logo


Κήρυγμα 12.6.2016

       Κυριακή τῶν Ἁγίων Πατέρων –

Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Ἰωάννου ιζ΄ 1-38)

Συνήθως ὅταν ἀκοῦμε νά γίνεται λόγος γιά τήν «αἰώνιον ζωήν» πολλοί σκεπτόμαστε ὅτι αὐτή ἀρχίζει μετά τόν θάνατον. Στήν πραγματικότητα ὅμως ἡ «αἰώνιος ζωή» ἀρχίζει ἤδη ἀπ’ αὐτή τήν ζωή. Ἀρχίζει πράγματι ἀπό κάποιο θάνατο, ἀλλά ἀπό τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί τήν Ἀνάστασή του. Καί σ’ αὐτή μετέχουμε, ὅταν συσταυρονώμαστε  καί συνανανιστάμεθα μέ τόν Χριστό. Ὅταν ζοῦμε ἐν Αὐτῷ βρισκόμαστε ἤδη στήν περιοχή τῆς «αἰωνίου ζωῆς». Ἡ μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἐξασφαλίζει αὐτή τήν κίνηση, πού ἄρχισε μέ τό Βάπτισμα. Κάθε θεία Κοινωνία εἶναι μετοχή στήν αἰώνιο ζωή. Πολλές φορές μέσα στήν ἔνταση τῆς καθημερινῆς βιοπάλης αὐτές οἱ μεγάλες ἀλήθειες ἀδυνατίζουν, καθώς δέ σκεπτόμαστε πόσο ἔντονα τό κακό μᾶς μαγνητίζει πρός τά κάτω, διερωτόμαστε : Μπορεῖ νά βρισκώμαστε ἤδη ἀπό τό βάπτισμά μας στήν «αἰώνιο ζωή» ; Ἔχει ἀρχίσει καί γιά μᾶς αὐτή ἡ ζωή ;

Ἕνα μικρό παράδειγμα ἀπό τήν σύγχρονη τεχνολογία θά μποροῦσε κάπως νά φωτίσει αὐτήν τήν πλευρά. Ἀπό ὅσα διαβάζουμε γιά τούς πυραύλους, ξέρουμε ὅτι τό βασικό τους γνώρισμα εἶναι ὅτι τελικά νικοῦν τήν βαρύτητα τῆς γῆς. Ἐνῶ βρίσκονται ἀκόμη μέσα στήν γήϊνη ἀτμόσφαιρα, τήν ἔχουν νικήσει, ἔστω καί ἄν ἡ βαρύτητα ἐνεργεῖ ἐπάνω τους, γιά νά τούς τραβήξει πρός τά κάτω. Καί οἱ δύο δυνάμεις ἐνεργοῦν ταυτότχρονα. Κινοῦνται στήν περιοχή τῆς βαρύτητος ἀλλά ἤδη τήν ἔχουν ὑπερνικήσει καί κάθε στιγμή πού περνᾶ, σημαίνει μεγαλύτερη ρωγμή στήν ἐξουσία της. Χρησιμοποιώντας παρόμειες εἰκόνες- ἀτελεῖς πάντα καί περιορισμένες θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι κάτι ἀνάλογο συμβαίνει στήν ζωή τῶν πιστῶν Χριστιανῶν. Εἴμαστε ἤδη σέ κίνηση πρός τήν «αἰώνιον ζωήν». Μπορεῖ ἀκόμα ἡ βαρύτητα τῶν παθῶν καί τῆς ἀδυναμίας τῆς σαρκός νά μᾶς τραβάει πολλές φορές κάτω καί νά αἰσθανόμεθα ὅλη τήν σκληρή πάλη μέσα μας ἀλλά ἤδη κινούμαστε πρός τά ἄνω, ἤδη ἔχουμε νικήσει τήν βαρύτητα τοῦ θανάτου μέ τήν χάρη καί μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ «αἰώνιος ζωή» ἀνήκει σέ ὅποιον ζεῖ ἐν Χριστῷ. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος στήν ἀρχιερατική του προσευχή μέ τόση σαφήνεια εἶπε: «Αὔτη ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκουσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Πού σημαίνει ὅτι ἡ «αἰώνιος ζωή» συνίσταται σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν γνώση σ’ αὐτή τήν οὐσιαστική, βαθειά ἐμπειρία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος, τόν Ὁποῖον ἀπέστειλε Ἐκεῖνος.

Ἡ «γνώση» στήν ὁποία ἀναφέρεται ὁ Χριστός δέν σημαίνει ἰδέες ἀόριστες, λόγια πού ἀπομνημονεύουμε καί ἀπαγγέλλουμε πολλές φορές μηχανικά, πρόκειται γιά μία ἄλλη «γνώση» διαφορετικῆς ποιότητας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἔζησε ὅσο ἐλάχιστοι αὐτή τήν βαθειά ἐμπειρία τῆς «αἰωνίου ζωῆς», ζώντας ἐν Χριστῷ, σημειώνει μέ ἔντονο τρόπο: «τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ τὴν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ». Εἰδικά ἡ γνώση τοῦ Ἁγίου Θεοῦ δέν εἶναι γνώση τῆς διάνοιας, ἡ γνώση τῶν σοφῶν, ἀλλά εἶναι μία γνώση βιωματική, πού ἀποκτᾶται ὅταν «συμμορφούμεθα τῷ θανάτῳ αὐτοῦ», ὅταν ἀποδεχόμαστε τήν θυσία του, ὅταν συμμορφωνόμαστε μέ τό θέλημά του, ὅταν ἀνταποκρινώμαστε στήν ἀγάπη Του. Εἶναι γνώση ἑνός προσώπου καί ἡ γνώση μιᾶς δυνάμεως τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς δυνάμεως τῆς Ἀναστάσεως, πρόκειται γιά μία μετοχή σέ μία προσωπική κοινωνία μέ τόν Θεό τῆς ἀγάπης. Αὐτήν τήν γνώση δέν κατορθώνουμε νά τήν προσεγγίσουμε καί νά τήν ἀποκτήσουμε μέ τίποτε ἄλλο παρά μόνο μέ τήν θυσιαστική, βιωματική προσέγγισή μας στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιατί ξέρουμε ὅτι οὔτε τό μυαλό μας οὔτε ἡ σοφία μας εἶναι σέ θέση νά μᾶς τήν προσφέρουν ἀλλά μᾶς τήν ἐξασφαλίζει μονάχα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν βίωση τῆς θείας Εὐχαριστίας καί συνάμα αὐτό ὁ ἀδιάκοπος ἀγώνας μέσα στήν κοινωνία τῶν συνανθρώπων μας γιά νά συμμορφονώμαστε μέ τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ καί νά ζοῦμε τήν δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. Συνήθως ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν «αἰώνιο ζωή», τό μυαλό τῶν περισσοτέρων στρέφεται πρός τήν ἔννοια τοῦ χρόνου, σέ κάτι πού διαρκεῖ ἀπέραντα. Βεβαίως κι αὐτό εἶναι μέσα στό νόημα τῆς αἰωνιότητος. Ἀλλά ὑπάρχει καί μία ἄλλη διάσταση, πού πρέπει νά προσέξουμε, εἶναι ἡ πληρότητα, ἡ ἔντασή της, πρόκειται γιά μία ζωή πλήρη, ἀληθινή, ἀκέραια, ἀσύγκριτα βαθειά καί μεγάλη. Ὅπως γνωρίζουμε ὑπάρχουν ποικίλες μορφές ζωῆς. Στίς γλάστρες βλέπουμε διάφορα λουλούδια νά ζοῦν. Ὑπάρχει ἀκόμη ἡ ζωϊκή ζωή. Πιό ψηλά ἡ διανοητική ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Παρά τήν ὀμορφιά τους, τά λουλούδια δέν ὑποπτεύονται τήν ἀπεραντωσύνη τοῦ πνεύματος. Ἄλλο ἐπίπεδο ζωῆς τό καθένα. Ὑπάρχει τελικά ἡ ζωή τῆς ἀγάπης, τῆς κοινωνίας ἐν Τριάδι, τῆς μετοχῆς στήν ζωή τῆς Ἁγίας Τριάδος, στήν ὁποία μᾶς εἰσάγουν τά γεγονότα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου, τοῦ Σταυροῦ, τῆς Ἀναστάσεως, τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτή εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό εἶδος ζωῆς, εἶναι «αἰώνιος ζωή» μέ τήν διάρκεια, μέ ὁρίζοντες, μέ τήν ἔνταση, τήν καθολικότητα, τήν τελειότητά της. Χωρίς τήν βιωματική γνώση τοῦ Θεοῦ ἡ ἀνθρώπινη ζωή παραμένει ἀτελής. Λίγο πιό κάτω ἀπό τήν φυτική καί ζωϊκή. Πρέπει συχνά νά στοχαζόμαστε αὐτές τίς ἀπόψεις γιά τήν «αἰώνιο ζωή»,  στήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας ὁδηγεῖ διά τῶν Μυστηρίων της ὥστε νά ἔχουμε καί μία σαφέστερη εἰκόνα τοῦ νοήματος τοῦ ἔργου, τό ὁποῖο κάνουμε μετέχοντας σέ διάφορες ἱεραποστολικές προσπάθειες. Αὐτή ἡ ζωή προορίζεται δυνάμει γιά ὅλο τόν κόσμο. Αὐτό γιά τό ὁποῖο ἀγωνιζόμαστε δέν εἶναι νά διασώσουμε ἁπλῶς μερικά χριστιανικά ἔντυπα ἤ νά ποῦμε λίγα λόγια, τά ὁποῖα ἀκούσαμε καί τά ἐπαναλαμβάνουμε σάν μαγνητόφωνο. Εἶναι κάτι τό ἀσύγκριτα βαθύ, δυναμικό, μεγάλο. Εἴμαστε φορεῖς «αἰωνίου ζωῆς». Μετέχοντας σ’ αὐτή τήν ζωή, δέν τήν κρατοῦμε γιά τόν ἑαυτό μας διότι ὅταν τήν περιορίσουμε μέσα στά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ μας καί δέν τήν προσφέρουμε καί στούς ἄλλους, θά ἀλλοιωθεῖ θά χαλάσει. Ὅταν δοῦμε ἔτσι τήν ἱεραποστολική δραστηριότητα, τότε πραγματικά καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ πραγματικοί χριστιανοί παραμένουν ἐξαιρετικά ἐπίκαιροι στίς ἀναζητήσεις τῆς ἐποχῆς μας, στήν ὁποία ὅλοι ποθοῦν ὄχι ἁπλῶς ζωή, ἀλλά ποιότητα καί πληρότητα ζωῆς. Μεταγγίζοντας τό χριστιανικό βίωμα ἀγωνίζονται οὐσιαστικά γιά νά ἔρθει αὐτή ἡ ποιότητα ζωῆς μέσα στήν ἀνθρωπότητα, ἡ ὁποία μαραζώνει ἀπό τά καυσαέρια καί ἀπό τήν ἀθλιότητα τῆς συγχρόνου συγχύσεως.

Αὐτές οἱ σκέψεις περί «αἰωνίου ζωῆς» δέν σημαίνουν φυγή ἀπό τήν καθημερινότητα τῆς ζωῆς, ἀπό τά προβλήματα καί τίς δυσκολίες, πού ἐπιφυλάσσει γιά τόν καθένας μας ἡ γήϊνη πραγματικότητα. Ἀντίθετα σημαίνουν μία διάθεση ρεαλισμοῦ καί μία ἄνεση γιά νά ζήσουμε σωστά ἐδῶ καί τώρα. Ὁ Κύριός μας, ὁ ὁποῖος στήν ἀρχιερατική του προσευχή ἔδωσε τόν παραπάνω ὁρισμό γιά τήν «αἰώνιο ζωή»,  δέν παρακάλεσε τόν Πατέρα Του νά πάρει τούς μαθητές Του ἀπό τόν κόσμο ἀλλά νά τούς «τηρήσει ἐν τῷ ὀνόματί του», καί νά τούς ἐνισχύσει μέσα σ’ αὐτή τήν κοιλάδα τοῦ πόνου, τῶν δακρύων καί τῆς ἀδικίας «ἵνα ἔχωσι τήν χαράν Του πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς».

Μέσα στίς πιό ποικίλες κοινωνικές καί προσωπικές συνθῆκες πέτυχαν αὐτή τήν ὑπέροχη σύνθεση οἱ ἅγιοι πατέρες πού τιμοῦμε σήμερα καί γι’ αὐτό παραμένουν πάντα ἐπίκαιροι ὁδηγοί καί ἐμπνευστές μας.