Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016
Χριστούγεννα
Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
(Λουκᾶ β´ 14)
Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια οἱ Ἄγγελοι ἀσπάσθηκαν, χαιρέτισαν πανηγυρικὰ καὶ ἀνήγγειλαν τὸ χαρμόσυνο μήνυμα στοὺς ἀνθρώπους, τὴν γέννηση τοῦ Σωτῆρος καὶ Λυτρωτοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μὲ τοὺς ἴδιους λόγους κι ἐγὼ χαιρετίζω τὸ πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καὶ καλῶ ὅλους νὰ ἑορτάσουμε σήμερα Χριστοῦ τὴν γέννηση προσερχόμενοι στὸ ταπεινὸ λίκνο τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ πτώχευσε, ὥστε ἐμεῖς μὲ τὴν δική Του πτωχεία νὰ πλουτίσουμε (Κορινθίους Β´ η´, 9), ἀπολαμβάνοντες θεῖες δωρεὲς καὶ εὐεργεσίες.
Σήμερα Χριστὸς γεννᾶται καὶ δοξάζεται Θεός. Σήμερα Χριστὸς γεννᾶται καὶ γῆ πᾶσα τὴν εἰρήνη φέρει καταπαύουσα τὸν πόλεμο τῆς ἁμαρτίας. Σήμερα Χριστὸς γεννᾶται ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ εὐδοκία τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Σήμερα ἔλεος καὶ ἀλήθεια συναντήθηκαν (Ψαλμοῦ πδ´ (πε´) 84, 11). Σήμερα δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη κατεφίλησαν. Σήμερα ἀλήθεια ἐκ τῆς γῆς ἀνέτειλε καὶ δικαιοσύνη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψε (Ψαλμοῦ πδ´ (πε´) 84, 12). Σήμερα Κύριος ἔδωσε χρηστότητα καὶ ἡ γῆ γιὰ μᾶς δίνει τὸν καρπὸ αὐτῆς (Ψαλμοῦ πδ´ (πε´) 84, 13).
Στὸ σκοτάδι τῆς γεμάτης ἀπὸ μυστήρια καὶ θαύματα ἐκείνης νύκτας ἔλαμψε ἡ οὐράνια ἀνταύγεια τοῦ πλήθους τῶν ᾽Αγγέλων ποὺ ἔψαλαν τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο ἀναγγέλοντας ὅτι «ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ» (Λουκᾶ β´ 11). Πρῶτοι οἱ ἄκακοι Ποιμένες τῆς πεδιάδας τῆς Βηθλεὲμ ἄκουσαν τὴν χαρμόσυνη εἴδηση τῆς πραγματοποιήσεως τῆς προσδοκίας τῶν ἐθνῶν (Γενέσεως μθ´ 10) καὶ πρῶτοι αὐτοὶ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὸν Υἱὸ τῆς Παρθένου «Βρέφος ἐσπαργανομένον κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ», βέβαιοι ὄντες ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν πενιχρὴ ἐκείνη ἐμφάνιση εἶχε ἤδη κατέλθει ἡ δόξα τοῦ Ὑψίστου, ἡ εἰρήνη τῆς γῆς, ἡ εὐδοκία τῆς ἀνθρωπότητος.
Οἱ ταπεινοὶ ἐκεῖνοι προσκυνητὲς τοῦ πτωχότερου ἀνθρώπινου τέκνου, οἱ Βοσκοὶ τῆς Βηθλεέμ, ἐκπροσωποῦν ὅσους διαθέτουν ταπεινὲς καρδιὲς καὶ διάνοιες ποὺ εἶναι ἕτοιμες νὰ δεχθοῦν τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μὲ αὐτὸν τὸν ταπεινὸ τρόπο καὶ σχῆμα. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὴν ἀπαρχὴ τῶν ἐξουθενουμένων ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς ἁμαρτίας, τὴν βιαιότητα τῆς πονηρίας, τὴν λεηλασία τῶν παθῶν, τοὺς ὁποίους «ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρὰ τοῦ παρόντος κόσμου» (πρὸς Κορινθίους Α´ α´ 27).
Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀληθὲς ὅτι μόνο στοὺς ἄσημους Ποιμένες ἀπευθύνεται ὁ Θεός. Ὁ πρωτοφανὴς ἐκεῖνος ἀστέρας, τὸν ὁποῖον οἱ ἐπιφανεῖς σοφοὶ τῆς Ἀνατολῆς εἶδαν καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖο ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ Παιδίου γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν, «οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγεννήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ» (Ἡσαΐου θ´, 6), καταδεικνύει τὴν ἀλήθεια, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας ἀπευθύνεται ἐξ ἴσου καὶ πρὸς τοὺς ἐπισήμους καὶ ἐπιφανεῖς καὶ σοφούς. Διότι δὲν εἶναι ὁ Χριστιανισμὸς θρησκεία ὁρισμένης τάξεως ἢ ὁρισμένης καταστάσεως, ἀλλὰ ἡ θρησκεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ἄνθρωπο βλέπει παντοῦ ὁ Χριστὸς καὶ στὰ ράκη τοῦ ἐπαίτου, ὅσο καὶ στὸν θρόνο τῶν δυναστῶν.
Ὁ ἀπαραίτητος ὅρος ποὺ τίθεται ἐνώπιον ὅσων ἐπιθυμοῦν νὰ κληρονομήσουν τὴν σωτηρία καὶ νὰ μετάσχουν στὴν νέα βασιλεία, στὴν καινὴ κτίση ποὺ ἐγκαινίασε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι ὅτι ὅλοι πρέπει νὰ στραφοῦν καὶ νὰ γίνουν ὅπως τὰ παιδιά, κατὰ τὴν ρητὴ ἀξίωση Αὐτοῦ, τοῦ Μονογενοῦς Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρός (Ματθαίου ιη´ 3), ποὺ δὲν ἀπεστράφηκε τὰ παιδία καὶ ὡς «παιδίον νέον» ἐμφανίστηκε στὸν κόσμο.
Ὅσοι δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν τὸν Θεὸ μὲ τὴν παιδικὴ ἀκακία καὶ ἁπλότητα, καὶ φρονοῦν ὅτι εἶναι σοφοί, καὶ διστάζουν νὰ κοπιάσουν καὶ νὰ ταπεινωθοῦν γιὰ νὰ γίνουν κοινωνοὶ καὶ κάτοχοι τῆς ἀληθινῆς σοφίας, δὲν μποροῦν νὰ ἔχουν θέση μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὁπουδήποτε καὶ ἂν στέκουν καὶ ὁποιοιδήποτε καὶ ἂν εἶναι καὶ ὁποιαδήποτε ἐξουσία καὶ δύναμη καὶ ἂν διαθέτουν, διότι ἡ οἴηση, ἡ ἀλαζονεία καὶ ὁ ἐγωϊσμὸς δὲν ἔχουν καμμία θέση καὶ σχέση πρὸς τὴν «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ» (Ἰωάννου δ´ 23, 24) λατρεία τοῦ Θεοῦ, τὴν μόνη ἐνώπιον Αὐτοῦ εὐπρόσδεκτη λατρεία.
Στολισμένοι κι ἐμεῖς μὲ τὴν ταπείνωση, τὴν πίστη καὶ τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς μας ἂς προσέλθουμε νὰ προσκυνήσουμε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν «κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ».
Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα.
Μὲ ἑόρτιες θερμὲς εὐχὲς γιὰ ὅλους.