Γιά τήν Ἁγία Τριάδα

(ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ-19 Ἰουνίου 2016)

 

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

Παραθέτουμε στήν συνέχεια τήν Ἔκθεση τῆς πίστεως τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅπως διατυπώθηκε ἀπό τόν πρύτανι τῶν θεολόγων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας Ὅσιο Πατέρα μας Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό (676μ.Χ.-749μ.Χ.). Στήν Ἔκθεση αὐτή ὁ θεοφόρος Πατέρας ἔλαβε ὑπ’ ὄψιν του τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως αὐτή ἑρμηνεύθηκε καί παγιώθηκε ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τά ἔργα τῶν Πατέρων. Γράφει:

«Γι’ αὐτό λοιπόν πιστεύουμε σέ ἕνα Θεό, σέ μία ἀρχή ἄναρχη, ἄκτιστη, ἀγέννητη καί ἀνόλεθρη καί ἀθάνατη, αἰώνια, ἄπειρη, ἀπερίγραπτη, ἀπεριόριστη, ἀπειροδύναμη, ἁπλή, ἀσύνθετη, ἀσώματη, ἄρρευστη, ἀπαθῆ, ἄτρεπτη, ἀναλλοίωτη, ἀόρατη, πηγή ἀγαθότητος καί δικαιοσύνης, φῶς νοερό, ἀπρόσιτο, δύναμη, πού δέν γνωρίζεται μέ κανένα μέτρο ἀλλά μόνο μετριέται μέ τήν συγγενῆ βούληση- γιατί τά πάντα μπορεῖ νά κάνει, ὅσα θέλει-, ἀρχή πού δημιούργησε ὅλα τά κτίσματα, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, πού συνέχει καί συντηρεῖ τά πάντα, προνοεῖ γιά ὅλα, κρατεῖ τά πάντα καί κυβερνᾶ καί βασιλεύει μέ ἀτέλειωτη καί ἀθάνατη βασιλεία, τίποτε δέν ἔχει ἀντίθετό της, ὅλα τά γεμίζει, δέν περιέχεται ἀπό κανένα, μᾶλλον αὐτή περιέχει τά σύμπαντα καί τά συνέχει καί προεξέχει, μέ καθαρό καί ἀμόλυντο τρόπο βρίσκεται πάνω σ’ ὅλες τίς οὐσίες καί εἶναι ὑψωμένη πέρα ἀπό ὅλα καί ἀπό κάθε οὐσία, γιατί εἶναι πάνω ἀπό τήν οὐσία καί πάνω ἀπό τά ὄντα, ὑπέρθεη, ὑπεράγαθη, ὑπερπλήρης, πού διαχωρίζει ὅλες τίς ἀρχές καί τίς τάξεις καί εἶναι θεμελιωμένη πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί τάξη, πάνω ἀπό τήν οὐσία καί τήν ζωή καί τόν λόγο καί τήν ἔννοια, αὐτοφῶς, αὐτοαγαθότητα, αὐτοζωή, αὐτοουσία, γιατί δέν ἔχει ἀπό κάποιον ἄλλον τήν ὕπαρξη ἤ κάτι ἀπό ὅσα εἶναι, ἐνῶ ἡ ἴδια εἶναι πηγή τῆς ὑπάρξεως γιά τά ὄντα, τῆς ζωῆς γιά τούς ζῶντες, τοῦ λόγου γιά ὅσους μετέχουν στόν λόγο, αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν γιά ὅλους, πού γνωρίζει τά πάντα πρίν νά γίνουν, μία οὐσία, μία θεότητα, μία δύναμη, μία θέληση, μία ἐνέργεια, μία ἀρχή, μία ἐξουσία, μία κυριότητα, μία βασιλεία, πού γνωρίζεται σέ τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις καί προσκυνεῖται μέ μία προσκύνηση καί πιστεύεται καί λατρεύεται ἀπό ὅλα τά λογικά κτίσματα, ἐνῶ οἱ τέλειες ὑποστάσεις εἶναι ἑνωμένες μέ ἀσύγχυτο τρόπο καί συνάμα διαιροῦνται ἀδιάστατα, πρᾶγμα πού εἶναι καί παράδοξο. Πιστεύουμε σέ Πατέρα καί Υἱό καί ἅγιο Πνεῦμα, καί στό ὄνομά τους ἔχουμε βαπτισθεῖ. Γιατί ἔτσι διέταξε ὁ Κύριος τούς ἀποστόλους νά βαπτίζουν, λέγοντας· Βαπτίζοντας αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πιστεύουμε σέ ἕνα Πατέρα, τήν ἀρχή καί τήν αἰτία ὅλων, πού δέν γεννήθηκε ἀπό κανένα, τόν μόνο ἀναίτιο καί ἀγέννητο, δημιουργό ὅλων, ἀλλά Πατέρα κατά τήν φύση ἑνός μόνου, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ του, τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί προβολέα τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Καί σέ ἕνα Υἱό τοῦ Θεοῦ τόν μονογενῆ, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες, φῶς ἀπό φῶς, Θεό ἀληθινό ἀπό Θεό ἀληθινό, πού γεννήθηκε καί δέν δημιουργήθηκε, μέ τόν Πατέρα ὁμοούσιο, διά μέσου τοῦ ὁποίου ἔγιναν τά πάντα. Λέγοντας «πρίν ἀπό ὅλους τούς αἰῶνες», δείχνουμε ὅτι ἡ γέννησή του εἶναί ἄχρονη καί ἄναρχη· γιατί δέν ἦλθε στήν ὕπαρξη ἀπό τό μή ὄν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό ἀπαύγασμα τῆς δόξας, ὁ χαρακτήρας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατέρα, ἡ ζῶσα σοφία καί δύναμη, ὁ ἐνυπόστατος Λόγος, ἡ οὐσιαστική καί τέλεια καί ζῶσα εἰκόνα τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, ἀλλά πάντοτε ἦταν μέ τόν Πατέρα καί στόν Πατέρα, γεννημένος ἀπ’ αὐτόν μέ ἀίδιο καί ἄναρχο τρόπο· γιατί δέν ὑπῆρχε διάστημα, κατά τό ὁποῖο ὑπῆρχε ὁ Πατέρας, χωρίς νά ὑπάρχει ὁ Υἱός, ἀλλά ἅμα Πατέρας ἅμα Υἱός, γεννημένος ἀπ’ αὐτόν· δέν θά μποροῦσε ἄλλωστε νά ὀνομαστεῖ Πατέρας χωρίς τόν Υἱό. Ἐξάλλου ἄν ὑπῆρχε, μή ἔχοντας Υἱό, δέν ἦταν Πατέρας, καί ἄν ὕστερα ἀπέκτησε Υἱό ἔγινε Πατέρας μετά ἀπό αὐτό, γιατί δέν ἦταν πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Υἱοῦ, καί ἀλλοιώθηκε ἀπό τό νά μή εἶναι Πατέρας στό νά γίνει Πατέρας, πράγμα πού ξεπερνᾶ τά ὅρια κάθε βλασφημίας. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά ποῦμε ὅτι ὁ Θεός στερεῖται τή φυσική γονιμότητα· καί ἡ γονιμότητα εἶναι ἡ κατά φύση γέννηση ἑνός ὅμοιου ἀπ’ αὐτόν, δηλαδή ἀπό τήν ἴδια τήν οὐσία του.

Εἶναι ἀσέβεια λοιπόν νά λέμε ὅτι στή γέννηση τοῦ Υἱοῦ μεσολαβεῖ χρόνος ἤ ὅτι μετά τόν Πατέρα ἔγινε ἡ ὕπαρξη τοῦ Υἱοῦ· γιατί παραδεχόμαστε τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπ’ αὐτόν τόν ἴδιο, δηλαδή ἀπό τή φύση τοῦ Πατέρα. Καί ἄν δέν δεχτοῦμε ὅτι ἀπό τήν ἀρχή ὁ Υἱός συνυπάρχει μέ τόν Πατέρα, γεννημένος ἀπ’ αὐτόν, παρεισάγουμε τροπή τῆς ὑποστάσεως τοῦ Πατέρα, ἐπειδή ἐνῶ δέν ἦταν Πατέρας, ὕστερα ἔγινε· γιατί ἡ κτίση, μολονότι ἔγινε ὕστερα, δέν ἔγινε ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀπό τό μή ὄν στό εἶναι μέ τή βούληση καί τή δύναμη αὐτοῦ· ἔτσι δέν μπορεῖ τροπή νά ἀγγίξει τή θεία φύση. Γιατί γέννηση εἶναι ἡ προέλευση αὐτοῦ πού γεννιέται ἀπό τήν οὐσία τοῦ γεννήτορα μέ ὁμοιότητα κατά τήν οὐσία πρός αὐτόν, ἐνῶ κτίση καί δημουργία εἶναι αὐτό πού γίνεται ἀπ’ ἔξω καί ὄχι ἀπό τήν οὐσία τοῦ κτίστη καί δημιουργοῦ, ὡς κτίσμα καί δημιούργημα ἀνόμοιο πρός τήν οὐσία πέρα γιά πέρα.

Στόν μόνο λοιπόν ἀπαθῆ καί ἀναλλοίωτο καί ἄτρεπτο καί πάντοτε τόν ἴδιο Θεό καί ἡ γέννηση καί ἡ κτίση εἶναι ἀπαθεῖς· γιατί ὁ Θεός κατά τή φύση ἀπαθής καί ἄρρευστος, ὡς ἁπλός καί ἀσύνθετος, δέν ἔχει τέτοιες φυσικές καταβολές, ὥστε νά ὑφίσταται πάθος ἤ διάλυση οὔτε στή γέννηση οὔτε στήν κτίση καί δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό καμιά συνεργασία· ἀλλά ἀπό τή μιά μεριά ἡ γέννηση εἶναι ἄναρχη καί ἀίδια, ἔργο τῆς θείας φύσεως, καί προέρχεται ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά μή ὑποστεῖ ὁ γεννήτορας τροπή καί νά μή ὑπάρχει πρῶτος καί δεύτερος Θεός καί νά μή δεχτεῖ καμία προσθήκη, ἀπό τήν ἄλλη ἡ κτίση στόν Θεό, ὡς ἔργο θελήσεως, δέν συνυπάρχει μέ τόν Θεό κατά ἀίδιο τρόπο, γιατί τό παραγόμενο ἀπό τό μή ὄν στό εἶναι δέν ἔχει τέτοιες φυσικές καταβολές, ὥστε νά συνυπάρχει μέ τόν ἄναρχο καί πάντοτε ζῶντα Θεό. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ὁ ἄνθρωπος καί ὁ Θεός δέν δημιουργοῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο –γιατί ὁ ἄνθρωπος τίποτε δέν παράγει ἀπό τό μή ὄν στό εἶναι, ἀλλά ὁτιδήποτε δημιουργεῖ ἀπό ὕλη πού προϋπάρχει τό δημιουργεῖ, ὄχι μόνο ἀφοῦ τό θέλησε ἀλλά καί τό ἐπινόησε ἐνωρίτερα καί ἀνατύπωσε στό μυαλό του αὐτό πού πρόκειται νά γίνει, ἔπειτα ἀφοῦ ἐργάστηκε μέ τά χέρια καί ὑπέμεινε κόπο καί κούραση, πολλές φορές μάλιστα καί ἀστόχησε, χωρίς νά καταλήξει ἡ ἐνέργεια ἐκεῖ πού αὐτός θέλει, ἐνῶ ὁ Θεός μόνο ἀφοῦ θέλησε, τά πάντα ἔφερε ἀπό τό μή ὄν στό εἶναι - ἔτσι οὔτε κατά τόν ἴδιο τρόπο γεννοῦν ὁ Θεός καί ἄνθρωπος. Γιατί ὁ Θεός, ὡς ἄχρονος καί ἄναρχος καί ἀπαθής καί ἄρρευστος καί ἀσώματος καί μόνος καί ἀτελεύτητος, μέ ἄχρονο καί ἄναρχο καί ἀπαθῆ καί ἄρρευστο τρόπο γεννᾶ καί χωρίς συνένωση μέ ἄλλον ὄν· καί οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος ἔχει ἡ ἀκατάληπτη γέννηση αὐτοῦ. Καί γεννᾶ μέ ἄναρχο τρόπο, ἐπειδή εἶναι ἄτρεπτος, μέ ἄρρευστο, ἐπειδή εἶναι ἀπαθής καί ἀσώματος, χωρίς συνένωση μέ ἄλλο ὄν, ἐπειδή πάλι εἶναι ἀσώματος καί ἕνας μόνος Θεός, χωρίς καμία ἀνάγκη ἄλλου, μέ ἀτελεύτητο καί ἀκατάπαυστο τρόπο, ἐπειδή εἶναι ἄναρχος καί ἄχρονος καί ἀτελεύτητος καί πάντοτε ὁ ἴδιος· γιατί τό ἄναρχο εἶναι ἀτελεύτητο, ἐνῶ αὐτό πού εἶναι ἀτελεύτητο μέ τή χάρη δέν εἶναι ὁπωσδήποτε ἄναρχο, ὅπως ἀκριβῶς καί οἱ ἄγγελοι δέν εἶναι ἄναρχοι.

Γεννᾶ λοιπόν ὁ Θεός, πού πάντοτε ὑπάρχει, τόν Λόγο του τέλειο μέ ἄναρχο καί ἀτελεύτητο τρόπο, ὥστε νά μή γεννᾶ Θεός σέ χρονικό διάστημα, αὐτός πού ἔχει τή φύση καί τήν ὕπαρξη ἀνώτερη ἀπό τόν χρόνο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως εἶναι φανερό ὅτι γεννᾶ μέ ἀντίθετο τρόπο, ἐπειδή βρίσκεται ὑπόδουλος στή γέννεση καί τή φθορά καί τή διάλυση καί τόν πολλαπλασιασμό καί ἔχει περιβληθεῖ σῶμα καί ἔχει στή φύση του τό ἀνδρικό καί τό γυναικεῖο στοιχεῖο· γιατί ὁ ἄνδρας ἔχει ἀνάγκη ἀπό τή βοήθεια τῆς γυναίκας.-Ἀλλά ἄς εἶναι σπλαχνικός αὐτός πού εἶναι πέρα ἀπό ὅλα καί ξεπερνᾶ κάθε νόηση καί κατάληψη.

Ἔτσι ἡ Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία διδάσκει ἅμα τόν Πατέρα καί ἅμα τόν μονογενῆ του Υἱό, γεννημένο ἀπ’ αὐτόν μέ ἄχρονο καί ἄρρευστο καί ἀπαθῆ καί ἀκατάληπτο τρόπο, καθώς μόνος γνωρίζει ὁ τῶν ὅλων Θεός. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ φωτιά καί τό φῶς, πού προέρχεται ἀπ’ αὐτήν, συνυπάρχουν ἀχώριστα, καί δέν ὑπάρχει πρώτη ἡ φωτιά καί ἔπειτα τό φῶς, ἀλλά καί τά δύο μαζί, καί ὅπως τό φῶς πού γεννιέται πάντοτε ἀπό τή φωτιά, πάντοτε μένει σ’ αὐτή καί ποτέ δέν χωρίζεται, ἔτσι καί ὁ Υἱός γεννιέται ἀπό τόν Πατέρα καί ποτέ δέν χωρίζεται ἀπ’ αὐτόν, ἀλλά πάντοτε μένει σ’ αὐτόν. Τό φῶς ὅμως, πού γεννιέται ἀπό τή φωτιά ἀχώριστα καί μένει πάντοτε σ’ αὐτήν, δέν ἔχει δική του ὑπόσταση παράλληλα πρός τή φωτιά, γιατί εἶναι φυσική ποιότητα τῆς φωτιᾶς. Ἀλλά ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ μονογενής πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα ἀχώριστα καί ἀδιάστατα καί μένει πάντοτε σ’ αὐτόν, ἔχει δική του ὑπόσταση παράλληλα πρός τήν ὑπόσταση τοῦ Πατέρα.

Ὁ Λόγος λοιπόν λέγεται καί ἀπαύγασμα, ἐπειδή ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα χωρίς τή συνεύρεση δύο ὄντων καί μέ ἀπαθῆ καί ἄχρονο καί ἄρρευστο καί ἀχώριστο τρόπο, ἐπίσης λέγεται Υἱός καί χαρακτήρας τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως, ἐπειδή εἶναι τέλειος καί ἐνυπόστατος καί ὅμοιος μέ τόν Πατέρα πέρα γιά πέρα, ἐκτός ἀπό τήν ἀγεννησία, καί μονογενής, γιατί γεννήθηκε μόνος καί μόνο ἀπό τόν Πατέρα κατά μοναδικό τρόπο. Ἄλλη γέννηση δέν εἶναι ὅμοια μέ τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ οὔτε ὑπάρχει ἄλλος υἱός τοῦ Θεοῦ. Βέβαια καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, ὄχι ὅμως μέ τή γέννηση ἀλλά μέ τήν ἐκπόρευση. Πρόκεται γιά ἄλλο τρόπο ὑπάρξεως, ἀσύλληπτο καί ἄγνωστο, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι καί ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ. Γι’ αὐτό καί ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας ἀνήκουν καί στό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐκτός ἀπό τήν ἀγεννησία, πού δέν σημαίνει διαφορά οὐσίας καί ἀξίωμα, ἀλλά τρόπο ὑπάρξεως ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Ἀδάμ ἐνῶ εἶναι ἀγέννητος (γιατί εἶναι πλάσμα τοῦ Θεοῦ), καί ὁ Σήθ γεννητός (γιατί εἶναι γιός τοῦ Ἀδάμ) καί ἡ Εὔα, ἐνῶ ἐκπορεύθηκε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ (γιατί αὐτή δέν γεννήθηκε), δέν διαφέρουν κατά φύση μεταξύ τους (γιατί εἶναι ἄνθρωποι), ἀλλά κατά τόν τρόπο τῆς ὑπάρξεως. Εἶναι ἀνάγκη νά ξέρουμε ἐπίσης ὅτι τό ἀγένητο, πού γράφεται μέ ἕνα νί, σημαίνει τό ἄκτιστο, αὐτό δηλαδή πού δέν ἔγινε, ἐνῶ τό ἀγέννητο, πού γράφεται μέ δυό νί, σημαίνει αὐτό πού δέν γεννήθηκε. Κατά τό πρῶτο σημαινόμενο λοιπόν διαφέρει οὐσία ἀπό οὐσία· γιατί ἄλλη εἶναι ἡ ἄκτιστη οὐσία, ἡ ἀγένητη δηλαδή (μέ τό ἕνα νί) καί ἄλλη ἡ γενητή, δηλαδή ἡ κτιστή. Κατά τό δεύτερο ὅμως σημαινόμενο δέν διαφέρει οὐσία ἀπό οὐσία· ἔτσι ἀπό κάθε εἶδος ζώων ἡ πρώτη ὑπόσταση εἶναι ἀγέννητη, ὄχι ὅμως ἀγένητη· γιατί κτίσθηκαν ἀπό τόν δημιουργό καί ἔγιναν μέ τόν Λόγο του· δέν γεννήθηκαν βέβαια, ἀφοῦ δέν προϋπῆρχε κάποιο ἄλλο ὅμοιο μέ αὐτά, γιά νά γεννηθοῦν ἀπ’ αὐτό.

Κατά τό πρῶτο σημαινόμενο λοιπόν κοινωνοῦν μεταξύ τους οἱ τρεῖς ὑπέρθεες ὑποστάσεις τῆς ἁγίας θεότητος (γιατί ὑπάρχουν ὁμοούσιες καί ἄκτιστες), κατά τό δεύτερο σημαινόμενο ὅμως μέ κανένα τρόπο (γιατί μόνος ὁ Πατέρας εἶναι ἀγέννητος, ἀφοῦ δέν ἔχει τό εἶναι ἀπό ἄλλη ὑπόσταση) καί μόνος ὁ Υἱός γεννητός (γιατί ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατέρα μέ ἄναρχο καί ἄχρονο τρόπο) καί μόνο τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐκπορευτό ἀπό τήν οὐσία τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ δέν γεννιέται ἀλλά ἐκπορεύεται. Ἔτσι λοιπόν διδάσκει ἡ θεία Γραφή, ἐνῶ ὁ τρόπος τῆς γεννήσεως καί τῆς ἐκπορεύσεως παραμένει ἀκατάληπτος.

Ἐπιπλέον κι αὐτό πρέπει νά ξέρουμε, ὅτι τό ὄνομα τῆς πατρότητος καί τῆς υἱότητος καί τῆς ἐκπορεύσεως δέν μεταφέρθηκε ἀπό ἐμᾶς στή μακαρία θεότητα, ἀλλά ἀντίθετα ἔχει μεταδοθεῖ σέ μᾶς ἀπό ἐκεῖ, ὅπως λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος· «Διά τοῦτο κάμπτω τά γόνατά μου πρός τόν Πατέρα, ἐξ οὗ πᾶσα πατριά ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς».

Ἄν φυσικά λέμε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἀρχή τοῦ Υἱοῦ καί μεγαλύτερος, δέν ὑπονοοῦμε ὅτι εἶναι σέ προτεραιότητα κατά τόν χρόνο ἤ κατά τή φύση, «δι’ αὐτοῦ γάρ τούς αἰῶνας ἐποίησεν», οὔτε κατά ἄλλη ἄποψη, παρά μόνο κατά τό αἴτιο, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ὁ Υἱός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα καί ὄχι ὁ Πατέρας ἀπό τόν Υἱό καί ὅτι Πατέρας εἶναι αἴτιος τοῦ Υἱοῦ κατά φυσικό τρόπο, ὅπως παραδεχόμαστε ὅτι ἡ φωτιά δέν προέρχεται ἀπό τό φῶς, ἀλλά μόνον τό φῶς ἀπό τή φωτιά. Ὅταν λοιπόν ἀκούσουμε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ Υἱοῦ καί μεγαλύτερος, τό μυαλό μας νά πάει στό αἴτιο. Καί ὅπως ἀκριβῶς δέν λέμε ὅτι ἄλλη οὐσία ἔχει ἡ φωτιά καί ἄλλη τό φῶς, ἔτσι δέν εἶναι δυνατό νά ποῦμε ὅτι ὁ Πατέρας ἔχει ἄλλη οὐσία καί ὁ Υἱός ἄλλη, ἀλλά καί οἱ δύο ἔχουν μία καί τήν ἴδια οὐσία. Καί ὅπως ἐπίσης παραδεχόμαστε ὅτι ἡ φωτιά λάμπει μέ τό φῶς πού προέρχεται ἀπ’ αὐτήν, καί δέν θεωροῦμε τό προερχόμενο ἀπ’ αὐτήν φῶς ὑπηρετικό ὄργανο τῆς φωτιᾶς, ἀλλά μᾶλλον δύναμη φυσική, ἔτσι λέμε ὅτι ὁ πατέρας ὅλα, ὅσα δημιουργεῖ, μέ τόν μονογενῆ του Υἱό, ὄχι σάν λειτουργικό ὄργανο ἀλλά ὡς φυσική καί ἐνυπόστατη δύναμη, τά δημιουργεῖ. Καί ὅπως λέμε ὅτι ἡ φωτιά φωτίζει καί πάλι λέμε ὅτι τό φῶς τῆς ἡμέρας φωτίζει, ἔτσι ὅλα, ὅσα δημιουργεῖ ὁ Πατέρας, μέ ὅμοιο τρόπο καί ὁ Υἱός τά δημιουργεῖ. Ἀλλά ὅμως τό φῶς δέν ἔχει δική του ὑπόσταση παράλληλα πρός τή φωτιά, ἐνῶ ὁ Υἱός εἶναι τέλεια ὑπόσταση, ἀχώριστη ἀπό τήν πατρική, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά βρεθεῖ στήν κτίση εἰκόνα πού μπορεῖ νά δείξει μέ τήν παρουσία της ἀπαράλλακτα τόν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐξάλλου τό κτιστό καί τό σύνθετο καί τό ρευστό καί τό τρεπτό καί τό περιγραπτό κι αὐτό πού ἔχει σχῆμα καί πού εἶναι φθαρτό, πῶς θά παραστήσει μέ σαφήνεια τήν ὑπερούσια θεία οὐσία πού εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό ὅλα αὐτά; Εἶναι ἐπίσης φανερό ὅτι ὁλόκληρη ἡ κτίση εἶναι ἐπιρρεπής στά περισσότερα ἀπό αὐτά καί συνάμα ὁλόκληρη  κατά τή φύση της εἶναι ὑποδουλωμένη στή φθορά.

Παρόμοια πιστεύουμε καί σέ ἕνα Πνεῦμα τό Ἅγιο, τό κύριο καί ζωοποιό, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί ἀναπαύεται στόν Υἱό, καί προσκυνεῖται καί δοξάζεται μαζί μέ τόν Υἱό, ὡς ὁμοούσιο καί συναΐδιο, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τό ἀπαρασάλευτο, τό ἡγεμονικό, τήν πηγή τῆς ζωῆς καί τοῦ ἁγιασμοῦ, Θεόν πού ὑπάρχει καί προσφωνεῖται μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό, ἄκτιστο, τέλειο σέ πληρότητα, δημιουργικό, παντοκρατορικό, κατασκευαστή τῶν πάντων, παντοδύναμο, ἀπειροδύναμο, πού κυριαρχεῖ σέ ὅλη τήν κτίση καί δέν κυριαρχεῖται, γεμίζει καί δέν γεμίζεται, μετέχεται καί δέν μετέχει, ἁγιάζει καί δέν ἁγιάζεται, παράκλητο γιατί δέχεται τίς παρακλήσεις ὅλων, ὅμοιο μέ τόν Πατέρα καί τόν Υἱό πέρα γιά πέρα, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί διά μέσου τοῦ Υἱοῦ μεταδίδεται καί μεταλαμβάνεται ἀπό ὅλη τήν κτίση καί κτίζει τό ἴδιο καί οὐσιώνει τά σύμπαντα καί τά ἁγιάζει καί τά συνέχει, ἐνυπόστατο, πού ὑπάρχει δηλαδή σέ δική του ὑπόσταση, ἀχώριστο καί πάντοτε κοντά πρός τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί ἔχοντας ὅλα, ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός, ἐκτός ἀπό τήν ἀγεννησία καί τή γέννηση. Γιατί ὁ Πατέρας εἶναι ἀναίτιος καί ἀγέννητος (δέν προέρχεται ἀπό κανένα· οὔτε ἔχει τό εἶναι ἀπ’ αὐτόν οὔτε ὁτιδήποτε ἄλλο ἀπό ὅσα ἔχει), ἀλλά μᾶλλον ὁ ἴδιος εἶναι ἀρχή καί σέ ὅλους αἰτία τοῦ εἶναι καί τοῦ πῶς εἶναι κατά τή φυσική κατασκευή. Ὁ Υἱός ἐξάλλου προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα μέ τή γέννηση· καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί αὐτό προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, ὄχι ὅμως μέ τή γέννηση, ἀλλά μέ τήν ἐκπόρευση. Καί ὅτι ὑπάρχει διαφορά ἀνάμεσα στή γέννηση καί τήν ἐκπόρευση, τό ἔχουμε μάθει· ποιός ὅμως εἶναι ὁ τρόπος τῆς διαφορᾶς, διόλου δέν τό ξέρουμε. Ἔπειτα ἡ γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα καί ἡ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συντελοῦνται μαζί.

Ὅλα λοιπόν, ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, τά ἔχει καί τό Πνεῦμα ἀπό τόν Πατέρα καί τό ἴδιο τό εἶναι. Καί ἄν δέν εἶναι ὁ Πατέρας, οὔτε ὁ Υἱός εἶναι οὔτε τό Πνεῦμα. Καί ἄν ὁ Πατέρας δέν ἔχει τίποτε, οὔτε ὁ Υἱός ἔχει οὔτε τό Πνεῦμα. Καί ἐξαιτίας τοῦ Πατέρα, ἐπειδή δηλαδή ὑπάρχει ὁ Πατέρας, ὑπάρχει ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα. Καί ἐξαιτίας τοῦ Πατέρα ἔχουν ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα ὅλα, ὅσα ἔχουν, ἐπειδή δηλαδή τά ἔχει ὁ Πατέρας αὐτά, ἐκτός ἀπό τήν ἀγεννησία καί τήν γέννηση καί τήν ἐκπόρευση· σ’ αὐτές μόνες τίς ὑποστατικές ἰδιότητες λοιπόν διαφέρουν μεταξύ τους οἱ τρεῖς ἅγιες ὑποστάσεις, ὄχι κατά τήν οὐσία, ἐνῶ διαιροῦνται ἀδιαίρετα κατά τό ἀντίστοιχο τῆς καθεμιᾶς ὑποστάσεως.

Παραδεχόμαστε ὅτι ὁ καθένας ἀπό τούς τρεῖς ἔχει τέλεια ὑπόσταση, ὥστε νά μή ἀναγνωρίσουμε μιά τέλεια σύνθετη φύση ἀπό τρεῖς ἀτελεῖς, ἀλλά μία ἁπλή οὐσία σέ τρεῖς τέλειες ὑποστάσεις, πάνω ἀπό κάθε ἄλλη δυνατότητα καί τελειότητα·  γιατί καθετί πού ἀποτελεῖται ἀπό ἀτελῆ εἶναι ὁπωσδήποτε σύνθετο, ἐνῶ εἶναι ἀδύνατο νά γίνει σύνθεση ἀπό τέλειες ὑποστάσεις. Κατά συνέπεια δέν λέμε τό εἶδος (τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό) ἀπό τίς ὑποστάσεις, ἀλλά στίς ὑποστάσεις (κατά τή συνάφειά τους). Εἴπαμε ὅμως σύνθεση ἀτελῶν πραγμάτων, αὐτῶν πού δέν ἔχουν τό εἶδος τοῦ πράγματος πού ἀποτελεῖται ἀπό αὐτά. Τό λιθάρι, λόγου χάρη, καί τό ξύλο καί τό σίδερο, τό καθένα εἶναι τέλειο καθεαυτό κατά τή δική του φύση, ἀλλά ἐν σχέσει πρός τό σπίτι, πού ἀποτελεῖται ἀπό αὐτά, τό καθένα δέν εἶναι τέλειο·  γιατί ἀπομονωμένο τό καθένα δέν εἶναι σπίτι.

Παραδεχόμαστε λοιπόν τέλειες τίς ὑποστάσεις, γιά νά μή νοήσουμε σύνθεση στή θεία φύση·  «Γιατί ἡ σύνθεση εἶναι ἀρχή τῆς διαστάσεως». Καί πάλι λέμε τίς τρεῖς ὑποστάσεις στή μεταξύ τους σχέση, γιά νά μή εἰσαγάγουμε πλῆθος καί συνέλευση θεῶν. Ἔτσι μέ τίς τρεῖς ὑποστάσεις τό ἀσύνθετο καί τό ἀσύγχυτο παραδεχόμαστε, ἐνῶ μέ τό ὁμοούσιο καί μέ τή σχέση τῶν ὑποστάσεων, καθώς εἶναι ἡ μία στήν ἄλλη, καί μέ τήν ταυτότητα τοῦ θελήματος καί τῆς ἐνέργειας καί τῆς δυνάμεως καί τῆς ἐξουσίας καί τῆς κινήσεως, γιά νά μιλήσω μέ τόν τρόπο αὐτό, τό ἀδιαίρετο καί τήν ὕπαρξη ἑνός Θεοῦ ἀναγνωρίζουμε. Γιατί ἕνας πραγματικά Θεός ὑπάρχει, ὁ Θεός καί ὁ Λόγος καί τό Πνεῦμα αὐτοῦ.

Εἶναι ἀνάγκη ἐπίσης νά ξέρουμε ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θεώρηση κατά τά πράγματα καί ἄλλο μέ τόν λόγο καί τή σκέψη. Σέ ὅλα λοιπόν τά κτίσματα ἡ διαίρεση τῶν ὑποστάσεων θεωρεῖται πραγματική·  γιατί πράγματι ὁ Πέτρος θεωρεῖται ὅτι εἶναι ξεχωριστός ἀπό τόν Παῦλο. Ἀλλά ἡ κοινότητα καί ἡ συνάφεια καί ἡ ἑνότητα θεωρεῖται μέ τόν λόγο καί τή σκέψη. Γιατί σκεφτόμαστε μέ τό νοῦ, ὅτι ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος εἶναι τῆς ἴδιας φύσεως καί ἔχουν κοινή μία φύση·  ὁ καθένας ἀπ’ αὐτούς εἶναι ζῶο λογικό καί θνητό, καί ὁ καθένας εἶναι σάρκα ἐμψυχωμένη μέ ψυχή λογική καί νοερή. Αὐτή λοιπόν ἡ κοινή φύση εἶναι θεωρητή μέ τόν λόγο. Ἔπειτα οὔτε οἱ ὑποστάσεις βρίσκονται ἡ μιά στήν ἄλλη·  ἀλλά ἡ καθεμία κατά ἰδιαίτερο τρόπο καί σέ ἰδιαίτερο μέρος, εἶναι δηλαδή χωρισμένη καθεαυτή καί ἔχει πάρα πολλά στοιχεῖα πού τήν διακρίνουν ἀπό τήν ἄλλη·  γιατί καί κατά τόν τόπο εἶναι ξεχωριστές καί κατά τόν χρόνο διαφέρουν καί κατά τή γνώμη μερίζονται καί κατά τή δύναμη καί κατά τή μορφή, δηλαδή κατά τό σχῆμα καί τήν ἕξη καί τήν κράση καί τήν ἀξία καί τό ἐπάγγελμα καί ὅλα τά χαρακτηριστικά ἰδιώματα, περισσότερο ὅμως ἀπό ὅλα κατά τό ὅτι δέν βρίσκονται ἡ μία στήν ἄλλη ἀλλά εἶναι ξεχωριστές. Γι’ αὐτό λέγονται καί δυό καί τρεῖς ἄνθρωποι καί πολλοί.  

Τό ἴδιο πράγμα μπορεῖ νά κάνει κανείς σέ ὅλη τήν κτίση. Στήν Ἁγία ὅμως καί ὑπερουσία καί πέρα ἀπ’ ὅλα καί ἀσύλληπτη Τριάδα τό ἀντίθετο. Γιατί ἐκεῖ ἡ κοινότητα καί ἡ ἑνότητα θεωρεῖται κατά τά πράγματα. Ἐπειδή ὑπάρχει ἡ συναϊδιότητα καί ἡ ταυτότητα τῆς οὐσίας καί τῆς ἐνέργειας καί τοῦ θελήματος καί ἡ σύμπνοια τῆς γνώμης καί ἡ ταυτότητα τῆς ἐξουσίας καί τῆς δυνάμεως καί τῆς ἀγαθότητος –δέν εἶπα ὁμοιότητα ἀλλά ταυτότητα – καί ἡ μιά ἔξαρση τῆς κινήσεως· μιά λοιπόν εἶναι ἡ οὐσία, μιά ἀγαθότητα, μιά δύναμη, μιά θέληση, μιά ἐνέργεια, μιά ἐξουσία, μιά καί ἡ αὐτή, ὄχι τρεῖς ὅμοιες μεταξύ τους, ἀλλά μιά καί ἡ αὐτή κίνηση τῶν τριῶν ὑποστάσεων. «Γιατί τό καθένα ἀπό αὐτά σχετίζεται μᾶλλον πρός τό ἄλλο παρά πρός τόν ἑαυτό του», πράγμα πού σημαίνει ὅτι σέ ὅλα εἶναι ἕνα, ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐκτός ἀπό τήν ἀγεννησία καί τή γέννηση καί τήν ἐκπόρευση· ἡ διαίρεση ὅμως γίνεται μέ τήν σκέψη. Γιατί ἕνα Θεό γνωρίζουμε, ἀλλά κατά μόνες τίς ἰδιότητες τῆς πατρότητος καί τῆς υἱότητος καί τῆς ἐκπορεύσεως καί κατά τό αἴτιο καί αἰτιατό καί τό τέλειο τῆς ὑποστάσεως, δηλαδή κατά τόν τρόπο τῆς ὑπάρξεως, ἐννοοῦμε τή διαφορά. Φυσικά οὔτε τοπική διάσταση, ὅπως συμβαίνει σέ μᾶς, μποροῦμε νά ἐπισημάνουμε στήν ἀπερίγραπτη θεότητα- ἀφοῦ οἱ ὑποστάσεις βρίσκονται ἡ μιά στήν ἄλλη, μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά μή συγχέονται ἀλλά νά σχετίζονται κατά τό λόγο τοῦ Κυρίου, πού εἶπε· : ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί- οὔτε διαφορά θελήματος ἤ γνώμης ἤ ἐνέργειας ἤ δυνάμεως ἤ κάποιου ἄλλου, τά ὁποῖα σέ μᾶς γεννοῦν τήν πραγματική καί ὁλοκληρωτική διαίρεση. Γι’ αὐτό οὔτε τρεῖς θεούς λέμε τόν Πατέρα καί τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά μᾶλλον ἕνα Θεό, τήν Ἁγία Τριάδα, ἀφοῦ ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα ἀναφέρονται σέ ἕνα αἴτιο, οὔτε συνθέτονται οὔτε συναιροῦνται κατά τήν συναίρεση τοῦ Σαββελλίου- γιατί ἑνώνονται μέ τέτοιο τρόπο, ὅπως εἴπαμε, ὥστε νά μή συγχέονται ἀλλά νά σχετίζονται μεταξύ τους· καί ἔχουν τήν περιχώρηση μεταξύ τους χωρίς συναίρεση καί συμφυρμό - οὔτε ἀποβάλλουν τήν ἰδιότητά τους οὔτε τεμαχίζονται κατά τήν οὐσία σύμφωνα μέ τήν διαίρεση τοῦ Ἀρείου. Γιατί, ἄν πρέπει νά μιλήσουμε σύντομα, ἡ θεότητα εἶναι ἀμέριστη σέ διηρημένες ὑποστάσεις, ὅπως συμβαίνει σέ τρεῖς ἡλίους, πού σχετίζονται μεταξύ τους καί εἶναι ἀδιάστατοι, καί ὑπάρχει μιά ἕνωση καί συνάφεια τοῦ φωτός. Ὅταν λοιπόν στρέψουμε τό βλέμμα πρός τή θεότητα καί τήν πρώτη αἰτία καί τή μοναρχία καί τήν ἑνότητα καί τήν ταυτότητα τῆς θεότητος, γιά νά μιλήσω μέ τόν τρόπο αὐτό, τήν κίνηση καί τή βούληση καί τήν ταυτότητα τῆς οὐσίας καί δυνάμεως καί ἐνέργειας καί κυριότητος, ἕνα εἶναι αὐτό πού σκεφτόμαστε. Ὅταν ὅμως στρέψουμε τό βλέμμα πρός αὐτά, στά ὁποῖα εἶναι ἡ θεότητα ἤ, γιά νά μιλήσουμε μέ περισσότερη ἀκρίβεια, ὅταν δοῦμε αὐτά πού εἶναι ἡ θεότητα καί τίς ὑπάρξεις, πού προῆλθαν ἀπό τήν πρώτη αἰτία μέ ἄχρονο καί ὁμόδοξο καί ἀδιάστατο τρόπο, δηλαδή τίς ὑποστάσεις, τρία εἶναι αὐτά πού προσκυνοῦνται. Ὁ Πατέρας εἶναι ἕνας Πατέρας καί ἄναρχος, δηλαδή ἀναίτιος· γιατί δέν προέρχεται ἀπό κανένα. Ὁ Υἱός εἶναι ἕνας Υἱός καί ὄχι ἄναρχος, δηλαδή ὄχι ἀναίτιος· γιατί προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα. Ἄν ὅμως λάβεις τή χρονική ἀρχή, τότε ὁ Υἱός εἶναι ἄναρχος· γιατί εἶναι δημιουργός τοῦ χρόνου καί δέν εἶναι ὑποδουλωμένος σ’ αὐτόν. Τό Πνεῦμα εἶναι ἕνα Πνεῦμα Ἅγιο, πού προέρχεται ἀπό τόν Πατέρα, ὄχι μέ τόν υἱϊκό τρόπο, ἀλλά μέ τήν ἐκπόρευση, ἀφοῦ οὔτε ὁ Πατέρας ἔχασε τήν ἀγεννησία, ἐπειδή ἔχει γεννήσει, οὔτε ὁ Υἱός τή γέννηση, ἐπειδή προέρχεται ἀπό τόν ἀγέννητο (πῶς θά γινόταν ἄλλωστε;), οὔτε τό Πνεῦμα μετέπεσε ἤ σέ πατέρα ἤ σέ υἱό, ἐπειδή ἔχει ἐκπορευθεῖ καί εἶναι Θεός · ἡ ἰδιότητα παραμένει ἀκίνητη. Ἤ πῶς θά μποροῦσε ἡ ἰδιότητα νά παραμένει, ἄν κινεῖται καί ἀλλάζει καταστάσεις; Γιατί ἄν ἦταν ὁ Πατέρας Υἱός, δέν θά ἦταν ὁ Πατέρας κατά κυριότητα· ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας κατά κυριότητα· Καί ἄν ὁ Υἱός ἦταν Πατέρας, δέν θά ἦταν ὁ Υἱός κατά κυριότητα· ἕνας εἶναι κατά κυριότητα ὁ Υἱός καί ἕνα Πνεῦμα τό Ἅγιο.

Εἶναι ἀνάγκη νά ξέρουμε ὅτι δέν λέμε πώς ὁ Πατέρας εἶναι ἀπό κάποιον ἄλλον · τόν λέμε Πατέρα τοῦ Υἱοῦ. Τόν Υἱό, πάλι δέν τόν λέμε αἴτιο καί Πατέρα · τόν λέμε ὅμως προερχόμενο ἀπό τόν Πατέρα καί Υἱό τοῦ Πατέρα. Ἐπίσης λέμε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί ὅτι ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί Πνεῦμα τοῦ Πατέρα τό ὀνομάζουμε, δέν λέμε ὅμως ἀπό τόν Υἱό τό Πνεῦμα, ἀλλά τό ὀνομάζουμε Πνεῦμα Υἱοῦ (Εἴ τις γάρ πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, λέγει ὁ θεῖος Ἀπόστολος) καί ὁμολογοῦμε ὅτι διά μέσου τοῦ Υἱοῦ ἔχει φανερωθεῖ καί μεταδοθεῖ σέ μᾶς (γιατί «ἐνεφύσησε» καί εἶπε στούς μαθητές του · Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον), ὅπως ἀκριβῶς ἀπό τόν ἥλιο προέρχονται καί ἡ ἀχτίδα καί ἡ λάμψη (γιατί αὐτός εἶναι πηγή τῆς ἀχτίδας καί τῆς λάμψης), ἐνῶ διά μέσου τῆς ἀχτίδας μεταδίδεται σέ μᾶς ἡ λάμψη καί αὐτή εἶναι πού μᾶς φωτίζει καί μετέχεται ἀπό ἐμᾶς. Καί τόν Υἱό οὔτε τοῦ Πνεύματος τόν λέμε οὔτε φυσικά ἀπό τό Πνεῦμα».

(Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κεφ. 8 (8) «Γιά τήν Ἁγία Τριάδα» σσ. 47-69, κείμενο- μετάφραση εἰσαγωγή-σχόλια Νίκου Ματσούκα, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983)