logo


Κήρυγμα γιά Κυριακή 24.1.2016

 

Κυριακή ΙΔ΄ Λουκᾶ (Λουκᾶ ιη΄ 35-43)

 

Τό θαῦμα στόν τυφλό πού κάνει ὁ Χριστός εἶναι πάρεργο στό δρόμο του, λέγει ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας. Ἔτσι πού καί τό πέρασμά του ἀκόμη διδάσκει καί μᾶς καί τούς μαθητές Του, πώς πρέπει νά εἴμαστε ὠφέλιμοι παντοῦ καί πάντοτε καί μέ κάθε τρόπο καί ποτέ ἄχρηστοι. Ὁ τυφλός λοιπόν ἐπειδή πίστευε πώς αὐτός ἦταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Χριστός πού προσδοκοῦσαν φώναξε δυνατά «Υἱέ τοῦ Δαβίδ ἐλέησόν με». Καί ὅταν εἶπε «ἐλέησόνμε» φανέρωσε πώς τόν θεωροῦσε ὡς Θεό καί ὄχι ἁπλό ἄνθρωπο.

Πολλοί ἄνθρωποι φροντίζουν ἐπιμελῶς νά προσεγγίζουν προσωπικά θέσεις καί ἀξιώματα τά ὁποῖα κάποτε μπορεῖ νά χρειασθοῦν καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά ν’ ἀποφεύγουν τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νά τούς χρειάζονται. Ἡ ζωή τοῦ Κυρίου ὑπῆρξε μία διαμαρτυρία σ’ αὐτήν τήν τακτική, μία ἐπανάσταση γιά τήν κλασσική λογική τῆς ἐποχῆς του καί τῆς ἐποχῆς μας. Τήν προσοχή του μαγνήτιζαν οἱ ἄνθρωποι πού εἶχαν ἀνάγκες, οἱ ταπεινοί, οἱ πονεμένοι. Ἡ σημερινή εὐαγγελική περικοπή μᾶς ὑπενθύμισε ἕνα ἀπό τά περιστατικά πού ἀναφέρονται σ’ αὐτή τήν στάση τοῦ Κυρίου. Ἀνεβαίνοντας γιά τήν Ἱερουσαλήμ ἔπρεπε νά περάσει ἀπό τήν Ἱεριχώ. Ἔξω ἀπό αὐτή τήν πόλη εἶχε καθίσει κάποιος τυφλός, ζητώντας τήν βοήθεια τῶν περαστικῶν. Σάν ἄκουσε νά διαβαίνει τόσος λαός ἀπό ἐκεῖ, ρώτησε νά μάθει τί συμβαίνει. Τοῦ εἶπαν ὅτι περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος. Γεμᾶτος προσδοκία ὁ τυφλός τότε φώναξε: «Ἰησοῦ, Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Οἱ γύρω του διαμαρτυρήθηκαν λέγοντάς του νά σωπάσει. Ἀλλ’ ἐκεῖνος ἀκόμη ζωηρότερα συνέχισε : «Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Ὁ Ἰησοῦς συνομιλοῦσε μέ τούς γύρω του καί δίδασκε ἀλλά στήν κραυγή τοῦ τυφλοῦ σταμάτησε. Μπροστά στίς ἄμεσες ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων ἡ ὁμιλία διακόπτεται κι ἀρχίζει ἡ πράξη. Ὁ Κύριος δέν ἀγνοεῖ τόν ἄνθρωπο πού τοῦ ζητᾶ βοήθεια. Στέκεται, συζητεῖ μαζί του, τοῦ δίνει αὐτό πού χρειάζεται.

Στήν πορεία μας στήν ζωή, στίς διάφορες φάσεις τῆς δουλειάς μας παρουσιάζονται ἄνθρωποι μέ λογιῶν –λογιῶν ἀνάγκες. Ἄλλοτε ἡ φωνή τους εἶναι σαφής ἄλλοτε ἡ ἱκεσία τους εἶναι μυστική, ἄφωνη ἀπό συστολή. Ἄς μην κλεινόμαστε στίς ἀπασχολήσεις μας, στόν ἑαυτό μας.

Ἄς γίνουμε εὐαίσθητοι στίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων. Ὅσο μποροῦμε, ὅ,τι μποροῦμε.

Ἕνας τυφλός συνήθως ἐλκύει αὐτόματα τήν προσοχή καί τήν συμπάθειά μας. Ἐνῶ ὅμως συγκινούμεθα τόσο εὔκολα ἀπό τήν ἐξωτερική τύφλωση μένουμε ἀπαθεῖς στήν πνευματική τυφλότητα πού ταλαιπωρεῖ κάποιον πού μᾶς εἶναι ἰδιαίτερα προσφιλής, τόν βαθύτερο ἑαυτό μας.

Ὁ τυφλός γιά τόν ὁποίο μιλάει τό σημερινό εὐαγγέλιο δέν συμβολίζει μόνο τούς ταπεινούς καί καταφρονημένους τοῦ κόσμου, πού ὁ Χριστός ζητάει νά προσέξουμε, ἀλλά καί τό λησμονημένο πνευματικό ἑαυτό μας πού παραμένει ἄν ὄχι ἐντελῶς τυφλός πάντως μέ τραγικά μειωμένη τήν ὅρασή του. Χωρίς νά βλέπει τούς πνευματικούς κινδύνους πού τόν ἀπειλοῦν χωρίς νά μπορεῖ νά εὐφρανθεῖ ἀπό τίς πνευματικές χαρές πού ἡ ἐν Χριστῷ ζωή ἀποκαλύπτει κάθε λειτουργία πού μᾶς φέρνει σέ ἐπαφή μέ τήν χορεία τῶν ἁγίων, μέ τήν ζωή τους, μᾶς βοηθεῖ νά αἰσθανθοῦμε κάπως καλύτερα πόσο ἡ ψυχική μας ὅραση εἶναι χαλασμένη.

Γιατί ἄραγε παρατείνεται αὐτή ἡ πνευματική μας τύφλωση; Ἴσως γιατί ἡ ὑπερηφάνεια μας στέκεται ἐμπόδιο. Συνήθως πιστεύουμε ὅτι ἡ ἱκανότητά μας στήν ἐπιστήμη, στήν τεχνική μπορεῖ νά μᾶς θεραπεύεσει. Στηρίζουμε ὑπερβολικές ἐλπίδες στίς ἀνθρώπινες δυνατότητες κι ἀδιαφοροῦμε γι’Αὐτόν πού δίνει τό φῶς, πού εἶναι τό φῶς.

Ἴσως, διότι δέν ἔχουμε ἀληθινή ἐμπιστοσύνη στόν παντοδύναμο Λόγο πού δεσπόζει τοῦ κόσμου, ἔστω κι ἄν ἐπαναλαμβάνουμε: «ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία καί ἡ δύναμις...».

Ἴσως διότι δέν αἰσθανόμαστε πράγματι τήν ἀνάγκη νά θεραπευθοῦμε, ἴσως διότι τό ἐπιδιώκουμε μέ ἕνα τρόπο πλαδαρό.

Ὅ,τιδήποτε πάντως κι ἄν συμβαίνει ἀξίζει νά κάνουμε μία σοβαρή αὐτοκριτική γιά νά δοῦμε τί εἶναι αὐτό πού ἀναστέλλει τήν ἴαση τῆς πνευματικῆς μας ὁράσεως.

Ὁ τυφλός ἐπαίτης λαχταροῦσε νά ἀναβλέψει γι’ αὐτό ἀμέσως ἅρπαξε τήν εὐκαιρία πού διάβαινε ἐμπρός του. Μέ μία ἐπιμονή ζηλευτή. Μέ ἕνα πάθος ἀξιοθαύμαστο. «Καί ἐβόησε λέγων : Ἰησοῦ, υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με».

Οἱ εὐκαιρίες δέν χρονοτριβοῦν. Ἡ ζωή στίς περισσότερες μορφές της παρουσιάζει μία ἀδιάκοπη ροή. Ἡ εὐκαιρία πού δέν ἀξιοποιεῖται χάνεται. Σέ πολλές περιπτώσεις : στήν περιοχή τῶν ἐπιχειρήσεων, τῆς τέχνης, τῆς φιλίας, τῆς λυτρώσεως. Τήν εὐκαιρία ἑνός ἐσωτερικοῦ κραδασμοῦ γιά μετάνοια, γιά ἀλλαγή συμπεριφορᾶς καί τῆς στάσεως ἔναντι τῆς ζωῆς δέν ἐπιτρέπεται νά τήν ἀφήνουμε ἀνεκμετάλλευτη. Ἴσως ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος νά «παρέρχεται» στήν διάρκεια μιᾶς συναντήσεως μ’ ἕνα πρόσωπο πνευματικό, μιᾶς συγκινήσεως ἀπό κάποια ἱερή ἀκολουθία.

Γιά τόν κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχει μιά κρίσιμη στιγμή, ἡ ὥρα τῆς ζωῆς του, πού πρέπει σωστά νά τήν χρησιμοποιήσει. Ὅταν νιώθουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς μᾶς πλησιάζει μ’ ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο. Μιά τέτοια στιγμή μπορεῖ νά εἶναι καί τώρα πού διαβάζουμε αὐτές τίς στιγμές.

Ἡ Ἱστορία δέν σταματᾶ στό γεγονός ὅτι ὁ τυφλός «ἀνέβλεψε». Ὁλοκληρώνεται στό τί ἔκανε μετά τήν δωρεά πού ἔβλεπε. Ἡ νέα ὅραση ζητᾶ ἀπό τόν ἄνθρωπο νά σηκωθεῖ νά ἐγκαταλείψει τήν ψάθα τοῦ ἐπαίτου καί νά ἀκολουθήσει τόν Ἰησοῦ Χριστό, νά γίνει μαθητής Του. Νά ἐγκαταλείψει τό παλιό ρυθμό ζωῆς, τίς παλιές ἀσχολίες του τίς κακές σχέσεις του καί δεσμεύσεις του καί νά προχωρήσει πίσω ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό σέ μία ζωή ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας, χαρᾶς καί θυσίας.

Κάθε λειτουργία εἶναι μία εὐκαιρία νά συναντήσουμε οὐσιαστικότερα καί νά συνειδητοποιήσουμε

τό χρέος πού ἔχουμε νά βλέπουμε τούς ταπεινούς καί καταφρονημένους, ὅπως ἔπραξε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός

Τήν πνευματική μας τυφλότητα καί νά φωνάξουμε σά τόν τυφλό «Ἰησοῦ, Υἱέ Δαβίδ, ἐλέησόν με»

Κάθε θεία Λειτουργία εἶναι μία νέα κλήση ν’ ἀκολουθήσουμε τόν Ἰησοῦ στήν πορεία του

Κι ἄς μήν λησμονοῦμε ὅτι, ὅταν ὁ πρώην τυφλός ἀπεφάσισε νά ἀκολουθήσει τόν Κύριός μας Ἰησοῦ Χριστό Αὐτός κατευθυνόταν πρός τήν Ἱερουσαλήμ γιά νά σταυρωθεῖ.

Ἀλλά καί γιά νά ἀναστηθεῖ ἐν δυνάμει.