Κήρυγμα 17.7.2016
Κυριακή Δ΄ Ματθαίου– (Ματθαίου ε΄ 14-19)
Πιό τιμητικός χαρακτηρισμός ἀπ’ αὐτόν πού ἔδωσε ὁ Χριστός στούς Μαθητές Του, δύσκολα βρίσκεται. «Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου», τούς εἶπε. Τούς ὀνόμασε δηλαδή μέ τό δικό Του ὄνομα. Διότι Αὐτός εἶναι «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον, ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον ». Κι ὅταν θέλησε νά ἀποκαλύψει τήν οὐσία τῆς ἀποστολῆς Του, διακήρυξε : «ἐγώ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα» γιά νά σκορπίσω τά σκότη τῆς συγχύσεως καί τοῦ χάους. Καί σεῖς λοιπόν ὅσοι πιστεύετε καί τηρεῖτε τόν λόγον μου γίνεσθε σάν καί ἐμένα μικροί Χριστοί, φῶτα στόν κόσμο πού ἀντανακλοῦν τήν ἀκτινοβολία μου. Συνεχίζοντας τό ἔργο μου ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους ὁ Ἀληθινός Θεός, ὁ Ἀληθινός Θεάνθρωπος, τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς.
Αὐτό ὅμως τό φῶς δέν τό ἀποκτήσατε μόνοι σας. Ἄναψε ἀπό τό δικό μου ἀνέσπερο φῶς καί διατηρεῖται μόνο μέ τό ὀξυγόνο τοῦ δικοῦ μου πνεύματος, μόνον ἐφόσον κινεῖσθε στήν ἀτμόφαιρα τῆς δικῆς μου χάριτος ἐφόσον ζῆτε «ἐν ἐμοί».
Τέτοια ὑπῆρξε πάντοτε ἡ αὐτοσυνειδησία τῶν ἀληθινῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ. «Διότι ὁ Θεός πού εἶπε νά λάμψει τό φῶς ἀπό τό σκοτάδι, αὐτός ἔλαμψε μέσα μας γιά νά φέρει εἰς φῶς τή γνώση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τοῦτο ὅμως τό φῶς, πού ἄναψε μέσα μας δέν δόθηκε ἀποκλειστικά γιά μᾶς, γιά νά τό ἀπολαμβάνουμε τελείως προσωπικά. Ἄν τό κρύψουμε «ὑπό τό μόδιον» ἄν τοῦ στερήσουμε τόν ὁρίζοντα τῆς ἀκτινοβολίας ὄχι μόνο δέν θά ἀνταποκριθεῖ στό σκοπό τῆς ὑπάρξεως ἀλλά καί τελικά θά σβήσει.
Κάθε φῶς πρέπει νά λάμπει. Εἶναι στήν φύση του νά διακρίνεται, νά φαίνεται. Ἤρεμα, ἀλλά καί μέ σαφήνεια. Μία φωτισμένη ἀπό τόν Χριστό ψυχή θά φανεῖ ἀπό τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζεται. Ἀπό τό πῶς συμπεριφέρεται στόν χῶρο τῆς ἐργασίας, ἀπό τό πῶς ὑπομένει τήν ἀνωμαλία στήν συγκοινωνία, πῶς κινεῖται στό σπίτι, πῶς χειρονομεῖ, πῶς σχολιάζει, πῶς ἀντιδρᾶ. Τό φῶς ἀποκαλύπτει ὅ, τι τό σκοτάδι κρύβει. Ἔτσι προειδοποιεῖ γιά τούς κινδύνους, βοηθεῖ στόν καθορισμό τῆς σωστῆς πορείας, διαλύει τήν ἀβεβαιότητα καί τούς ἀόριστους φόβους, δίνει στό βῆμα ρυθμό καί σταθερότητα. Ὅμοια καί «τό φῶς ὑμῶν πρέπει νά λάμψει ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», ἀποκαλυπτικά, παρηγορητικά, καθοδηγητικά. Πολλοί μέ κάπως ταλαντευόμενη βούληση περιμένουν τήν δική σας ὀρθή πρωτοβουλία γιά νά ἐνισχυθοῦν, τήν δική σας φωνή διαμαρτυρίας κατά τῆς ἀδικίας καί τοῦ ψεύδους, γιά νά ὑψώσουν καί τή δική τους.
Τό φῶς σας πρέπει νά ἀκτινοβολήσει πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις στό σπίτι, στήν πόλη, στόν κόσμο. Ἀνάλογα μέ τήν ἔνταση πού τοῦ ἔχει δοθεῖ. Ἡ θαλπωρή τό γαληνεύει καί ἐνεργεῖ τό ἄμεσο οἰκογενειακό περιβάλλον «πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ». Ζητεῖ νά ἐπεκταθεῖ ὅσο γίνεται σέ εὑρύτερες ζῶνες. Χῶρος ἀκτινοβολίας παραμένει «ὁ κόσμος». Εἰδικότερα τά σύγχρονα προβλήματα ἔχουν παγκόσμιες διαστάσεις, καί κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη δέχεται τόν ἀντίκτυπο τῶν κοσμικῶν κραδασμῶν. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς φῶς γιά τόν ἑαυτό τους ἤ γιά τούς στενούς ἐκκλησιαστικούς κύκλους. Πρέπει νά εἶναι-ὅπως ἐκεῖνος- «φῶς τοῦ κόσμου» καί νά λάμπουν στήν καρδιά τῆς ἀνθρωπότητας «ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων». Ὄχι μέ περίτεχνες θεωρίες ἀλλά μέ «καλά ἔργα» πού στρέφουν τήν προσοχή στόν Θεό. Στήν ἐποχή τῆς συγγραφῆς τῶν εὐαγγελίων ἡ λέξη «καλός» εἶχε εὑρύτερη ἔννοια ἀπό αὐτή πού σήμερα φέρνει στήν σκέψη μας. Δέν σήμαινε ἁπλῶς τό ἀντίθετο τοῦ «κακός», αὐτό τό δήλωνε κυρίως ἡ λέξη «ἀγαθός». Τό «καλός» εἶχε ἀκόμη μέσα του τήν ἔννοια τοῦ ὡραίου, τοῦ ἑλκυστικοῦ, τοῦ χαριτωμένου. Τά «καλά ἔργα», λοιπόν, πού ζητεῖ ὁ Χριστός, δέν εἶναι μία σκυθρωπή ἐκτέλεση καθήκοντος, μία αὐστηρή ἀγαθοεργία, μία ψυχρή προσφορά βοήθειας σέ χρήμα ἤ εἶδος. Ἔχουν ὀμορφιά, εἶναι γεμάτα ἀγάπη, χάρη Θεοῦ καί χαρά. Ὄχι ἐξυπηρέτηση παγερή, εὐγένεια κατά παραγγελία, ἀλλά αὐθόρμητη, προσφιλής καλοσύνη, γεμάτη φῶς στήν καρδιά καί στό πρόσωπο. Ὑπάρχει πάντα κάτι ἤρεμο, θεληματικό στήν καλωσύνη τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, στίς πράξεις, στά λόγια, στήν σιωπή τους. «Οὕτω λαμψάτω τό φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων». Ὄχι γιά νά μᾶς προσέξουν. Ἀλλοίμονο ἄν βάλουμε σκοπό τόν ἔπαινο καί τήν ἀναγνώριση τῶν ἀνθρώπων. Προσανατολισμός τῶν χριστιανικῶν «καλῶν ἔργων» εἶναι ὁ Θεός. Κίνητρο ἡ δόξα Του. Σκοπός ἡ δοξολογία Του. «Ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Ὁσάκις παρασυρόμενοι ἀπό τό κοσμικό καί ἐγωϊστικό μας φρόνημα, ἐπιδιώκουμε μέ τίς καλές μας προσπάθειες νά κάνουμε ἐντύπωση, νά κερδίσουμε ἐπαίνους, φήμη, ἀναγνώριση, δόξα, ἄς ξέρουμε ὅτι βρισκόμαστε ἔξω ἀπό τό χῶρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅσα «καλά» καί σπουδαίς κι ἄν κάνουμε θέατρο θά παίξουμε γιά τά χειροκροτήματα τοῦ κόσμου. Ὅσο δέ κι ἄν χρησιμοποιοῦμε, σάν κάλυμμα κι ἐπίχρισμα- καί γιά τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, εὐσεβεῖς φράσεις, ὁ Θεός στήν ὥρα τῆς κρίσεως θά μᾶς πεῖ: «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς» (Ματθ. ζ΄ 23). Τό φῶς πού ἄναψε μέσα μας ἀπό τόν Θεό προέρχεται καί σ’ ἐκεῖνον πρέπει νά καταλήγει. Τά «καλά ἔργα» μας τότε μόνο γίνονται κάτι περισσότερο ἀπό εὐγενικές πράξεις, ὑψώνονται σέ ἀληθινή λατρεία στόν ἀληθινό Θεό.
Μία τέτοια στάση ὁδηγεῖ σέ μία εὐφροσύνη ἐλευθερία μέσα στήν κοινωνία. Καμμία πικρία γιά παραγνώριση ἤ ἀδικία δέν σκιάζει τήν καρδιά. Κανένα ἀνασταλτικό, ἐσωτερικό ἤ ἐξωτερικό δέν σβήνει τό χαρούμενο φῶς τῆς καλοσύνης. «Τό φῶς ἡμῶν» σταθερό καί ἤρεμο, λάμπει δοξολογικά, λατρευτικά ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ.