«Δός μοι τοῦτον τόν Ξένον»

 

(ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟ 30 Ἀπριλίου 2016)

 

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

 

Τροπάριον τοῦ Γεωργίου Ἀκροπολίτου (1217 - 1282)*,

 

ψαλλόμενο κατά τήν Λιτανεία τοῦ Ἐπιταφίου τή Μεγάλη Παρασκευή

 

1. Κείμενον :

 

«Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ, ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων· 

 

Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· 

 

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον· 

 

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον· 

 

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ· 

 

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλίνῃ· 

 

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·  Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι, καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα, ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω. 

 

Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον, καὶ τὸ μέγα ἔλεος».

 

* * * * *

 

 

 

2. Μετάφραση :

 

«Ὅταν ὁ Ἰωσήφ εἶδε τόν ἥλιο νά κρύβει τίς ἀκτίνες του καί τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ νά σχίζεται μέ τό θάνατο τοῦ Σωτῆρος ἐπισκέφθηκε τόν Πιλᾶτο καί τόν παρακαλεῖ μέ τοῦτα τά λόγια:

 

 Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού ἀπό βρέφος ἀκόμη ζοῦσε σ’ αὐτό τόν κόσμο, ὡς ἀποξενωμένος καί περιπλανώμενος.

 

Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού ἐκπλήττομαι, ὅταν βλέπω τόν παράξενο θάνατό Του.

 

Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού γνωρίζει νά ὑπηρετεῖ καί νά φιλοξενεῖ τούς φτωχούς καί τούς ξένους.

 

Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο Τόν ἀποξένωσαν ἀπό τόν κόσμο.

 

Δός μου αὐτόν τόν ξένο, γιά νά Τόν κρύψω στόν τάφο, ἀφοῦ ὡς ξένος δέν ἔχει ποῦ νά ἀκουμπήσει τήν Κεφαλή Του.

 

Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού, ὅταν ἡ Μητέρα Του Τόν ἔβλεπε νεκρό ἐφώναζε δυνατά : Ὦ! Υἱέ καί Θεέ μου, ἄν καί ὁ πόνος ξεσχίζει τά σπλάγχνα καί τήν καρδιά μου, ὅταν Σέ βλέπω νεκρό, ὅμως παίρνω θάρρος ἀπό τήν Ἀνάστασή Σου καί Σέ δοξάζω.

 

Καί μ’ αὐτά τά λόγια ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ παρακαλοῦσε ἐπίμονα τόν Πιλᾶτο καί λαβαίνει τό Σῶμα τοῦ Σωτῆρα. Ἀφοῦ τό τύλιξε μέ εὐλάβεια σέ σεντόνι καί ἄλειψε μέ ἀρώματα, κατέθεσε στόν τάφο Αὐτόν, πού παρέχει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν αἰώνια ζωή καί τό μέγα ἔλεος»

 

* Ὁ Γεώργιος Ἀκροπολίτης ἦταν σημαντικός Ἕλληνας λόγιος, διπλωμάτης καί ἱστορικός τοῦ 13ου αἰώνα. 

 

* * * * *

 

 

 

 

 

 

 

3. Σχόλιο :

 

Ὁ Ἰωσήφ ὑπενθυμίζει στόν Πιλᾶτο ὅτι ὁ νεκρός πού ζητεῖ νά ἐνταφιάσει εἶναι ἕνας ξένος καί ἄγνωστος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Ἦλθε μέ τή Σάρκωσή Του στήν «περιουσία» Του, στούς δικούς Του ἀνθρώπους καί αὐτοί δέν Τόν γνώρισαν. Τόν ἀποξένωσαν ἀπό τήν ζωή του. Χαρακτηρίζεται ὡς ξένος παρόλα τά θαύματά Του, πού οἱ ἄνθρωποι ἀπό ἐγωῖσμό τά διέστρεψαν καί ἔτσι ἡ ψυχή τους γέμισε ἀπό μίσος στό Πρόσωπό Του, ὥστε νά Τόν ὁδηγήσουν στό θάνατο. Ὁ ἱερός ὑμνωδός βλέπει μέ τό στόμα τοῦ Ἰωσήφ στό θάνατο τοῦ Κυρίου τήν πηγή τῆς ἄφθαρτης καί αἰώνιας ζωῆς καί ἐκπλήττεται καί φρίττει ἀπό τό ἀκατάληπτο αὐτό μυστήριο. Ζητεῖ ἀπό τόν Πιλᾶτο τό Σῶμα τοῦ ξενωθέντος Κυρίου, πού φιλοξενοῦσε καί προστάτευε ὅλους τούς φτωχούς καί ἀποξενωθέντας ἀνθρώπους

 

* * * * *

 

 

 

4. Ἀποσπάσματα (ΙΑ΄-ΙΕ΄) ἀπό τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου στήν θεόσωστο ταφή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

 

Αὐτό εἶναι ἀπόκρυφο μυστήριο τῶν μυστηρίων. Δυό κρυφοί μαθητές, ἔρχονται νά κρύψουν τόν Ἰησοῦ στόν τάφο, διδάσκοντας μέ τή δική τους ἀπόκρυψη τό κρυφό μυστήριο τοῦ ἅδη τοῦ Θεοῦ πού κρύφτηκε κάτω ἀπ’ τή σάρκα, ξεπερνώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλον στή θερμή διάθεση. Πρός τόν Χριστό. Ὁ μέν Νικόδημος μεγαλόψυχος προσφέροντας σμύρνη καί ἀλόη, ὁ δέ Ἰωσήφ ἀξιέπαινος στήν τόλμη καί τό θάρρος πρός τόν Πιλάτο. Διότι αὐτός διώχνοντας κάθε φόβο μέ τόλμη παρουσιάστηκε στόν Πιλᾶτο ζητώντας τό σῶμα τοῦ  Ἰησοῦ. Καί ὅταν παρουσιάστηκε φέρθηκε μέ μεγάλη σοφία γιά νά ἐπιτύχει αὐτό πού ἤθελε. Γι’ αὐτό  δέν χρησιμοποιεῖ μπροστά στόν Πιλᾶτο ὑπερήφανα καί ὑψηλά λόγια, γιά νά μή τοῦ ἀνάψει τήν ὀργή καί χάσει τό ζητούμενο. Οὔτε τοῦ  λέει: Δός μου τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, πού σκοτεινίασε πρίν ἀπό λίγο τόν ἥλιο, πού ἔσχισε τίς πέτρες, πού ἔσεισε τή γῆ καί ἄνοιξε τούς τάφους καί ἔσχισε τό καταπέτασμα τοῦ  ναοῦ. Τίποτε τέτοιο δέν λέει στόν Πιλᾶτο.

 

Ἀλλά τί τοῦ λέει; Ἕνα τιποτένιο αἴτημα, καί γιά ὅλους μικρό, ἄρχοντά μου ἦλθα νά σοῦ ζητήσω. Ἕνα πολύ μικρό αἴτημα. Τό ἑξῆς: Δός μου νά θάψω τό νεκρό σῶμα ἐκείνου πού καταδικάστηκε ἀπό ἐσένα, τοῦ  Ἰησοῦ τοῦ  Ναζωραίου, τοῦ  Ἰησοῦ τοῦ  φτωχοῦ, τοῦ  Ἰησοῦ τοῦ  ἄστεγου, τοῦ  Ἰησοῦ πού κρέμεται –Σταυρό- γυμνός καί περιφρονημένος, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ γιοῦ τοῦ ξυλουργοῦ, τοῦ Ἰησοῦ τοῦ δέσμιου, πού ἔμενε στό ὕπαιθρο, τοῦ ξένου, τοῦ ἀγνώριστου μεταξύ τῶν ξένων, τοῦ περιφρονημένου, καί κοντά σέ ὅλα καί κρεμασμένου στόν Σταυρό. Δός μου αὐτό τόν ξένο, γιατί τί σέ ὠφελεῖ τό σῶμα αὐτοῦ τοῦ ξένου; Δός μου αὐτόν τόν ξένο, γιατί ἦλθε ἐδῶ ἀπό μακρυνή χώρα γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο πού ἀποξενώθηκε ἀπό τόν Θεό. Γιατί κατέβηκε στή σκοτεινή γῆ γιά νά ἀνεβάσει τόν ξένο. Δός μου αὐτόν τόν ξένο, γιατί αὐτός εἶναι ὁ μόνος —πραγματικά— ξένος. Δός μου αὐτόν τόν ξένο τοῦ  Ὁποίου τή χώρα ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ξενητεμένοι. Δός μου αὐτόν τόν ξένο τοῦ  Ὁποίου τόν Πατέρα ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ξένοι. Δός μου αὐτόν τόν ξένο τοῦ Ὁποίου τόν τόπο καί τή γέννηση καί τόν τρόπο — τῆς ζωῆς Του— ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ξένοι. Δός μου αὐτόν τόν ξένο πού ἔζησε ζωή καί βίο ξενητεμένου στά ξένα. Δός μου αὐτόν τόν ξένο Ναζωραῖο τοῦ  Ὁποίου τή γέννηση καί τόν τρόπο ἀγνοοῦμε ἐμεῖς οἱ ξένοι. Δός μου αὐτόν πού μέ τή θέλησή Του εἶναι ξένος καί ἐδῶ δέν ἔχει ποῦ νά γείρει τό κεφάλι. Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού σάν ξένος σέ ξένη χώρα, ἄστεγος γεννήθηκε στή φάτνη. Δός μου αὐτόν τόν ξένο πού ἀπ’ αὐτήν ἀκόμη τή φάτνη ἔφυγε ὡς ξένος ἀπό τόν Ἡρώδη. Δός μου αὐτόν τόν ξένο, πού ἀπ’ τά σπάργανά Του ἀκόμη ξενητεύθηκε στήν Αἴγυπτο, καί δέν εἶχε πόλη, οὔτε χωρίο, οὔτε σπίτι οὔτε τόπο νά μείνει, οὔτε συγγενῆ, ἀλλά σέ ξένη χώρα Αὐτός εἶναι ξένος. Δός μου, ἄρχοντά μου αὐτόν τόν γυμνό πού κρέμεται στό ξύλο —τοῦ Σταυροῦ— νά Τόν σκεπάσω, γιατί Αὐτός σκέπασε τή γύμνωση τῆς φύσεώς μου. Δός μου αὐτόν τόν νεκρό πού εἶναι μαζί καί Θεός, νά σκεπάσω Αὐτόν πού κάλυψε τίς δικές μου ἀνομίες. Δός μου, ἄρχοντά μου τόν νεκρό πού ἔθαψε μέσα στόν Ἰορδάνη τή δίκη μου ἁμαρτία. Γιά ἕναν νεκρό σέ παρακαλῶ, πού ἀδικήθηκε ἀπό ὅλους, πού πουλήθηκε ἀπό φίλο, πού προδόθηκε ἀπό μαθητή, πού διώχθηκε ἀπό τους ἀδελφούς του, πού ραπίσθηκε ἀπό δοῦλο. Γιά ἕναν νεκρό σέ θερμοπαρακαλῶ, ὁ Ὁποῖος καταδικάστηκε ἀπό αὐτούς πού ὁ Ἴδιος ἐλευθέρωσε ἀπό τή δουλεία, ὁ Ὁποῖος ποτίσθηκε μέ ξύδι, τραυματίσθηκε ἀπ’ αὐτούς πού θεράπευσε, πού ἐγκαταλείφθηκε ἀπό τούς μαθητές Του καί στερήθηκε τήν ἴδια τή Μητέρα Του. Γιά τόν νεκρό, ἄρχοντά μου, σέ ἱκετεύω, Αὐτόν τόν ἄστεγο πού κρέμεται στό ξύλο —τοῦ  Σταυροῦ—. Διότι πάνω στή γῆ δέν ἔχει νά Τοῦ συμπαρασταθεῖ οὔτε πατέρας, οὔτε φίλος, οὔτε μαθητής, οὔτε συγγενής, οὔτε κανένας νά Τόν θάψει, ἀλλά εἶναι μονογενής Υἱός τοῦ μόνου —Πατέρα—, Θεός στόν κόσμο καί κανένας ἄλλος.

 

Μ’ αὐτά τά λόγια καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀφοῦ παρακάλεσε ὁ Ἰωσήφ τόν Πιλᾶτο, διέταξε ὁ Πιλᾶτος νά τοῦ  δοθεῖ ὁ πανάγιο σῶμα τοῦ  Ἰησοῦ. Καί ἦλθε στόν Γολγοθᾶ καί ἀποκαθήλωσε τόν σαρκοφόρο Θεό ἀπό τό ξύλο —τοῦ Σταυροῦ— καί Τόν τοποθέτησε κάτω στή γῆ, σαρκοφόρο Θεό γυμνό, ἀλλά ὄχι ἁπλό ἄνθρωπο. Καί Τόν βλέπει κανείς νά βρίσκεται ξαπλωμένος κάτω, Αὐτός πού ὅλους τούς ἀνέσυρε πρός τόν οὐρανό. Καί μένει γιά λίγο χωρίς πνοή, Αὐτός πού εἶναι ἡ ζωή καί ἡ πνοή ὅλων. Καί φαίνεται νά μή βλέπει, Αὐτός πού δημιούργησε τά πολυόμματα Χερουβίμ. Καί κείτεται ξαπλωμένος, Αὐτός πού εἶναι ἡ ἀνάσταση ὅλων. Καί νεκρώνεται ὁ σαρκωμένος Θεός, Αὐτός πού ἀνασταίνει τούς νεκρούς. Καί σιωπᾶ γιά λίγο κατά τό σῶμα ἡ βροντή τοῦ  Θεοῦ Λόγου. Καί Τόν σηκώνουν ἀνθρώπινες παλάμες, Αὐτόν πού κρατᾶ στήν παλάμη Του ὁλόκληρη τή γῆ.

 

Ἄραγε, Ἰωσήφ, ζητώντας καί παίρνοντας, ξέρεις καλά ποιόν πῆρες; Ἄραγε πλησιάζοντας στόν Σταυρό καί ἀποκαθηλώνοντας τόν Ἰησοῦ, ξέρεις καλά ποιόν κράτησες στά χέρια σου; Ἐάν πραγματικά γνωρίζεις καλά ποιόν κρατᾶς, τώρα ἔγινες πλούσιος. Γιατί πώς ἀλλιῶς κάνεις αὐτή τή θεόσωμη καί φρικωδέστατη κηδεία τοῦ  Ἰησοῦ; Εἶναι ἀξιέπαινος ὁ πόθος σου, ἀλλά πιό ἀξιέπαινος εἶναι ὁ τρόπος τῆς ψυχῆς σου. Ἄραγε δέν φρίττεις, κρατώντας στά χεριά σου Αὐτόν πού φρίττουν τά Χερουβίμ; Μέ ποιό φόβο θά ἀφαιροῦσες ἀπό τό Θεῖο αὐτό  σῶμα τό μικρό ροῦχο πού τό σκέπαζε; Πῶς δέν θά ἔκλεινες τά μάτια ἀπό εὐλάβεια; Δέν θά τρόμαζες ἀτενίζοντας καί ἀποκαλύπτοντας τή σωματική φύση τοῦ ὑπερφύσιν Θεοῦ; Πές μου, Ἰωσήφ, ἄραγε ἔθαψες στραμμένο πρός τήν ἀνατολή τόν νεκρό πού εἶναι ἡ Ἀνατολή τῶν ἀνατολῶν; Ἄραγε ἔκλεισες μέ τά δάχτυλά σου, ὅπως γίνεται στούς νεκρούς τά μάτια τοῦ Ἰησοῦ,  ὁ Ὁποῖος μέ τό ἀμόλυντο δάχτυλό Του ἄνοιξε τά μάτια τοῦ  τυφλοῦ; Ἄραγε ἔκλεισες τό στόμα Ἐκείνου πού ἄνοιξε τό στόμα τοῦ  κωφαλάλου; Ἄραγε ἔδεσες τά χέρια Ἐκείνου πού ἅπλωσε τά παράλυτα χέρια; Ἤ ἔδεσες τά πόδια Ἐκείνου, ὅπως γίνεται στούς νεκρούς, ὁ Ὁποῖος θεράπευσε, γιά νά βαδίζει, τά πόδια τοῦ  παραλύτου; Ἄραγε σήκωσες ἐπάνω σέ κρεββάτι Αὐτόν πού διέταξε τόν παράλυτο λέγοντάς του: «Σήκωσε τό κρεββάτι σου καί περπάτα» (Ματθαίου θ΄ 6). Ἄραγε ἄδειασες μύρα ἐπάνω στό σῶμα Ἐκείνου πού εἶναι τό οὐράνιο μύρο καί «ἐκένωσε» τόν ἑαυτό Του ἁγιάζοντας τόν κόσμο; Ἄραγε τόλμησες νά σφογγίσεις τή θεόσωμη ἐκείνη πλευρά τοῦ Ἰησοῦ πού ἀκόμη αἱμορροοῦσε, τοῦ  Θεοῦ πού θεράπευσε τήν αἱμορροοῦσα; (Ματθαίου θ΄ 20 κ.ἔξ.). Ἄραγε ἔπλυνες μέ νερό τό σῶμα τοῦ Θεοῦ, πού ἔπλυνε τίς ἁμαρτίες— ὅλων καί ἔδωσε τήν κάθαρση; Ἄραγε τί εἴδους λαμπάδες ἄναψες μπροστά στό ἀληθινό φῶς πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο; Καί ποιούς ἐπιταφίους ὕμνους ἔψαλες σ’ Αὐτόν πού ἀνυμνεῖται χωρίς διακοπή ἀπό ὅλες τίς οὐράνιες ἀγγελικές στρατιές. Ἄραγε καί ἔχυσες δάκρυα γιά τόν νεκρό Ἰησοῦ, πού δάκρυσε γιά τόν νεκρό Λάζαρο καί τόν ἀνέστησε μετά ἀπό τέσσερις ἡμέρες; (Ἰωάννου ια΄ 35-45) Ἄραγε θρήνησες Αὐτόν πού ἔδωσε σ’ ὅλους χαρά καί διέλυσε τη λύπη τῆς Εὔας;

 

Ὅμως μακαρίζω τά χέρια σου, Ἰωσήφ πού ὑπηρέτησαν καί ψηλάφισαν τά θεόσωμα χέρια καί πόδια τοῦ Ἰησοῦ, πού ἔσταζαν ἀκόμη αἷμα. Μακαρίζω τά χεριά σου πού ἄγγιξαν τήν αἱμορροοῦσα πλευρά τοῦ  Θεοῦ πρίν ἀπό τόν πιστό - ἄπιστο Θωμᾶ πού εἶχε ἀξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω τό στόμα σου πού γέμισε ἀχόρταγα καί ἀσπάσθηκε τό στόμα τοῦ Ἰησοῦ κι’ ἀπό κεῖ γέμισε μέ Ἅγιο ΙΙνεῦμα. Μακαρίζω τά μάτια σου πού ἑνώθηκαν μέ τά μάτια τοῦ Ἰησοῦ, καί ἀπό ἐκεῖ πῆραν τό ἀληθινό φῶς. Μακαρίζω τό πρόσωπό σου πού πλησίασε τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Μακαρίζω τούς ὤμους σου πού σήκωσαν Αὐτόν πού βαστάζει ὅλους. Μακαρίζω τό κεφάλι σου πού τό ἄγγιξε ὁ Ἰησοῦς, ἡ κεφαλή τῶν πάντων. Μακαρίζω τά χέρια σου στά ὁποῖα βάσταξες Αὐτόν πού βαστάζει τά πάντα. Μακαρίζω τόν Ἰωσήφ καί τόν Νικόδημο, γιατί ἔγιναν Χερουβίμ μπροστά στά Χερουβίμ σηκώνοντας καί μεταφέροντας ἐπάνω τους τόν Θεό. Γιατί ἔγιναν ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ μπροστά στά ἑξαπτέρυγα Σεραφίμ, ὄχι, μέ τά φτερά, ἀλλά μέ τά σεντόνια καλύπτοντας καί τιμώντας τόν Κύριο. Αὐτόν πού τρέμουν τά Χερουβίμ, Τόν μεταφέρουν ἐπάνω στούς ὤμους τους ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος καί γεμίζουν ἀπό ἔκσταση ὅλες οἱ τάξεις τῶν ἀσώματων Ἀγγέλων.

 

(Ἐπιφανίου Κύπρου, Λόγος Β΄, Εἰς τήν θεόσωμον ταφήν τοῦ Κυρίου καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ, καί εἰς τόν Ἰωσήφ τό ἀπό Ἀριμαθαίας, καί εἰς τήν ἐν τῷ Ἅδῃ τοῦ Κυρίου κατάβασιν, μετά τό σωτήριον πάθος παραδόξως γεγενημένην, Τῷ Ἁγίῳ καί μεγάλῳ Σαββάτῳ, PG 43, 445-449)