Κήρυγμα 5.6.2016
Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ (Ἰωάννου θ΄ 1-38)
Πρόκειται γιά ἕνα θαυμαστό γεγονός.
Ἕνας ἐκ γενετῆς τυφλός ἀποκτᾶ μέ προσωπική παρέμβαση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τήν ὅρασή του. Σ’ αὐτό ὅμως τό ἀντικειμενικά ἀναμφισβήτητο θαῦμα δέν ἀντιδροῦν ὅλοι μέ ὁμοιόμορφο τρόπο. Τήν στάση τους χρωματίζει ἡ διάθεσή τους.
Παρά τήν θρησκευτική μόρφωση καί τήν κοινωνική τους θέση οἱ Φαρισαῖοι δείχνουν μία φοβερή ἀνικανότητα νά δοῦν καί νά παραδεχθοῦν τήν ἀλήθεια. Καμμία ἀντικειμενικότητα στήν κρίση τους. Ἡ ἐμπάθεια ἀχρηστεύει τήν κριτική τους δύναμη. Καί ὁδηγεῖ σέ μία σειρά ἐξωφρενικῶν συλλογισμῶν καί ἐπιχειρημάτων. Στήν ἀρχή προσπαθοῦν νά ἀρνηθοῦν τό θαῦμα. Ἐπειδή ὅμως αὐτό δέν εἶναι δυνατόν, γιά νά καταστρέψουν τουλάχιστον τήν ἐντύπωση πού δημιούργησε, ἐπιχειροῦν νά διαστρεβλώσουν τά πράγματα. Ἀμέσως «διαπιστώνουν» παράβαση. Μία κίνηση ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ, τήν χαρακτηρίζουν «ἐργασία», παράβαση τοῦ Νόμου. Λίγο πρίν ἀπό τό θαῦμα εἶχαν σηκώσει πέτρες νά λιθοβολήσουν τόν Χριστό. Καί τώρα τόν κατηγοροῦσαν ὅτι παραβίαζε τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου, γιατί τάχα, σήκωσε λίγο πηλό καί θεράπευσε ἕνα δυστυχισμένο. Κατόπιν, καλοῦν τούς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, τούς ρωτοῦν καί τούς ξαναρωτοῦν, ἐλπίζοντας νά θηρεύσουν καμμία λεξούλα καί νά βροῦν πάτημα γιά νά στηρίξουν τήν ἄρνησή τους. Καθώς ὅμως τά γεγονότα παραμένουν ἀτράνταχτα ἐναντίον τῆς ἐπιθυμίας τους, φοροῦν τό προσωπεῖο τῆς εὐσέβειας, παίρνουν σοβαρό ὕφος καί συμβουλεύουν δῆθεν τόν θεραπευθέντα: «Δόξασε τόν Θεό, ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ἁμαρτωλός». Ὅταν ὅμως βλέπουν ὅτι ὁ τυφλός δέν ὑποκύπτει στίς δόλιες συμβουλές τους, πετοῦν τήν μάσκα τῆς εὐσεβείας καί ἐπιστρατεύουν τόν χλευασμό «ἐλοιδώρησαν αὐτόν», σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Τελικά ντροπιασμένοι ἀπό τήν ἀδυναμία τους νά ἐπιβληθοῦν μέ τήν λογική τους, ἀρχίζουν τό ὑβρεολόγιο καί καταφεύγουν στήν βία. «Ἐσύ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσ’ τήν ἁμαρτία. Καί σύ μᾶς διδάσκεις; Καί τόν ἔβγαλαν ἔξω. Διαστρέβλωση τοῦ Νόμου, τοῦ θείου καί τῶν γεγονότων, τρομοκρατία, χλευασμός, ὕβρεις, διωγμός, μανία! Νά οἱ διαδοχικές φάσεις μιᾶς τακτικῆς πού τήν κινεῖ ἡ ἐχθρότητα, ἡ προκατάληψη. Ὅταν λείπει ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς ἀκόμη καί τά πιό χιλιομαρτυρημένα γεγονότα ἀμφισβητοῦνται. Δυστυχῶς αὐτή ἡ τακτική δέν ἔμεινε μονοπώλειο τῶν Φαρισαίων. Ἀλλάζοντας προσωπεῖα καί πολλαπλασιάζοντας τούς τρόπους ἐπιθέσεως, ἡ ἐμπαθής προκατάληψη ἐξακολουθεῖ νά κτυπᾶ τήν ἀλήθεια, νά πολεμᾶ τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους του. Συχνά βλέπουμε καί στίς μέρες μας πολλούς νά ζητοῦν νά παρερμηνεύσουν τίς πιό ἁγνές προθέσεις, νά συκοφαντήσουν τίς πιό εὐγενικές πράξεις. Ὁρισμένοι δέν διστάζουν νά χαρακτηρίσουν τόν ἁγνό ἡρωϊσμό «φιλοδοξία» τήν σύνεση «δειλία», τήν πνευματική δραστηριότητα «πολυπραγματοσύνη» τήν κατανόηση καί τήν ἐπιείκεια «ἀδυναμία», «χαλαρότητα» κ.λπ.
Ἄλλοι βλέποντας κάποιον νά συμμετέχει σέ ἔργα ἀγάπης καί ἱεραποστολῆς παίρνουν ὕφος προστατευτικό, γιά νά συμβουλεύσουν : «Μή δίνεις προσοχή σ’ αὐτά τά πράγματα. Ἄκουσέ μας ξέρουμε ἐμεῖς. Ἐδῶ ὑπάρχουν συμφέροντα, σκοπιμότητες, ἐκμετάλλευση. «Ἡμεῖς οἴδαμεν» ὅτι ὅλ’ αὐτά εἶναι νοθευμένα καί ἀνωφελῆ.
Μπροστά σ’ αὐτή τήν ἐχθρότητα τῶν ἰσχυρῶν καί τήν ἐπιμονή τους νά λένε τό ἄσπρο μαῦρο καί τήν μέρα νύχτα, οἱ γονεῖς τοῦ τυφλοῦ δειλιάζουν. Δέν ἔχουν ὄρεξη νά μπλέξουν μέ τούς ἄρχοντες. Βλέποντας ὅτι βρίσκονται σέ περιβάλλον ἐχθρικό προσπαθοῦν νά ξεφύγουν. Καί γιά νά παρακάμψουν τήν δυσκολία, ἀρνοῦνται νά πάρουν θέση στό θέμα πού ἔχει τεθεῖ σχετικά μέ τήν αὐθεντικότητα τοῦ θαύματος. Κατόπιν καταφεύγουν σέ μία ὑπεκφυγή γιά νά μετατοπίσουν τήν εὐθύνη. «Ἡλικία ἔχει, ρωτῆστε τον». Οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ θέλουν τήν ἡσυχία τους. Οὔτε κἄν ἀναλογίζονται ὅτι οἱ ἴδιοι εἶχαν φέρει στόν κόσμο ἕνα δυστυχισμένο παιδί, πού τώρα μόλις μέ τήν ἐπέμβαση τοῦ Ἰησοῦ πρωτογνώριζε τήν ὁμορφιά τῆς ζωῆς. Καί ἀφήνουν τό παιδί τους μόνο του στήν σύγκρουσή του μέ τούς ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας.
Ἡ στάση αὐτή τῶν γονέων δέν ἔπαψε ἔκτοτε νά βρίσκει μιμητές. Πολλοί μόλις βρεθοῦν σέ περιβάλλον δυσμενές, ζητοῦν νά ἐξασφαλίσουν τήν οὐδετερότητα. Ἐσύ θά βγάλεις τώρα τό φίδι ἀπό τήν τρύπα; συμβουλεύουν τόν ἑαυτό τους. Καί ὅταν τούς ζητᾶνε νά ποῦν μέ εὐθύτητα τήν ἄποψή τους, νά καταθέσουν τήν μαρτυρία του, κάνουν τό πᾶν γιά νά ἀποφύγουν. Τί θές νά μπλέξεις ; Ἄλλωστε τί θά βγεῖ; Παρηγοροῦν καί πάλι τήν συνείδησή τους καί θυσιάζουν ἔτσι στό εἴδωλο τῆς δῆθεν οὐδετερότητος συγγενικά αἰσθήματα, φιλία, δικαιοσύνη, ἀξιοπρέπεια. Παραμένει ἀλήθεια μία ἀπό τίς μεγαλύτερες τραγωδίες τῆς ζωῆς ὅτι ἀκόμη καί οἱ πιό στενοί συγγενεῖς καί φίλοι, πτοημένοι ἀπό ἄμεσες ἤ ἔμμεσες ἀπειλές τῶν ἑκάστοτε κρατούντων ἀρνοῦνται νά συμπαρασταθοῦν σ’ ὅσους ἄδικα ἐκβιάζονται ἤ καταπιέζονται.
Σ’ ἕνα τέτοιο πλαίσιο τό θάρρος τοῦ ἥρωα τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ἀποδεικνύεται ἀκόμη πιό ἐπιβλητικό. Ἔστω καί ἄν μένει μόνος, στέκει ὁλόρθος μπροστά στήν ἐμπάθεια τῶν Φαρισαίων καί μέ γενναιότητα ἀντιμετωπίζει τήν μικρότητά τους, θρυμματίζοντας μέ τήν πείρα καί τήν λογική τά ἀλλοπρόσαλλα ἐπιχειρήματά τους.
Διαπιστώνοντας τήν προκατάληψη καί τόν ὕπουλο τρόπο μέ τόν ὁποῖο κινοῦνται δέν ὑποχωρεῖ ἀλλά μέ θάρρος τονίζει τήν ἄποψή του. «Σύ τί λέγεις περί αὐτοῦ» τόν ρωτοῦν «ὁ δέ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν». Κατόπιν ἐνῶ τό κῦμα τῆς δυσμένειας ὑψώνεται καί ἐνῶ βλέπει τό ἀνυποχώρητο πείσμα τους, δέν χάνει τήν ψυχραιμία του, ἔχει πείρα ζωῆς. Αὐτήν ἐπικαλεῖται «ἐάν εἶναι ἁμαρτωλός δέν ξέρω, γνωρίζω ὅμως ὅτι ἐνῶ ἤμουν τυφλός, τώρα βλέπω». Καί στήν συνέχεια ἀπό τήν ἄμυνα προχωρεῖ στήν ἐπίθεση. Χωρίς θυμούς καί φλυαρίες, ἀλλά μέ εὔστοχες ἀπαντήσεις καί παρατηρήσεις: «Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ἐκπληκτικό, ὅτι ἐσεῖς δέν ξέρετε ἀπό ποῦ εἶναι κι ὅμως μοῦ ἄνοιξε τά μάτια. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ἦταν ἀπό τόν Θεό, δέν θά μποροῦσε νά κάνει τίποτε».
Ἡ θαρραλέα ἀντίσταση τοῦ πρώην τυφλοῦ στό πεῖσμα τῶν ἰσχυρῶν εἶναι ἕνας θαυμαστός καθρέφτης, γιά νά ἐλέγξουμε σ’ αὐτόν τήν προσωπική μας στάση καί νά προχωρήσουμε σέ μία γενναία αὐτοκριτική. Ὅταν διαπιστώνουμε ἐμπαθή προκατάληψη στό περιβάλλον μας, ἔχουμε τήν τόλμη νά ποῦμε τήν ἀλήθεια, νά φανερώσουμε τίς πεποιθήσεις μας; Διατηροῦμε τήν ψυχραιμία μας καί εἴμαστε εὔστοχοι στά λόγια μας, ἀκριβείς, ἀποδεικτικοί; Ὅταν πρόκειται νά μιλήσουμε γιά τόν Χριστό, διαθέτουμε προσωπική πείρα; Ἐδῶ βρίσκεται τό κλειδί. Ἀπό τήν πνευματική ἐσωτερική μας βεβαιότητα θά ἀντλεῖ δύναμη ἡ παρρησία μας.
Ἡ γενναία στάση τοῦ πρώην τυφλοῦ δέν ἔμεινε ἁπλῶς μία ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιά ὅσα εἶχε δεχθεῖ ἀπό τόν Χριστό. Ἀλλά ἔγινε ἀφετηρία οὐσιαστικότερης γνωριμίας τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τά σκαλοπάτια τά ὁποῖα ἀνεβαίνει καθώς ἐξελίσσεται ἡ σύγκρουσή του μέ τούς Φαρισαίους. Τήν πρώτη φορά εἶπε : «Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς...». Ἀργότερα τονίζει τήν βεβαιότητα ὅτι «προφήτης ἐστίν». Τέλος, τόν βρίσκει πάλι ὁ Ἰησοῦς γιά νά τοῦ κάνει τό ἀποκαλυπτικό ἐρώτημα «Σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ;» Καί ὁ πρώην τυφλός τότε κατορθώνει νά δεῖ ὄχι μόνο τό ἐπίγειο, ἀλλά καί τό πνευματικό φῶς. «Πιστεύω, Κύριε καί προσεκύνησε αὐτῷ». Ὅταν δείχνουμε εὐγνωμοσύνη στίς δωρεές Του καί γεναιότητα ὁ Κύριος θά μᾶς πλησιάζει καί πάλι γιά νά μᾶς φανερώνει καλύτερα τό πρόσωπό Του, γιά νά μᾶς ἀνεβάζει σέ ἄλλα ἐπίπεδα γνώσεως καί ὑπάρξεως.