Κήρυγμα γιά Κυριακή 10.4.2016
Κυριακή (Δ΄ Νηστειῶν) (Μάρκου θ΄ 17-31)
Ἕνα δυστυχισμένο παιδί στέκει αἰχμάλωτο μιᾶς σκληρῆς κυριαρχίας : τῆς ἐξουσίας τοῦ δαίμονος. Ψυχικά καί σωματικά τό ἔχει τσακίσει. Ὅσο βρίσκονται γύρω του καί παρακολουθοῦν τήν τραγωδία ἀποδεικνύονται ἀνίκανοι νά τόν βοηθήσουν. Κάτι χειρότερο: Μέ τήν ἀπιστία τους ὀρθώνονται ἐμπόδιο στήν λύτρωσή του. Σ’ αὐτό τό δύσπιστο κόσμο ἀνήκουν ὄχι μόνο οἱ ἐχθροί τοῦ Ἰησοῦ, οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι ἀλλά ἀκόμη καί οἱ μαθητές του καί οἱ ἄμεσοι ἐνδιαφερόμενοι γιά τό βασανισμένο παιδί, ὅπως ὁ πατέρας του. Τήν διάχυτη δυσπιστία στήν ἀποτελεσματικότητα τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ ἔναντι τοῦ δαιμονικοῦ καταστημμένου ἐκφράζει παραστατικά ὁ διάλογος μέ τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ.
«Πόσος καιρός εἶναι ἀπό τότε πού τοῦ συνέβει αὐτό;» ρωτάει ὁ Ἰησοῦς καθώς τό παιδί κυλιόταν κάτω κι ἄφριζε, ἐξουθενωμένο ἀπό τόν δαίμονα. «Ἀπό τά παιδικά του χρόνια», ἦταν ἡ ἀπάντηση. «Πολλές φορές καί στήν φωτιά τόν ἔρριξε καί στά νερά, γιά νά τόν ἐξολοθρεύσει». Ἀλλά ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου μας». Μαζί μέ τήν ἀπόγνωση πού τυραννοῦσε τήν καρδιά του, ἡ ἀμφιβολία τήν δάγκωνε καί τήν μάτωνε.
Ἡ σκιά τῆς ἀμφιβολίας δέν ἔπαψε νά πέφτει βαριά στήν σκέψη καί στήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων. Σήμερα μάλιστα μοιάζει νά εἶναι πιό πυκνή καί θολή. Τοὐλάχιστον, ὁ δύστυχος ἐκεῖνος πατέρας στήν φοβερή του θλίψη ἔτρεξε νά ζητήσει βοήθεια κοντά στόν Χριστό. Ἐνῶ στήν ἐποχή μας πολλοί δέν σκέπτονται νά ἀπευθυνθοῦν σ’ Ἐκεῖνον στίς δυσκολίες, στήν ἀρρώστια, στόν πόνο τους. Ὁ πατέρας τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου μετά τήν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νά θεραπεύσουν τό παιδί του δέν ἔφυγε, δέν ἀπογοητεύθηκε ὁριστικά, ἀλλά προχώρησε καί ζήτησε τήν προσωπική ἐπέμβαση τοῦ Σωτῆρος. Ἐνῶ πολλοί ἀπό ἐμᾶς μόλις δοῦμε κάποιο μαθητή τοῦ Χριστοῦ, κάποιο λειτουργό του νά ἀδυνατεῖ νά μᾶς βοηθήσει ἤ μέ τήν στάση του νά μᾶς σκανδαλίσει σπεύδουμε νά ἀπομακρυνθοῦμε γενικά ἀπό τό περιβάλλον τῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ ἀμφιβολία σκοτίζει τήν σκέψη, τῆς κλείνει τόν ὁρίζοντα νεκρώνει τήν ἐλπίδα, τήν τυλίγει στό σκοτάδι.
Τό πρῶτο βῆμα γιά τήν ὑπερνίκηση τό ὑποδεικνύει ὁ Χριστός. Τό δεύτερο τό καθορίζει ἡ συμπεριφορά τοῦ Πατέρα. «Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Τό θέμα δέν εἶναι ἄν ἐγώ μπορῶ νά θεραπεύσω τό παιδί σου. Τό πρόβλημα εἶναι ἄν ἐσύ μπορεῖς νά πιστέψεις. Σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση ἀναζήτησε τήν λύση τοῦ δράματός σου. Στήν καρδιά σου. Ἐκεῖ βρίσκεται τό ἐμπόδιο. Ἄν πιστέψεις, ὄχι ἁπλῶς μπορεῖ νά γίνει «κάτι» ἀλλά τό πᾶν μπορεῖ νά κατορθωθεῖ. Τό κλειδί γιά ν’ ἀνοίξουμε βαριά κλεισμένες πόρτες μήν τό ζητᾶμε ἀλλοῦ. Ἐμεῖς τό ἔχουμε. Τό πετάξαμε στήν σκοτεινή γωνιά τῶν δισταγμῶν καί τῆς ἀμφιβολίας μας. Ἀπό ἐκεῖ θά πρέπει τό συντομώτερο νά τό ἀνασύρουμε. Τό κλειδί αὐτό εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη - ἡ δική μας συνειδητή, προσωπική πίστη- στήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή πρέπει νά ἰσχυροποιηθεῖ καί νά πάρει στήν ζωή μας τήν κεντρική θέση πού τῆς ἁρμόζει.
Ἡ καρδιά τοῦ πατέρα ἀναταράζεται, καθώς συναισθάνεται ὅτι ὁ ἴδιος στέκει μέ τήν ἀπιστία του ἐμπόδιο στήν θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του. Καί μέ μία ὕστατη προσπάθεια ἀπελευθερώνεται ἀπό τά δεσμά τῆς δυσπιστίας. Φωνάζει : «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ». Καί ἡ κραυγή του μουσκεύει ἀπό δάκρυα.
Μία ἀνάλογη διάθεση ἄς κραυγάζουμε καί ἐμεῖς στό Θεό, ὅταν παλεύουμε μέ τήν ἀμφιβολία στίς διάφορες περιστάσεις τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Στήν ἀποτυχία, στίς θλίψεις, στίς ἀπογοητεύσεις μας. «Βλέπεις, Χριστέ μου, ἡ πίστη μου εἶναι τόσο σκελετωμένη, πού μόλις διαφέρει ἀπό τήν ἀπιστία. Γι’ αὐτό καί κάμπτωμαι καί ἀποκαρδιώνομαι. Θέλω ὅμως νά πιστέψω. Πιστεύω Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ μου».
Οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε συχνά περίεργα μείγματα πίστεως καί δυσπιστίας. Ἔτσι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ προσευχή ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς αὐθεντικόντερες δεήσεις τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας.
Ὁ Θεός κι ὅταν ἀκόμη δέν τό καταλαβαίνουμε εἶναι κοντά μας. Κι ὅταν κραυγάζουμε «ποῦ εἶσαι Κύριε;» ἐκεῖνος ψιθυρίζει τήν ἀπάντηση στό βάθος τῆς ψυχῆς μας. «Νά! Εἶμαι παρών. Μέσα στήν ἴδια τήν κραυγή σου».
Τό ρεῦμα τῆς εὐεργετικῆς καί πανίσχυρης δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μου, εἶναι μία πραγματικότητα. Ἡ γραμμή ὅμως γιά νά φθάσει στήν δική μας ζωή δέν εἶναι πάντοτε ἀνοικτή. Ὁ δικαιοδότης βρίσκεται στήν καρδιά μας συχνά κλειστός ! Γυρισμένος στό ΑΝ «Χριστέ μου ἄν μπορεῖς ...! » ψυθιρίζουμε δύσπιστα. Ἡ ἀπάντηση παραμένει σταθερή, φορτωμένη τώρα μέ τό κύρος μυριάδων θαυμάτων: «Εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι».