logo


Κυριακή 1 Ἰανουαρίου 2017

 

Εὐθὺς ὡς ἐπεφάνη ἡ αὐγὴ τοῦ Νέου Ἔτους δὲν ἔμεινε στόμα νὰ μὴν προφέρει καὶ αὐτὶ νὰ μὴν ἀκούσει εὐχὲς κυρίως ὑπὲρ μακροζωΐας καὶ εὐτυχίας. Δύο εἶναι κυρίως τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποκτήσει καὶ νὰ ἔχει ἀναφαίρετα καὶ ἀπεριόριστα, τὴν ζωὴ καὶ τὴν εὐδαιμονία. Αὐτὰ διακαῶς ποθεῖ καὶ ἐπιδιώκει, αὐτὰ ἀποτελοῦν τοὺς ἄξονες τῆς ὑπάρξεώς του, σ᾽ αὐτὰ ἐνορᾶ καὶ συναισθάνεται τὸν γνήσιο προορισμό του.

Ὁσονδήποτε καὶ ἂν οἱ πολυχρονιστικὲς καὶ εὐδαιμονιστικὲς εὐχές μας φέρουν ἑκάστοτε τὴν σφραγίδα τῆς τυπικῆς κοινοχρησίας καὶ τῆς τετριμμένης φιλοφροσύνης, ὅπως συνήθως ἀνταλλάσσονται ἀμοιβαίως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἐν τούτοις ἔχουν πολυσήμαντο βάθος καὶ σπουδαῖο περιεχόμενο, διότι ἀποδεικνύουν τὴν ἀνωτερότητα καὶ εὐγένεια τοῦ ἀνθρώπου ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα καὶ τὸν ὑψηλὸ προορισμὸ τῆς ὑπάρξεώς του.

Ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε καὶ προορίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ζεῖ τὴν ἀτελεύτητη ζωή. Γι᾽ αὐτὸ ὁσονδήποτε καὶ ἂν κατὰ τὴν ἐπίγεια διαδρομή του βλέπει τὸν θάνατο γύρω του νὰ ἀπειλεῖ τὴν ὕπαρξή του, ἐν τούτοις τὸν θεωρεῖ ξένο, ἀλλότριο τῆς δικῆς του φύσεως, σὰν κάτι ἀφύσικο καὶ παράλογο. Γι᾽ αὐτὸ ποθεῖ τὴν ζωή.

Ὁ σαρκωθεὶς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διεκήρυξε ὅτι ἦλθε στὸν κόσμο, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν ζωὴ καὶ περίσσεια ζωῆς (Ἰωάννου ι´ 10).   

Αὐτὴ τὴν ζωὴ χαρίζει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς σ᾽ ὅσους πιστέψουν σ᾽ Αὐτόν, ποὺ ἀκόμη κι ἂν πεθάνουν θὰ ζήσουν, ὅπως διεκήρυξε «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται» (Ἰωάννου ια´ 25). Οἱ ἄνθρωποι μετέχουμε σ᾽ αὐτὴ τὴν ζωὴ μὲ τρόπο ποὺ εἶναι μυστήριο, κατὰ τὸ ἀποστολικὸ «ἡ ζωὴ ἡμῶν κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (πρὸς Κολοσσαεῖς γ´ 3), ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἀληθινός, ποὺ συμβαίνει πράγματι. Μὲ τὴν συμμετοχή μας στὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας νικᾶμε τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ ζοῦμε μαζὶ μὲ τὸν ἀθάνατο καὶ αἰώνιο Θεό.

Μαζὶ μὲ τὴν ζωὴ ὁ ἄνθρωπος ποθεῖ καὶ τὴν εὐδαιμονία, τὴν εὐτυχισμένη ζωὴ τὴν ἀπαλλαγμένη θλίψεων, πόνων, ἀσθενειῶν, δοκιμασιῶν καὶ ὅλων τῶν λυπηρῶν. Παρὰ ταῦτα σὲ τίποτε δὲν βρίσκει ὁ ἄνθρωπος στὴν παροῦσα ζωὴ τὸ πλήρωμα τῆς εὐτυχίας, τὴν ὁποία τόσο διψᾶ. Οὔτε ἡ ὑγεία ἀποτελεῖ τὸ κορύφωμά της, οὔτε ὁ πλοῦτος κατευνάζει τὴν ἐπιθυμία της, οὔτε ἡ δόξα τὴν ἱκανοποιεῖ. Ὁποιαδήποτε δὲ ἡδονὴ τῶν αἰσθήσεων, ἕνεκα τῆς βραχύτητας καὶ τοῦ κενοῦ ποὺ συνοδεύει τὸν χορτασμό της, δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ ἱκανοποιήσει αὐτὸν τὸν πόθο τῆς εὐτυχίας.

Τὴν ἀληθινὴ καὶ ἀσφαλῆ εὐτυχία ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος μόνο πλησίον τοῦ Θεοῦ. Στὴν παροῦσα ζωὴ προγεύεται τὰ ἀγαθὰ τῆς αἰώνιας ζωῆς, τότε, στὴν αἰώνιο ζωή, καὶ τὸ πλήρωμα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ αἰώνιος ζωὴ μὲ τὸν Θεὸ χαρακτηρίζεται πανήγυρις  καὶ ἑορτὴ γιὰ τοὺς Γάμους τοῦ Ἀρνίου μετὰ τῆς Νύμφης Ἐκκλησίας (Ἀποκαλύψεως ιθ´ 7, 9), ὅπου ἡ εὐφροσύνη καὶ ἡ ἀγαλλίαση εἶναι ἀτελεύτητη καὶ συνεχῶς προοδεύουσα καὶ αὐξανόμενη. Αὐτὴ τὴν ἐμπειρία καταγράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας, ὅτι μὲ τὴν πίστη προσερχόμεθα σὲ Ἀγγελικὴ πανήγυρη καὶ σύναξη ἐκλεκτῶν (πρβ. πρὸς Ἑβραίους γ´ 23).

Συνεπῶς οἱ εὐχὲς ποὺ ἀνταλλάσσουμε οὐσιαστικὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι ἡ ἀληθινὴ εὐτυχία μας ἐξασφαλίζεται, ὅταν ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ τὸ θέλημα τῆς ἁμαρτίας προκαλεῖ στὸν ἄνθρωπο θλίψη, πόνο, δάκρυα, ἀγωνία καὶ θάνατο, κατὰ τὸν ἀποστολικὸ λόγο «τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος» (πρὸς Ρωμαίους στ´ 23).

Στὴν ἀρχὴ τοῦ Νέου Ἔτους αὐτὲς οἱ ἀλήθειες ἂς νοηματοδοτήσουν καὶ ἂς στηρίξουν τὴν πορεία τοῦ καθενός μας.

Εὐλογημένο τὸ Νέο Ἔτος ἀπὸ τὸν Θεὸ

Μὲ θερμὲς ἑόρτιες εὐχές