Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016
Ἀπόστολος Β΄ Πρός Κορινθίους α΄ 21-β΄4
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοί ἀδελφοί μας καθορίζει τήν θέση τῶν πνευματικῶν πατέρων πού εἶναι οἱ κληρικοί στό ἐκκλησιαστικό σῶμα.
Ἀφορμή γιά νά γράψει ὁ Ἀπόστολος τήν δεύτερη αὐτή ἐπιστολή του στούς Κορίνθιους ἔλαβε, ὅταν ὁ Ἀπόστολος Τίτος ἐπέστρεψε ἀπό τήν Κόρινθο στή Μακεδονία ὅπου βρισκόταν, καί ἐκεῖνον τόν καιρό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναγγείλας εἰς αὐτόν τήν ἀπολογία τῶν Κορινθίων γιά ὅσα τοῦ ἤλεγχε ὁ Ἀπόστολος στήν πρώτη του Ἐπιστολή, τή μετανοιά τους, τήν ὑπακοή, τό ζῆλο καί τήν ὅση ἀγάπη εἶχαν πρός αὐτόν.
Ἐξομολογεῖται, λοιπόν, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγώντας τό λόγο γιατί δέν ἦρθε στήν Κόρινθο, ὅπως τούς τό εἶχε ὑποσχεθεῖ στήν πρώτη του ἐπιστολή λέγοντάς τους, ὅτι ἀνέβαλε τήν ἐπίσκεψή του ἀπό ἀγάπη καί συμπόνοια. Γιά νά μήν τούς λυπήσει, ἐπειδή θά τούς ἤλεγχε αὐστηρά γιά τίς παρεκτροπές καί τίς φιλονικίες τους. Ἔτσι, λοιπόν, τοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νά διακηρύξει ὅτι οἱ Ἀπόστολοι δέν εἶναι κυρίαρχοι καί ἐξουσιαστές τῶν πιστῶν, ἐκμεταλλευόμενοι τήν εἰς τόν Χριστόν πίστη τους, ἀλλά εἶναι συνεργάτες γιά τή χαρά τῆς πνευματικῆς προόδου, στήν μετάνοιά τους.
Γίνεται λοιπόν φανερό, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, <<οὐχ ὅτι κυριεύομεν ὑμῶν τῆς πίστεως, ἀλλά συνεργοίε ἐσμεν τῆς χαρᾶς ὑμῶν>> ἔχει πάντοτε τήν ἴδια ἰσχύ καί ἐφαρμογή, ρυθμίζοντας τίς σχέσεις πνευματικῶν πατέρων –κληρικῶν καί πνευματικῶν τέκνων τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Ἀποστόλου, ἀλλά καί ἀπό τή ζωή του φαίνεται ὅτι αἰσθανόταν σάν πνευματικός πατέρας, ὁ ὁποῖος γεννοῦσε ψυχές γιά τό Θεό. Στήν πρώτη του πρός αὐτούς ἐπιστολή του, τούς ὑπενθυμίζε ὅτι, <<ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγώ ἡμᾶς ἐγέννησα>> φρόντιζε ὄχι μόνο ἁπλῶς νά ἱδρύει τοπικές ἐκκλησίες, κοινότητες ἀνθρώπων πού πιστεύουν στό Χριστό, ἀλλά καί νά τίς διατηρεῖ μέσα στήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μετά λόγια του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θέλει νά ἀπομακρύνει κάθε ὑποψία ὅτι αἰσθάνεται ὡς κύριος καί ἐξουσιαστής τους, πού τούς κατευθύνει κατά τίς ὀρέξεις τους.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς βλέπουν ἐδῶ ἕνα καθαρό ὑπαινιγμό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά τούς ψευδοδιδασκάλους, πού μέσα στίς ἄλλες παρεκκλίσεις τους, ἔδειχναν ἐξουσιαστικές τάσεις ἀπέναντι στούς πιστούς. Αὐτό τό διατυπώνει ἄλλωστε καθαρά καί ὁ ἴδιος στήν ἴδια του τήν ἐπιστολή, μιλώντας γιά τούς << δόλιους ἐργάτες τούς ψευδοαποστόλους>> (ια΄ 13). Ἀνέχεστε τούς γράφει νά σᾶς ὑποδουλώνουν πνευματικά, νά σᾶς κατατρώγουν, νά σᾶς παγιδεύουν, νά σᾶς καταπιέζουν νά σᾶς χτυπᾶνε στό πρόσωπο (στ. 20). Ἀφήνει ἔτσι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά γίνει κατανοητό ὅτι πάντοτε ἡ ἐπιτυχία τῶν ὁποιονδήποτε ψευδοαποστόλων καί ψευδοδιδασκάλων ἤ ψευτοποιμένων συνιστᾶ ἔνοχη καί τῶν ἴδιων τῶν πιστῶν, πού ἀνέχονται τήν παρουσία τους καί δέν τούς ἐγκαταλείπουν. Εἶναι ὅμως γεγονός, ὅτι ὅταν τά ἐκκλησιαστικά κριτήρια τῶν πιστῶν ἀτονήσουν ἤ ἀδρανήσουν τότε ἀποδυναμώνονται οἱ γνήσιοι πατέρες καί ἐπικρατοῦν οἱ κίβδηλοι.
Αὐτό ὅμως δέ σημαίνει γιά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ὅτι δέν ἀνησυχοῦσε γιά τήν πρόοδο τῆς σωτηρίας τους. Δέν ἦταν κυρίαρχος τῆς πίστεώς τους, ἦταν ὅμως Πατέρας. Καί σάν Πατέρας μάλιστα λυπημένος εἶχε εὐθύνη ἀπέναντί τους. Καί ὁ κατ’ ἀνάγκη ἐπιτιμητικός του λόγος ἦταν ζυμωμένος μέ ἀγάπη, τήν ἀγάπη τοῦ πνευματικοῦ πατέρα πού τούς γέννησε, ἐν Χριστῷ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔχει τή συνείδηση, ὅτι ἦταν διάκονος τῆς πίστεως. Αὐτή ἦταν ἡ αὐτοσυνειδησία του ὅπως καί τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Δέν εἴμαστε ἀλλά παρά μόνο << οἱ διάκονοι, δι’ ὧν ἐπιστεύσατε>> (Α Κορ. γ΄ 5). Εἴμαστε διάκονοι τῆς πιστεώς σας, αὐτή πού σᾶς ὁδήγησαν στήν πίστη καί στόν πιστευόμενο. Ἁπλοί διάκονοι καί ὑπηρέτες Χριστοῦ, καί ὄχι ἡ ρίζα καί ἡ πηγή τῶν ἀγαθῶν, πού εἶναι ὁ Χριστός μόνος.
Αὐτή εἶναι ἡ συνείδηση καί τῶν γνήσιων ποιμένων, ὅλων τῶν αἰώνων. Ἔτσι δέχεται τούς ποιμένες του καί ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ. Στήν γνήσια ἐκκλησιαστική κοινωνία δέν ὑπάρχουν ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι μέ κοσμική ἔννοια. Δέν ὑπάρχουν ἀπολυταρχικές ἀξιώσεις τῶν κληρικῶν οὔτε ὀχλοκρατικές τάσεις τῶν λαϊκῶν. Ἡ σχέση κληρικῶν καί λαϊκῶν δέν ρυθμίζεται βάσει τῆς δυνάμεως τῆς ἐξουσίας, ἀλλά πάνω στήν ἑνότητα καί ἀγάπη πού ἀπορρέουν ἀπό τήν κοινή συμμετοχή στό Κυριακό σῶμα.
Ὅπως δεν μποροῦσε ποτέ νά νιώθει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐξουσιαστής τῆς πίστεως τῶν Κορινθίων, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νά αἰσθάνεται κυρίαρχος τῶν πιστῶν καί κάθε διάδοχος τῶν Ἀποστόλων. Γιατί ὑπάρχει ὁ ἕνας καί μόνος κύριος τῆς πίστεώς μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός εἶναι ἡ αἰτία καί τό περιεχόμενο τῆς πίστεώς μας. Γιατί αὐτός εἶναι << ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τῷ ἐνεργεῖν >> γιά τή σωτηρία μας (Φιλ. β΄ 13). Αὐτός ἀνάβει μέσα μας τή φλόγα τῆς πίστεως ἀπαντώντας στήν ζήτησή μας. Ἡ σωστική πίστη δέν εἶναι μία ἀόριστη συναισθηματική κατάσταση οὔτε μία τυπική θρησκευτικότητα ἀλλά σχέση ζωῆς τοῦ πιστεύοντος μέ τόν πιστευόμενο. Ὁ πιστός δέν πιστεύει γενικά καί ἀόριστα σέ κάποιον. Πιστεύω στό Χριστό σημαίνει: ἀκολουθῶ τό Χριστό, ἐφαρμόζω στή ζωή μου ὅτι αὐτός μοῦ φανέρωσε γιά τήν σωτηρία μου. Δέχομαι τόν Χριστό ἀπόλυτα, ὅπως τό νήπιο δέχεται τή μητέρα του μέ ἀπόλυτη πιστότητα καί ἐμπιστοσύνη.
Ὅπως ὁ Χριστός μας προσέλαβε τόν ἄνθρωπο, ἀλλά χωρίς ἁμαρτία πού δέν ἀνήκει στή φύση τοῦ ἀνθρώπου τό ἴδιο καί ἡ Ἐκκλησία του προσλαμβάνει τή γλώσσα τοῦ κόσμου, ἀλλά τήν κερδίζει τήν ἀποφορτίζει ἀπό τό περιεχόμενό της καί τήν ἐκκλησιοποιεῖ. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος νοεῖ ἐκκλησιαστικά τόν ὅρο << ἄρχων>>. «Τοῦτο γάρ ὁ ἄρχων εἶναι μοί φαίνεται βοηθός ἀρετῆς καί ἀνταγωνιστής κακίας». Αὐτή εἶναι ἡ θέση καί ἡ διακονία τῶν πνευματικῶν πατέρων, νά βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους στήν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς καί νά πολεμοῦν ἔργῳ καί λόγῳ τήν ἁμαρτία καί κακία τοῦ κόσμου.