Κυριακή Β’ Νηστειών

 

 

Κατ’ αρχάς, Κύριε, την γην εθεμελιώσας,

και έργα των χειρών σου εισιν οι ουρανοί

αυτοί απολούνται, συ δε διαμένεις και πάντες

ως ιμάτιον παλαιωθήσονται (Εβραίους α 10-12)

 

 

 

 

Μέ μεγάλη αἰνιγματική περιέργεια στέκεται πάντοτε ὁ ἄνθρωπος μπροστά στό μυστηριῶδες σύμπαν. Ὁ κόσμος μέ τούς ἀναρίθμητους « γαλαξίες » καί τά « νεφελώματα », τούς «ἡλίους», τά « Ἀστρά », ἀλλά καί τό πλανητικό σύστημα, στό ὁποῖο ἀνήκει ἡ γῆ, ἡ Σελήνη καί oi γνωστoi μας πλανῆτες συγκεντρώνουν τό μεγάλο ἐνδιαφέρον τοῦ σύγχρονου ἰδίως ἀνθρώπου, πού ζεῖ στή λεγόμενη « ἐποχή τοῦ διαστήματος ». Ἐπειδή δέ γιά τό θέμα αὐτό λέγονται καί γράφονται πολλά, μερικά ἀπό τά ὁποία εἶναι ἀντίθετα καί πρός τήν σύγχρονη ἐπιστημονική ἔρευνα, θά πρέπει νά προσέξουμε ἰδιαίτερα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στή σημερινή περικοπῆ γύρω ἀπό τίς βασικές ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας.

 

 

 

Ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου.

 

 

 

Πoιά εἶναι ἡ προέλευση τοῦ Σύμπαντος; Μήπως ὑπῆρχε πάντοτε ( αἰώνιo τῆς ὕλης) ἤ μήπως εἶναι προϊόν τυχαίων συνδυασμῶν καί συμπτώσεων ποῦ εἶναι ἄγνωστoi σέ ἐμᾶς; Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά, ἀπαντᾶ ὁ Ἀπόστολος. Καί ἀναπτύσσοντας τή χριστιανική διδασκαλία τοῦ περί τοῦ κόσμου διακηρύττει : « ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο. Αὐτός δημιούργησε καί στερέωσε τή Γῆ μέσα στό ἀχανές διάστημα καί ἀπό τά δημιουργικά τοῦ χέρια προῆλθαν τά ἑκατομμύρια ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ». 

Ἡ ἀπάντηση λοιπόν τῆς χριστιανικῆς κοσμολογίας στό ἐρώτημα περί τοῦ κόσμου εἶναι, ὅτι ἡ ὕλη καί τό οὐράνιο σύμπαν προῆλθαν « ἐκ τοῦ μηδενός », Χάρις στή δημιουργική ἐπέμβαση τοῦ παντοδύναμου δημιουργοῦ. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό, ὅτι καί μεγάλοι ἀστρονόμοι, παλαιότεροι καί νεότεροι, ἀποδέχονται τή βιβλική θέση περί « δημιουργίας » τοῦ κόσμου. Ὁποιαδήποτε ἀπομάκρυνση ἀπό τή βασική αὐτή ἀλήθεια εἶναι ἀντίθετη ὄχι μόνο στή χριστιανική κοσμολογία, ἀλλά καί στήν ὑπό ἐπιστημονική ἔρευνα.

 

 

 

Τό τέλος καί ἡ ἀλλαγή τοῦ κόσμου.

 

 

 

Ἡ σημερινή ὅμως μορφή καί τό σχῆμα τοῦ ὑλικοῦ Σύμπαντος δέν εἶναι μόνιμα καί αἰώνια. Εἶναι προσωρινά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐπαναλαμβάνοντας τά λόγια της Ἁγίας γραφῆς, διδάσκει ὅτι « τό οὐράνιο σύμπαν κάποτε θά παλιώσει, ὅπως παλιώνουν τά ροῦχα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ὅμως μέ μία νέα δημιουργική του ἐπέμβαση θά ἀλλάξει, θά μεταμορφώσει καί θά ἀνακαινίσει τόν κόσμο, ὅπως ἐμεῖς γυρίζουμε ἀνάποδα τά ροῦχα μας καί τά κάνουμε καινούργια ». 

         Ἡ χριστιανική κοσμολογία λοιπόν ,δέχεται τήν προσωρινότητα τῆς γῆς καί τοῦ Σύμπαντος κόσμου. Ὅπως δέχεται, ὅτι ὁ κόσμος εἶχε ἀρχή, ἔτσι διδάσκει, ὅτι ὁ κόσμος αὐτός, θά ἔχει καί τέλος. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει σχετικά : « τό σημερινό οὐράνιο σύμπαν θά καεῖ καί ἀπό τήν καύση τά οὐράνια σώματα θά διαλυθοῦν. Μαζί δέ μέ τούς οὐράνιους κόσμους τῶν ἄστρων θά κατακαεῖ καί ἡ Γῆ ,μαζί μέ ὅλα τά ἔργα πού ὑπάρχουν πάνω σέ αὐτήν »(Β Πετρ.γ 10). 

         Ἡ καύση ὅμως αὐτή τῆς γῆς καί τοῦ κόσμου δέν θά εἶναι ἡ πυρκαγιά καταστροφῆς καί ἀφανισμοῦ, ἀλλά καμίνι καθάρσεως, ἀλλαγῆς, ἀνακαινίσεως, καί Μεταμορφώσεως τοῦ Σύμπαντος. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ,στήν οὐράνια ἀποκάλυψη πού τοῦ ἔκανε ὁ Θεός γιά τή συντέλεια τοῦ κόσμου καί τό τέρμα τῆς ἱστορίας γράφει, ὅτι « εἶδε ἕνα καινούργιο οὐράνιο κόσμο καί μία καινούργια γῆ ». Σημειώνει μάλιστα, ὅτι « ἡ ἀρχική μορφή τοῦ κόσμου τῆς γῆς καί τῆς θαλάσσης δέν ὑπῆρχε. Γιατί ὅλα εἶχαν ἀλλάξει. Ὅλα τά παλαιά εἶχαν γίνει καινούργια »(Ἀποκ.κά 1) . 

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀποκάλυψε ὅτι η ἀλλαγή καί ἀνακαίνιση τοῦ Σύμπαντος θά γίνει κατά τή Δευτέρα παρουσία τοῦ(Μάτθ.κδ 29). 

         Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θά ἀναστηθοῦν, κατά τήν κοινή Ἀνάσταση, θά δοῦν ἕνα καινούριο καί ὄμορφο κόσμο. Μεταμορφωμένοι καί αὐτοί θά ζήσουν σέ ἕναν μεταμορφωμένο, ἀνακαινισμένο κόσμο ἀπείρως καλύτερο καί τελειότερο ἀπό τόν σημερινό! Τό καινούριο στό φυσικό περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου ,θά βρίσκεται σέ τέλεια ἁρμονία μέ τόν ἄνθρωπο, χωρίς νά τοῦ δημιουργεῖ πιά κανένα πρόβλημα. Τό φυσικό περιβάλλον τοῦ ἀνθρώπου θά ἔχει πιά γίνει πραγματικός « κόσμος », στολίδι δηλαδή καί κόσμημα, χαρά καί ἀπόλαυση τοῦ ἀνθρώπου. 

Ἡ στάση ἑπομένως τοῦ χριστιανοῦ ἔναντι τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι θετική.O Χριστιανός βλέπει τή φύση καί τόν κόσμο μέ τά μάτια τοῦ « σήμερα » καί τοῦ « αὔριο ». Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός, πού πιστεύει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, πρωτοστατεῖ στίς σύγχρονες προσπάθειες γιά τή διατήρηση καί διάσωση τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ὁ χριστιανός πού γνωρίζει ὅτι ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο ἦταν « νά ἐργάζεται καί νά φυλάει »(Γέν. β 15) τό φυσικό περιβάλλον θά κάνει ὅτι μπορεῖ, ὥστε ὁ κόσμος νά θεωρεῖται ὄχι πιά « ὑλικό ἐκμεταλλεύσεως », ἀλλά ἔργο τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ πού ἀξίζει κάθε σεβασμό καί κάθε προστασία.