Κήρυγμα 26.6.2016
Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς – (Ματθαίου ι’ 32-33, 37—38, ιθ΄ 27-30)
Οἱ δύο δυνατότητες πού ἔχει ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Ὁμολογία ἤ ἡ ἄρνηση. Οἱ συνέπειες δέ αὐτῆς ἤ ἐκείνης τῆς συμπεριφορᾶς προεκτείνονται στήν αἰωνιότητα καί τήν προδιαγράφουν. Ὁ Χριστός θά ἀναγνωρίσει τελικά γιά δικούς του «ἐνώπιον τοῦ πατρός του ἐν οὐρανοῖς» μόνον ὅσους εἶχαν τό θάρρος νά τόν ὁμολογήσουν «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων».
Δέν πρόκειται μόνο γιά τίς ἐπίσημες στιγμές ὁμολογίας ἤ ἀρνήσεως, πού ἀντιμετώπιζαν οἱ χριστιανοί σέ περιόδους διωγμῶν ἤ μεγάλων ἱστορικῶν κρίσεων. Εὐκαιρίες γιά νά ὁμολογήσει ἤ νά ἀρνηθεῖ κανείς τόν Χριστό παρουσιάζονται καθημερινά. Ὑπάρχουν βέβαια πολλοί πού θά προτιμοῦσαν νά ἀποφύγουν τέτοια διλήμματα σαφοῦς ὁμολογίας ἤ ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ καί θά ἤθελαν να ἀποσυρθοῦν σέ μία οὐδετερότητα. Τέτοια ὅμως δυνατότητα ἕνα τρίτο ἐνδεχόμενο δηλαδή, δέν προσφέρεται.
Ὅταν διστάζουμε νά τόν ὁμολογήσουμε κατ’ οὐσίαν τόν ἀρνούμαστε. Καί σέ πολλές περιπτώσεις ἀρνούμαστε τόν Χριστό χωρίς καλά καλά νά τόν καταλαβαίνουμε, κάποτε χωρίς νά τόν ὑποπτευόμαστε.
Μπορεῖ νά τόν ἀρνούμαστε μέ τήν σιωπή μας. Ὅταν ἀποφεύγουμε νά παίρνουμε θέση, βλέποντας ἕνα ἐχθρικό κλίμα ἐναντίον του. Ὅταν φοβόμαστε ὅτι κινδυνεύει ἡ ἀσφάλεια, ἡ θέση μας ἀκόμα καί ἡ ἡσυχία μας. Ἀκοῦμε συχνά νά καταφέρωνται κατά τῆς χριστιανικῆς πίστεως, νά εἰρωνεύονται, νά κατηγοροῦν, νά χλευάζουν. Καί περιοριζόμαστε καί τούς ...ἀκοῦμε. Βλέπουμε νά ὑπονομεύονται οἱ χριστιανικές παραδόσεις καί τά ἁγνά ἔθιμα τοῦ λαοῦ, νά ἀναστέλλεται ἡ χριστιανική διαπαιδαγώγηση τῶν παιδιῶν μας, νά διαστρέφεται ἡ Ἱστορική ἀλήθεια καί νά μένουμε θεατές.
Δέν ἀποκλείεται ὁρισμένοι γιά νά δείξουν ὅτι δέν εἶναι καθυστερημένοι, νά ἀρνοῦνται τόν Χριστό καί μέ ὅσα λένε. Νά ἀστειολογοῦν μέ ἰδέες ἤ φράσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Νά ἐκφράζουν ἀμφιβολίες γιά σαφεῖς ἐντολές Του. Νά παρασύρονται σέ συκοφαντίες Ἁγίων ἐργατῶν τοῦ Εὐαγγελίου Του. Νά συμμετέχουν σέ περιφρονητικά σχόλια καί κατηγορίες γιά τήν Ἐκκλησία του.
Κυρίως ὅμως συμβαίνει νά ἀρνούμαστε τόν Χριστό μέ τίς πράξεις μας, μέ τήν ζωή μας. Στίς συναλλαγές μας στό ἐμπόριο, στήν ἐξέλιξη τῆς σταδιοδρομίας μας, στήν προσπάθεια νά ἐπιτύχουμε κάποιο στόχο νά κερδίσουμε κάτι σημαντικό. Ἀρνούμαστε τόν Χριστό ὅταν δέν δεχώμαστε νά ἔχουμε τίς δικές του ἐντολές, τίς δικές του κατευθυντήριες γραμμές βάση καί κριτήριο τῆς συμπεριφοράς μας, τῶν σκέψεών μας καί τῶν ἐνεργειῶν μας. Καί κατά τρόπο κωμικοτραγικό τόν ἀρνούμαστε κάθε φορά πού προσπαθοῦμε νά πείσουμε τόν ἑαυτό μας ὅτι δέν πολυπειράζει νά παραβοῦμε τήν δικαιοσύνη, τήν τιμιότητα, τήν ἀλήθεια, πού ἐπίμονα τό εὐαγγέλιό του ζητεῖ, δῆθεν γιά νά πάρουμε μία καίρια θέση καί νά ἐργασθοῦμε κατόπιν «γιά τό καλό τῆς κοινωνίας καί γιά τήν δόξα του»!! Τόν ἀρνούμαστε. Αὐτόν πού συγχώρησε καί τούς σταυρωτές του, ὅταν δέν θέλουμε νά συγχωρήσουμε τίς προσβολές καί τίς ἀδικίες, ὅταν κρατᾶμε μέσα μας πικρία κατά τῶν ἀνθρώπων. Τόν ἀρνούμαστε, ὅταν στό βάθος τῆς ψυχῆς μας ἀμφισβητοῦμε τήν παντοτεινή ἀξία τῶν λόγων του καί κρίνουμε καί ἐνεργοῦμε ἐπί τῇ βάσει τῶν δικῶν μας ἐγωϊστικῶν διαθέσεων καί ἐπιθυμιῶν.
Τί κρύβεται κάτω ἀπό μία τέτοια ἄρνηση;; ἐκ πρώτης ὄψεως, ἄλλοτε δειλία, ἄλλοτε φόβος, ἄλλοτε λόγοι συμφέροντος. Στό βάθος ὅμως ὑπάρχει ἡ παραγνώριση δύο βασικῶν ἀρχῶν, τίς ὁποῖες θέτει ὁ Χριστός στό σημερινό εὐαγγέλιο.
Πρῶτον, ὅποιος ἀρνεῖται ἄμεσα ἤ ἔμμεσα τόν Χριστό σημαίνει ὅτι ἀγαπάει κάτι ἄλλο παραπάνω, «ὑπέρ» Αὐτόν. Ὅτι δηλαδή δέν τοῦ δίνει τήν πρώτη θέση, ὅπως ἐκεῖνος εἶναι τό Α καί τό Ω τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος εἶπε : «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37).
Στό πρῶτο ἄκουσμα αὐτός ὁ λόγος ἀντηχεῖ σκληρός. Ἐδῶ ὅμως δέν πρόκειται γιά περιφρόνηση τῶν γονέων ἤ τῶν παιδιῶν. Τό κέντρο τῆς σκέψεως βρίσκεται στό «ὑπέρ», παρά πάνω δηλαδή ἀπό ἐμένα λέγει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Δικαιοσύνη, ἡ Ἀγάπη. Καί φέρνει ὡς σημεῖο συγκρίσεως τήν πιό ὑψηλή βιολογική καί νόμιμη ἀγάπη, πρός τούς γονεῖς καί τά παιδιά, ἀκριβῶς γιά νά κάνει ἐντονώτερη τήν ἀντίθεση καί νά ἀποκαλέσει ἀπόλυτα κάθε ἄλλη ἀγάπη σέ πρόσωπο ἤ πρᾶγμα. Ἄν δέν εἶναι ἄξιος τοῦ Χριστοῦ ὅποιος ἀγαπᾶ τόν πατέρα του ἤ τήν μητέρα του ἤ τά παιδιά του (πού ἔχει κατά τά ἄλλα χρέος νά τό κάνει) ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ τότε πόσο ἀδικαιολόγητος εἶναι ὅταν ἀγαπᾶ πρόσωπα ἤ πράγματα μικρότερης σημασίας: ἀξιώματα, χρήματα, θέσεις, σχέδια, ἰδέες.
Μία δεύτερη βαθύτερη αἰτία γιά τήν φανερή ἤ κρυφή ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται στό φόβο τοῦ Σταυροῦ. «Καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος» Στήν ζωή τοῦ κάθε πιστοῦ ὑπάρχουν ὥρες σκληρές. Στιγμές κρίσεως, ὅπου δοκιμάζεται ἡ πιστότητά του στόν Χριστό. Πρόκειται γιά προσωπικές ἤ πιό δημόσιες δοκιμασίες. Πολλοί τότε δέχονται νά σηκώσουν τό σταυρό τους καί νά βαδίσουμε μέ συνέπεια στά ἴχνη τοῦ Χριστοῦ, «ὀπίσω» του. Ἄλλοι προτιμοῦν τήν ἄνεση δηλαδή τήν ἄρνηση τοῦ Σταυροῦ καί κατά συνέπεια καί τοῦ Χριστοῦ.
Δέν φθάνει νά σηκώνεις τόν σταυρό (κι ἄλλοι ἄνθρωποι σηκώνουν πόνο καί ἰδύνη ἀκόμη καί ληστές) πρέπει νά ἀκολουθεῖς τόν Ἰησοῦ διακονώντας μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα ἀγαπώντας τούς πάντες. Ἐξάλλου δέν μπορεῖς νά ἀκολουθεῖς καί νά ὁμολογεῖς τόν Χριστό χωρίς νά ἀποδέχεσαι τόν Σταυρό. Γιά νά εἶσαι ἄξιος τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά μπορεῖς νά στέκεσαι γιά τήν ἀγάπη του ψηλότερα ἀπό τό συμφέρον, τά ἔνστικτα, τήν ἄνεση, τό προσωπικό σου θέλημα. Ἡ ἀγάπη αὐτή στοιχίζει. Ἀλλά δέν ὑπάρχει κάτι πιό ἀκριβό ἀπό τόν Χριστό. Ὅποιος τόν ἀρνεῖται, τελικά ἀρνεῖται τήν ἴδια τήν ζωή «τήν αἰώνιο ζωήν». Κι ἐκείνη τόν ἀρνεῖται.
Οἱ ἅγιοι Πάντες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ὁμολογητές, οἱ ὅσιοι πού σήμερα ἰδιαίτερα ἀναλογίζεται καί τιμᾶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ αὐτό τό ἰδανικό καί τό ἦθος ἔζησαν. Δέν ἔκαναν ὅλοι τους θαύματα, ὅλοι τους ὅμως ἀγάπησαν τόν Χριστό πάνω ἀπό ὅτιδήποτε ἄλλο. Τόν ὁμολόγησαν γενναῖα, μέ τό κήρυγμα, μέ τό παράδειγμα, μέ τόν βίο τους. Ὅλοι δέν τελείωσαν τήν ζωή τους μαρτυρικά. Μαρτύρησαν ὅμως μέ θάρρος τίς χριστιανικές πεποιθήσεις καί μέ αὐταπάρνηση σήκωσαν τόν καθημερινό τους σταυρό καί συσταυρώθηκαν ἐσωτερικά μέ τόν Χριστό. Ὅλοι δέν ἔγιναν γνωστοί. Πολλοί παρέμειναν ἐντελῶς ἀφανεῖς (καί σ’ αὐτούς ἰδιαίτερα ἀναφέρεται ἡ σημερινή γιορτή). Μέ τό σιωπηλό ὅμως ἡρωϊσμός τους, τήν κρυφή ἀρετή τους πλούτισαν καί φώτισαν βαθειά τήν ἀνθρώπινη ζωή.
Ὁ Θεός «ἐπείρασεν αὐτούς καί εὗρεν αὐτούς ἀξίους ἑαυτοῦ». Καί παρέμειναν στήν συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ σύμβολα, πρότυπα καί ἐνισχυτές γιά μία ὑπομονετική, σεμνή, ἡρωϊκή πορεία πίσω ἀπό τόν Χριστό. Μέ τό Σταυρό καί τήν ἀγάπη στήν καρδιά.