Κήρυγμα Κυριακῆς Β΄ Νηστειῶν – Γρηγορίου Παλαμᾶ
12 Μαρτίου 2017
(Πρός Ἑβραίους α΄, 10-β΄, 3)
Χριστιανική κοσμολογία.
Μέ μεγάλη καί αἰνιγματική περιέργεια στέκεται πάντοτε ὁ ἄνθρωπος μπροστά στό μυστηριῶδες σύμπαν. Ὁ κόσμος μέ τούς ἀναρίθμητους «γαλαξίες» καί τά «νεφελώματα», τούς «ἡλίους», τά «ἄστρα», ἀλλά καί τό πλανητικό σύστημα, στό ὁποῖο ἀνήκει ἡ γῆ, ἡ Σελήνη καί οἱ γνωστοί μας πλανῆτες συγκεντρώνουν τό μεγάλο ἐνδιαφέρον τοῦ σύγχρονου ἰδίως ἀνθρώπου, πού ζεῖ στή λεγόμενη «ἐποχή τοῦ διαστήματος». Ἐπειδή δέ γιά τό θέμα αὐτό λέγονται καί γράφονται πολλά μερικά ἀπό τά ὁποῖα εἶναι ἀντίθετα καί πρός τή σύγχρονη ἐπιστημονική ἔρευνα θά πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στή σημερινή περικοπή γύρω ἀπό τίς βασικές ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας.
Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου.
Ποιά εἶναι ἡ προέλευσις τοῦ Σύμπαντος; Μήπως ὑπῆρχε πάντοτε (αἰωνιότητα τῆς ὕλης) ἤ μήπως εἶναι προϊόν τυχαίων συνδυασμῶν καί συμπτώσεων πού εἶναι ἄγνωστες σέ ἐμᾶς; Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά, ἀπαντᾶ ὁ Ἀπόστολος. Καί ἀναπτύσσοντας τή χριστιανική διδασκαλία περί τοῦ κόσμου διακηρύττει : «ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο. Αὐτός δημιούργησε καί στερέωσε τή γῆ μέσα στό ἀχανές διάστημα καί ἀπό τά δημιουργικά του χέρια προῆλθαν τά ἑκατομμύρια ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ».
Ἡ ἀπάντηση λοιπόν τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας στό ἐρώτημα περί τοῦ κόσμου εἶναι ὅτι ἡ ὕλη καί τό οὐράνιο σύμπαν προῆλθαν «ἐκ τοῦ μηδενός», χάρη στή δημιουργική ἐπέμβαση τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι καί οἱ μεγάλοι ἀστρονόμοι, παλαιότεροι καί νεότεροι, ἀποδέχονται τή βιβλική θέση περί « δημιουργίας » τοῦ κόσμου. Ὁποιαδήποτε ἀπομάκρυνση ἀπό τή βασική αὐτή ἀλήθεια εἶναι ἀντίθετη ὄχι μόνο στή χριστιανική κοσμολογία, ἀλλά καί στήν ἐπιστημονική ἔρευνα.
Τό τέλος καί ἡ ἀλλαγή τοῦ κόσμου.
Ἡ σημερινή ὅμως μορφή καί τό σχῆμα τοῦ ὑλικοῦ Σύμπαντος δέν εἶναι μόνιμα καί αἰώνια. Εἶναι προσωρινά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐπαναλαμβάνοντας τά λόγια της Ἁγίας γραφῆς, διδάσκει ὅτι «τό οὐράνιο σύμπαν κάποτε θά παλιώσει, ὅπως παλιώνουν τά ροῦχα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ὅμως μέ μία νέα δημιουργική του ἐπέμβαση θά ἀλλάξει, θά μεταμορφώσει καί θά ἀνακαινίσει τόν κόσμο, ὅπως ἐμεῖς γυρίζουμε ἀνάποδα τά ροῦχα μας καί τά κάνουμε καινούργια».
Ἡ χριστιανική κοσμολογία λοιπόν δέχεται τήν προσωρινότητα τῆς γῆς καί τοῦ Σύμπαντος κόσμου. Ὅπως δέχεται, ὅτι ὁ κόσμος εἶχε ἀρχή, ἔτσι διδάσκει, ὅτι ὁ κόσμος αὐτός θά ἔχει καί τέλος. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει σχετικά : « τό σημερινό οὐράνιο σύμπαν θά καεῖ καί ἀπό τήν καύση τά οὐράνια σώματα θά διαλυθοῦν. Μαζί δέ μέ τούς οὐράνιους κόσμους τῶν ἄστρων θά κατακαεῖ καί ἡ γῆ μαζί μέ ὅλα τά ἔργα τοῦ ὑπάρχουν πάνω σέ αὐτήν » (Β΄ Πέτρου γ΄, 10).
Ἡ « καύση » ὅμως αὐτή τῆς γῆς καί τοῦ κόσμου δέν θά εἶναι πυρκαγιά καταστροφῆς καί ἀφανισμοῦ, ἀλλά καμίνι καθάρσεως, ἀλλαγῆς, ἀνακαινίσεως καί μεταμορφώσεως τοῦ Σύμπαντος. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν οὐράνια ἀποκάλυψη πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός γιά τή συντέλεια τοῦ κόσμου καί τό τέρμα τῆς ἱστορίας γράφει, ὅτι «εἶδε ἕνα καινούργιο οὐράνιο κόσμο καί μία καινούργια γῆ». Σημειώνει μάλιστα, ὅτι «ἡ ἀρχική μορφή τοῦ κόσμου, τῆς γῆς καί τῆς θάλασσας δέν ὑπῆρχε. Γιατί ὅλα εἶχαν ἀλλάξει. Ὅλα τά παλαιά εἶχαν γίνει καινούργια» (Ἀποκ. κα΄, 1).
Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἀποκάλυψε, ὅτι ἀλλαγή καί ἀνακαίνιση τοῦ Σύμπαντος θά γίνει κατά τή Δευτέρα παρουσία Του (Ματθ. κδ΄, 29).
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν, κατά τήν κοινή Ἀνάσταση, θά δοῦν ἕνα καινούριο καί ὄμορφο κόσμο. Μεταμορφωμένοι καί αὐτοί θά ζήσουν σέ ἕνα μεταμορφωμένο, ἀνακαινισμένο κόσμο, ἀπείρως καλύτερο καί τέλειοτερο ἀπό τό σημερινό! Τό καινούργιο αὐτό φυσικό περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου θά βρίσκεται σέ τέλεια ἁρμονία μέ τόν ἄνθρωπο, χωρίς νά τοῦ δημιουργεῖ πιά κανένα πρόβλημα. Τό φυσικό περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου θά ἔχει πιά γίνει πραγματικός «κόσμος», στολίδι δηλαδή καί κόσμημα, χαρά καί ἀπόλαυση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ στάση ἑπομένως τοῦ χριστιανοῦ ἔναντί του φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι θετική. Ὁ χριστιανός βλέπει τή φύση καί τόν κόσμο μέ τά μάτια τοῦ «σήμερα» καί τοῦ «αὔριο». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός, πού πιστεύει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρωτοστατεῖ στίς σύγχρονες προσπάθειες γιά τή διατήρηση καί διάσωση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ὁ χριστιανός πού γνωρίζει ὅτι ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἦταν «νά ἐργάζεται καί νά φυλάγει» (Γεν. β΄ 15) τό φυσικό περιβάλλον θά κάνει ὅτι μπορεῖ, ὥστε ὁ κόσμος νά θεωρεῖται ὄχι πιά «ὑλικό ἐκμεταλλεύσεως», ἀλλά ἔργο τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ, πού ἀξίζει κάθε σεβασμό καί κάθε προστασία.