρόβαλε μιὰ νύχτα ὁ Ἰησοῦς, γεννημένος ἀπὸ μιὰ Παρθένο ἄσπιλη, μὲ μοναδικό του ὅπλο τὴν Ἀθωότητα.
Ο ΒΟΥΣ ΚΑΙΟ ΟΝΟΣ, Οἱ πρῶτοι ποὺ προσκύνησαν τὸν Ἰησοῦ ἦσαν τὰ ζῶα κι ὄχι οἱ Ἄνθρωποι. ᾿Ανάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ἀναζητοῦσε τοὺς ἁπλοϊκούς, ἀνάμεσα στοὺς ἀπλοϊκούς τὰ παιδιά. Πιὸ ἁπλᾶ καὶ πιὸ ταπεινά, τὸν ὑποδέχθηκαν τὰ ζῶα τοῦ σταύλου. Ἄν καὶ ταπεινά, ἂν καὶ βαλμένα στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ὄντος πιὸ ἀδυνάτου καὶ πιὸ κτηνώδους ἀπ᾽ αὐτά, ὁ ὄνος καὶ ὁ βοῦς εἶχαν δῆ ὡστόσο ἄλλοτε νὰ γονατίζουν μπροστά τους οἱ ὄχλοι. Ὁ λαὸς τοῦ Ἰησοῦ, ὁ λαὸς τοῦ Γιαχβέ, ὁ περιούσιος λαός πού ὁ Γιαχβὲ εἶχε ἐλευθερώσει ἀπό τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου, ὁ λαὸς ποὺ ὁ ποιμένας του τὸν εἶχε παρατήσει μονάχο στὴν ἔρημο γιὰ ν’ ἀνεβῆ στὸ βουνὸ καὶ νὰ μιλήση στὸν Ὕψιστο, ὁ λαὸς αὐτὸς εἶχε ὑποχρεώσει τὸν Ἀαρὼν νὰ τοῦ φτιάξη ἕνα χρυσὸ μοσχάρι γιὰ νὰ τὸ προσκυνᾶ.
Τὸν ὄνο, στὴν Ἑλλάδα, τὸν εἶχαν καθιερώσει στὸν Ἄρη, στὸν Διόνυσο, στὸν ὑπερβόρειο Ἀπόλλωνα. Ἡ ὄνος τοῦ Βαλαὰμ εἶχε γλυτώσει μὲ τὰ λόγια της τὸν προφήτη, σοφώτερη ἀπὸ τὸν σοφό. 'Ο Ὦχος, βασιλεὺς τῆς Περσίας, εἶχε βάλει ἕναν ὄνο στὸ ἱερὸ τοῦ Φθᾶ γιὰ νὰ τὸν προσκυνοῦν.
Λίγα χρόνια πρὶν γεννηθῆ ὁ Χριστός, ὁ μέλλων κυρίαρχός του, ὁ ᾿Οκταβιανός, πηγαίνοντας πρὸς τὸν στόλο του, τὴν παραμονὴ τῆς ναυμαχίας τοῦ Ἀκτίου, εἶδε μπροστά του ἕναν ἀγωγιάτη μὲ τὸ ζῶο του. Ὁ ὄνος ἐκεῖνος λεγόταν Νίκων κι ἔπειτα ἀπὸ τὴ ναυμαχία ὁ αὐτοκράτωρ ἔστησε ἕνα μπρούτζινο ὄνο στὸν ναό, πού θύμιζε τὴ νίκη.
Βασιλεῖς καὶ λαοὶ εἶχαν γονατίσει ὥς τότε μπροστὰ στὸν βοῦν καὶ τὸν ὄνο. Ἦσαν βασιλεῖς τῆς Γῆς, ἦσαν λαοὶ παραδομένοι στὴν Ὕλη. ᾿Αλλὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν γεννήθηκε γιὰ νὰ βασιλεύση στὴ Γῆ, οὔτε γιὰ νὰ σκλαβωθῆ στὴν Ὕλη. Μ᾿ αὐτὸν θά πάρη τέλος ἡ λατρεία τοῦ ζώου, ἡ ἀδυναμία τοῦ ᾿Ααρών, ἡ δεισιδαιμονία τοῦ Αὐγούστου. Τὰ κτήνη τῆς Ἱερουσαλὴμ θα τόν θανατώσουν, ἀλλ’ ὡστόσο ἐκεῖνα τῆς Βηθλεέμ τόν θερμαίνουν μὲ τὴν ἀνάσα τους. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς θά μπῆ, κατὰ τὸ τελευταῖο Πάσχα, στὴν πολιτεία τοῦ θανάτου του, θα κάθεται σ᾿ ἕνα πουλάρι. ᾿Αλλὰ θά εἶναι προφήτης μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Βαλαάμ. Θὰ ἔρχεται νὰ σώση τοὺς ἀνθρώπους κι ὄχι μονάχα τοὺς Ἑβραίους. Καὶ δὲν θά ξεστρατίση ἀπὸ τὸν δρόμο του, ἀκόμη κι ἂν ὅλα τὰ κτήνη τῆς Ἱερουσαλὴμ τοῦ ἐπιτεθοῦν.
Οι ΠΟΙΜΕΝΕΣ… Ὕστερα ἀπὸ τὰ ζῶα, ἐκεῖνοι ποὺ φυλᾶνε τὰ ζῶα.
᾿Ακόμη κι ἄν δὲν εἶχαν πάρει τὴν εἴδησι τῆς μεγάλης Γεννήσεως ἀπὸ τὸν Ἄγγελο, οἱ Ποιμένες θα ἔσπευδαν στὸ σπήλαιο γιὰ νὰ δοῦν τὸ παιδὶ τῆς Ξένης.
Οἱ ποιμένες ζοῦν σχεδὸν πάντα στὴν ἀποτραβηγμένη μοναξιά. Δὲν ξέρουν τίποτε ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ἀπέχει τόσο, οὔτε ἀπὸ τὰ ὄργια τῆς Γῆς. Ὅ,τι κι ἄν λάβη χώρα κοντά τους, ὅσο ἀσήμαντο κι ἂν εἶναι, τούς συγκινεῖ. Φύλαγαν τὰ κοπάδια τους κατὰ τὴν ἀτέλειωτη νύχτα τοῦ ἡλιοστασίου, ὅταν τοὺς τάραξε τὸ φῶς καὶ τοὺς συγκλόνισαν τὰ λόγια τοῦ Ἀγγέλου.
Μόλις ξεχώρισαν μέσα στὸ μισόφωτο τοῦ σταύλου μιὰ νέα κι ὡραία γυναῖκα, ποὺ καμάρωνε ἀμίλητη τὸ παιδί της κι εἶδαν τὸ βρέφος ποὺ μόλις εἶχε ἀνοίξει τὰ ματάκια του, ἐκεῖνες τὶς τριανταφυλλένιες κι ἁπαλότατες σάρκες, ἐκεῖνο τὸ στοματάκι ποὺ δὲν εἶχε δοκιμάσει ἀκόμη τὴν τροφή. Κι ἡ καρδιά τους ἀναστατώθηκε. Μία γέννησις, ἡ γέννησις ἑνὸς καινούργιου ἀνθρώπου, μία ψυχὴ ποὺ πρίν ἀπὸ λίγες στιγμὲς φόρεσε σάρκα καὶ βγῆκε γιὰ νὰ ὑποφέρη μαζὶ μ᾽ ἄλλες ψυχές, εἶναι πάντα ἕνα θαῦμα τόσο σπαραξικάρδιο, ὥστε νὰ κινῆ σὲ λύπησι ἀκόμη κι αὐτοὺς τοὺς ἁπλοϊκοὺς ποὺ δὲν τὸ νοιώθουν. ᾿Αλλὰ γι’ αὐτοὺς ἐδῶ, ποὺ εἶχαν εἰδοποιηθῆ, τὸ βρέφος ἐκεῖνο δὲν ἦταν ἕνα παιδὶ σὰν ὅλα τὰ ἄλλα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ χίλια χρόνια τὸν προσδοκοῦσε ὁ πονεμένος λαός τους. Οἱ ποιμένες πρόσφεραν αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ διέθεταν, αὐτὸ τὸ λίγο, ποὺ ὅμως εἶναι τόσο πολύ, ὅταν τὸ προσφέρει ἡ ἀγάπη. Τοῦ προσκόμισαν τὰ λευκὰ δῶρα τῆς στάνης: γάλα, τυρί, μαλλί. ᾿Ακόμα καὶ σήμερα, στὰ βουνά μας, ὅπου σβύνουν οἱ τελευταῖες ἀνταύγειες τῆς παλιᾶς φιλοξενίας κι ἀδελφοσύνης, μόλις γεννήση μία γυναῖκα, σπεύδουν εὐθὺς οἱ ἀδελφὲς, οἱ γυναῖκες, οἱ θυγατέρες ἀπὸ τὰ γειτονικὰ καλύβια. Κι ὅλες τους κρατῶντας κάτι. Ἡ μία ἔχει φέρει ἕνα ζευγάρι αὐγά, ζεστὰ ἀκόμη ἀπὸ τὴ φωλιά, ἄλλη ἕνα φλασκὶ γάλα μόλις ἀρμεγμένο, ἄλλη ἕνα τυρὶ ποὺ μόλις ἄρχισε νὰ πήζη, ἄλλη μιά κότα γιὰ νὰ κάμουν ζωμὸ γιὰ τὴ λεχώνα-Ἕνα νέο πλᾶσμα μπῆκε στὸν κόσμο κι ἄρχισε τὸ κλάμμα του. Οἱ γείτονες, σὰν γιὰ νὰ τὸ παρηγορήσουν, φέρνουν στὴ μητέρα του λίγα δῶρα.
Οἱ ἀρχαῖοι ποιμένες ἦσαν φτωχοὶ καὶ δὲν καταφρονοῦσαν τοὺς φτωχούς. Ἦσαν ἁπλοϊκοὶ σὰν παιδιὰ καὶ τοὺς ἄρεσε νὰ κυττάζουν τὰ παιδιά. Προέρχονταν ἀπὸ ἕνα λαὸ ποὺ πατριάρχη του εἶχε τὸν ποιμένα τῆς Οὔρ, ἕνα λαὸ ποὺ εἶχε ὁδηγηθῆ ἀπὸ τὸν ποιμένα τῆς Μαδιάμ. Ποιμένες ἦσαν οἱ πρώτοι βασιλεῖς τους, ὁ Σαοὺλ κι ὁ Δαυΐδ. Ποιμένες ζώων, πρὶν γίνουν ποιμένες μιᾶς ἀνθρώπινης φυλῆς. Ἀλλ’ οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, «ἄγνωστοι στὸν ἄκαρδο κόσμο», δὲν ἦσαν περήφανοι. Ἕνας φτωχὸς εἶχε γεννηθῆ ἀνάμεσά τους καὶ τὸν κύτταζαν μ' ἀγάπη καὶ μ’ ἀγάπη τοῦ πρόσφεραν τὰ φτωχά τους πλούτη. Γνώριζαν, ὅτι τὸ παιδὶ ἐκεῖνο, γεννημένο ἀπὸ φτωχοὺς μέσα στὴ φτώχεια, Ἁπλό μέσα στὴν Ἁπλότητά του, γεννημένο ἀπὸ λαϊκοὺς γονεῖς ἀνάμεσα στὸν λαό, θα γινόταν ὁ Σωτὴρ τῶν ταπεινῶν, τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, τῶν ὁποίων ἡ «εὐδοκία» ἦταν τὸ μήνυμα ποὺ τοὺς εἶχε δώσει ὁ Ἄγγελος.
᾿Ακόμη κι ὁ χαμένος βασιλεύς, ὁ περιπλανώμενος Ὀδυσσεύς, ἀπὸ κανένα δὲν βρῆκε τέτοια ὑποδοχὴ ὅπως ἀπὸ τὸν χοιροβοσκὸ Εὔμαιο. Ἀλλὰ ὁ Ὀδυσσεύς γύριζε στὴν Ἰθάκη γιὰ νὰ πάρη ἐκδίκησι, γύριζε στὸ σπίτι του γιὰ νὰ βάψη τὸ σπαθί του στὸ αἷμα τῶν ἐχθρῶν. Ἀπεναντίας, ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε γιὰ νὰ κηρύξη τὴ συγχώρησι τῶν ἐχθρῶν. Κι ἔτσι ἡ ἀγάπη τῶν ποιμένων τῆς Βηθλεέμ ἔκαμε νὰ λησμονηθῆ ἡ φιλόξενη ἀγαθότης τοῦ χοιροβοσκοῦ τῆς Ἰθάκης.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες, τρεῖς Μάγοι ἔφθασαν ἀπὸ τὴ Χαλδαία καὶ γονάτισαν μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ.
Ἔρχονταν ἴσως ἀπὸ τὰ Ἐκβάτανα, ἴσως ἀπὸ τὶς ἀκτὲς τῆς Κασπίας. Καθισμένοι πάνω στὶς καμῆλες τους, μὲ τὰ φουσκωμένα δισάκια τους κρεμασμένα ἀπὸ τὴ σέλλα, διάβηκαν τὸν Τίγρη καὶ τὸν Εὐφράτη, διέσχισαν τὴ μεγάλη ἔρημο τῶν Νομάδων καὶ πῆραν τὸν δρόμο ἄκρη- ἄκρη στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Ἕνα πρωτόφαντο ἄστρο, ὅμοιο μὲ τὸν κομήτη ποὺ ἐμφανίζεται κάθε τόσο γιὰ νὰ μηνύση τὴ γέννησι ἑνὸς προφήτη ἢ τὸν θάνατο ἑνὸς καίσαρος, τοὺς εἶχε ὁδηγήσει ὡς τὴν Ἰουδαία. Εἶχαν ἔλθει γιὰ νὰ προσκυνήσουν ἕνα βασιλιᾶ κι ἀπεναντίας βρέθηκαν ἐνώπιον ἑνὸς βρέφους μὲ φτωχὰ σπάργανα σ᾿ ἕνα σταῦλο σκοτεινὸ.
Χίλια περίπου χρόνια πρίν ἀπ᾿ αὐτούς, μία βασίλισσα εἶχε ταξιδέψει γιὰ προσκύνημα στὴν Ἰουδαία, παίρνοντας μαζί τὰ δῶρα της: χρυσάφι, μυρωδικὰ κι ἀκριβὰ πετράδια. ᾿Αλλὰ εἶχε συναντήσει ἐκεῖ ἕνα βασιλέα τρανό, τὸν πιὸ τρανὸ βασιλέα ποὺ βασίλεψε ποτὲ στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἀπ’ αὐτὸν ἔμαθε ὅ,τι κανεὶς δὲν εἶχε μπορέσει νὰ τὴ διδάξη.
Οἱ μάγοι, ἀντίθετα, ποὺ θαρροῦσαν τὸν ἑαυτό τους σοφώτερο ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς, εἶχαν βρεθῆ μπροστὰ σ᾿ ἕνα μόλις γεννημένο βρέφος, ἕνα νήπιο, πού δὲν ἤξερε ἀκόμη οὔτε νὰ ρωτήση οὔτε ν᾿ ἀποκριθῆ, ἕνα παιδὶ πού, ὅταν θά ἐνηλικιωνόταν, θά καταδίκαζε τοὺς θησαυρούς καὶ τὴ γνῶσι τῆς Ὕλης.
Οἱ μάγοι δὲν ἦσαν βασιλεῖς, ἀλλὰ ἦσαν, στὴ Λυδία καὶ στὴν Περσία, κάτι παραπάνω ἀπὸ βασιλεῖς. Οἱ βασιλεῖς κυβερνοῦσαν τούς λαούς, ἀλλὰ οἱ μάγοι κατηύθυναν τοὺς βασιλεῖς. Θύται, ἐξηγηταὶ τῶν ὀνείρων, προφῆται καὶ ἱερεῖς, αὐτοὶ μόνοι εἶχαν προνόμιο νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν Ἄχουρα Μάζδα, τὸν Θεὸ τοῦ ᾽Αγαθοῦ. Μονάχα αὐτοὶ γνώριζαν τὸ Αὔριο καὶ τὸ Πεπρωμένο. Φόνευαν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια τὰ ἐχθρικὰ στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ σοδειὰ ζῶα, τὰ φίδια, τὰ ἐπιβλαβῆ ἔντομα καὶ πτηνά. Καθάριζαν τὶς ψυχὲς καὶ τὰ χωράφια. Καμμιὰ θυσία δὲν ἦταν εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄν δὲν γινόταν ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους. Κανένας βασιλεὺς δὲν ξεκινοῦσε σὲ πόλεμο χωρὶς νὰ τοὺς συμβουλευθῆ. Ἦσαν οἱ κάτοχοι τῶν γηΐνων καὶ οὐρανίων μυστηρίων, δέσποζαν σὲ ὅλους τοὺς ὁμοφύλους τους ἐξ ὀνόματος τῆς Γνώσεως καὶ τῆς Θρησκείας. Μέσα σ᾿ ἕνα λαὸ ποὺ ζοῦσε γιὰ τὴν Ὕλη, αὐτοὶ ἐκπροσωποῦσαν τὸ Πνεῦμα.
Ἦταν, λοιπόν, σωστὸ νὰ ἔλθουν νά προσκυνήσουν τὸν Χριστό. Μετὰ τὰ ζῶα ποὺ εἶναι ἡ Φύσις, μετὰ τοὺς ποιμένες ποὺ εἶναι ὁ Λαός, ἡ τρίτη αὐτὴ δύναμις, ἡ Σοφία, κλίνει γόνυ στὸν σταῦλο τῆς Βηθλεέμ. Τὸ παλιὸ ἱερατεῖο τῆς Ἀνατολῆς ὑποτάσσεται στὸν νέο Κύριο, ποὺ θά ξεπροβοδίση τοὺς κήρυκές του στὴ Δύσι. Οἱ σοφοὶ γονατίζουν μπροστὰ σ᾿ Αὐτὸν ποὺ θά ζέψη τὴν ἐπιστήμη τῶν λέξεων καὶ τῶν ἀριθμῶν στὴν καινούργια σοφία τῆς ᾿Αγάπης.
Οἱ Μάγοι, φτασμένοι στὴ Βηθλεέμ, συμβολίζουν τὶς παλιὲς θεολογίες ποὺ ὑποκλίνονται μπροστὰ στὴν πλήρη καὶ τελεία Ἀποκάλυψι, τὴν ἐπιστήμη ποὺ ταπεινώνεται μπροστὰ στὴν Ἁγιότητα, τὸν πλοῦτο στὰ πόδια τῆς Φτώχειας.
Προσφέρουν στὸν Ἰησοῦ τὸ χρυσάφι ποὺ ὁ Ἰησοῦς θά καταδικάση. Δὲν τὸ προσφέρουν ἐπειδὴ ἡ Μαρία, φτωχὴ καθώς ἦταν, θά τὸ χρειαζόταν στὸ ταξίδι της, ἀλλὰ γιὰ νὰ συμμορφωθοῦν προκαταβολικὰ᾽ μέ τὴν ἐντολὴ τοῦ Εὐαγγελίου «Πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς». Δὲν προσφέρουν τὸν λίβανο γιὰ νὰ πνίξουν τὴ βρῶμα τοῦ σταύλου, ἀλλὰ γιατὶ οἱ τελετές τους θά πάρουν τέλος καὶ δὲν θά ὑπάρχη πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ εὐωδία θυμιάματος στοὺς βωμούς τους. Προσφέρουν τὴ σμύρνα, ποὺ χρησιμεύει γιὰ τὸ βαλσάμωμα τῶν νεκρῶν, γιατὶ δὲν ἀγνοοῦν ὅτι αὐτὸ τὸ βρέφος θά πεθάνη νέος ἄνδρας καὶ ἡ μητέρα του, ποὺ τώρα χαμογελᾶ, θά χρειασθῆ μυρωδικά γιά νά ἀλείψη τὸ σῶμα του.
Γονατισμένοι, σκεπασμένοι μὲ τοὺς λαμπροὺς βασιλικοὺς μανδύες τους, πάνω στ᾿ ἄχυρα τοῦ σταύλου, οἱ Σοφοί, οἱ Μάντεις, δίνουν καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους ὡς δεῖγμα ὑποταγῆς τοῦ κόσμου.
Ὁ Ἰησοῦς πῆρε πιὰ ὅλα τὰ χρίσματα ποὺ τοῦ ταίριαζαν. Μόλις θά ἀναχωρήσουν οἱ Μάγοι, θά ἀρχίση ὁ διωγμὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θά τὸν μισήσουν ἕως θανάτου.
ΟΚΤΑΒΙΑΝΟΣ. Ὅταν ὁ Χριστὸς πρόβαλε στὴ γῆ, βασίλευαν πάνω στοὺς λαοὺς οἱ κακοῦργοι. Γεννήθηκε ὑπήκοος δύο Ἰσχυρῶν. Ὁ πρῶτος, ὁ πιὸ δυνατὸς καὶ πιὸ ἀπομακρυσμένος, ἦταν στὴ Ρώμη, ὁ ἄλλος, ὁ πιὸ καταχθόνιος καὶ πιὸ κοντινός, ἦταν στὴν ᾿Ιουδαία. Ἕνας εὐνοημένος ἀπὸ τὴν τύχη τυχοδιώκτης εἶχε ανέλθει, χύνοντας αἶμα, στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο. Ἕνας ἄλλος μὲ τὶς ἴδιες συνθῆκες εἶχε ἀνέλθει στὸν θρόνο τοῦ Δαυΐδ καὶ τοῦ Σολομῶντος.
Κι ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος εἶχαν φτάσει ψηλὰ ἀπὸ δρόμους ἀκολασίας καὶ ἀνομίας, μέσα ἀπὸ ἐμφυλίους σπαραγμούς, προδοσίες, σκληρότητες κι αἱματοχυσίες. Ἦσαν ἀπὸ φυσικοῦ τους κατάλληλοι νὰ συνεννοοῦνται. Τοὺς συνέδεε ἡ φιλία καὶ ἡ κοινὴ ἐνοχή, ὅσο τὸ ἐπέτρεπε ἡ διαφορὰ βάθρου τοῦ ἑνὸς ἐγκληματία ἀπὸ τὸν ἄλλον ἐγκληματία.
Ὁ γυιὸς ἑνὸς τοκογλύφου ἀπὸ τὸ Βελλέτρι, ὁ Ὀκταβιανός, φανερώθηκε δειλὸς στὶς μάχες, ἐκδικητικὸς στὶς νίκες, πρόδωσε τὶς φιλίες, φέρθηκε σκληρότατα σ᾿ ὅσους τὸν εἶχαν βλάψει. Σ’ ἕνα μελλοθάνατο ποὺ τοῦ ζητοῦσε τοὐλάχιστο ν’ ἀφήση νὰ τὸν θάψουν, ἀπάντησε: «Αὐτὸ εἶναι δουλειὰ ποὺ θα τὴν ἀναλάβουν τὰ ὄρνια». Στοὺς κατοίκους τῆς Περουγίας, ποὺ πνίγονταν στὸ αἷμα καὶ ζητοῦσαν ἀπεγνωσμένα χάρι, φώναξε: «Νὰ πεθάνουν»! Ἔβγαλε, ἀπὸ ἁπλῆ ὑπόνοια, τὰ μάτια τοῦ πραίτορος Κ. Γαλλίου μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια προτοῦ ὁ δήμιος τὸν ἀποκεφαλίση. Ὅταν ἔγινε αὐτοκράτωρ ἐξώντωσε κι ἀφάνισε τοὺς ἀντιπάλους του κι ἀφοῦ ντύθηκε ὅλους τοὺς τίτλους καὶ τὶς ἐξουσίες, φόρεσε κατόπιν τὸ προσωπεῖο τῆς ἀγαθότητος καὶ δὲν τοῦ ἀπέμεινε ἀπὸ τὰ ἐφηβικά του πάθη παρὰ ἡ ἀκολασία. Λένε ὅτι στὰ νιᾶτα του εἶχε πουλήσει δύο φορὲς τὴν τιμή του, τὴν πρώτη στὸν Καίσαρα καὶ τὴ δεύτερη φορὰ στόν Ἴρκιο, στὴν Ἰσπανία, γιὰ τριακόσιες χιλιάδες σηστερτίους. Κατόπιν τὸ ἔρριξε στὰ ἀλλεπάλληλα διαζύγια, παίρνοντας τὶς καινούργιες γυναῖκες του ἀπὸ τοὺς φίλους του, διαπράττοντας ἔτσι ξετσίπωτες μοιχεῖες, ἐνῶ συγχρόνως καμωνόταν ὅτι ἦταν ὁ ἀναστηλωτὴς τῶν αὐστηρῶν ἠθῶν.
Αὐτὸς ὁ λυμφατικὸς κι ἀξιολύπητος ἄνθρωπος, δέσποζε στὴ Δύσι ὅταν ὁ Ἰησοῦς γεννιόταν καὶ ποτέ του δὲν έμαθε ὅτι εἶχε γεννηθῆ ἐκεῖνος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ καταλύση ὅ,τι ὁ ἴδιος εἶχε φτιάξει. Τοῦ ἀρκοῦσε ἡ βολικὴ θεωρία τοῦ μικροκαμωμένου, πλαδαροῦ λογοκλόπου Ὁρατίου: «Ἄς ἀπολαύσουμε σήμερα τὸ κρασὶ καὶ τὸν ἔρωτα. Ὁ θάνατος, ἀνέλπιδα, καραδοκεῖ. Ἄς μὴ χάσουμε τὴ μέρα μας». Τοῦ κάκου ὁ Κέλτης Βιργίλιος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐξοχῆς, ὁ φίλος τῆς διακριτικότητος, τῶν ἥμερων βουνῶν καὶ τῶν χρυσῶν μελισσῶν, αὐτὸς ποὺ εἶχε κατεβῆ ἀντάμα μὲ τὸν Αἰνεία γιὰ νὰ δῆ τοὺς δεσμίους τοῦ Ἄδη καὶ ἀνέπαυε τὴν ἀνήσυχη μελαγχολική του διάθεσι στὰ μουσικὰ φτερὰ τοῦ λόγου, τοῦ κάκου ὁ Βιργίλιος, ὁ παθιάρικος καὶ θρῆσκος Βιργίλιος, εἶχε προαναγγείλει μιὰ καινούργια περίοδο, μιὰ νέα τάξι, μιὰν ἄλλη γενεά, μία βασιλεία τῶν οὐρανῶν πολὺ ἀμυδρὰ καὶ φτηνὴ μπροστὰ σ᾿ ἐκείνη ποὺ θά κηρυχνόταν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ πολὺ εὐγενέστερη καὶ ἀγνότερη ἀπὸ τὴ βασιλεία τῆς κολάσεως ποὺ ὁλοένα φτιαχνόταν. Τοῦ κάκου. Γιατὶ ὁ Αὔγουστος δὲν εἶχε μπορέσει νὰ ἀτενίση σ᾿ ἐκείνους τοὺς στίχους παρὰ μία εἰδυλλιακὴ ὀπτασία καὶ πίστευε ἴσως κατὰ βάθος ὅτι ὁ ἴδιος, αὐτὸς ὁ πρόστυχος δεσπότης τῶν ἐξαχρειωμένων, θά ἦταν ὁ παλινορθωτὴς τῆς βασιλείας τοῦ Κρόνου.
Ἀλλὰ τὸ προαίσθημα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, τοῦ πραγματικοῦ βασιλέως ποὺ ἐρχόταν νὰ ἀνατρέψη τὸν βασιλέα τοῦ Κακοῦ, τὸ δοκίμασε πιθανόν, λίγο πρὶν πεθάνη, ὁ λαμπρὸς ἀνατολίτης ὑποτελὴς τοῦ Αὐγούστου, ὁ πελάτης του στὴν Ἰουδαία Ἡρώδης ὁ Μέγας.
Ὁ Ἡρώδης ἦταν ἕνα τέρας, ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἀπαίσια τέρατα ποὺ εἶχαν βλαστήσει στὴ στεγνὴ ἄμμο τῆς ἐρήμου τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου κι ἄλλα φρικιαστικὰ πράγματα εἶχαν συμβῆ στὸ παρελθόν.
Δὲν ἦταν οὔτε Ἑβραῖος, οὔτε Ἕλληνας, οὔτε Ρωμαῖος. Ἐπρόκειτο γιὰ ἕναν ᾽Ιδουμαῖο. Ἕνα βάρβαρο, ποὺ σερνόταν σὰν φίδι μπροστὰ στὴ Ρώμη καὶ μιμόταν σὰν πίθηκος τοὺς Ἕλληνες, γιὰ νὰ κάθεται ἀσφαλέστερα στὴ ράχη τῶν Ἑβραίων. Τέκνο ἑνὸς προδότη, εἶχε σφετερισιῆ τὸ σκῆπτρο ἀπὸ τοὺς δικαιωματούχους του, τοὺς ἀξιολύπητους τελευταίους ᾿Ασμοναίους. Γιὰ νὰ περιβάλῃ μὲ νομιμότητα τὴν ἀτιμία του, εἶχε πάρει γυναῖκα του μιὰν ἀνεψιά τους, τὴ Μαριάμ, ποὺ ἀργότερα, ἔχοντάς την ἀβάσιμα ὑποψιασθῆ, τήν εἶχε ξεπαστρέψει.
Δὲν ἦταν τὸ πρῶτο του κρῖμα. Προηγουμένως, εἶχε πνίξε στὰ κρυφὰ τὸν γυναικάδελφό του Ἰωσὴφ καὶ τὸν Ὑρκανὸ Β΄, στερνὸ βασιλέα τῆς ἐξωντωμένης δυναστείας. Καὶ σὰν νὰ μὴν τοῦ ἀρκοῦσε ποὺ εἶχε σκοτώσει τὴ Μαριάμ, εἶχε σφάξει κατόπιν καὶ τὴ μητέρα της ᾿Αλεξάνδρα, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ τέκνα τοῦ Βάβα, μόνο καὶ μόνο γιατὶ ἦσαν μακρυνοὶ συγγενεῖς τῶν Ἀσμοναίων. Συγχρόνως εὕρισκε εὐχαρίστησι καίονταις ζωντανοὺς τὸν Ἰούδα τὸν Σαρεπταῖο καὶ τὸν Ματθία ἀπὸ τὴ Μαργαλὼθ μὲ ἄλλους διαλεχτοὺς Φαρισαίους. Ὑστερώτερα τὸν εἶχε πάρει ὁ φόβος μήπως τὰ παιδιὰ ποὺ εἶχε κάνει μὲ τὴ Μαριὰμ θελήσουν νὰ ἐκδικηθοῦν τὴ μητέρα τους κι ἔβαλε νὰ τὰ στραγγαλίσουν. Τέλος, στὸ κατώφλι πιὰ τοῦ θανάτου του, πρόσταξε νὰ ἐκτελέσουν καὶ ἕνα ἄλλο του παιδί, τὸν Ἀρχέλαο.
Ἀκόλαστος, φιλύποπτος, πετρόκαρδος, ἄπληστος στὸ χρυσάφι καὶ στὴ δόξα, δὲν ἔννοιωσε ποτὲ τὴν εἰρήνη οὔτε στὸ παλάτι του, οὔτε στὴ χώρα του, οὔτε μέσα στὴν ψυχή του. Γιὰ νὰ ξεχασθοῦν τὰ κρίματά του εἶχε προσφέρει στὸν ρωμαϊκὸ λαὸ τριακόσια τάλαντα γιὰ νὰ ξοδευθοῦν σὲ πανηγύρια, αὐτουποτιμήθηκε μπροστὰ στὸν Αὔγουστο γιὰ νὰ σκεπάση τὶς ἀνομίες του καὶ μετὰ τὸν θάνατό του κληροδότησε σ’ αὐτὸν δέκα ἑκατομμύρια δραχμές, καθώς ἐπίσης ἕνα πλοῖο ἐπίχρυσο κι ἕνα ἄλλο ἐπάργυρο γιὰ τὴ Λιβία.
Αὐτὸς ὁ ψευτοπαλληκαρᾶς, αὐτὸς ὁ ἐξαχρειωμένος Ἄραψ, συνέλαβε τὸ σχέδιο νὰ ἀνακατέψη καὶ νὰ συγχρωτίση Ἕλληνες καὶ Ἑβραίους. Οἱ Ἕλληνες τοῦ ἤγειραν ἀνδριάντα. Μὰ οἱ Ἑβραῖοι τὸν μίσησαν βαθειά. Μάταια ἔβαλε καὶ ξανάχτισαν τὴ Σαμάρεια κι ἐπισκεύασαν τὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Γ ι᾿ αὐτοὺς ἦταν πάντα ὁ εἰδωλολάτρης κι ὁ λεηλατητής.
Περίφοβος, ὅπως ὅλοι οἱ ἡλικιωμένοι ἐγκληματίες καὶ οἱ νέοι δυνάστες, ἀναπηδοῦσε μὲ λαχτάρα στὸ παραμικρὸ θρόϊσμα φύλλων, στὸ πρῶτο ἡσκιοπλάνεμα. Δεισιδαίμων ὅπως ὅλοι οἱ Ἀνατολῖτες, ρέποντας στὶς οἰωνοσκοπίες καὶ τὶς μαντεῖες, ἔδωσε ἔτσι πίστι στοὺς Τρεῖς ποὺ ἔρχονταν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Χαλδαίας, ὁδηγούμενοι ἀπὸ ἕνα ἄστρο πρὸς τὴ χώρα ποὺ αὐτὸς εἶχε σφετερισθῆ. Κάθε ὑποψήφιος τοῦ θρόνου, ἔστω καὶ φανταστικός, τὸν ἔκανε νὰ τρέμη. Κι ὅταν πληροφορήθηκε ἀπό τοὺς Μάγους ὅτι εἶχε γεννηθῆ ἕνας βασιλεὺς τῆς Ἰουδαίας, ἡ καρδιὰ τοῦ ἀχαλίνωτου αὐτοῦ βαρβάρου σκίρτησε. Μάταια περιμένοντας τοὺς ἀστρολόγους νὰ γυρίσουν γιά νὰ τοῦ δείξουν τὸν τόπο ὅπου εἶχε γεννηθῆ ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ, πρόσταξε στὸ τέλος νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ στόμα μαχαίρας ὅλα τὰ βρέφη τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Φλάβιος Ἰώσηπος ἀντιπαρέρχεται μὲ σιωπὴ τὸ στερνὸ αὐτὸ ἀνοσιούργημα τοῦ Ἡρώδη. ᾿Αλλὰ ἐκεῖνος ποὺ εἶχε νεύσει νὰ σφάξουν τὰ ἴδια του τὰ τέκνα, θά ἦταν τάχα διστακτικὸς νὰ προστάξη τὸν θάνατο τῶν ξένων παιδιῶν;
ΤΑ ΝΗΠΙΑ. Σὲ κανένα δὲν ἔγινε ποτὲ γνωστὸ πόσα ἦσαν τὰ παιδιὰ ποὺ προσφέρθηκαν θύματα στὸν τρόμο τοῦ Ἡρώδη. ᾽΄Οχι γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἰουδαία περνοῦσαν ἀπὸ τὸ λεπίδι νήπια, ἀποσπῶντας τα ἀπὸ τὸ μητρικὸ στῆθος. Ὁ ἴδιος ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ εἶχε ἐκδικηθῆ στοὺς παλιοὺς καιροὺς ἐχθρικὲς πολιτεῖες σφάζοντας γέροντες, γυναῖκες, νέους καὶ παιδιά. Δὲν ἐξαιροῦσαν παρὰ τὶς παρθένες γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσουν ὡς δοῦλες ἤ παλλακίδες. ᾿Ακόμα κι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ, ὁ ζηλότυπος Γιαχβέ, ὥριζε ποῦ καὶ ποῦ τὴ σφαγὴ καὶ τώρα ὁ Ἰδουμαῖος ἐφήρμοζε τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο τῆς ἀνταποδόσεως πάνω στὸν λαὸ ποὺ τὸν εἶχε ἐγκολπωθῆ.
Ἀγνοοῦμε τὸν αριθμό τῶν Ἁγίων Νηπίων, ἀλλά ξέρουμε-δίνοντας πίστι στὸν Μακρόβιο-ὅτι ἀνάμεσα σ’ αὐτὰ ὑπῆρχε καὶ ἕνα παιδὶ τοῦ Ἡρώδη ποὺ τὸ εἶχε σὲ παραμάνα στὴ Βηθλεέμ. Ἴσως γιὰ τὸν συζυγοκτόνο καὶ παιδοκτόνο γέροντα μονάρχη νὰ ἦταν αὐτὸ μία ἐκδικητικὴ τιμωρία, νὰ λυπήθηκε ἴσως ὅταν θά τὸν εἶχαν εἰδοποιήσει γιὰ τὸ λάθος. Ὕστερα ἀπὸ λίγο κι ὁ ἴδιος ἄφησε τὴ ζωὴ μὲ σιχαμερὴ ἀρρώστεια. Τὸ σῶμα του, ζωντανὸ ἀκόμα, ἄρχισε ν᾿ ἀποσυντίθεται. Τὰ σκουλήκια τοῦ ἔτρωγαν τὰ κρυφὰ μέλη, τὰ πόδια του πρίζονταν, ἡ ἀνάσα του κοβόταν καὶ ἦταν ἀνυπόφορη ἡ βρῶμα. Ἀηδιασμένος κι ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀποπειράθηκε ν᾽ αὐτοκτονήση μ᾿ ἕνα μαχαῖρι τοῦ τραπεζιοῦ καὶ τέλος ξεψύχησε ἀφοῦ πρόσταξε τὴν ἐκτέλεσι πολλῶν νεαρῶν φυλακισμένων.
Ἡ σφαγὴ τῶν νηπίων ὑπῆρξε τὸ ὕπατο ἀνοσιούργημα τοῦ βρωμεροῦ καί αἱμοβόρου αὐτοῦ γέροντα. Ἡ ἐξόντωσις τόσων ἀθώων πλασμάτων γύρω ἀπὸ τὸ λίκνο ἑνὸς Ἀθώου, αὐτὴ ἡ ἑκατόμβη αἵματος γιὰ ἕνα βρέφος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χύση τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτωλῶν, αὐτὴ ἡ ανθρώπινη θυσία γιὰ ἐκεῖνον ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προσφερθῆ θυσία ὁ ἴδιος, εἶχε μιὰ προφητικὴ ἔννοια. Ἀπειράριθμοι ἀθῶοι θά θυσιάζονταν, ὕστερα ἀπὸ τὸν δικό του θάνατο, μόνο γιατὶ θά εἶχαν πιστέψει στὴν Ἀνάστασί του; Γεννήθηκε γιὰ νὰ πεθάνη ὑπὲρ τῶν ἄλλων καὶ νὰ χιλιάδες νήπια πεθαίνουν γι᾿ αὐτόν, σὰν γιὰ νὰ ἐξιλεώσουν τὴ γέννησί του.
Ἕνα τρομερὸ μυστήριο κρύβεται σ’ αὐτὴ τὴ ματωμένη προσφορὰ ἁγνῶν πλασμάτων, σ’ αὐτὸν τὸν ἀποδεκατισμὸ ὁμηλίκων. Ἀνήκουν στὴ γενεὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν προδώση καὶ νὰ τὸν σταυρώση. ᾽Αλλὰ τὰ νήπια ποὺ ἔπεσαν κάτω ἀπὸ τὸ σπαθί τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ἡρώδη- ἐκείνη τὴν ἡμέρα, δὲν τὸν εἶδαν, δὲν πρόφτασαν νὰ δοῦν νὰ σκοτώνεται ὁ Κύριός τους. Τὸν ἔσωσαν μὲ τὸν δικό τους θάνατο καὶ σώθηκαν τὰ ἴδια γιὰ πάντα. Ἦσαν τὰ Ἀθῶα Νήπια κι ἔτσι ἔμειναν αἰωνίως. Οἱ γονεῖς τους καὶ τ᾿ ἀδέλφια τους, ποὺ ἐπέζησαν, ἐπρόκειτο νὰ τὰ ἐκδικηθοῦν μιὰ μέρα, ἀλλὰ θὰ εὕρισκαν συγχώρησι. «Οὐ γὰρ ἤδεισαν τί ἐποίησαν».
Η ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ. Ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας δὲν ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γνωρίση τὸν ὕπνο. Ἄς μαίνονταν οἱ καταιγίδες, δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὸν ἀλαφιάσουν.
Πιό πολὺ ἀπ᾽ ὅ,τι στὸν Σιδδάρτα, τοῦ ταιριάζει τὸ επίθετο Ἄγρυπνος. Δὲν θά μπορέση νὰ κοιμηὓῆ στὸν σταῦλο ὅπου ὁ ὄνος ὀγκανίζει, πρόδρομος ὅλων τῶν ὄνων ποὺ θά ὀγκάνιζαν πίσω ἀπὸ τὰ βήματά του, ὅπου τὸ βῶδι μουγκρίζει περιμένοντας νὰ μιλήσουν μετὰ ἀπ᾽ αὐτὸ ἄλλα βόδια, ὅπου οἱ ποιμένες ρωτοῦν, ὅπου εὐλογοῦν οἱ μάγοι. Δὲν θά μπορέση νὰ κοιμηθῆ, ὅταν πλησιάζουν οἱ στρατιῶτες ποὺ ἐξαπέστειλε ὁ Ἡρώδης. Ποτὲ δὲν θά κοιμηθῆ ὡς τὴν τελευταία νύχτα, ὅταν θά ἀγωνιᾶ κάτω ἀπό τὶς ἐλιές, ἀνάμεσα στοὺς ὑπνώττοντες Ἕνδεκα.
Ἐπίσης ἡ Μαρία δὲν θά γνωρίση ὕπνο. Μόλις πέφτει τὸ βράδυ καὶ τὰ σπίτια τῆς Βηθλεέμ σκεπάζονται ἀπό τό σκοτάδι κι ἀνάβουν τὰ πρῶτα λυχνάρια, ἡ Μητέρα παίρνει δρόμο κρυφὰ σὰν φυγάς, σὰν κλέφτρα, σὰν διωγμένη. Ἔκλεψε μιὰ ζωὴ ἀπὸ τὸν βασιλέα, ἔσωσε τὴν λπίδα τοῦ Λαοῦ. Σφίγγει στὰ στήθη της τό σπλάχνο της, τὸν θησαυρό της, τόν πόνο της.
Πηγαίνει πρὸς τὰ δυτικά. Διαβαίνει τὴν παλαιὰ γῆ τῆς Χαναὰν καὶ φτάνει κάποτε, περπατῶντας μέσα στὶς μικρὲς μέρες, στὸν Νεῖλο, στὴ γῆ τῶν Μιτσράγιμ, ποὺ τὴν εἶχαν ποτίσει μὲ τὰ δάκρυά τους οἱ πατέρες της πρὶν ἀπὸ δέκα τέσσερες αἰῶνες.
Ὁ Ἰησοῦς ποὺ θά συνεχίση τὸν Μωυσῆ καὶ σύγχρονα θά τόν καταλύση, ξαναπαίρνει ἀντίθετα τόν δρόμο τοῦ πρώτου λυτρωτῆ. Οἱ Ἑβραῖοι περνοῦσαν τὶς μέρες τους κάτω ἀπὸ τὸ Αἰγυπτιακὸ μαστίγιο, σκλάβοι καταπαιδεμένοι, ὑποφέροντας σκληρότατα. Ὁ ποιμένας τῆς Μαδιὰμ ἔγινε ποιμένας τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὡδήγησε μὲς ἀπὸ τὴν ἔρημο τὸν σκληροτράχηλο λαὸ ὥς τὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη καὶ τὰ θαυμαστὰ ἀμπέλια. Ὁ λαός τοῦ Ἰησοῦ εἶχε ξεκινήσει μὲ τὸν Ἀβραὰμ ἀπὸ τὴ Χαλδαία καὶ εἶχε ἀράξει μὲ τὸν Ἰωσὴφ στὴν Αἴγυπτο. Ὁ Μωϋσῆς τὸν πῆγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο στὴ Χαναάν. Τώρα ὁ πιὸ μεγάλος ἀπὸ τοὺς Ἐλευθερωτὰς ἐπιστρέφει, καταδιωγμένος, στὶς ὀχτιὲς τοῦ ποταμιοῦ ὅπου ὁ πρῶτος εἶχε γλυτώσει ἀπὸ τὰ νερὰ καὶ εἶχε σώσει καὶ τοὺς ἀδελφούς του.
Ἡ Αἴγυπτος, κοπρώνας κάθε άθλιότητος καὶ μεγαλείου τῶν ἀρχαίων καιρῶν, Ἰνδίες τῆς Ἀφρικῆς ὅπου τὰ κύματα τῆς ἱστορίας ἐξανεμίζονταν στὸν θάνατο-ὁ Πομπήϊος καὶ ὁ ᾽Αντώνιος εἶχαν λίγο πρὶν ξοφλήσει στὶς ἀκτές της μὲ τὸ ὄνειρο τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ τὴν ἴδια τους τὴ ζωὴ- αὐτὴ ἡ θαυμαστή χώρα, ποὺ ζῆ ἀπὸ τὸ νερό, ποὺ πυρπολεῖται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ποὺ ποτίσθηκε ἀπὸ τὰ αἵματα τόσων καὶ τόσων λαῶν, ποὺ τὴν πατοῦν τόσοι κτηνόμορφοι λαοί, αὐτὴ ἡ ἀλλόκοτη καὶ ὑπερφυσικὴ χώρα ἦταν, ἀκριβῶς ἀπὸ ἀντίθεσι, τὸ καταφύγιο ποὺ ἐπιφυλασσόταν στὸν ἐξόριστο
Ὁ πλοῦτος τῆς Αἰγύπτου ἦταν ἡ λάσπη της, ἡ παχειὰ λάσπη ποὺ ξεβγάζει κάθε χρόνο ὁ Νεῖλος στὴν ἔρημο μαζὶ μὲ τὰ ἑρπετὰ του. Ἡ ἔμμονη ἰδέα στὴν Αἴγυπτο ἦταν ὁ θάνατος. Ὁ παχυλὸς λαὸς τῆς Αἰγύπτου δὲν τὸν ἤθελε, προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἀποφύγη. ᾿Επινοοῦσε νίκες πάνω στὸν θάνατο μὲ ὑλικὰ καμώματα, μὲ τὴν ταριχευτικὴ τέχνη, μὲ τὸ ἀποτύπωμα τῶν νεκρῶν κορμιῶν στὸ ξύλο ποὺ σκάλιζαν οἱ τεχνῖτες.
Ὁ εὔπορος, ὁ μαλθακὸς Αἰγύπτιος, ὁ γόνος τῆς λάσπης, ὁ προσκυνητὴς τοῦ βοὸς καὶ τοῦ κυνοκεφάλου, ἀποτροπιαζόταν τὸν θάνατο. Σκάρωνε μὲ τὴν ψευδαίσθησι μιᾶς δευτέρας ζωῆς ἀχανεῖς νεκροπόλεις, κατοικημένες ἀπὸ σπαργανωμένες εὐωδιαστὲς μούμιες μὲ ξύλινες ἢ γρανίτινες ἐνδυμασίες καὶ ὕψωνε πυραμίδες πάνω στὰ κουφάρια γιὰ νὰ τὰ ἀσπιδώνη ὁ πέτρινος ὄγκος ἀπὸ τὴ φθορά.
Ὁ Ἰησοῦς, ὅταν θ' ἀνοίξη τὸ στόμα του νὰ διδάξη, θα καταδικάση ὁριστικὰ τὴν Αἴγυπτο, τὴν Αἴγυπτο ποὺ δὲν ἁπλώνεται μονάχα γύρω ἀπὸ τὶς ὀχτιὲς τοῦ Νείλου, τὴν Αἴγυπτο ποὺ δὲν ἐξαφανίσθηκε ἀκόμη ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς μὲ τοὺς Φαραώ της, τὰ γεράκια της καὶ τὰ φίδια της. Ὁ Χριστὸς θ' ἀπαγγείλη τὴν ἀμετάθετη κι αἰωνία ἀπάντησι στὸν τρόμο τῆς Αἰγύπτου. Θά καταδικάση τὰ πλούτη ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸν βοῦρκο καὶ καταλήγουν στὸν βοῦρκο, καθώς καὶ ὅλα τὰ εἴδωλα τῶν παχυλῶν κατοίκων τοῦ Νείλου. Θὰ καταβάλη τὸν θάνατο χωρὶς ἀνάγλυφα νεκροσέντουκα, χωρὶς ἐπιτύμβια ἀνάκτορα, χωρὶς ἀγάλματα γρανίτινα καὶ βασάλτινα. Θὰ καταβάλη τὸν θάνατο διδάσκοντας ὅτι ἡ ἁμαρτία κατατρώγει χειρότερα ἀπὸ τὰ σκουλήκια κι ὅτι ἡ ἀγιότης καὶ τὸ πνεῦμα εἶναι τὸ μόνο βάλσαμο ποὺ ἐξουδετερώνει τὴν ἀποσύνθεσι.
Οἱ προσκυνηταὶ τῆς Λάσπης καί τοῦ Κτήνους, οἱ διάκονοι τοῦ Πλούτου καὶ τοῦ Ζωώδους δὲν σέ καταφέρουν νὰ γλυτώσουν. Τὰ μνήματά τους, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ψηλὰ σὰν ὄρη, στολισμένα σὰν γυναικωνῖτες βασιλισσῶν, λευκὰ κι ἀπαστράπτοντα ἀπ’ ἔξω ὅπως ἐκεῖνα τῶν Φαρισαίων,.δὲν θὰ περιέχουν παρὰ σποδὸ ὅπου καταλήγει τὸ ψοφῆμι. Δὲν ἀποκτᾶται ἡ ζωὴ μὲ τὸ ν᾿ ἀντιγράφεται στὴν πέτρα ἢ στὸ ξύλο. Τὴν πέτρα τὴ λυώνει ὁ καιρός, τὸ ξύλο τὸ τρώει ὁ σάρακας καὶ τὰ δυὸ μαζὶ γίνονται λάσπη παντοτινή.
Ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο δὲν κράτησε πολύ. Ὁ Ἰησοῦς, μέσα στὴν ἀγκάλη τῆς Μητέρας του, νανουρισμένος ἀπὸ τὸ ὑπομονετικὸ βῆμα τοῦ ζώου σ’ ὅλο τὸν ἀτέλειωτο δρόμο, γύρισε στὸ πατρικὸ σπίτι τῆς Ναζαρέτ, φτωχὸ μαγαζόσπιτο, ὅπου τὸ σφυρὶ χτυποῦσε κι ἡ πλάνη τραγουδοῦσε ὡς τὸ ἡλιοβασίλεμα.
Τὰ κανονικὰ Εὐαγγέλια δὲν μᾶς δίνουν πληροφορίες γι’ αὐτὰ τὰ χρόνια. Τὰ ἀπόκρυφα, ἀπεναντίας, μᾶς παρέχουν πολλὲς εἰδήσεις, ἀλλὰ μὲ φτηνὸ περιεχόμενο.
Ὁ Λουκᾶς, σοφὸς γιατρός, ἀρκεῖται στὸ νὰ δηλώση ὅτι τὸ παιδὶ «ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο». Δὲν ἦταν, λοιπόν, ἀδύνατο. Ἦταν ἕνα παιδὶ γεροδεμένο, ὑγιές, ὅπως θά ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ χαρίζη στοὺς ἄλλους τὴν ὑγεία μ᾿ ἁπλὸ ἄγγιγμα τοῦ χεριοῦ του.
* Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίου τοῦ Τζιοβάννι Παπίνι, Ἱστορία τοῦ Χριστοῦ, Ζ΄ Ἔκδοση. Μετάφραση Β. Μουστάκη, Ἐκδοτικός Οἶκος Ἀστήρ, Ἀλ. καί Ε. Παπαδημητρίου.