Κήρυγμα γιά Κυριακή 28.2.2016
Κυριακή (Ἀσώτου) (Λκ. ΙΖ΄-Λκ. ιε΄ 11-32)
«Ἀπεδήμεησεν ...εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών...»
Ὅλα τά εἶχε στό πατρικό του σπίτι ὁ νέος τῆς παραβολῆς. Καί ἄνεση καί πλούτη καί στοργή πολλή. Κι ὅμως ὅλα τοῦ φαίνονταν στενά καί μονότονα καί ἡ πατρική ἀγάπη, σκλαβιά. Γι’ αὐτό τελικά ἀπαίτησε ἀπερίφραστα τό μερίδιο τῆς κληρονομιᾶς. «Πατέρα δός μου ὅ,τι ἀπό τήν περιουσία σου, μοῦ ἀναλογεῖ». Κι ὕστερα ἀπό λίγες μέρες ὁ νεώτερος γιός μάζεψε τά πάντα καί ταξίδεψε σέ χώρα μακρινή. Ἐκεῖ ἐσπατάλησε τήν περιουσία του ζώντας ἄσωτα καί σπάταλα.
Ἡ σημερινή παραβολή δέν ἀναφέρεται ἀποκλειστικά σέ μία μόνο κακία. Ἀποκαλύπτει τήν βαθύτερη φύση τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι ἡ ἀνταρσία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ τελική παραπλάνησή του.
Ὑπάρχει μία περίεργη σύγχυση καί σκληρότητα στήν αἴτηση τοῦ νεωτέρου γιοῦ. Ζητάει κάτι πού πρίν ἀπό τόν θάνατο τοῦ πατέρα του δέν τό δικαιοῦνταν. Γι’ αὐτόν λές κι εἶναι ἤδη νεκρός. Στόν παραλογισμό αὐτόν τά πράγματα ἔχουν χάσει τίς ὀρθές σχέσεις κι ἀναλογίες τους. Ἡ ἁμαρτία παίρνει τό πινέλο τῆς φαντασίας καί ἀλλοιώνει τήν ὄψη τῶν πραγμάτων. Τό λόγο καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ τίς παρουσιάζει σάν βαρειές ἁλυσίδες, τήν θαλπωρή καί τήν εἰρήνη τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἀνάξιες λόγου, τήν πείρα καί τίς συμβουλές τῶν παλαιοτέρων ἀπαρχαιωμένες ἀντιλήψεις. Τό κυριώτερο ὅμως, καταστρέφει τήν προσωπική σχέση μέ τόν Θεό – Πατέρα. Ὁ ἄνθρωπος ἀπαιτεῖ ἀπό ἐκεῖνον ὅ, τι μπορεῖ νά πάρει, ὑγεία, δύναμη, μυαλό, δημιουργικότητα, ἀπόλυτη ἐλευθερία, γιά νά τά χρησιμοποιήσει μακρυά του. Μέ τά δικά του κριτήρια. Δέν θέλει πάρε-δῶσε μέ τόν Πατέρα. Λές κι Αὐτός ἀπό τόν ὁποῖο πῆρε τά ἀγαθά, νά μήν ὑπάρχει πιά. Πυρήνας τῆς ἁμαρτίας εἶναι τό σπάσιμο τῆς προσωπικῆς ἐπαφῆς μέ τόν Θεό, ἡ περιφρονητική ἐκμετάλλευση τῆς ἀγάπης Του. Θέλω τά πλούτη σου, δέν θέλω ἐσένα. Θέλω τά «ἀγαθά σου», ὄχι τό πρόσωπό Σου. Κάθε πλῆγμα κατόπιν στίς ἀνθρώπινες σχέσεις εἶναι συνέχεια καί ἀποτέλεσμα τοῦ ἀφετηριακοῦ αὐτοῦ τραυματισμοῦ τῆς ἀγάπης. Ἀργότερα οἱ φίλοι του θά τοῦ φερθοῦν ὅπως φέρθηκε στόν Πατέρα του. Θά τόν ἐγκαταλείψουν. Θέλουμε τά πλούτη σου, ὄχι ἐσένα! Καί θά μείνει μόνος. Ἡ γεύση τῆς χωρίς ἀγάπης μοναξιᾶς εἶναι πιό σκληρή ἀπό τήν ἴδια τήν στέρηση, τήν ζωή πλάϊ στούς χοίρους, τά ξυλοκέρατα.
Τήν τραγικότητα τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἀποκαλύπτει ἡ παραβολή μ’ ἕνα ἤρεμο τόνο, ὅταν στήν συνέχεια ἀναφέρει «εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών». Μέχρι τότε δηλαδή ὁ νεώτερος γιός ἦταν «ἐκτός ἑαυτοῦ», βρισκόταν σέ μία κατάσταση παρανοϊκή. Ἡ διάσπαση τῆς προσωπικότητας, ἡ τρέλα σέ ποικίλες μορφές συμπορεύεται μέ τήν ἁμαρτία. Σέ ἐποχή μάλιστα ἀνταρσίας κατά τοῦ Θεοῦ ὅπως ἡ δική μας γίνεται ἡ χαρακτηριστικότερη ὄψη τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὑπάρχει ὅμως κάτι ἐλπιδοφόρο σ’ αὐτή τήν ἀνάλυση τῆς ἁμαρτίας. Τό «εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών» ἀποτελεῖ μία ἰδιότυπη «φιλοφρόνηση» πρός τόν παραπλανημένο ἄνθρωπο. Ὁ Χριστός τόν βλέπει «ἐκτός ἑαυτοῦ», ὄχι ὁριστικά ἐξαχρειωμένο. Ἔχει ὅλα τά περιθώρια νά ξεπεράσει τό κάλυμμμα τῆς παραφροσύνης. Καί τό ξεπέρασε. Ἤλθε «εἰς ἑαυτόν». Βρῆκε πραγματικά τόν ἑαυτό του, ξαναβρίσκοντας τήν προσωπική σχέση μέ τόν πατέρα του. Ἡ πρώτη λέξη τῆς ὁμολογίας του ἐπανορθώνει τήν τραυματισμένη σχέση ἀμοιβαίας ἀγάπης. «Πατέρα εἶμαι δικός σου, εἶσαι δικός μου, αὐτή τήν ἀκατάλυτη σχέση στοργῆς ἔσπασα, αὐτή ζητῶν καί πάλι».
Μία ὑπέρβαση τῆς ἀνθρώπινης τρέλας τῆς ἐσωτερικῆς διασπάσεως εἶναι σέ τελευταία ἀνάλυση ἡ μετάνοια. Ἐπανεύρεση τοῦ ἀληθινοῦ μας ἑαυτοῦ μέσα στήν σχέση ἀγάπης μέ τόν πατέρα, πού ἐνσαρκώνει τήν ἄπειρη Ἀγάπη. Τό τραγικό ὅμως εἶναι ὅτι πολλοί ἄνθρωποι ἀκολουθοῦν τό νεώτερο γιό τῆς παραβολῆς μέχρι τό στάδιο τῆς μοναξιᾶς στό χοιροστάσιο.
Διάφορα ἀσήμαντα προσχήματα νεκρώνουν τήν ἐπιθυμία τοῦ γυρισμοῦ. Στόν ἕναν ἡ ἁμαρτία ψιθυρίζει «ἀργότερα» στόν ἄλλον ρίχνει τήν ἀμφιβολία. Καί ποιός σέ βεβαιώνει ὅτι ἀλλάζοντας ζωή θά εἶσαι καλύτερα; Στόν τρίτο ρίχνει τήν σκόνη τῆς ἀπογνώσεως: «τώρα, ἔτσι πού κατάντησες δέν εἶναι δυνατόν νά ἀλλάξεις τόν ἄλλον πού παραλύει μέ τίς εἰρωνείες τῶν φίλων».
Αὐτές τίς μέρες ἡ Ἐκκλησία μας προτρέπει καί πάλι, ὅλους ὅσους λίγο ἤ πολύ ἀπομακρυνθήκαμε σέ μία εἰλικρινή μετάνοια. Μᾶς καλεῖ στήν ἐπανεύρεση τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ μας, μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Κι ἔτρεξε στόν τράχηλο του καί τό κατεφίλησε». Κανείς ὑπαινιγμός γιά τό παρελθόν. Πλουσιοπάροχα ξαναδίνει ὅλα : καί τήν «στολήν τήν πρώτην» καί δείχνει τιμή καί τόν «δακτύλιον» πού σημαίνει ἐξουσία, καί τά «ὑποδήματα», πού ξεχώριζαν τόν γιό ἀπό τόν δοῦλο, κι ἦταν ἔτσι σύμβολο ἐλευθερίας. Πανηγύρι χαρᾶς διατάζει ὁ Πατέρας νά στηθεῖ. Ἡ παραβολή θά ἦταν σωστότερο νά λέγεται ὄχι τοῦ «Ἀσώτου» ἀλλά τοῦ «ἀγαπῶντος Πατέρα», ὅπως λέγει ἕνας πολιός Ἱεράρχης.
Δέν εἶναι τραγικά παρανοϊκό νά ἔχουμε ἕνα τέτοιο Πατέρα, νά τόν βλέπουμε νά ἔρχεται σέ προϋπάντησή μας μέ τίς ἀγκάλες ἀνοικτές κι ἐμεῖς περιφρονητικά νά τόν ἀποφεύγουμε τρέχοντας μακριά του;
«Μά ποιός τό κάνει αὐτό;» θά ρωτήσει ἴσως κάποιος. Ἐμεῖς ἀδελφοί μου μέ τό νά παραμένουμε στήν ἁμαρτία καί νά μην μετανοοῦμε, κάτι πού ἀπεύχομαι.