logo


Κήρυγμα 21.8.2016

Κυριακή Θ΄ Ματθαίου (Ματθαίου ιδ΄ 22-34)

 

Μία χαρακτηριστική ναλλαγή τόλμης καί φόβου, μπιστοσύνης καί δισταγμο παρουσιάζει περιπέτεια το ποστόλου Πέτρου, τήν ποία περιγράφει τό σημερινό Εαγγέλιο. Πρόκειται γιά μία ψυχολογία τυπικά νθρώπινη, πού μς βοηθ νά κατανοήσουμε καί μες κάτι περισσότερο πό τήν πνευματική μας προσωπική περιπέτεια.

Τό πρτο μέρος τς στορίας, εναι μία φάση αθόρμητη τς Πίστεως. πόστολος Πέτρος, πλημμυρισμένος πό φοσίωση καί μπιστοσύνη, ζητάει νά ρθει σο τό δυνατό συντομότερα κοντά στό Χριστό.<< Κύριε, ν εσαι σύ, τότε δστε μου διαταγή νά ρθω κοντά σου, πάνω στά νερά>>. Πόσο τόν εχε πιθυμήσει μέσα στή θύελλα. σκέψη το Πέτρου ταν πίμονα στραμμένη στόν ησο. ν λοιπόν ταν πράγματι κενος καί χι φάντασμα, πως νησύχησαν ο μαθητές, τότε ταν πολύ πλό νά δώσει καί στό μαθητή του τή δύναμη νά περπατήσει πάνω στό νερό.

να δεύτερο στοιχεο, πού συνδέεται στενά μέ τό προηγούμενο, εναι τόλμη, πού ναπτύσσεται μέσα σέ ατή τήν μπιστοσύνη. νάμεσα στό μαθητή καί στόν διδάσκαλο πάρχουν τρικυμισμένα νερά. λλά σωτερική βεβαιότητα το Πέτρου δέν ξαρτται πό τά ξωτερικά στοιχεα. Εναι κάτι βαθιά σωτερικό, προσωπικό. κενο τό ποο βαρύνει καί χει προτεραιότητα δέν εναι φουρτούνα λλά ησος Χριστός, πού βρίσκεται κοντά του. ς γκομαχον τά νερά κάτω πό τά πόδια του. ποιος τενίζει σταθερά τό πρόσωπο το Χριστο ς κυρίαρχου τοῦ Σύμπαντος, ποος εναι τοιμος νά τόν κολουθήσει, νά συσταυρωθεῖ  μέ τό Χριστό, εναι σέ θέση νά σύν περιπατήσει πάνω πό τίς πιό μφίβολες καταστάσεις, τίς πιό βέβαιες και τίς πιό ρευστές πάνω στά δατα.

να τρίτο στοιχεο, εναι τι Πέτρος ζητάει γκριση, συγκατάθεση. Δέν λέει, κύριε, μα εσαι σύ, ρχομαι  πάνω στά δατα, λλά κέλευσόν  με  πρός σέ  λθεν πί  τά δατα. Δός μου τήν δεια, δός μου τή συγκατάθεσή σου, τή διαταγή νά ρθω. Καί τά πιό τολμηρά πνεύματα πρέπει πάντα νά ζητον τή συγκατάθεση το Χριστο στά σχέδια τους καί νά περιμένουν τό «λθέ» το Κυρίου. τσι δείχνουν τι χι πλς χουν μπιστοσύνη στό Χριστό, λλά τι κόμα εναι λεύθεροι  πό τήν ατοπεποίθηση, τι ξαρτον τό πν  πό κενον, τι δέν τολμον νά προχωρήσουν χωρίς τή δική του δεια. Τό ατημα το Πέτρου, ν τό σταθμίσει κανείς μέ μία στεγνή λογική, δέν φαίνεται νά νταποκρίνεται σέ μία μεση νάγκη. Γιατί νά διακινδυνεύσει, φο Χριστός προχωροσε δη πρός τό πλοο. Κύριος μως ξερε καλά τι στήν πιθυμία ατή πρχε μία ελικρίνεια, νας αθορμητισμός. Καί χωρίς καθυστέρηση παντ, «λθέ». Χριστός δέχεται τήν κφραση τς γάπης τν δικν του, στω καί ν συχνά στίς ἐκδηλώσεις τους ατές πάρχουν καί λλα στοιχεα νακατεμένα. Στό τέλος, κάτω πό τό βλέμμα του θά ποκαλυφθον καί τά δυνατά σημεα καί σωστά θά συνειδητοποιηθοῦν καί θά περνικηθον.

Τί μως συνέβη καί λλαξαν στή συνέχεια τά πράγματα στήν πρώτη περίπτωση Πέτρος εχε να ζωντανό διάλογο μέ τόν Διδάσκαλο. κουσε τόν ησο νά λέγει «θάρρος, γώ εμαι μή φοβᾶστε». Τότε μαθητής το ζήτησε νά πάει κοντά του. Καί τελικά κούει πάλι τή φωνή το Χριστοῦ «λθέ». ταν μως ρχίζει νά προχωρε διακόπτεται ατή ζωντανή παφή καί ρχίζει νας παράξενος, μυστικός, σιωπηλός διάλογος μέ τόν σχυρό νεμο, μέ τά στοιχεα τς φύσεως. τσι τό κέντρο το βάρους τς προσοχς του μετατοπίζεται πρός τόν κίνδυνο, τόν ποο διατρέχει, καί σορροπία καταστρέφεται. Στή συνέχεια ρχισε νά τρικλίζει  καί νά καταποντίζεται. Τό στοιχεο το νέμου καί αυτός του πρχαν καί πρίν, λλά πάνω πό ατά δέσποζε κάτι λλο, πού γαληνεύει τά πάντα Χριστός. ταν παψε νά κυριαρχε μορφή του, τότε χάθηκε βεβαιότητα καί σορροπία.

Χωρίς καλά καλά νά τό καταλαβαίνουμε, λισθαίνουμε καί μες  συχνά πό τήν λόψυχη νατένιση το Χριστο στήν προσήλωση στίς ξωτερικές δυσκολίες, διακόπτωντας τσι τό ζωντανό διάλογο μέ τόν ζντα Θεό καί ρχίζοντας μία παράδοξη συνομιλία μέ τίς ξωτερικές συνθκες καί δυσκολίες, στίς συζητήσεις μας ξοδεύουμε ρες πολλές γιά νά περιγράψουμε τόν νέμο καί τά κύματα τς ποχς μας, ν φιερώνουμε λάχιστες στιγμές  γιά νά κφράσουμε τόν πόθο μας καί τήν μπιστοσύνη μας στόν Κύριο. Καί ταν εμαστε μόνοι, χάνουμε χρόνο πολύ ναλογιζόμενοι τούς κινδύνους πού δημιουργε στήν προσωπική μας ζωή καί σφάλεια τρικυμία, ν μένουμε  νωθροί  προκειμένου νά νοίξουμε ναν ληθινό διάλογο μέ τό Χριστό κούγοντας τή φωνή του πό τήν γία Γραφή καί ναφέροντάς του μέ πλό καί αθόρμητο τρόπο τίς νησυχίες καί τίς σκέψεις μας. τσι τό πτικό μας πεδίο εναι γεμάτο νεμο. Καί τό παράδοξο τότε , δελφοί μου, τι καί ψυχή μας εναι γεμάτη  τρικυμία.

Παύοντας νά τενίζουμε τόν Χριστό ναδιπλωνόμαστε στόν αυτό μας καί μέ ναν παράδοξο τρόπο διεγείρεται τό νστικτο τῆς ατοσυντήρησης. πό τήν τολμηρή ναζήτηση το Χριστοῦ γλιστρμε στήν νησυχία γιά τήν σφάλεια το αυτο μας. ντί νά στηρίξουμε τά βήματα μας στήν περφυσική του δύναμη, σκεφτόμαστε κυρίως τόν αυτό μας καί τήν δυναμία μας. πό τήν νατένιση το περφυσικο πέφτουμε στό φόβο το φυσικο καί ρχίζει καταποντισμός. λλά Πέτρος δέν φέθηκε νά τό ρουφήξουν τά κύματα. Στήν κρίσιμη στιγμή κινητοποιήθηκε καί πάλι ναρκωμένος μηχανισμός πίστεως, καί κραύγασε <<κύριε, σσον μέ>>. Ατή κραυγή συμπυκνώνει τά ασθήματα συντριβς, μετανοίας, καί νοίγει πάλι τό δρόμο πρός τόν Χριστό. τσι ξαναρχίζει ζωντανός διάλογος μέ τό Σωτήρα μας. Καί κάτι περισσότερο ρχίζει μία πικοινωνία, πού καταλήγει σέ μία παφή.

μέσως ησος πλωσε τό χέρι, τόν πίασε καί το λέει «λιγόπιστε, γιατί δίστασες;».

Καί ατή τήν ρα πού προσέχουμε στό λόγο το Θεο, πλώνει μυστικά τό χέρι του, γιά νά μς βγάλει πό τόν λιγγο τν σκέψεών μας  καί τν νησυχιν μας, νά ποσπάσει τήν προσοχή μας πό τόν αυτό μας καί τά στοιχεα το κόσμου καί νά τήν  στρέψει πρός τήν παντοδύναμη παρουσία του. τσι παρά τόν χο το σχυρο νέμου, πού ξακολουθε νά σφυρίζει στά ατιά μας, ν προσέξει κανείς θά νιώσει τό βλέμμα του νά μς γκαλιάζει μέ στοργή καί νά μς πιπλήττει «λιγόπιστε , ες τί διστασας;»