logo


 

Ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων

(ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟ  – ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

 «καὶ οὐκ εἶπεν αὐτῷ ησοῦς ὅτι οὐκ ποθνήσκει»

     (ωάννου 21, 23)

 

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ ἔχων ἐξουσία ζωῆς καί θανάτου ὡς αἰώνιος βασιλέας δέν ὑποσχέθηκε σέ ἄνθρωπο ὅτι δέν θά πεθάνει. Ὅλοι ποθνήσκουν καί ἐκπληρώνουν τό κοινό αὐτό χρέος τῆς ὑπάρξεώς τους. Ὅλοι ἔχουμε κεκοιμημένους. Ὅλους αὐτούς τούς κεκοιμημένους τούς σκεπτόμαστε ἰδιαίτερα τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τς Πεντηκοστς, πού θεσπίσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ὡς μέρα μνήμης καί προσευχῆς γιά τούς κεκοιμημένους. μέρα θλιβερν ναμνήσεων καί σπαραγμν. μέρα δακρύων. μέρα, ὅπου οἱ ζωντανοί συναντνται μέ τούς κεκοιμημένους γιά νά δηλώσουν, ὅτι θάνατος δέν σπάζει τούς δεσμούς τοῦ αἵματος καί τς γάπης.

Οἱ καμπάνες μέ τούς βαρεῖς χους τους ναγγέλλουν τήν πένθιμη αὐτή ἡμέρα. Οἱ μονότονοι καί ραιοί κτύποι τους γεμίζουν τίς καρδιές κατήφεια. Μεγάλο πλθος ἀνθρώπων πηγαίνει νά πισκεφθεῖ τούς τάφους τῶν προσφιλῶν του. σκέψη ὅλων στρέφεται σέ πρόσωπα οἰκεῖα καί ἀγαπητά πού ἀναχώρησαν ἀπό τήν παρούσα ζωή. Οἱ πιστοί συρρέουν στά Κοιμητήρια. Οἱ ζωντανοί πισκέπτονται τούς κεκοιμημένους. Ὅσοι βρίσκονται στό δρόμο πηγαίνουν νά πισκεφθοῦν κείνους πού ἔφθασαν. Αἰδέσιμος καί συγκινητική εναι μέρα τν κεκοιμημένων! Ἐμπνέει  σεβασμό καί ἱερότητα πού δέν περιγράφεται. Οἱ κεκοιμημένοι λκύουν τούς ζωντανούς. Οἱ εὐσεβεῖς τιμοῦν τούς κεκοιμημένους. Πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων μαυροφορεμένοι μέ τά λουλούδια στά χέρια πνε νά γονατίσουν στούς τάφους τν προσφιλν τους καί νά τούς νάψουν ἕνα κανδήλι, σύμβολο πίστεως καί γάπης. ἡμέρα τν ψυχῶν συγκινεῖ καί διδάσκει: α) Γιά τή βαθειά ννοια, πού γκλείει καί β) Γιά τά ὅσα μᾶς διδάσκει.

 

1. Ἡ βαθειά ννοια τς μέρας τῶν κεκοιμημένων.

Πρίν πό τήν ορτή τῆς Πεντηκοστῆς, ρχεται μέρα τν κεκοιμημένων. Πρίν πό τή ἔλευση τς ξαγιαστικῆς νέργειας τοῦ Παναγίου Πνεύματος ρχεται τό Ψυχοσάββατο, μέρα τν ψυχν. Πρίν κόμα πό τήν ορτή τν γίων Πάντων ρχεται μέρα τν κεκοιμημένων. Πρίν ἀπό τούς μνους καί τίς μελωδίες χαρς γιά τούς ἁγίους, πού νδοξα βασιλεύουν στούς ορανούς[1] ρχονται οἱ ὕμνοι καί οἱ μελωδίες λύπης γιά κείνους πού ἔφυγαν ἀπό τόν παρόντα κόσμο. κκλησία, μητέρα ὅλων τν λυτρωμένων ἀπό τό αμα τοῦ Χριστοῦ[2] σκέπτεται ὅλα τά παιδιά της καί κεῖνα πού βρίσκονται στόν οὐρανό καί κεῖνα, πού γωνίζονται στή γ. κκλησία μς προσκαλεῖ νά σκεφθοῦμε ὅλους κείνους, πού  προηγήθηκαν ἀπό μᾶς στό ταξίδι τς αωνιότητας. Νά σκεφθοῦμε ὄχι μόνο τούς συγγενεῖς καί τούς φίλους λλά ὅλους χωρίς διάκριση. Ὄχι μονάχα τούς μεγάλους εὐεργέτες τῆς νθρωπότητας καί τούς ρωες τς Πατρίδας ὄχι μόνο κείνους πού ἔλαμψαν μέ τή σοφία τους καί τά εγενικά αἰσθήματά τους, λλά ὅλους γενικά, γιατί ὅλοι εναι δελφοί μας. Νά τούς σκεφθοῦμε γιά νά τούς τιμήσουμε. Νά τούς τιμήσουμε ὄχι μόνο μέ μία πλή πίσκεψη, ὅπως κάνουμε σέ ἕνα μουσεῖο μία πινακοθήκη, ὄχι μόνο γιά νά ἀφήσουμε στόν τάφο τους λίγα λουλούδια νά τούς νάψουμε ἕνα κεράκι, ἀλλά γιά νά τούς κδηλώσουμε τήν γάπη μας μέ τίς προσευχές μας καί νά τούς τιμήσουμε μέ τά καλά μας ργα λεημοσύνης καί φιλαλληλίας.

τιμή, πού θά ποδώσουμε στούς κεκοιμημένους μας χει βαθειά ννοια κι ατή θέλει κκλησία νά ξάρει. σεβασμός μας στούς κεκοιμημένους εναι μία π ρ ά ξ η  π ί σ τ ε ω ς. Τιμώντας τούς κεκοιμημένους διακηρύττουμε ὅτι πιστεύουμε στή μέλλουσα ζωή. Εναι    π ρ ά ξ η   λ π ί δ α ς. Ἐλπίζουμε στήν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων, ὅτι οἱ κεκοιμημένοι ἀδελφοί μας δέν χάθηκαν μέ τόν θάνατο, δέν ἐπέστρεψαν στήν ἀνυπαρξία, μᾶς ἀναμένουν καί μία ἡμέρα θά συναντηθοῦμε μέ τούς προσφιλεῖς γνωστούς μας. Εἶναι π ρ ά ξ η   γ ά     π η ς, καθώς κδηλώνουμε τά αἰσθήματα τς καρδις μας, βοηθώντας μέ ἐλεημοσύνες κείνους πού ποφέρουν.

Μ’ ατές τίς ρετές θέλει μητέρα κκλησία μας νά καλλιεργήσει τήν ψυχή μας, παροτρύνοντάς μας νά τιμοῦμε τούς κεκοιμημένους.

«Νά πιστεύετε, μς λέγει, στήν λλη ζωή, νά λπίζετε στήν νάσταση τν νεκρν, νά ἐξασκεῖτε τήν γάπη καί πρός τούς κεκοιμημένους καί προσέξτε, γιατί λήθη τοποθετεῖ πολύ γρήγορα τήν πιό βαρειά ταφόπετρα ἐπάνω στούς κεκοιμημένους».

* * * * *

2. Τά ὅσα μᾶς διδάσκει ἡ ἡμέρα

Πηγαίνοντας στό Κοιμητήριο πηγαίνουμε σέ ἕνα μεγάλο καί καλό σχολεῖο. κεῖ τό κάθε τί μς κηρύττει, τό κάθε τί μς πενθυμίζει κάτι.

 

α΄. Ὁ  τ ά φ ο ς μέ τά σπρα καί κρύα μάρμαρά του πού σκεπάζει τά σώματα τν προσφιλν μας προσώπων, μς διδάσκει τή ματαιότητα τοῦ κόσμου. Ὅλα τά ἐπίγεια, μάταια, πρόσκαιρα καί φθαρτά τελειώνουν στόν τάφο· δόξα, τά πλούτη, μορφιά, ἡ νεότητα, τό γῆρας, ἡ πτωχεία, ἡ ἀσθένεια, οἱ σχέσεις, τά ἀξιώματα, τά ὄνειρα, τά δανικά, «ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος πάντα ταῦτα ἐξηφάνισται»[3]. Σκόνη εναι τό σμα τοῦ νθρώπου «γῆ καί σποδός» (δηλαδή χῶμα καί στάχτη) εἶπε ὁ Προφήτης[4]. Σκόνη κι ,τι φτιαξε μέ πόνους καί μόχθους. Ποῦ εἶναι, φωνάζει κρύος τάφος, τά μεγαλεῖα σου, ὦ θνητέ, ποῦ δόξα σου καί τά πλούτη σου; «Πάντα ματαιότης τά νθρώπινα, σα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». ζωή εναι σύντομη, ἐργάσου γιά τό καλό, γιά κεῖνο πού μένει ἀθάνατο καί αἰώνιο, τήν ψυχή.

β΄. Τ ό  μ ν ῆ μ α θυμίζει ἐκεῖνον πού ἔζησε στόν παρόντα πρόσκαιρο κόσμο καί τώρα ζεῖ μέ ἕνα διαφορετικό τρόπο, μιά ἄλλη περίοδο τῆς ζωῆς. Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀρχή, ἀλλά δέν ἔχει τέλος. Διέρχεται διαδοχικά ἀπό τίς ἑξῆς περιόδους : Πρώτη περίοδος αὐτή πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος στήν παρούσα ζωή, ἡ ψυχή εἶναι ἑνωμένη μέ τό σῶμα. Δεύτερη περίοδο ὅταν χωρίζεται μέ τόν θάνατο ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα καί ἡ ψυχή ἐπιστρέφει «ἔνθα καί τό εἶναι προσελάβετο», τό δέ σῶμα παραδίδεται στήν φθορά τοῦ τάφου νά ἀποσυντεθεῖ στά ἐξ ὧν συνετέθη. Σ’ αὐτή τή περίοδο βρίσκονται ὅλοι οἱ κεκοιμημένοι. Τρίτη περίοδος ἀπό τήν κοινή ἀνάσταση, ὅταν ἡ ψυχή θά ἑνωθεῖ μέ τό σῶμα πού θά ἀναστηθεῖ καί ὁ ἄνθρωπος θά ζήσει στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αὐτή τήν ἀλήθεια θυμίζει τό μνῆμα πού ἡ Ἐκκλησία τήν συμπεριέλαβε στήν φράση τοῦ Πιστεύω: «Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν».

 

γ΄. Κάθε μνῆμα χει κι  ν α  σ τ α υ ρ ό, σύμβολο λπίδας κι ναστάσεως. πάνω σ’ ατόν εναι γραμμένο τό νομα τοῦ νεκροῦ καί καμμιά φορά μερομηνία τς γεννήσεώς του καί τοῦ θανάτου του. Σέ κάθε μνμα κι σταυρός εναι διαφορετικός καί τά γράμματα μέ λλο τρόπο γραμμένα καί τοποθετημένα. Σύμβολο κι αὐτό, τι καθένας εχε ἕνα ἰδιαίτερο σταυρό νά σηκώνει στή ζωή καί σύμφωνα μέ τόν τρόπο καί τήν προθυμία πού τόν σήκωσε, τώρα χει ν’ ἀπολαύσει τόν κόπο τν μόχθων του.

σταυρός τοποθετεῖται ἐπάνω στόν τάφο γιά νά μς πενθυμίσει τήν νάσταση τοῦ Κυρίου καί τή δική μας νάσταση. Ἄν ἐμεῖς σταυρωθήκαμε στή ζωή μέ τόν Χριστό, πεθάναμε ὡς πρός τήν ἁμαρτία μαζί Του, θά συναναστηθοῦμε μία ἡμέρα μαζί Του στήν ζωή πού ὁ δεύτερος θάνατος δέν θά ἔχει ἐξουσία, ὅπως τονίζει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης[5]. σταυρός δέν χωρίζεται ἀπό τήν νάσταση.

 

δ΄. Τά κ υ π α ρ ί σ σ ι α, πού στολίζουν σχεδόν λα τά Κοιμητήρια, χουν κι ατά τό συμβολισμό τους. Μέ τά πυκνά καί μουντά φυλλώματά τους νεβαίνουν ψηλά, σάν νά θελαν νά γγίξουν τόν οὐρανό γιά νά μς ποῦν τι δέν πρέπει ν’ φήνουμε τόν αυτό μας νά λυγίζει στίς θλίψεις, λλά κατάπαυστα ν’ τενίζουμε ψηλά, ἐκεῖ που βρίσκεται παντοτεινή κατοικία καί οὐράνια πατρίδα μας κατά τό ἀποστολικό: «Γιατί δέν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλά λαχταροῦμε τή μελλοντική»[6].

 

ε΄.Τ ό κ α ν δ ή λ ι ἀναμμένο θυμίζει τίς ὡραῖες ψυχές πού ἀγαπήσαμε καί μᾶς ἀγάπησαν, τίς ψυχές πού μᾶς εὐεργέτησαν ἀλλά καί μᾶς στενοχώρησαν, τίς ψυχές πού πόνεσαν καί ἀγωνίσθηκαν γιά μᾶς, τίς ψυχές πού ἔλλαμψαν μέ τήν πίστη καί τίς ἀρετές τους, τίς ψυχές πού ἔγιναν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ.

 

στ΄. Ἡ θ λ ί ψ η  εἶναι κάτι τό νθρώπινο. ἔκφραση τρυφερν αἰσθημάτων καί συμπόνοιας εναι προτέρημα τς καρδις καί διος ησοῦς ἔκλαυσε στόν τάφο τοῦ Λαζάρου καί Παναγία θρήνησε τό νεκρό Υό Της. πόνος μως καί θλίψη δέν πρέπει νά μς καταβάλλουν, λλά νά μς βοηθοῦν νά στραφοῦμε στό μόνο Παρηγορητή καί Λυτρωτή τοῦ δικοῦ μας καί τοῦ ξένου πόνου. Μαζί μέ τά δάκρυα νά βγαίνει καί πιό θερμή προσευχή μας γιά τήν αώνια ζωή καί νάπαυση τν προσφιλν μας.

 

Ἄς προσευχηθοῦμε αὐτή τήν ἱερή ἡμέρα μνήμης τῶν κεκοιμημένων στόν Κύριο τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, λέγοντας:

Ἰησοῦ, παρχή τν κεκοιμημένων, πρωτότοκε τν νεκρν, ελαβικά στέκομαι μπρός στούς τάφους τν γνωστν μου κι γνώστων γιά νά κδηλώσω τήν πίστη μου στήν αώνια ζωή, τήν λπίδα στή μελλοντική νάσταση καί τήν γάπη γιά ὅλους κείνους πού προηγήθηκαν ἐμοῦ στό ταξίδι τς ζως. Δέ θά φήνω νά μέ καταβάλλει θλίψη καί πογοήτευση μπρός στό θάνατο, λλά μέ ἐλπίδα ἀτενίζοντας τό σταυρό, πού πισκιάζει τά μνήματα, θά κηρύττω ὅτι Σύ εἶσαι νάσταση κι ζωή κι ὅποιος πιστεύει σέ Σένα κι ν ἀποθάνει θά ζήσει.

Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ



[1] Ἀποκαλύψεως α΄, 10 καί κ΄ 6

[2] Ἀποκαλύψεως α΄, 6

[3] Εὐλογητάριο τοῦ γ΄ ἤχου τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας

[4] Γενέσεως ιη΄, 27

[5] Ἀποκαλύψεως κ΄, 14

[6] «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» Πρός Ἑβραίους ιγ΄, 14