Κήρυγμα 19.6.2016
Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς – (Ἰωάννου ζ΄ 37-52, η΄ 12)
Ἡ γιορτή τῆς σκηνοπηγίας πού διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες καί θύμιζε στούς Ἰουδαίους τήν σαραντάχρονη περιπλάνησή τους στήν ἔρημο, πλησιάζει στό τέλος της. Σ’ ἕνα σημεῖο τοῦ τυπικοῦ τῆς γιορτῆς λευκοντυμένοι ἱερεῖς μεταφέρουν ἐν πομπῇ στόν Ναό μία χρυσή στάμνα γεμᾶτη νερό ἀπό τήν πηγή τοῦ Σιλωάμ. Αὐτή ἡ τέλεση θύμιζε τήν θαυμαστή διάσωση τοῦ Ἰσραήλ στήν ἔρημο, ὅταν κρυσταλλένιες πηγές νεροῦ ἀνέβλυζαν ἀπό τόν βράχο καί ὁ λαός ξεδίψασε. Ὕστερα ἀπό λίγο οἱ προσκυνητές θά γυρίσουν πίσω στίς καθημερινές ἀσχολίες τους.
Ὁ Κύριος ὅμως γνωρίζει καλά πόσο ἐξαντλητική θά εἶναι ἡ πορεία πού θά ξαναρχίσουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί μέσα σέ μία ἄλλη ἔρημο, τήν ἔρημο τῆς ζωῆς τους. Γνωρίζει πόσο βασανίζεται ἡ ἀνθρώπινη ψυχή καθημερινά ἀπό μία ἄλλη δίψα, τήν δίψα τήν πνευματική. Γι’ αὐτό «τήν τελευταία ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς στάθηκε ὁ Ἰησοῦς καί φώναξε δυνατά : Ὅποιος διψᾶ ἄς ἔρθει σέ μένα καί ἄς πιεῖ». Τό φώναξε μέ ὅλη τήν δύναμη γιά νά νικήσει τήν ὀχλαγωγία ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἀλλά καί κάθε ἄλλης ἡμέρας καί νά ἀκουσθεῖ καθαρά ἀπό ὅλους. Ἀκόμα καί ἀπό τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας τοῦ αἰῶνος τούτου.
Καί τά δικά μας στήθη τά καίει μία δίψα μεταφυσική, πνευματική, ἔστω κι ἄν δέν τήν συνειδητοποιοῦμε. Διψᾶμε γιά δικαιοσύνη, ἀγάπη, εἰλικρίνεια, εἰρήνη. Διψᾶμε γιά ζωή, γιά μία ἄλλης ποιότητος ὕπαρξη. Προσπαθοῦμε νά σβήσουμε αὐτή τήν δίψα μέ διάφορες θεωρίες καί διασκεδάσεις. Συχνά μέ ἕνα ξέφρενο κυνήγημα χρημάτων, φήμης, δυνάμεως. Ὅμως ἡ καρδιά μας παραμένει ἀνικανοποίητη καί στεγνή. Διψᾶτε γιά ἀγάπη; μᾶς λέγει ὁ Χριστός. Λαχταρᾶτε νά ἀγαπηθῆτε ἀνυπόκριτα καί νά ἀγαπήσετε πραγματικά; Ἐλᾶτε κοντά μου. Μή μένετε σέ ἀόριστες θεωρίες περί «ἀλτρουϊσμοῦ» καί σέ ἄψυχα «πρέπει». Αὐτά εἶναι νερό ἁλμυρό πού δέν ξεδιψᾶ. Μάθετε νά ἀγαπᾶτε «καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς», ἄδολα, ἔμπρακτα τούς πάντας. Καί θά ἀγαπηθεῖτε καί ἐσεῖς εἰλικρινά.
Διψᾶτε γιά ἐλευθερία πραγματική; Ποθεῖτε νά κάνετε κάτι οὐσιαστικό ; Οἱ λογῆς-λογῆς ἀρχηγοί καί διανοούμενοι ὑφαίνουν περίτεχνους ὕμνους γιά ἐλευθερία, ἐνῶ ταυτόχρονα πλέκουν πλέκουν βρόχους γιά τίς ψυχές καί τούς λαούς. «Ἐάν ὁ Υἱός ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε». Μόνον ὅταν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης σᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά πάθη πού σᾶς πνίγουν θά εἶστε ἀληθινά ἐλεύθεροι. Ὅποιος διψᾶ μία βαθειά καί οὐσιαστική ζωή «ἐρχέσθω πρός μέ καί πινέτω».
Τό νερό δέν ξεδιψᾶ ὅταν τό περιεργάζεται τό βλέμμα μας, ἀλλ’ ὅταν φθάνει στήν γλώσσα, στά σωθικά μας. Μήν περιοριζόμαστε λοιπόν διστακτικά νά βρέχουμε λίγο ἀπό τά χείλη μας, νά ἀγγίζουμε μερικές σταγόνες τοῦ λόγου τοῦ Ἰησοῦ μέ τίς σκέψεις μας. Πρέπει νά πιοῦμε, νά πιοῦμε πολύ. Ὅπως τό νερό προχωρεῖ μέχρι τό τελευταῖο κύτταρο γιά νά τό ζωογωνήσει, ἔτσι καί ὁ Χριστός πρέπει νά εἰσδύσει διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέχρι τήν ἔσχατη γωνιά τῶν σκέψεων, τῶν αἰσθημάτων, τῆς ὑπάρξεως μας. Δέν φθάνει νά πηγαίνεις ἀργά καί πού στήν θεία Λειτουργία, νά διαβάζεις κάποτε κάτι χριστιανικό, νά κάνεις σέ καμμία δύσκολη ὥρα τήν προσευχή σου. Δέν ξεδιψάει κανείς μέ μισή γουλιά, μέ μισό ποτήρι νερό. Ὅταν μάλιστα τό λιοπύρι, καθώς σήμερα, πυρακτώνει τόν τόπο. Πρέπει νά μελετᾶς καθημερινά τό Εὐαγγέλιο, νά προσεύχεσαι πυκνότερα, μέ τόν ρυθμό τῆς Ἐκκλησίας, νά μετέχεις συχνότερα στήν λατρευτική καί μυστηριακή ζωή της.
Δέν πρόκεται ὅμως ἁπλῶς γιά τό σβήσιμο τῆς προσωπικῆς δίψας. Ὁ Κύριος εὐθύς ἀμέσως προσθέτει ὅτι ὅποιος πιστεύει στήν θεία ἀποστολή του ὄχι μόνο θά ξεδιψάσει ὁ ἴδιος ἀλλά θά γίνει μέ τήν σειρά του πηγή ὕδατος ζῶντος γιά τούς ἄλλους.
«Ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου πού πιστεύει εἰς ἐμέ, καθώς εἶπε ἡ Γραφή, θά τρέξουν ποταμοί νεροῦ ζωντανοῦ». Ὅποιος ξεδίψασε ἀπό τόν Χριστό δέν περιορίζεται στόν ἑαυτό του. Γίνεται εὐλογία, τρεχούμενο νερό καί γιά τό περιβάλλον του. Καθώς κινεῖται στήν κοινωνία, ξεκουράζει, δροσίζει, ζωογονεῖ. Γι’ αὐτόν πού ξεδίψασε ἀπό τόν Χριστό ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι κάτι ἀσύγκριτα πολύτιμο, ἡ ζωή μοναδικῆς ἀξίας, ὁ Θεός ἀπόλυτα ἐγγύς, ζῶν καί ἐνεργῶν.
Ἔτσι, ἐν Χριστῷ ἡ προσωπική ζωή ὄχι μόνο πλουτίζεται ἀλλά γίνεται στήν συνέχεια πηγή δωρεῶν γιά τούς πολλούς. Καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης διευκρινίζει ὅτι αὐτά τά λόγια τά εἶπε ὁ Κύριος ἐννοώντας τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο ἐπρόκειτο νά λάβουν (κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς) οἱ δικοί Του.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα βέβαια πάντοτε ὑπῆρχε ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀπήλαυσαν οὐσιαστικά τήν πληρότητα τῆς δυνάμεως καί τῶν ἐνεργειῶν Του μετά τήν Πεντηκοστή μέσα στήν Ἐκκλησία, «ἥτις ἐστί τό σῶμα αὐτοῦ» τοῦ σταυρωθέντος καί ἀναστάντος «τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσίους α΄ 23). Μέ τήν Πεντηκοστή τό Ἅγιο Πνεῦμα συγκροτεῖ τήν Ἐκκλησία καί μέ τήν συνεχή ἐνέργειά του σ’ αὐτή μυριάδες μυριάδων ἄνθρωποι «προσοικειοῦνται», κάνουν δηλαδή προσωπικά δικό τους τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά δοθοῦν κατόπιν μέ χαρούμενη αὐταπάρνηση στήν διακονία τῶν ἄλλων. Ἔτσι μέσα ἀπό τά σπλάγχνα τους ἀναπηδᾶ εὐφρόσυνο καί ζωογόνο πνευματικό νερό καλωσύνης καί ἐλπίδας. Μέ τήν ἐνέργεια τοῦ «Παρακλήτου» γίνονται παρηγοριά καί στηριγμός τῶν ἀνθρώπων. Εἰδικώτερα μέσα στήν λατρευτική κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τήν τέλεση τῶν μυστηρίων πού ἐνεργοποιοῦν τήν σωστική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γνωρίζουμε πλέον τόν Χριστό ὄχι ἁπλῶς σάν Διδάσκαλο καί φίλο καί πρότυπο ζωῆς, ἀλλά σάν Σωτήρα, Κύριο, καί Θεό μας. Τό Σῶμα του καί τό Αἷμα του εἰσδύουν στήν ἐσωτερική μας ὕπαρξη, τήν μεταμορφώνουν, τήν ἀνυψώνουν, τήν κάνουν νά κοινωνεῖ στήν μυστική ζωή τῆς Ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀκτινοβολεῖ μέ τήν σειρά της μέσα στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, εἰρήνη, ἀγάπη, καί φῶς πνευματικό.
Ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς μέ τήν σύσταση τῆς Ἐκκλησίας τήν ὁποία συνέχει καί ζωογονεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα «τό ὕδωρ τό ζῶν τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ξεχύθηκε σ’ ὅλο τόν κόσμο. Ἔκτοτε ἁδρεύει τίς χῶρες, τούς λαούς, σβήνοντας τήν δίψα τῆς γῆς μας γιά ἀλήθεια, ἀγάπη, ζωή, αἰώνιο ζωή. Τό ἔχουμε στήν διάθεσή μας πλουσιοπάροχα, μᾶς τό προσφέρει ἡ Ἐκκλησία μας. Ὅμως ἐνῶ τόσο πολύ μᾶς καίει ἡ δίψα ἡ πνευμαιτική, δέν τό πλησιάζουμε μέ τόν πόθο πού θά ἔπρεπε. Ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά καλεῖ: Ἐάν τίς διψᾶ, ἐρχέσθω πρός μέ καί πινέτω».
Εἶναι τραγικό νά ἔχεις δίπλα σου ὁλόδροσα, τρεχούμενα νερά καί νά καίγεσαι, νά ξηραίνεσαι ἀπό δίψα.