Ἡ ἀναίρεση τοῦ διπλοῦ θανάτου

διά τῆς ἀναστάσεως

τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ

(ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ - 1 Μαΐου 2016)

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

 

 1. Ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς Πρωτοπλάστους εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἐπαλήθευση τοῦ «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[1]. Ὁ Κύριος καί Θεός προειδοποίησε τούς Πρωτοπλάστους γιά τόν κίνδυνο πού διέτρεχαν ἐφ’ ὅσον δέν σέβονταν καί δέν τηροῦσαν τήν ἐντολή Του.

 

Ἀπό τήν διήγηση τῆς Γενέσεως (κεφάλαιο 3) πού ἐξιστορεῖ τήν παρακοή τῶν Γεναρχῶν τῶν ἀνθρώπων Ἀδάμ καί Εὔας στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, νά μή φάγουν ἐκ τοῦ δέντρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν προκύπτει, ὅτι οἱ Πρωτόπλαστοι γνώριζαν μέ ἀκρίβεια τίς συνέπειες τῆς παραβάσεως, αὐτό πού θά συνέβαινε, γιά τό ὁποῖο τούς προειδοποιοῦσε ὁ Θεός. Ἀντιθέτως μάλιστα ἀπό τήν ἔκβαση τοῦ γεγονότος φαίνεται ἡ ἀπειρία καί ἀνωριμότητά τους.

 

Ὁ νόμος ὅμως παρά τήν ἄγνοια καί τήν ἔλλειψη πείρας ἴσχυσε καί εἰσῆλθε ὁ θάνατος στήν ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν φθόνο τοῦ διαβόλου : «Ὅμως ἀπό τόν φθόνο τοῦ διαβόλου μπῆκε ὁ θάνατος στόν κόσμο»[2] καί βρέθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι παραβάτες καί ὑποκείμενοι στόν νόμο τοῦ θανάτου : «Ἐπειδή πάντες γάρ ἥμαρτον»[3], καί γεννιοῦνται ὑπό τό καθεστώς τῆς δουλείας στόν θάνατο. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἐξαιρεθεῖ ἀπό τήν σκληρή καί ἐξοντωτική δύναμη τοῦ θανάτου

 

Αὐτό τόν νόμο ἐξηγεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὡς ἑξῆς:

 

« Μέσω νός νθρώπου μπκε στόν κόσμο μαρτία καί μέσω τς μαρτίας θάνατος. τσι ξαπλώθηκε θάνατος σ’ λους τους νθρώπους, γιατί λοι μάρτησαν»[4].

 

* * * * *

 

2. Τό «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[5] ἐπέφερε διπλό θάνατο στούς ἀνθρώπους.

 

α΄. Ὁ πρῶτος θάνατος ἦταν ὁ πνευματικός, πού εἶναι ὁ χωρισμός τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας καί ἡ ἀποξένωσή του ἀπό τόν Δημιουργό καί Πατέρα του. Αὐτά ὅλα σημαίνονται μέ τήν ἐξορία ἀπό τόν Παράδεισο, τήν φρούρηση τῆς πύλης του ἀπό τήν φλογίνη ρομφαία[6].

 

Ὁ ἄνθρωπος τότε ἔχασε ὅλα τά θεῖα δωρήματα τῆς ὑπάρξεώς του καί ἀπομακρύνθηκε γυμνός καί κατάκριτος ἀπό τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ. Ὅπως παραστατικά, ἀλληγορικά περιέγραψε αὐτή τήν κατάσταση ὁ Κύριός μας στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ[7].

 

β΄. Ἀργότερα συνέβη καί ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ σωματικός πού εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, κατά τόν ὁποῖο,  ὅταν ἡ ψυχή ἐξέλθει ἀπό τό σῶμα μέ τό ὁποῖο εἶναι ἑνωμένη καί στό ὁποῖο κατοικεῖ, συμβαίνουν δύο πράγματα:

 

Τό σῶμα μέν διαλύεται στά ἐξ ὧν συνετέθη στοιχεῖα σύμφωνα μέ τήν ὑπενθύμιση τοῦ Θεοῦ στούς Πρωτοπλάστους «γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσει»[8]. Αὐτή τήν φοβερή διαπίστωση λέει ὁ Ἱερέας ὅταν ἐνταφιάζει τό σῶμα τῶν κεκοιμημένων πιστῶν καί τήν ἀκούουν τήν ὥρα αὐτή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Εἶναι σάν νά λέει ὁ Θεός. Τί φαντάσθηκες ὅτι εἶσαι; Ποιός σέ παραπλάνησε νά νομίζεις ὅτι ἔχεις κάποια ἀξία. Χῶμα εἶσαι καί στό χῶμα θά ἐπιστρέψεις.

 

Ἡ δέ ψυχή κατεβαίνει στόν Ἅδη, δηλαδή ζεῖ στερούμενη τήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ.

 

Οἱ Πρωτόπλαστοι ἀπέκτησαν τήν πείρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου, ὅταν εἶδαν νεκρό τόν φονευθέντα υἱό τους Ἄβελ.

 

 

 

3. Σ’ ὁλόκληρη τήν Παλαιά Διαθήκη μέ πολλούς τρόπους οἱ Δίκαιοι περιέγραψαν τήν τραγικότητα τῆς στερήσεως τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό στόν Ἅδη καί τῆς διαλύσεως τοῦ σώματος στόν τάφο. Γι’ αὐτό πάντοτε μέ ὀδύνη καί ἰσχυρές ἱκεσίες παρακαλοῦσαν τόν Θεό «Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τήν ψυχή μου»[9].

 

Μέ τήν ἐλπίδα ὑπερβάσεως αὐτῆς τῆς καταστάσεως καί λυτρώσεως ἔζησαν ὅλοι οἱ Δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τήν ἀνέφερε ὁ ἀπόστολος Πέτρος στό κήρυγμά του τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.  

 

«Γι’ αὐτό χαίρεται ἡ καρδιά μου καί τραγουδάει ἡ γλώσσα μου· Κι ὅταν τό σῶμα μου πάει στόν τάφο. Θά ’χει τήν ἐλπίδα συντροφιά. Γιατί δέ θά ἐγκαταλείψεις τήν ψυχή μου στόν ἅδη, οὔτε θ’ ἀφήσεις τόν ἅγιό σου νά γνωρίσει τή φθορά»[10].

 

Τά πλήγματα τοῦ θανάτου, ὅπως ἀναφέρονται στόν ἀποστολικό λόγο, εἶναι Ἄδης γιά τήν ψυχή, διαφθορά στόν τάφο γιά τό σῶμα.

 

 

 

4. Τά βαρύτατα αὐτά πλήγματα στήν ζωή, στόν ἄνθρωπο, στήν ἀξιοπρέπειά του προκαλοῦν τόν κοινό πανανθρώπινο ὑπαρξιακό πόνο. Τήν ὀδύνη τῆς ὑπάρξεως διέλυσε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του. Αὐτός «ἔλυσε τίς ὠδῖνες τοῦ θανάτου»[11] καί ἀπελευθέρωσε ὅσους ὁ φόβος τοῦ θανάτου τούς εἶχε καταδικάσει νά εἶναι δοῦλοι σ’ ὁλόκληρη τήν ζωή κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο:

 

«Καί μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά ἀπελευθερώσει ὅσους ὁ φόβος τοῦ θανάτου τούς εἶχε καταδικάσει νά εἶναι δοῦλοι σ’ ὅλη τους τή ζωή»[12].

 

Ὁ Κύριος πέθανε πραγματικά ὡς γνήσιος καί αὐθεντικός, ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί παρέδωσε τό πνεῦμα Του προσωρινά στό Θεό Πατέρα Του κατά τό «στά χέρια σου παραδίνω τό πνεῦμα μου». Μόλις τό εἶπε αὐτό, ξεψύχησε»[13] καί τό σῶμα Του ἐνταφιάσθηκε, ὅπως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὑπέστη μέ τήν θέλησή Του τίς συνέπειες πού ὑφίστανται οἱ παραβάτες τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ ἄν καί δέν ἦταν ὑποχρεωμένος, ἐπειδή ἦταν ἀναμάρτητος ὡς ἄνθρωπος.

 

Τήν ταφή τοῦ παναχράντου Σώματός Του βεβαιώνουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί γενικώτερα οἱ Μαθητές τοῦ Ἰησοῦ:

 

«Κατά τό δειλινό, νας νθρωπος, πλούσιος πό τήν ριμαθαία, πού τόν λεγαν ωσήφ καί ταν κι ατός μαθητής το ησο, ἦρθε στόν Πιλάτο καί ζήτησε τό σμα το ησο. Τότε Πιλάτος διέταξε νά το τό δώσουν. Ἀφοῦ λοιπόν ωσήφ πρε τό σμα το ησο, τό τύλιξε σ’ να καθαρό σεντόνι καί τό βαλε πειτα στό δικό του καινούριο μνμα, πού ταν λαξευμένο στό βράχο. στερα κύλησε μία μεγάλη πέτρα, κλεισε τήν εσοδο το μνήματος καί φυγε. Ἐκεῖ μειναν καθισμένες πέναντι πό τόν τάφο Μαρία Μαγδαληνή καί λλη Μαρία»[14].

 

Ὁ θάνατος, γενικά, εἶναι χωρισμός, καί στό θάνατο τοῦ Κυρίου τό πάντιμο Σῶμα Του καί ἡ ψυχή Του χωρίστηκαν πραγματικά. Ἀλλά ἡ μία ὑπόσταση τοῦ Σαρκωμένου Λόγου δέν διαιρέθηκε, ἡ «ὑποστατική ἕνωσις» δέν διασπάσθηκε καί δέν καταστράφηκε. Μ’ ἄλλα λόγια, ἄν καί χωρισμένες ἀπό τόν θάνατο, ἡ ψυχή καί τό σῶμα, παρέμειναν ἑνωμένες διά τῆς θεότητος τοῦ Λόγου, ἀπό τόν ὁποῖο κανένα ἀπό τά δύο δέν ἀποξενώθηκε. Αὐτό δέν ἀλλοιώνει τόν ὀντολογικό χαρακτήρα τοῦ θανάτου, ἀλλά τοῦ ἀλλάζει τό νόημα. Αὐτός ἦταν ἕνας «ἄφθαρτος θάνατος», κι ἑπομένως μέσα σ’ αὐτόν νικήθηκε ἡ φθορά καί ὁ θάνατος, κι ἑπομένως μέσα σ’ αὐτόν ἀρχίζει ἡ ἀνάσταση.

 

Ὁ θάνατος τοῦ ἐνσαρκωθέντος ἀποκαλύπτει τήν ἀνάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Καί ὁ σταυρός ἐμφανίζεται σάν ζωοδότης, τό ξύλο τῆς ζωῆς τό καινό, «πού ἔκαμε νά καταποθεῖ πιά τελείως ὁ θρῆνος τοῦ θανάτου» (Στιχηρά τῆς 3ης Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, ἑσπερινός). Ἡ Ἐκκλησία δίνει τή μαρτυρία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος κατά τό Μεγάλο Σάββατο μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει: «Παρ’ ὅλο πού ὁ Χριστός ἀπέθανε ὡς ἄνθρωπος, καί ἡ ἁγία του ψυχή χωρίσθηκε ἀπό τό ἄμωμό του σῶμα, θεϊκότητά του ...περέμεινε καί στήν ψυχή καί στό σῶμα, ἔμεινε ἀχώριστη κι’ ἀπό τά δύο. Καί ἔτσι ἡ μία ὑπόστασις δέν διαιρέθηκε σέ δύο ὑποστάσεις, γιατί ἐξ ἀρχῆς σῶμα καί ψυχή εἶχαν τό εἶναί τους μαζί μέ τήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου. Παρ’ ὅλο πού τήν ὥρα τοῦ θανάτου σῶμα καί ψυχή χωρίσθηκαν μεταξύ τους, διατηρήθηκαν καί τά δύο, ἀφοῦ εἶχαν μία ὑπόσταση, ἐκείνη τοῦ Λόγου.

 

Ἑπομένως ἡ μία ὑπόσταση τοῦ Λόγου ἦταν ὑπόσταση τόσο τοῦ Λόγου ὅσο καί τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Γιατί οὔτε τό σῶμα, οὔτε ἡ ψυχή ἐπῆραν ποτέ δική τους ὑπόσταση ἄλλη ἀπό ἐκείνη τοῦ Λόγου. Ἡ ὑπόσταση λοιπόν τοῦ Λόγου παραμένει πάντοτε μία, καί δέν ὑπῆρξαν ποτέ δύο ὑποστάσεις τοῦ Λόγου. Καί παρ’ ὅλο πού τοπικά ἡ ψυχή χωρίσθηκε ἀπό τό σῶμα, παρέμειναν διά τοῦ Λόγου ὑποστατικῶς ἑνωμένα»[15].

 

«Μία ὑπῆρχεν, ἡ ἐν τῷ ᾏδῃ ἀχώριστος, καί ἐν τάφῳ καί ἐν τῇ Ἐδέμ, Θεότης Χριστοῦ, σύν Πατρί καί Πνεύματι, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων· Λυτρωτά ὁ Θεός εὐλογητός εἶ» (Τροπάριο τοῦ Ὄρθρου τοῦ Μεγάλου Σαββάτου)

 

Τό μυστήριο τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ περιγράφεται σ’ ἕνα τροπάριο τοῦ Πάσχα:

 

«Ἐν τάφῳ σωματικῶς,

 

ἐν Ἅδου δὲ μετὰ ψυχῆς, ὡς Θεός,

 

ἐν Παραδείσῳ δὲ μετὰ Ληστοῦ,

 

καὶ ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ,

 

μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος,

 

πάντα πληρῶν ὁ ἀπερίγραπτος».

 

Μέ τήν Ἀνάστασή Του πρῶτο ἑνώθηκε ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ μέ τό σῶμα Του ἀναιρώντας ἔτσι τήν συνέπεια τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ ἀπό τούς Πρωτοπλάστους, πού ἦταν  ἡ διάλυση τῆς συμφυῖας ψυχῆς καί σώματος χαρίζοντας σ’ ὅλους τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση καί τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς μέ τό σῶμα κάθε ἀνθρώπου.

 

Δεύτερο ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε στούς μαθητές Του, ὅτι θά ἔρθει νά τούς παραλάβει γιά νά ζήσουν μαζί Του στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἀποκαθιστώντας τήν κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπων.

 

«Στο σπίτι το Πατέρα μου πάρχουν πολλοί τόποι διαμονς ν δέν πρχαν, θά σς τό ’λεγα· γώ πηγαίνω νά σς τοιμάσω τόπο. Κι ταν πάω καί σς τοιμάσω τόπο, πάλι θά ’ρθῶ καί θά σς πάρω κοντά μου, στε που εμαι γώ νά εστε κι σες»[16].

 

* * * * *

 

5. Γιά νά ὑπαχθοῦν οἱ ἄνθρωποι σ’ αὐτό τόν νόμο τῆς ἀναιρέσεως τῶν ὑπαρξιακῶν τους δεινῶν ἀπό τόν θάνατο ἀπαιτεῖται :

 

α΄. Πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί στό ἔργο Του.

 

«Καί καθένας πού ζε κι μπιστεύεται σ’ μένα δέ θά πεθάνει ποτέ. Τό πιστεύεις ατό[17].

 

«Θέλουμε νά ξέρετε, δελφοί, τί θά γίνει μέ ατούς πού πέθαναν, γιά νά μή λυπάστε κι σες πως καί ο λλοι, πού δέν λπίζουν πουθενά. Γιατί, φο πιστεύουμε τι ησος πέθανε κι ναστήθηκε, τσι κι Θεός ατούς πού πέθαναν πιστεύοντας στόν ησο θά τούς ναστήσει γιά νά ζήσουν μαζί του»[18].

 

Ἡ πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό χαρίζει στόν πιστό ἄνθρωπο τήν ἀνάσταση καί τήν ἀθανασία.

 

 

 

β΄. Μετάνοια.

 

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλώντας στούς Ἀθηναίους λέει ὅτι ὁ Θεός ζητεῖ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους σ’ ὅποιο τόπο κι’ ἄν κατοικοῦν νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στόν ἀληθινό Θεό :

 

«Ὁ Θεός τώρα ὅμως ἀπαιτεἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους σέ κάθε τόπο νά μετανοήσουν»[19].

 

 

 

γ΄. Ζωή σύμφωνη μέ τήν εὐαγγελική διδασκαλία

 

Ὁ Κύριός μας ἔδωσε ἐντολή στούς  Μαθητές Του νά διδάξουν τούς ἀνθρώπους νά ζοῦν σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία Του:

 

«Διδάξτε τους νά τηρον λες τίς ντολές πού σς δωσα»[20].

 

« Σς βεβαιώνω πώς ποιος δέχεται τά λόγια μου καί πιστεύει σ’ ατόν πού μέ στειλε χει κιόλας τήν αώνια ζωή καί δέν θά ντιμετωπίσει τήν τελική κρίση, λλά χει κιόλας περάσει πό τό θάνατο στή ζωή»[21].

 

«ν μέ γαπτε, τηρστε τίς ντολές μου. Κι γώ θά παρακαλέσω τόν Πατέρα νά σς δώσει λλον Παράκλητο, τό Πνεμα τς λήθειας, στε νά εναι γιά πάντα μαζί σας...Ἐκεῖνος πού κρατάει τίς ντολές μου καί τίς κτελε, ατός μέ γαπάει· κι ατός πού μέ γαπάει θ’ γαπηθε πό τόν Πατέρα μου, κι γώ θά τόν γαπήσω καί θά το φανερώσω τόν αυτό μου... ποιος μέ γαπάει, το ποκρίθηκε ησος, θά τηρήσει τό λόγο μου. Κι Πατέρας μου θά τόν γαπήσει, καί θά ρθουμε σ’ ατόν καί θά κατοικήσουμε μαζί του»[22].

 

 

 

δ΄. Ὁ Κύριος ἐπίσης τόνισε, ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού παρέχεται μέ τά ἅγια Μυστήρια:

 

«Ὅποιος πιστέψει καί βαφτιστε θά σωθε»[23].

 

 

 

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό πιό ἔνδοξο κεφάλαιο τῆς Καινῆς Διαθήκης τό δέκατο πέμπτο (ιε΄) τῆς πρώτης (Α΄) Πρός Κορινθίους Ἐπιστολῆς ἐξηγεῖ τό μέγα τοῦτο μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τῶν ἀνθρώπων καί ἔργο τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ.

 

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός συζητώντας μέ τήν Μάρθα, ἀδελφή τοῦ Λαζάρου διακήρυξε ὅτι εἶναι χορηγός τῆς ζωῆς διά τῆς ἀναστάσεως στούς κεκοιμημένους «γώ εμαι νάσταση καί ζωή· κενος πού πιστεύει σ’ μένα, κι ν πεθάνει, θά ζήσει»[24].

 

Μέ τήν πίστη του ὁ ἄνθρωπος καί τήν ἔνταξή του στό ἔνδοξο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μετέχει στήν πρώτη ἀνάσταση (τήν πνευματική) πού ὁ δεύτερος θάνατος (ὁ πνευματικός) δέν ἔχει ἐξουσία. Σ’ αὐτή τήν ἀνάσταση δέν μετέχουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἰ μή μόνον οἱ πιστοί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος σ’ αὐτή μετέχει «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ».

 

Γιά τήν σωματική ἀνάσταση πού εἶναι καθολική δηλαδή γενική δωρεά σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους ὁ Κύριος διακήρυξε : «Σᾶς βεβαιώνω πώς πλησιάζει καιρός, φτασε κιόλας, πού ο νεκροί θ’ κούσουν τή φωνή το Υο το Θεο, κι σοι τήν κούσουν θά ζήσουν...κι σοι χουν πράξει δίκαια στή ζωή τους θ’ ναστηθον γιά νά λάβουν μέρος στήν καινούρια ζωή· κι σοι πραξαν φαλα ργα θ’ ναστηθον γιά ν’ ντιμετωπίσουν τήν καταδίκη»[25].

 

Ἔτσι θά ἐπαληθευθεῖ τό προφητευόμενο ἀπό τόν ἀπόστολο Ἰωάννη πού εἶδε στήν Ἀποκάλυψη:

 

«Και εἶδα τούς νεκρούς, μεγάλους καί μικρούς, νά στέκονται μπροστά στό θρόνο. Ἀνοίχτηκαν βιβλία, κι ὕστερα ἀνοίχτηκε ἕνα ἄλλο βιβλίο, τό βιβλίο τῆς ζωῆς. Καί κρίθηκαν οἱ νεκροί κατά τά ἔργα τους, πού ἦταν γραμμένα στά βιβλία. Ἡ θάλασσα παρέδωσε τούς νεκρούς της, καί ὁ θάνατος καί ὁ Ἅδης παρέδωσαν τούς νεκρούς πού φύλαγαν. Κι ὁ καθένας κρίθηκε κατά τά ἔργα του. Τότε ὁ θάνατος καί ὁ Ἅδης ρίχτηκαν στή λίμνη τῆς φωτιᾶς. Αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος, ἡ λίμνη τῆς φωτιᾶς καί ὅποιος δέ βρέθηκε γραμμένος στό βιβλίο τῆς ζωῆς ρίχτηκε στή λίμνη τῆς φωτιᾶς»[26].

 

 

 

 

 



[1] Γενέσεως β΄, 17.

[2] «φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον» Σοφίας Σολομῶντος β΄, 24.

[3] Πρός Ρωμαίους γ΄, 23.

[4] « Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον » Πρός Ρωμαίους ε΄ 12.

[5] Γενέσεως β΄, 17.

[6] Γενέσεως γ΄ 24.

[7] Λουκᾶ ιε΄, 11-32.

[8] Γενέσεως γ΄ 19.

[9] Ψαλμοῦ 141 (ρμα΄), 8.

[10] «Διὰ τοῦτο εὐφράνθη ἡ καρδία μου καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι, ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδου οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν» (Πράξεων β΄ 26-27).

[11] Πράξεων β΄, 24.

[12] «Καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας» Πρός Ἑβραίους β΄, 15.

[13] «Εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου· καὶ ταῦτα εἰπὼν ἐξέπνευσεν» Λουκᾶς κγ΄ 46.

[14] «᾿Οψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, τοὔνομα ᾿Ιωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ ᾿Ιησοῦ· οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα. καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ ᾿Ιωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν. ῏Ην δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου» Ματθαίου κζ΄, 57-61.

 

[15] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ΙΙΙ, PG 94, 1097.

[16] «Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν· πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἦτε» Ἰωάννου ιδ΄ 2-3.

[17] «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» Ἰωάννου ια΄ 26.

[18] « Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι ᾿Ιησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ» Πρός Θεσσαλονικεῖς Α΄ δ΄ 13-14.

[19] «ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν» Πράξεων ιζ΄ 30

[20] «Διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» Ματθαίου κη΄ 20

[21] « Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» Ἰωάννου ε΄ 24.

[22] «᾿Εὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε, καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα,... ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν...ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν» Ἰωάννου ιδ΄ 15, 21, 23.

[23] «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται» Μάρκου ιστ΄ 16.

[24] «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα» Ἰωάννου ια΄ 25.

[25] «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται... καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» Ἰωάννου ε΄ 25, 29.

[26] «Καὶ εἶδον τοὺς νεκρούς, τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς μικρούς, ἑστῶτας ἐνώπιον τοῦ θρόνου, καὶ βιβλία ἠνοίχθησαν· καὶ ἄλλο βιβλίον ἠνοίχθη, ὅ ἐστι τῆς ζωῆς· καὶ ἐκρίθησαν οἱ νεκροὶ ἐκ τῶν γεγραμμένων ἐν τοῖς βιβλίοις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. καὶ ἔδωκεν ἡ θάλασσα τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτῇ, καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἔδωκαν τοὺς νεκροὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς, καὶ ἐκρίθησαν ἕκαστος κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν. καὶ ὁ θάνατος καὶ ὁ ᾅδης ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός· οὗτος ὁ θάνατος ὁ δεύτερός ἐστιν. καὶ εἴ τις οὐχ εὑρέθη ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς γεγραμμένος, ἐβλήθη εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός » Ἀποκαλύψεως κ΄ 12-15.