Κήρυγμα γιά Κυριακή 8.5.2016
Κυριακή Ἀντίπασχα (τοῦ Θωμᾶ)
(Ἰωάννου κ΄ 19-31)
Στήν Ἱστορία αὐτῶν πού ἀκολούθησαν τόν Χριστό ὑπῆρξαν ἀρκετές περιπτώσεις ἀνθρώπων, πού σέ μία στιγμή ἀδυναμίας λύγισαν. Τά γεγονότα γύρω ἀπό τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πού ἐντονώτερα ζωντάνεψαν μέσα μας τίς τελευταῖες ἑβδομάδες μᾶς θύμισαν τρεῖς χαρακτηριστικές ἐπώνυμες περιπτώσεις: τήν καμπή τοῦ Πέτρου, τήν πτώση τοῦ Ἰούδα καί ἰδιαίτερα σήμερα τήν ἀναστολή τοῦ Θωμᾶ.
Ἡ κάμψη τοῦ Πέτρου ἦταν μία ἔκφραση ἀδυναμίας, μία συνέπεια τῆς ὑπερβολικῆς ἐμπιστοσύνης στήν ἀφοσίωση του στό Διδάσκαλο. Ἡ πτώση τοῦ Ἰούδα εἶχε μία ἀφορμή, μία βαθειά ἀποκαρδίωση καί σύγχυση, διαφορετικά εἶχε φαντασθεῖ τόν Μεσσία. Κι ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ πραγματικός Χριστός δέν ἔμοιαζε στό εἴδωλο πού εἶχε πλάσει μέ τό μυαλό του, ζήτησε νά βγάλει ἀπό τήν μέση τήν Ἀλήθεια κι ὄχι τήν ψευδαίσθησή του. Τόν Θωμᾶ τόν σταμάτησε ἡ συρροή τῶν τελευταίων θλιβερῶν γεγονότων. Εἶχε κουρασθεῖ πιά, εἶχε ἐξαντληθεῖ καί ἀναζήτησε τήν ἠρεμία στήν μοναξιά του.
Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις ὁ Κύριος ἐπεμβαίνει προσωπικά. Στήν πρώτη τοῦ Πέτρου, εἶχε προηγηθεῖ μία πρόρρηση καί στήν κρίσιμη ὥρα ἕνα βλέμμα ἔκανε τόν μαθητή νά συναισθανθεῖ, νά συντριβεῖ, νά πλύνει τό λάθος του στό πικρό κλάμα. Στήν δεύτερη περίπτωση τοῦ Ἰούδα, ἡ ἐπέμβαση ἦταν πιό αἰσθητή καί ἄμεση. Δύο φορές πραγματοποιήθηκε μιά ἐπαφή τοῦ μαθητοῦ μέ τό σῶμα τοῦ Διδασκάλου. Ὅταν συνδειπνοῦσαν στό Μυστικό Δεῖπνο, ἄγγιξε τό μυστικό σῶμα Του. Στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ ἄγγιξε μέ φίλημα τό πρόσωπό Του. Οὔτε ὅμως μιά φορά οὔτε τήν ἄλλη συνῆλθε.
Παλαιότερα ἡ ἁπλή γυναῖκα τοῦ λαοῦ, ἡ αἱμορροοῦσα ἀγγίζοντας μέ φόβο καί δέος τό κράσπεδο τοῦ ἱματίου τοῦ Ἰησοῦ εἶχε λυτρωθεῖ. Γιά τόν μαθητή ἡ ἐπαφή μέ τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Διδασκάλου ὑπῆρξε ἀτελέσφορη. Κι ὅταν ἀργότερα ἔνιωσε ντροπή γιά τήν πράξη του ἀντί νά ὁδηγηθεῖ στήν μετάνοια, κατέληξε στήν ἀπελπισία.
Στήν Τρίτη περίπτωση τοῦ Θωμᾶ, ἔφτασε ἡ ἁπλή παρουσία τοῦ Κυρίου γιά νά τόν συνεφέρει καί νά τόν ἀποκαταστήσει στήν πρώτη του σχέση καί ἐμπιστοσύνη. Ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀποσυρθεῖ στήν μόνωση γιά νά βρεῖ τόν ἑαυτό του. Ἡ λύση ὅμως τοῦ προβλήματος πού τόν ἀπασχολεῖ δέν πραγματοποιεῖται στήν μοναξιά του, ἀλλά ὅταν ἐπιστρέφει στήν κοινότητα τῶν μαθητῶν, ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς τόν συναντᾶ καί ὄχι στό μέρος πού ἦταν ἀπομονωμένος. Ἔρχεται μέσα στήν κοινότητα τῶν μαθητῶν, στήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά νά τόν συναντήσει προσωπικά. Ἔρχεται νά τόν βρεῖ στό ἔδαφός του, στήν νοοτροπία του χρησιμοποιώντας τά λόγια του «φέρε τό δάκτυλό σου ἐδῶ καί κοίταξε τά χέρια μου καί φέρε τό χέρι σου καί βάλτο στήν πλευρά μου καί μή γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλά πιστός». Κι ὁ Θωμᾶς ἀντιδρᾶ μέ μία ταχύτητα καί ἀμεσότητα ἐκπληκτική. Πετᾶ τούς ὅρους πού ὁ ἴδιος τόσο ἐμφαντικά εἶχε θέσει. Δέν ψηλαφεῖ ἀλλά ἀνταποκρίνεται: «Ὁ Κύριός μου καί Θεός μου». Ὁ λεγόμενος ἀπαιτητικός πραγματιστής Θωμᾶς σπεύδει ὄχι μόνο νά ὁμολογήσει τό λάθος του, ἀλλά νά διακηρύξει τήν βεβαιότητα ὅτι ἔχει μπροστά του τόν Κύριό Του καί Θεό Του.
Ὁ Θωμᾶς στήν κάμψη καί στό σταμάτημά του εἶχε κάνει ἕνα βασικό λάθος. Ἀποτραβήχθηκε ἀπό τήν κοινότητα τῶν μαθητῶν. Ἔτσι ἔχασε τήν πρώτη παρουσία τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ καί ἡ ἀπογοήτευση αὐτή βάσταξε δέκα ὁλόκληρες μέρες, ἐνῶ γιά τούς ἄλλους μαθητές τήν τρίτη μέρα εἶχε ἤδη ξεπερασθεῖ. Πόσα χάνουμε, ἀλήθεια, ὅταν ἀποτραβιόμαστε στόν ἑαυτό μας, κλεινόμαστε στίς δικές μας σκέψεις, ψάχνοντας μόνοι μας γιά τίς λύσεις μακριά ἀπό τήν συντροφιά τῶν ἄλλων πού ἀγαποῦν τόν Θεό μακριά ἀπό τό σύνολο τῶν μαθητῶν, τήν Ἐκκλησία τῶν πιστῶν, πού κρατεῖ ζωντανή τήν ἀνάμνησή Του.
Ὁ χαρακτήρας ὅμως τοῦ Θωμᾶ εἶχε δύο σπουδαῖα προτερήματα. Πρῶτα εἰλικρίνεια, εὐθύτητα καί τιμιότητα. Ὁ Θωμᾶς ἦταν γνήσιος. Δέν ἔλεγε ὅτι πίστευε, ὅταν δέν πίστευε. Στήν τίμια ὅμως ἀμφιβολία του δέν ὑπῆρξε ἀνανάπτυκτος, ἀλλά γερός σπόρος πίστεως, πιό δυνατός καί ἀνθεκτικός ἀπό ἐκεῖνον πού ἀναπαύεται στά καλάθια ἐπιπόλαιων διακηρύξεων πίστεως.
Τό δεύτερο βασικό πλεονέκτημα τοῦ Θωμᾶ ἦταν ὅτι καθυστέρησε μέν νά ἀποδεχθεῖ τήν Ἀνάσταση ὅταν ὅμως βεβαιώθηκε, τράβηξε μέ συνέπεια ὅλο τό δρόμο.
Δόθηκε ὁλόψυχα στόν Χριστό καί βίωσε τίς συνέπειες τῆς πίστεώς του. Βάδισε μέχρι τό ἀκρότατο σημεῖο ὑπακοῆς. Ὅπως ἀναφέρει ἡ Παράδοση προχώρησε στήν δύσκολη ἱεραποστολή τῶν Ἰνδιῶν καί ἐκεῖ ἐπισφράγισε τήν ζωή του μέ τό μαρτύριό του.
Γιά ὅλους μας ὑπάρχει μία κρίσιμη ὥρα. Συνήθως ὕστερα ἀπό παρόμοιες ἀναλύσεις τῶν βιβλικῶν δεδομένων ἡ κλασσική συνέχεια εἶναι μία πρόσκληση γιά αὐτοέλεγχο μέ βάση τό ἐρώτημα : «ἐμεῖς σέ ποιά κατηγορία τάχα ἀνήκουμε;». Ἀλλά ἡ ἀπόκριση δέν εἶναι τόσο εὔκολη σχετικά μέ τήν ἐμπλοκή πού συμβαίνει στήν ζωή πολλῶν ἀπό ἐμᾶς πού ἀκολουθοῦμε σήμερα τόν Ἰησοῦ. Διότι ἁπλούστατα στήν μπερδεμένη ἐποχή μας οἱ ἀνθρώπινες κατηγορίες δέν εἶναι τόσο στεγανές. Πιθανῶς μέσα στήν ψυχή μας καί στήν ζωή μας νά πλανιῶνται στοιχεῖα κι ἀπό τίς τρεῖς μορφές κάμψεως, πού εἴδαμε προηγουμένως : ἀπό τό σταμάτημα τῆς στιγμιαίας ἀδυναμίας, τῆς πλήρους ἀποκαρδιώσεως καί τῆς παροδικῆς κοπώσεως.
Ἰδιαίτερα πρέπει νά προσέξουμε ὅτι καί τά τρία περιστατικά συναρτῶνται ἄμεσα μέ τό Πάθος. Ὅταν τά πράγματα στήν ζωή μας ἐξελίσσονται ὁμαλά, ἄνετα ἀκολουθοῦμε τόν Διδάσκαλο. Ὅταν ὅμως βρεθοῦμε ἀντιμέτωποι στίς τραγικές καί κρίσιμες ὥρες τοῦ πόνου, τῆς θυσίας, τοῦ σταυροῦ, τότε ἕνα σύστημα δυνάμεων αὐτοσυντηρήσεως μᾶς ἀναστέλλουν, μᾶς καθηλώνουν καί κάποτε μᾶς ὁδηγοῦν στήν πτώση. Γιά ὅλους μας ὁ Θεός ἐπιτρέπει μιά κρίσιμη ὥρα πόνου, πού θά ἐλέγξει τήν γνησιότητά μας, τήν ἀντοχή μας, τήν συνέπειά μας. Πολλοί εὔχονται νά μήν περάσουν τέτοια δοκιμασία. Νά φθάσουν κατ’ εὐθείαν στήν Ἀνάσταση, χωρίς νά διαβοῦν τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἀλλά αὐτό τό εἶδος Χριστιανικῆς ζωῆς δέν ὑπάρχει.
Στίς ὥρες τῆς πνευματικῆς κοπώσεως καί κάμψεως ἄς ἀναλογιζόμαστε τόν αὐθορμητισμό τοῦ ρεαλιστή Θωμᾶ. Ὁ δισταγμός του ἦταν ἕνας δυνατός ἀλλά περαστικός πυρετός, πού τελικά στερέωσε τήν ὑγιεία τῆς πίστεως μέσα του. Ἡ ἀναστάσιμη κραυγή του «Ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου», ὑπῆρξε ἡ πιό σαφής, προσωπική καί ἀποφασιστική καί πασχαλινή διακήρυξη.
Αὐτή ἡ προσωπική βεβαιότητα ὅτι «ἀνέστη ὁ Κύριος ὄντως» ἄς πλημμυρίσει καί τήν δική μας ὕπαρξη. Ὅ, τι κι ἄν λένε οἱ ἄλλοι, ὅ, τι καί ἄν μηχανεύονται τό ὁποιοδήποτε κατεστημένο, ὅσο κι ἄν διαμαρτύρεται ὁ φτωχός ἑαυτός μας στίς κουρασμένες καί θολές ὧρες, σέ τελευταία ἀνάλυση στόν ἀναστάντα Κύριο ἔχει δοθεῖ «πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Μτθ. κη΄ 18) Αὐτός δέ εἶναι, ὄχι γενικά καί ἀόριστα, ὁ Κύριος τοῦ κόσμου ἀλλά «ὁ Κύριός μου καί Θεός μου». Πρόκειται γιά μία βεβαιότητα βαθειά προσωπική πού τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν κλονίσει, οὔτε ἀπειλές, οὔτε δυσκολίες, οὔτε ὁποιοδήποτε μαρτύριο.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ