Ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή τῶν πιστῶν

 (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ -19 Ἰουνίου 2016)

 

Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

 «Τοῦτο δέ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος

οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες

εἰς αὐτόν» (Ἰωάννου ζ΄, 39)

                                    

 

Εἶναι διδασκαλία καί πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι κάθε νθρωπος, πού βαπτίζεται, λαμβάνει μέ τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος τήν Χάρη τῆς Πεντηκοστῆς, δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γίνεται τό κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, ναός τς γίας Τριάδος, πέρτιμος θρόνος τν τριν Προσώπων τῆς μίας Θεότητος, τό σκήνωμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «Δέν ξέρετε πς εστε ναός το Θεο κι τι τό Πνεμα το κατοικε νάμεσά σας;»[1].

 

α΄- Τό Ἁγιοτριαδικό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας

Τό Ἁγιοτριαδικό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τήν κορυφαία καί θεμελιώδη διδασκαλία Της περί Θεοῦ, πού τήν δίδαξε καί φανέρωσε στούς ἀνθρώπους ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μέ Τό κήρυγμά Του κατά τήν διάρκεια τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας.

ναρχος Πατέρας, γενν χρόνως τόν Συνάναρχο Υἱό Λόγο, καί ἐκπορεύει τόν Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Υἱός τοῦ Πατρός, εἶναι Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ , ζωντανή εκόνα Του, τό ἀπαύγασμά τῆς δόξης Του, ὁ χαρακτήρας τῆς ποστάσεώς Του[2] πού δέν παύει ν’ ἀγαπᾶ μέ πειρη κι τελείωτη γάπη τόν Πατέρα Του. Ἀμοιβαία καί κενος ἀγαπᾶται. Τό γιο Πνεῦμα εἶναι Θεός καί θεοποιοῦν, φῶς καί φωτός χορηγός, πρόσωπο σο ὁμότιμο καί ὁμόδοξο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υό κι μως ξεχωριστό ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό. «Ἀκτιστοσυμπλαστουργοσύνθρονον» ἀποκαλεῖ στό τρίτο τροπάριο τῆς ὀγδόης ὠδῆς τοῦ ἰαμβικοῦ Κανόνος τῆς ἑορτῆς ὁ ποιητής του Ἰωάννης τοῦ Ἀρκλᾶ, δηλαδή Ἄκτιστον, Συμπλαστουργόν, Σύνθρονον τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ.

Ἐκεῖνο, πού διακρίνει τόν Πατέρα, πό τά λλα Πρόσωπα εναι πατρότητα καί ἡ ἐκπόρευση. Ἐκεῖνο πού διακρίνει τόν Υἱό ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εναι υἱότητα καί κεῖνο, πού διακρίνει τό γιο Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό εἶναι τό κπορευτό. Ἅγιος Πατέρας, γιος Υός, γιο τό Πανάγιο Πνεῦμα. Παντοδύναμος Πατέρας, Παντοδύναμος Υός, Παντοδύναμο τό γιο Πνεῦμα. Ἄκτιστος Πατέρας, κτιστος Υἱός, κτιστο τό γιο Πνεῦμα. Καί τά Τρία Πρόσωπα εἶναι ἴσα καί ἔχουμε Τριάδα προσώπων σέ Μονάδα οὐσίας  καί Μονάδα οὐσίας σέ Τριάδα Προσώπων. Τά τρία πρόσωπα δέν συγχέονται στίς ποστάσεις. Τά πρόσωπα παραμένουν αἰώνια διακριτά Πατέρας, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα· Χωρίς νά χωρίζονται στήν οὐσία, παραμένουν αἰώνια ἑνωμένα ὁμοούσια καί ἀδιαίρετα, Μία Θεότητα, Μία Δύναμη, μία Σύνταξη, Μία προσκύνηση τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Τά τρία λοιπόν πρόσωπα, Πατέρας, Υός καί τό γιο Πνεῦμα, διαίρετη Τριάδα κατοικε στόν δίκαιο ἄνθρωπο. Ὁ Παντοδύναμος καί πειρος Θεός βρίσκεται μέσα του καί ἑνώνεται μαζί του.

Σ’ αὐτή τήν ἕνωση ἀναφέρονται οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ :

«Ὥστε νά εναι λοι να, πως σύ, Πατέρα, εσαι νωμένος μ’ μένα κι γώ μ’ σένα· νά εναι κι ατοί νωμένοι μ’ μς»[3].

 

β΄. «Θά κατοικήσω ἀναμεσά τους»[4].

Ὁ Θεός εἶχε ὑποσχεθεῖ ὅτι θά ἐνοικοῦσε μέσα στούς ἀνθρώπους:

«Θά περπατάω ἀναμεσά σας καί θά εἶμαι ὁ Θεός σας καί ἐσεῖς θά εἶστε ὁ λαός μου»[5].

«Θά κατοικήσω μαζί τους. Θά εἶμαι ὁ Θεός τους καί αὐτοί θά εἶναι ὁ λαός μου»[6].

παρουσία ατή δέν εναι πλς μία παρουσία τοῦ Πλάστου καί τοῦ Κυβερνήτου, πού διατηρε καί κατευθύνει τά κτίσματά Του σύμφωνα μέ τούς μετάβλητους νόμους Του, παρακολουθώντας τό καθετί, κόμη καί τά πιό ἀσήμαντα (ὅπως π.χ. τίς τρίχες τῆς κεφαλῆς μας[7]) ἤ τό πιό πομακρυσμένο κι γνωστο. Δέν εναι μόνο μία παρουσία, πού προνοεῖ καί διέπει τά λογικά πλάσματα γνωρίζοντας τά πιό κρυφά κι δηλα τῆς καρδις τους κατά τό «ὁ Κύριος ἐξετάζει ὅλες τίς καρδιές καί γνωρίζει ὅλες τίς σκέψεις»[8] λλ’ εἶναι μία παρουσία πραγματική καί οὐσιαστική, ἰδιαίτερη καί μοναδική, νώτερη καί στενή, πρωτάκουστη καί ληθινή.

παρουσία αὐτή τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή τοῦ δικαίου εναι πολύ διαφορετική, ἀπ’ κείνη κατά τήν ὁποία βρίσκεται «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρν».

Ἡ παρουσία ατή εἶναι πραγματική κατασκήνωση τοῦ Θεοῦ  στήν ψυχή τοῦ δικαίου καί νομάζεται στή Θεολογία θεία νοίκηση.

Μόνο ὅσοι δέχθηκαν τόν Θεό στήν καρδιά τους μποροῦν νά περιγράψουν αὐτή τήν ἀπερινόητη παρουσία, τήν θαυμαστή ἀλλοίωση πού προκαλοῦν τά ἐνεργήματα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ψυχή σκιρτᾶ ἀπό τήν οὐράνια εὐφροσύνη καί βιώνει τό ἔνθεο πάθος τῶν ἐφετῶν τό ἀκρότατον. Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος πού ἔζησε στή ζωή του αὐτή μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ κατέγραψε αὐτή τήν ἀνέκφραστη ἐμπειρία στούς πενήντα πέντε λόγους του. Ἀπό τήν Εἰσαγωγή στήν ἔκδοση τῶν λόγων του δανειζόμαστε μερικά γιά τά ἐνεργήματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅταν κατοικήσει στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου[9]:

 «Τὶ δέν ἐνεργεῖ; Καὶ τὶ δέν χαρίζει τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τὸ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον; Καὶ ἐν τῷ Υἱῶ ἀναπαυόμενον; Τὸ αὐτοφῶς, καὶ φωτός παρεκτικόν, τὸ σοφόν, καὶ σοφίας χορηγόν, ἡ πηγή τῶν θαυμάτων, καὶ χαρισμάτων, ὅταν κατοίκησῃ διὰ τῆς χάριτός του μέσα εἰς καμμίαν καθαρὰν ψυχήν, ἐκεῖ μέσα ἐκχέει ὡς ποταμὸς εἰρήνης, κατὰ τὸ γεγραμμένον, τά ᾀείζωα ῥεῖθρα τῶν θαυμαστῶν του ἐνεργειῶν· ἐκεῖ ὡς δένδρον οὐράνιον ῥιζούμενόν τε, καί στελεχούμενον, ὡς εἶπεν ὁ θεῖος Κάλλιστος, καρποφορεῖ τούς ὑπερφυσικούς ἐκείνους, καὶ γλυκυτάτους καρπούς ὁποῦ ἀπαριθμεῖ ὁ Ἀπόστολος· τὴν ἀγάπην, λέγω, τὴν χαράν, τὴν εἰρήνην, καὶ τὰ λοιπά· ἐκεῖ, ἐκεῖ ὡς μεγαλόδωρος βασιλεύς φιλοδωρεῖ τὴν ψυχήν ἐκείνην ὁποῦ τὸν δεχθῆ, μὲ τὰ πλούσια ἐκεῖνα, καὶ μεγαλοπρεπέστατα χαρίσματα ὅπου γράφει ὁ Ἡσαΐας· ἤγουν μὲ τὸ χάρισμα τῆς σοφίας, καὶ τῆς συνέσεως· μὲ τὸ τῆς βουλῆς, καί τῆς ἰσχύος· μὲ τὸ τῆς γνώσεως, καὶ εὐσέβειας, καὶ τοῦ φόβου Θεοῦ· ἐκεῖ τέλος πάντων, ὡς γραμματεὺς ὀξυγράφος, κατὰ τὸν θεῖον Δαβίδ, καλλιγραφεῖ ἐπάνω εἰς τὸ πλάτος τῆς καθαρᾶς καρδίας, ὡσὰν εἰς βιβλίον, τούς πνευματικούς του νόμους, τὰς θείας του βουλάς, καὶ τὰ ἀπόκρυφα μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὄχι μὲ μελάνι, ἀλλὰ μὲ τὸ θεῖον φῶς τῆς ἀπειροδυνάμου του χάριτος, καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸ τὸ φῶς, εἶναι φυσικά ἑνωμένη ἡ ἀποκάλυψις, καὶ φανέρωσις ὅλων τῶν μυστικῶν, καὶ βαθέων, ὡς εἶπεν ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. Ὅθεν καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ ἀξιωθῇ νὰ ἔχῃ ἐγκάτοικον εἰς τὴν ψυχήν του τοιοῦτον διδάσκαλον ἀπειρόσοφον, καὶ νὰ περιφέρῃ ἐγγεγραμμένον τὸν θεῖον νόμον μέσα εἰς τὰς πλάκας τῆς καρδίας του, δὲν ἔχει χρείαν ἀπὸ βιβλία· δὲν χρειάζεται νὰ βλέπῃ μὲ τοὺς αἰσθητούς ὀφθαλμούς εἰς τὰ διὰ μέλανος γράμματα, καὶ ἐκεῖθεν νὰ λαμβάνῃ εἰς τὸν νοῦν τὰ νοήματα· ὄχι· ἀλλὰ ἀντὶ διὰ βιβλίον, ἔχει τὴν κεκαθαρμένην καρδίαν του· ἀντὶ διὰ φῶς αἰσθητόν, ἔχει τὸ νοητὸν φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ἀντὶ διὰ ὀφθαλμὸν αἰσθητόν, ἔχει τὴν πεφωτισμένην του διάνοιαν. Καὶ λοιπὸν βλέπωντας μὲ τὴν διάνοιαν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ βάπτωντας αὐτὴν εἰς τὸ ἀπόρρητον φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁποῦ κατοικεῖ ἐκεῖ, ἀναγινώσκει τὰ ἐκεῖσε ἐγγεγραμμένα πνευματικά, καὶ θεῖα νοήματα· καὶ ἐντεῦθεν γίνεται σοφός, ἀπὸ ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον ἄσοφος· εὔγλωττος ῥήτωρ, ἀπὸ ἰδιώτης, καὶ ἀπαίδευτος. «Ὥσπερ ὁ αἰσθητός ὀφθαλμὸς εἰς τὸ γράμμα ἀφορᾷ καὶ ἐκ τοῦ γράμματος λαμβάνει τοῦ αἰσθητοῦ τὰ νοήματα, οὕτως ὁ νοῦς, ὅταν καθαρθῇ, καὶ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἐπανέλθῃ ἀξίωμα, εἰς Θεόν ὁρᾷ, καὶ ἐξ αὐτοῦ λαμβάνει τὰ θεῖα νοήματα· καὶ ἀντὶ μὲν βίβλου ἔχει τὸ Πνεῦμα, ἀντὶ δὲ καλάμου τὴν διάνοιαν, καὶ τὴν γλῶσσαν»[10].

 

 

γ΄. Ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ὑποσχέσεως

λήθεια ατή τῆς θείας νοικήσεως δέν εναι ἕνα λεύθερο θέμα τς πίστεως, πού μπορεῖ κανείς νά τό παραδεχθεῖ νά τ’ ρνηθεῖ. Εναι θεμελιώδης λήθεια γιά τόν πιστό, πού στηρίζεται στήν λάνθαστη Γραφή καί στήν ὁμόφωνη Παράδοση.

Πρῶτος ὁ Ἰησοῦς Χριστός δίδαξε τήν λήθεια αὐτή, γιατί τό μυστήριο τς γίας Τριάδος πρό τοῦ ησοῦ δέν εχε κόμα ἀποκαλυφθεῖ πλήρως στούς νθρώπους. Ἐξηγεῖ στούς Μαθητές Του:  

«ποιος μέ γαπάει», θά τηρήσει τό λόγο μου. Κι Πατέρας μου θά τόν γαπήσει, καί θά ρθουμε σ’ ατόν καί θά κατοικήσουμε μαζί του»[11].

«Ἐάν τις ἀγαπᾷ με» τονίζει Κύριος, γιατί γάπη τοῦ Θεοῦ  εἶναι   πρτος καί παραίτητος ὅρος γιά νά πραγματοποιηθεῖ θεία νοίκηση. Ἀγαπᾶ τόν Θεό, ὅποιος τηρεῖ τόν λόγο πού δίδαξε ὁ Κύριος.  Π ρ ό ς  α τ ό ν στό δίκαιο, σέ κεῖνο πού γαπᾶ τόν Θεό διεκήρυξε ὁ Κύριος λ ε υ σ ό μ ε θ α, δηλαδή θά ἔλθουμε ὄχι μόνο θά δώσουμε τά δρα μας, τή θεία χάρη, τίς ρετές, λλά πραγματικά Ἐμεῖς θά ἔλθουμε. Τά τρία Πρόσωπα, Πατήρ καί Υἱός, καί  τό γιο Πνεῦμα, θά λθουμε νά κατοικήσουμε μέσα στήν ψυχή τοῦ δικαίου. Μ ο ν ή ν  π ο ι ή σ ο μ ε ν. Θά κάνουμε κεῖ τήν κατοικία μας, Θά ἔλθουμε ὄχι περαστικά, παροδικά, γιά λίγο καιρό, λλά ἐξακολουθητικῶς, συνεχῶς θά παραμείνουμε τόσο ὅσο δίκαιος δέ θά μς διώξει, σο θά μείνει στή χάρη, ὅσο θά διατηρεῖ τήν γάπη.

Αὐτή εναι ληθινή ρμηνεία τν λόγων τοῦ Κυρίου, πού πικυρώνεται μέ τό λλο δάφιο, ὅπου πόσχεται τό γιο Πνεῦμα:

«Κι γώ θά παρακαλέσω τόν Πατέρα νά σς δώσει λλον Παράκλητο, τό Πνεμα τς λήθειας, στε νά εναι γιά πάντα μαζί σας... Ἀλλά τό Πνεμα τό γιο, Παράκλητος, πού θά στείλει Πατέρας στό νομά μου, κενος θά σς διδάξει τά πάντα καί θά φέρει στή μνήμη σς λα σα σς χω πε γώ»[12].

Τά λόγια αὐτά  δέν λέγονται μόνο γιά τούς ποστόλους πού ἔλαβαν τό γιο Πνεῦμα τήν μέρα τῆς Πεντηκοστς, λλα καί γιά κάθε πιστό.

Σέ κάθε πιστό πόσχεται λάνθαστος καί ψευδής Κύριός μας ὅτι  θά μείνει μέσα του Παράκλητος, ν ατός διατηρήσει τήν γάπη πρός τόν Θεό!

δ΄. Ἡ μαρτυρία τῶν θεοπνεύστων Ἀποστόλων

Ἔτσι ννόησαν καί ἔτσι ρμήνευσαν τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου οἱ λάνθαστοι καί μπνευσμένοι κήρυκες τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, οἱ πόστολοι.

γιος ωάννη, ὁ Εὐαγγελιστής καί Θεολόγος στήν Α΄ πιστολή του γράφει: «Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη· κι ὅποιος ζεῖ μέσα στήν ἀγάπη, ζεῖ μέσα στόν Θεό, κι ὁ Θεός μέσα σ’ αὐτόν»[13].

ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Ρωμαίους ὅτι: «Μαρτυρε γι’ ατό γάπη το Θεο, μέ τήν ποία τό γιο Πνεμα πού μς δόθηκε γέμισε καί ξεχείλισε τίς καρδιές μας»[14]. ἴδιος Ἀπόστολος συχνά στίς πιστολές του πενθυμίζει στούς πρώτους χριστιανούς ατή τή μεγάλη λήθεια καί παιτεῖ οἱ πιστοί ποτέ νά μή τήν λησμονοῦν. «Δεν ξέρετε πς εστε ναός το Θεο κι τι τό Πνεμα του κατοικε νάμεσά σας;»[15]  καί λλοῦ «Ἤ μήπως δέν ξέρετε τι τό σμα σας εναι ναός το γίου Πνεύματος τό ποο σς χάρισε Θεός καί βρίσκεται μέσα σας; ... σᾶς γόρασε Θεός καί πλήρωσε τό τίμημα. Τό Θεό λοιπόν νά δοξάζετε μέ τό σμα σας καί μέ τό πνεμα σας, πού νήκουν σ’ ατόν» [16].

Γραφή λοιπόν διδάσκει καθαρά ὅτι  τά Τρία πρόσωπα κατοικοῦν σέ κάθε ψυχή πού δέν μολύνεται ἀπό τήν μαρτία καί βρίσκεται στή χάρη.

 

ε΄. Ἡ ὁμόφωνη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

Ἡ Παράδοση ρχεται ν’ ποδείξει, ὅτι  εἶναι μόφωνη μέ τή Γραφή.

Ἀπ’ τούς πρώτους Μάρτυρες, ἀπ’ τή διδασκαλία τν Πατέρων, π’ τήν πίσημη ξήγηση τς κκλησίας χουμε αθεντική ρμηνεία τς Γραφς καί τήν ρθή νάπτυξη τς μεγάλης αὐτῆς λήθειας.

Στίς ρχές τοῦ Β΄ αἰῶνα μ.Χ. γιος Ἰγνάτιος ὁ Ἐπίσκοπος τς ντιοχείας στά γράμματά του πογραμμίζει, ὅτι  οἱ ληθινοί χριστιανοί χουν τόν Θεό στήν καρδιά τους καί τούς ποκαλεῖ  θ ε ο φ ό ρ ο υ ς[17].

Ὅταν τόν φεραν γιά νάκριση μπροστά στόν ατοκράτορα Τραϊανό πότομα καί αστηρά τόν ρωτᾶ:

«Ποιός εἶσαι, πονηρό πνεῦμα,...»

«Κανένας δέν ἀποκαλεῖ ἕναν Θεοφόρο πονηρό πνεῦμα» ἀπαντᾶ ρεμα καί γλυκά γνάτιος.

«Καί τί σημαίνει Θεοφόρος;» ἐρωτ περίεργος Τραϊανός.

«Αὐτός πού ἔχει τόν Χριστό στό στέρνο του» προσθέτει γνάτιος,

«Ναί, διότι εἶναι γραμμένο θά κατοικήσω μέσα σ’ αὐτούς καί θά περπατήσω μέσα τους»[18].

Στά συγγράμματα τν γίων Πατέρων βρίσκονται σελίδες λόκληρες γιά τήν νάπτυξη τῆς βασικς ατῆς λήθειας. Ἰδιαίτερα γιος Ἀθανάσιος, γιος Βασίλειος, καί γιος Κύριλλος λεξανδρείας μιλοῦν γιά τή θεία νοίκηση. «Εἰσέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα ὄχι μέ ἄλλο τρόπο ἀλλά ὅπως ὁ Υἱός σέ μᾶς γιά νά κατοικήσει», γράφει γιος θανάσιος στήν Α΄ πιστολή του στό Σεραπίωνα[19]. «Ἔτσι ἀκριβῶς καί τό Πνεῦμα ἐνῶ εἶναι σάν νά παρευρίσκεται μόνο του σέ κάθε τί δεκτικό τῆς ἐνέργειάς του ἀφήνει διαρκῶς ὁλόκληρο τή χάρη του σέ ὅλα» ξηγεῖ μέγας Βασίλειος στήν πραγματεία του «Περί τοῦ γίου Πνεύματος»[20].

Στό Σύμβολο τοῦ γίου πιφανίου — πού ταν ποχρεωμένοι ν’ παγγέλλουν οἱ νήλικοι πιστοί πρό τοῦ Βαπτίσματος — διαβάζουμε «Καὶ εἰς τὸ γιον Πνεῦμα πιστεύομεν, τὸ λαλσαν ν Νόμῳ καὶ κηρύξαν ν τοῖς προφήταις καὶ καταβᾶν ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην, λαλσαν ν ποστόλοις, λαλοῦν ἐν ἀποστόλοις, ο ἰ κ ο ῦ ν   ἐ ν   Ἁ γ ί ο ι ς»[21].

 

στ΄. «Ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν»

Οἱ πιστοί, ὅταν ἀπαγγέλλουν τό «Βασιλεῦ Οὐράνιε», ζητοῦν νά ἔλθει ὁ Θεός νά κατοικήσει ἐντός τους στά βάθη τοῦς ψυχῆς τους καί τῆς ὑπάρξεώς τους. Αὐτή ἡ ἐνοίκηση διαλύει κάθε φόβο καί πειρασμό στήν ζωή ἐφ’ ὅσον «Γιατί τό Πνεμα πού μς δωσε Θεός δέν εναι πνεμα δειλίας, λλά πνεμα δύναμης κι γάπης καί σωφροσύνης»[22].

Μέ τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο ναφωνοῦμε κι μεῖς:

«Veni, Lumen verum. Veni, vita aeterna. Veni, absconditum mysterium. Veni, Thesaure carens nomine. Veni, parennis exsultatio. Veni, Lumen nunquam occidens. Veni, laetitia sempiterna. Veni, corona immarcescibilis…Veni, quaem misera anima mea desideravit, et desiderat. Veni, sole, ad solum; sum enim solus. Veni, qui factus es desiderium meum»

Δηλαδή :

«Ἔλα, φς ληθινό. λα, αώνια ζωή. λα, κρυμμένο μυστήριο. Ἔλα, ρρητε θησαυρέ!.. Ἔλα, διαρκής χαρά. λα, σβεστο φς... λα, αἰώνια γαλλίαση. λα, μάραντο στεφάνι... Ἔλα, σύ πού διαρκς πιθύμησες καί πιθυμεῖς τήν θλια ψυχή μου. Ἔλα, σύ Μόνε σέ κάποιον λλο, πού μένει μόνος... Ἔλα, ἐσύ πού γινες ἐπιθυμία...»[23].

Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μᾶς βεβαιώνει στήν Ἀποκάλυψη ὅτι αὐτή ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους θά πραγματοποιηθεῖ τέλεια καί ὁλοκληρωτικά ὅταν ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός συνάξει τούς πιστούς καί ὁ Θεός ἔσται μετ’ αὐτῶν. 

«Τότε κουσα μία δυνατή φωνή π’ τόν ορανό νά λέει: «Τώρα πιά κατοικία το Θεο εναι μαζί μέ τούς νθρώπους. Θά κατοικήσει μαζί τους, κι ατοί θ’ ποτελον τό λαό Του. διος Θεός θά εναι μαζί τους, θά διώξει κάθε δάκρυ πό τά μάτια τους, κι θάνατος δέ θά πάρχει πιά· οτε πένθος οτε κλάμα οτε πόνος θά πάρχει πιά, γιατί τά παλιά πέρασαν». Καί επε ατός πού καθόταν στό θρόνο: «Τώρα, λα τά κάνω καινούργια». Καί μο λέει: «Γράψε, γιατί τά λόγιά μου εναι ξιόπιστα κι ληθινά»[24].

 

 

 

 

 

 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ



[1] «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε (δηλαδή οἱ πιστοί) καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; » Πρός Κορινθίους Α΄ γ΄, 16 καί Β΄  στ΄, 16.

[2]  Πρός Κολοσσαεῖς α΄, 15 καί Πρός Ἑβραίους α΄, 3.

[3]« Ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν» Ἰωάννου ιζ΄, 21.

[4] «Ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς» Πρός Κορινθίους Β΄ στ΄, 16.

[5] «Καὶ ἐμπεριπατήσω ἐν ὑμῖν· καὶ ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι λαός» Λευϊτικοῦ κστ΄, 12.

[6] «Καὶ ἔσται ἡ κατασκήνωσίς μου ἐν αὐτοῖς, καὶ ἔσομαι αὐτοῖς Θεός, καὶ αὐτοί μου ἔσονται λαός» Ἱεζεκιήλ λζ΄, 27.

[7] Ματθαίου ι΄, 30.

[8] «Πάσας καρδίας ἑτάζει Κύριος» Α΄ Παραλληπομένων κη΄, 9 Πρβλ. Ψαλμοῦ ζ΄, 9.

[9] Τοῦ Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Τά εὑρισκόμενα, σ. δ΄- ε΄, ἔκδοση Βασιλείου Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977.

[10]Γρηγορίου Σιναΐτου, Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος, (κγ΄) Ἑλληνική Πατρολογία (PG)  150, 1245D.

[11] «Ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν» Ἰωάννου ιδ΄, 23.

[12] «Καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, ...Ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν» ωάννου ιδ΄, 16 καί 26.

[13] «Ο Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» ωάννου Α΄  δ΄, 16.

[14] « γάπη τοῦ Θεοῦ  κκέχυται ν ταῖς καρδίαις μῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος μῖν» Πρός Ρωμαίους ε΄, 5.

[15] «Οκ οἴδατε, γράφει στούς Κορινθίους, ὅτι  ναός Θεοῦ  στε καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ  οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» Πρός Κορινθίους Α΄γ΄ 16.

[16] «Οκ οἴδατε ὅτι  τὸ σμα μῶν ναός τοῦ ν μῖν γίου Πνεύματος στίν;... Ἠγοράσθητε τιμῆς. Δοξάσατε δὴ τὸν Θεόν ν τ σώματι μῶν καὶ ν τῷ πνεύματι μν, τινα στὶ τοῦ Θεοῦ» Πρός Κορινθίους Α΄ στ΄ 19

[17] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους, IX, ΒΕΠΕΣ, τ.2, σ. 266,11 καί σ.288, 38.

[18] Λευϊτικοῦ κστ΄, 12 καί Πρός Κορινθίους στ΄, 16.

«Τίς εἶ, κακόδαιμον,...»

«Οδείς Θεοφόρον ποκαλεῖ κακοδαίμονα»,

«Καί τίς ἐστι Θεοφόρος;»

«Ὁ Χριστόν χων ν στέρνοις»,

«Ναί· γέγραπται γάρ·  ἐνοικήσω ν ατοῖς καί ἐμπεριπατήσω» Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος, ΒΕΠΕΣ, τ. 2, σ. 338, 28-339, 11. 

[19] «Συνεισέρχεται τὸ Πνεῦμα οὐκ λλως ἤ ς Υὸς ν μῖν οἰκήσων» Ἑλληνική Πατρολογία (PG) τόμος 26, στήλη 601.

[20] «Τό Πνεῦμα κάστῳ τν δεκτικν ς μόνω παρόν διαρκ τοῖς πᾶσι τήν χάριν λόκληρον ἐπαφίησιν» Ἑλληνική Πατρολογία (PG) τόμος 32, στήλη 109.

[21] Ἑλληνική Πατρολογία (PG) τόμος 43 στήλη 236.

[22] «Οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς Πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ» Πρός Τιμόθεον Β΄, α΄, 7.

[23] Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος : Θείων ἐρώτων ἤ ἱερῶν μελετῶν Ἑλληνική Πατρολογία (PG) 120 στήλη 508-509.

[24] «Καὶ ἤκουσα φωνῆς μεγάλης ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λεγούσης· ἰδοὺ ἡ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν ἀνθρώπων, καὶ σκηνώσει μετ᾿ αὐτῶν, καὶ αὐτοὶ λαὸς αὐτοῦ ἔσονται, καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν ἔσται, καὶ ἐξαλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ Θεὸς πᾶν δάκρυον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγὴ οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι· ὅτι τὰ πρῶτα ἀπῆλθον.  Καὶ εἶπεν ὁ καθήμενος ἐπὶ τῷ θρόνῳ· ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα. Καὶ λέγει μοι· γράψον, ὅτι οὗτοι οἱ λόγοι πιστοὶ καὶ ἀληθινοί εἰσι» Ἀποκαλύψεως κα΄, 3-5.