Διδάγματα ἀπό τίς ἐμφανίσεις
τοῦ ἀναστάντος Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ
(ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ)
Τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Ὁ ἀναστάς Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὁ μέγας καί ἀληθής Διδάσκαλός μας μέ τίς ἐνέργειές Του μετά τήν Ἀνάστασή Του μᾶς φώτισε καί μᾶς δίδαξε.
Ἰδού πῶς:
α΄. Ἐγκατέλειψε τούς ἀπίστους Ἰουδαίους στήν ἄγνοιά τους.
Θά ἀνέμεναν οἱ Μαθητές Του ὅταν ἀναστήθηκε, νά ἐμφανισθεῖ ζωντανός στούς σταυρωτές Του γιά νά τούς καταπλήξει, νά τούς ταπεινώσει ἐνώπιον τῶν Ἰουδαίων, νά τούς ἀναγκάσει νά Τόν πιστέψουν, νά Τόν προσκυνήσουν ὡς Παντοδύναμο Θεό καί νά Τόν ἀναγνωρίσουν ὡς Μεσσία. Δέν τό ἔπραξε, ἐπειδή δέν ἤθελε νά τούς ἐκβιάσει νά πράξουν ὅ,τιδήποτε μέ ἐξαναγκασμό, ἀφοῦ εἶχε διακηρύξει «εἰς τὶς θέλε[1]ι ὀπίσω μου ἐλθεῖν».
Ἀντίθετα ὅμως ἐμφανίσθηκε στούς ἔμφοβους καί καταπτοημένους Μαθητές Του γιά νά τούς στηρίζει νά πιστέψουν στήν Ἀνάστασή Του.
Γι’ αὐτό τό θέμα ὁ Κύριος εἶχε ἕνα ἐνδιαφέροντα διάλογο μέ τόν μαθητή Του Ἰούδα, ὄχι τόν προδότη, ἀλλά τόν Ἀδελφόθεο[2], ὅπως ἐξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης,
«Ἐκεῖνος πού κρατάει τίς ἐντολές μου καί τίς ἐκτελεῖ, αὐτός μέ ἀγαπάει· κι αὐτός πού μέ ἀγαπάει θ’ ἀγαπηθεῖ ἀπό τόν Πατέρα μου, κι ἐγώ θά τόν ἀγαπήσω καί θά τοῦ φανερώσω τόν ἑαυτό μου. Κύριε, τοῦ λέει ὁ Ἰούδας, ὄχι ὁ Ἰσκαριώτης, γιατί θά φανερώσεις τόν ἑαυτό σου σ’ ἐμᾶς κι ὄχι στόν κόσμο; Ὅποιος μέ ἀγαπάει, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς, θά τηρήσει τό λόγο μου. Κι ὁ Πατέρας μου θά τόν ἀγαπήσει, καί θά ἔρθουμε σ’ αὐτόν καί θά κατοικήσουμε μαζί του. Αὐτός πού δέ μέ ἀγαπάει δέν ἀκολουθεῖ τά λόγιά μου. Τά λόγια ὅμως πού ἀκοῦτε δέν προέρχονται ἀπό μένα, ἀλλά ἀπό τόν Πατέρα πού μ’ ἔστειλε»[3].
Ἀπό τόν διάλογο αὐτό προκύπτει, ὅτι ὁ Κύριος θέτει ὡς προϋπόθεση γιά νά ἐμφανισθεῖ καί νά κατοικήσει στίς ψυχές τῶν Μαθητῶν Του τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.
Οἱ ἐχθροί Του, πού ἦταν ἄπιστοι δέν εἶχαν διάθεση νά Τόν ἀποδεχθοῦν, νά πιστέψουν σ’ Αὐτόν καί νά τηρήσουν τήν διδασκαλία Του, γι’ αὐτό καί τούς ἐγκατέλειψε στήν ἄγνοιά τους, οὐσιαστικά στήν αὐτοκαταδίκη τους, γιά τήν ὁποία εἶχε μιλήσει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας. Τούς λόγους του ἐπικαλέστηκαν οἱ ἀπόστολοι Ματθαῖος καί Παῦλος γιά νά στηλιτεύσουν τήν σκληροκαρδία τῶν Ἰουδαίων.
«Γι’ αὐτό τούς μιλάω μέ παραβολές γιά νά μή βλέπουν ἐνῶ βλέπουν. κι ἐνῶ ἀκοῦν νά μήν ἀκοῦν οὔτε νά καταλαβαίνουν, μήπως ἔτσι κάποτε μετανοήσουν καί ἐκπληρωθεῖ τότε σ’ αὐτούς ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα, ἡ ὁποία λέει: Θά ἀκούσετε μέ τήν ἀκοή μά δέ θά καταλάβετε, καί θά δεῖτε μά δέ θ’ ἀντιληφθεῖτε. Γιατί ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδιά αὐτοῦ του λαοῦ, καί μέ τ’ αὐτιά βαριάκουσαν κι ἔκλεισαν τά μάτια τους· ἴσως ὅμως δοῦνε μέ τά μάτια κι ἀκούσουν μέ τ’ αὐτιά καί καταλάβουν μέ τήν καρδιά κι ἐπιστρέψουν σ’ ἐμένα καί τούς γιατρέψω. Μακάρια ὅμως τά δικά σας μάτια γιατί βλέπουν, καί τ’ αὐτιά σας γιατί ἀκοῦνε! Σᾶς βεβαιώνω πώς πολλοί προφῆτες καί δίκαιοι ἐπιθύμησαν νά δοῦν ὅσα βλέπετε, καί δέν τά εἶδαν· καί ν’ ἀκούσουν ὅσα ἀκοῦτε, καί δέν τά ἄκουσαν»[4].
«Ἄλλοι πίστευαν σ’ αὐτά πού ἔλεγε κι ἄλλοι δέν ἤθελαν νά τόν πιστέψουν. Ἔτσι, χωρίς νά συμφωνήσουν μεταξύ τους, ἔφυγαν, κι ὁ Παῦλος τούς εἶπε ἕνα λόγο ἀκόμη: Καλά εἶπε τό Ἅγιο Πνεῦμα στούς πατέρες μας μέσω τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ὅτι πήγαινε στό λαό αὐτόν καί πές του : Θ’ ἀκούσετε μέ τ’ αὐτιά σας, μά δέ θά καταλάβετε καί θά δεῖτε, μά δέ θ’ ἀντιληφθεῖτε. Γιατί ἔγινε ἀναίσθητη ἡ καρδιά τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καί μέ τ’ αὐτιά βαριάκουσαν, καί ἔκλεισαν τά βλέφαρα στά μάτια τους μήν τυχόν δοῦνε μέ τά μάτια καί ἀκούσουν μέ τ’ αὐτιά καί καταλάβουν μέ τήν καρδιά, καί ἐπιστρέψουν σ’ ἐμένα καί τούς γιατρέψω. Μάθετε, λοιπόν, ὅτι ὁ Θεός ἔστειλε τή σωτηρία αὐτή στούς ἐθνικούς. Αὐτοί τώρα θ’ ἀκούσουν! Ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά, ἔφυγαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἔχοντας ἀναμεταξύ τους μεγάλη διχογνωμία»[5].
Τό σκληροτράχηλο τοῦ χαρακτήρα τῶν Ἰουδαίων καί ἡ ἀπιστία τους ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι συκοφάντησαν τήν Ἀνάστασή Του, ἐνῶ τήν πληροφορήθηκαν ἀπό τούς φρουρούς τοῦ τάφου Του, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος:
«Ὅταν ἔφυγαν οἱ γυναῖκες, μερικοί ἀπό τούς φρουρούς πῆγαν στήν πόλη κι ἀνέφεραν στούς ἀρχιερεῖς ὅλα ὅσα ἔγιναν. Οἱ ἀρχιερεῖς φώναξαν καί τούς πρεσβυτέρους, ἔκαναν συμβούλιο κι ἀποφάσισαν: Ἔδωσαν πολλά χρήματα στούς στρατιῶτες καί τούς εἶπαν: Νά πεῖτε πώς τή νύχτα πού ἐμεῖς κοιμόμασταν, ἦρθαν οἱ μαθητές του καί τόν ἔκλεψαν. Κι ἄν αὐτό φτάσει στ’ αὐτιά τοῦ Ρωμαίου διοικητή, ἐμεῖς θά τόν πείσουμε καί θά σᾶς ἀπαλλάξουμε ἀπό κάθε εὐθύνη. Οἱ στρατιῶτες πῆραν τά χρήματα κι ἔκαναν ὅπως τούς δασκάλεψαν. Ἔτσι κυκλοφόρησε αὐτή ἡ φήμη στούς Ἰουδαίους ἕως σήμερα»[6].
* * * * *
β΄. Ράπισε μέ τήν ἀστραπή τῆς θεότητός Του τούς φρουρούς τοῦ τάφου Του.
Ματαίως ἡ κουστωδία (οἱ Στρατιῶτες) φύλαγε τόν τάφο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διότι φρουροῦσε γιά νά μήν κλέψουν οἱ Μαθητές Του τό Σῶμα Του καί ἰσχυρισθοῦν ὅτι ἀναστήθηκε. Αὐτά τά μέτρα φρούρησης δείχνουν ὅτι φοβόνταν τήν Ἀνάστασή Του, ἡ ὁποία θά ἀποτελοῦσε τήν «ἔσχατη πλάνη» πού θά ἦταν χειρότερη ἀπό τήν προηγούμενη:
«Την ἄλλη μέρα, πού ἦταν Σάββατο, πῆγαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ὅλοι μαζί, στόν Πιλάτο καί τοῦ εἶπαν: «Κύριε, θυμηθήκαμε πώς ἐκεῖνος ὁ λαοπλάνος εἶχε πεῖ ὅταν ζοῦσε: σέ τρεῖς μέρες θά ἀναστηθῶ. Γι’ αὐτό, δῶσε διαταγή νά φρουρηθεῖ καλά ὁ τάφος ὡς τήν τρίτη μέρα, μήν τυχόν ἔρθουν οἱ μαθητές Του τή νύχτα καί τόν κλέψουν, κι ἔπειτα ποῦν στό λαό πώς ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς γιατί τότε ἡ τελευταία πλάνη θά εἶναι χειρότερη ἀπό τήν προηγούμενη». Κι ὁ Πιλάτος τούς εἶπε: «Σᾶς διαθέτω τή φρουρά. Πηγαίνετε καί πάρτε ὅποια μέτρα ἀσφαλείας νομίζετε». Αὐτοί τότε πῆγαν στόν τάφο καί τόν ἀσφάλισαν: σφράγισαν τήν πέτρα κι ἄφησαν καί τή φρουρά ἐκεῖ»[7].
Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀπέδειξε, ὅτι καμμία φρουρά, κανένας νόμος, καμμία ἐγκόσμια ἐξουσία δέν εἶναι ἱκανή νά ἐμποδίσει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί νά ἀκυρώσει τό σχέδιό Του. Αὐτοί θά νομοθετοῦν γιά νά ματαιώσουν τό ἔργο Του, νά Τόν φυλακίσουν, νά Τόν θανατώσουν, νά Τόν δεσμεύσουν κι Ἐκεῖνος θά θριαμβεύει. Πολύ περισσότερο οἱ πονηρές ἐξουσίες τοῦ κόσμου τοῦ αἰώνα τούτου δέν εἶναι ἱκανές καί ἰσχυρές νά Τόν ὑποτάξουν. Ὅσο καί ἄν, οἱ ἐχθροί τῆς χριστιανικῆς πίστεως, τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ἐκκλησίας, ἄν πολεμοῦν καί μηχανεύονται μέτρα γιά νά ἐμποδίσουν τό ἔργο τοῦ Θεοῦ «ἀλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δέ δένεται»[8] θά πεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ Κύριος διακήρυξε «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ»[9]. Ὁ Θεός δέν ὑπακούει σέ ἐγκόσμιες καί μάλιστα πονηρές ἐξουσίες.
Οἱ μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἀποδείξει ὅτι οὔτε βασανιστήρια οὔτε θανατώσεις μποροῦν νά κάμψουν τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ.
* * * * *
γ΄. Διέλυσε τίς ἀμφιβολίες τῶν Μαθητῶν Του.
Ὅπως μᾶς πληροφοροῦν τά ἱερά Εὐαγγέλια, καί οἱ Μαθητές Του ἦταν διστακτικοί νά πιστέψουν στήν Ἀνάσταση. Μάλιστα θεώρησαν γυναικεῖες φλυαρίες ὅσα ἔλεγαν οἱ Μυροφόρες γυναῖκες γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Τά λόγια αὐτά τούς φάνηκαν σάν φλυαρίες καί δέν τίς πίστευαν»[10]. Ὁμοίως ἀπιστοῦσαν καί στά λόγια τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς[11]. Δέν πίστεψαν καί τούς δύο Μαθητές πού τήν Κυριακή τό πρωΐ πήγαιναν στήν ἐξοχή[12].
Ὅταν ἐμφανίσθηκε στό ὑπερῶο πού ἦταν συγκεντρωμένοι, μερικοί ὅταν Τόν εἶδαν ἦταν διστακτικοί «Κι ὅταν τόν εἶδαν, τόν προσκύνησαν· μερικοί ὅμως εἶχαν ἀμφιβολίες»[13].
Αὐτός ὀνείδισε τήν ἀπιστία αὐτῶν ὅτι «Ὅλα αὐτά τά ἄκουγαν οἱ Φαρισαῖοι, πού ἦταν φιλάργυροι, καί τόν χλεύαζαν»[14].
Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ζητοῦσε περισσότερες ἀποδείξεις. Οἱ πορευόμενοι δύο Μαθητές πρός τούς Ἐμμαούς, μετά τά ὅσα εἶχαν ζήσει τίς προηγούμενες ἡμέρες τοῦ Πάθους Του, Τόν θεωροῦσαν ἁπλά ἕνα «Προφήτη δυνατό ἐν ἔργῳ καί λόγῳ»[15]. Ὅταν τούς ἐξήγησε καί κυρίως ὅταν συνέφαγε μαζί τους καί διανοίχθηκαν οἱ ὀφθαλμοί τους, τότε Τόν ὁμολόγησαν περιχαρεῖς ὡς Κύριό τους.
Ὁ Κύριος εἶχε προεῖπει ὅτι οἱ Μαθητές Του, τήν νύκτα ἐκείνη τῆς συλλήψεώς Του, τῆς καταδίκης Του καί ἐν συνεχείᾳ τῆς σταυρώσεώς Του, θά σκανδαλίζονταν[16] καί θά διασκορπίζονταν[17].
Ὁ Κύριος ὅμως διέλυσε ὁ Ἴδιος τούς δισταγμούς καί τίς ἀμφιβολίες τους σ’ αὐτούς πού εἶχαν καλή διάθεση νά πεισθοῦν.
* * * * *
δ΄. Διέλυσε τό φόβο τῶν γυναικῶν
Τίς γυναῖκες πού πῆγαν στόν τάφο, τίς διακατεῖχε φόβος καί δειλία[18]. Ὅταν ὅμως βεβαιώθηκαν ἀπό τόν λαμπροφορεμένο Ἄγγελο ὅτι «ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν»[19] χάρηκαν καί ἐξαφανίσθηκε ὁ φόβος καί ἡ δειλία.
Ἔτσι μᾶς δίδαξε ὅτι ἡ πνευματική πείρα σκορπίζει τήν δειλία τῆς ψυχῆς πού δημιουργοῦν οἱ ἐγκόσμιες καταστάσεις.
Αὐτή τήν ἐμπειρία μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί Μαθητές τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ὅταν γράφουν:
Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης «καί εἴδαμε τή θεϊκή του δόξα, τή δόξα πού ὁ μοναχογιός τήν ἔχει ἀπ’ τόν Πατέρα, κι ἦρθε γεμάτος χάρη θεϊκή κι ἀλήθεια γιά μᾶς»[20].
«Αὐτός πού ἀναφέρει τό γεγονός τό εἶδε μέ τά μάτια του, κι αὐτό πού ἀναφέρει εἶναι ἀληθινό. Ξέρει κι ὁ ἴδιος πώς λέει τήν ἀλήθεια, ὥστε κι ἐσεῖς νά τό πιστέψετε»[21].
«Σᾶς γράφουμε γιά τό ζωοποιό Λόγο πού ὑπῆρχε ἐξαρχῆς. Τόν ἀκούσαμε καί τόν είδαμε μέ τά ἴδια μας τά μάτια. Μάλιστα τόν εἴδαμε ἀπό κοντά, καί τά χέρια μας τόν ψηλάφισαν»[22].
Ὁ ἀπόστολος Πέτρος :
«Λοιπόν, δέ βασιστήκαμε σέ περίτεχνους μύθους γιά νά σᾶς γνωστοποιήσουμε τή δυναμική ἔλευση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μέ τά ἴδια μᾶς τά μάτια εἴδαμε τό μεγαλεῖο του»[23].
* * * * *
ε΄. Συμπορεύθηκε μέ τούς δύο Μαθητές πού πήγαιναν πρός τούς Ἐμμαούς.
Ὁ Κύριος δέν περιφρόνησε τούς δύο μαθητές Του πού τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἔκαναν ἕνα περίπατο στή ἐξοχή κατηφεῖς καί μελαγχολικοί, προβληματισμένοι ἀπό ὅσα εἶχαν συμβεῖ. Συμπορεύθηκε μαζί τους, συνομίλησε καί τούς ἐξήγησε τίς Προφητεῖες πού ἀναφέρονταν στόν Μεσσία, δηλαδή σ’ Αὐτόν τόν Ἴδιο.
Ἐνδεχομένως νά ἐθωρεῖτο ἐνδεδειγμένο ὅτι ἔπρεπε νά ἀπευθυνόταν σ’ ἕνα πολυάριθμο ἀκροατήριο γιά νά διδάξει. Γιά Ἐκεῖνον ὅμως οἱ δύο ψυχές ἦταν πολύτιμες γιά νά μάθουμε ὅλοι μας, ὅτι δέν πρέπει νά δίνουμε σημασία στούς ἀριθμούς, ἀλλά στίς διαθέσεις.
Οἱ δύο ἐκεῖνοι ἀποδείχθηκαν διαπρύσιοι καί θαρραλέοι κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος τούς στήριξε μέ ἐπιμέλεια καί συγκατάβαση.
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὡς «ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς»[24] γνωρίζει τίς προθέσεις τῶν ἀνθρώπων κκαί σέ ὅσους ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια ὁ Κύριος ἀνταποκρίνεται. Ὅσοι πάλι εἶναι σκληροί καί ἀμετάπιστοι κατά τό «οὐ μέ πείσεις κἄν μέ πείσης» τούς ἐγκαταλείπει.
Γνωρίζοντας τίς καλές προθέσεις τους κάλεσε τούς Δώδεκα Μαθητές Του, ὁμοίως καί στίς περιπτώσεις τοῦ Ζακχαίου[25] καί τῆς Σαμαρείτιδας[26].
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπικαλεῖται αὐτόν τόν πνευματικό νόμο σ’ ὅλους τούς χριστιανούς γιά τούς ὁποίους γράφει: «τοῖς κατά πρόθεσιν κλητοῖς οὖσι»[27] δηλαδή ὁ Θεός τούς κάλεσε στήν πίστη ἐπειδή γνωρίζει ὅτι ἔχουν προϋποθέσεις νά ἀνταποκριθοῦν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅποιος δέν ἀνταποκρίνεται καί ἀπορρίπτει τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ τό πράττει ἐνσυνείδητα καί ἀναλογίζεται τήν πράξη του.
* * * * *
στ΄. Ἀποκατέστησε τόν ἀπόστολο Πέτρο
Πρός τόν ἀπόστολο Πέτρο πού Τόν ἀρνήθηκε, ἔδειξε ἐνδιαφέρον καί φιλανθρωπία νά τόν ἀποκαταστήσει μέ τόν διάλογο στήν παραλία τῆς λίμνης Τιβεριάδος. Θέλησε νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τίς τύψεις του, δέν τόν ἐγκατέλειψε στόν ἐσωτερικό του καί ἐξωτερικό ἔλεγχο γιά τήν πτώση του, στήν ἀπαξίωση τῆς θέσεως μεταξύ τῶν Ἀποστόλων, τοῦ ἔδειξε ὅτι ὑπάρχει δυνατότητα διορθώσεως:
« Ὅταν λοιπόν, ἔφαγαν, λέει ὁ Ἰησοῦς στό Σίμωνα Πέτρο: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μ’ ἀγαπᾶς περισσότερο ἀπ’ ὅσο αὐτοί ἐδῶ; Ναί, Κύριε, τοῦ ἀπαντάει ὁ Πέτρος, ἐσύ ξέρεις πώς σ’ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε: Βόσκε τ’ ἀρνιά μου. Τόν ρωτάει πάλι γιά δεύτερη φορά: Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνὰ, μ’ ἀγαπᾶς; Ναί, Κύριε, τοῦ ἀποκρίνεται, ἐσύ ξέρεις ὅτι σ’ ἀγαπῶ. Τοῦ λέει τότε: Ποίμαινε τά πρόβατά μου. Τόν ρωτάει γιά τρίτη φορά: «Σίμων, γιέ τοῦ Ἰωνᾶ, μ’ ἀγαπᾶς; Στενοχωρήθηκε ὁ Πέτρος πού τόν ρώτησε γιά τρίτη φορά, μ’ ἀγαπᾶς; Καί τοῦ ἀπαντάει: Κύριε, ἐσύ τά ξέρεις ὅλα· ἐσύ ξέρεις ὅτι σ’ ἀγαπ». Τοῦ λέει τότε ὁ Ἰησοῦς: βόσκε τά πρόβατά μου. Ὅταν ἤσουν νεότερος, ἔδενες τή ζώνη στή μέση σου καί πήγαινες ὅπου ἤθελες ὅταν ὅμως γεράσεις, σέ βεβαιώνω πώς θ’ ἁπλώσεις τά χέρια σου, κι ἄλλος θά σέ ζώσει καί θά σέ πάει ἐκεῖ πού δέ θέλεις. Αὐτό τό εἶπε γιά νά δείξει μέ ποιόν θάνατο θά δόξαζε τό Θεό. Κι ἀφοῦ τό εἶπε αὐτό, τοῦ λέει: Ἀκολούθησε μέ»[28].
Ἔτσι μᾶς δίδαξε κι ἐμᾶς νά δίνουμε γιά νά ἀποκαταστήσουμε τίς σχέσεις μας καί εὐκαιρίες σ’ ὅσους σφάλλουν καί ἔχουν πτώσεις καί μᾶς βλάπτουν.
[1] Ματθαίου ιστ΄, 24.
[2] Ἰούδα α΄, 1.
[3] «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν. Λέγει αὐτῷ ᾿Ιούδας, οὐχ ὁ ᾿Ισκαριώτης· Κύριε, καὶ τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν σεαυτὸν καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν. ὁ μὴ ἀγαπῶν με τοὺς λόγους μου οὐ τηρεῖ· καὶ ὁ λόγος ὃν ἀκούετε οὐκ ἔστιν ἐμός, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με πατρός» (Ἰωάννου ιδ΄ 21-24).
[4] «Διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ ἀκούωσι μηδὲ συνῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι· καὶ τότε πληρωθήσεται αὐτοῖς ἡ προφητεία ῾Ησαΐου ἡ λέγουσα· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. ῾Υμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί, ὅτι βλέπουσι, καὶ τὰ ὦτα ὑμῶν, ὅτι ἀκούουσιν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν» (Ματθαίου ιγ΄ 13-17)
[5] «Καὶ οἱ μὲν ἐπείθοντο τοῖς λεγομένοις, οἱ δὲ ἠπίστουν. ἀσύμφωνοι δὲ ὄντες πρὸς ἀλλήλους ἀπελύοντο, εἰπόντος τοῦ Παύλου ρῆμα ἕν, ὅτι καλῶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐλάλησε διὰ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν λέγον· πορεύθητι πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον καὶ εἶπον· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. γνωστὸν οὖν ἔστω ὑμῖν ὅτι τοῖς ἔθνεσιν ἀπεστάλη τοῦτο τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ καὶ ἀκούσονται. καὶ ταῦτα αὐτοῦ εἰπόντος ἀπῆλθον οἱ ᾿Ιουδαῖοι πολλὴν ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς συζήτησιν» (Πράξεων κη΄ 24-29)
[6] «Πορευομένων δὲ αὐτῶν ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα. καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες· εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων. καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν. οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν. καὶ διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ ᾿Ιουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον» (κη΄ 11-15)
[7] «Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς Πιλᾶτον λέγοντες· κύριε, ἐμνήσθημεν εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας» Ματθαίου κζ΄ 62-66.
[7] «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεταιὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας» Ματθαίου κζ΄ 62-66.
[8] «Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται» Πρός Τιμόθεον Β΄ β΄ 9.
[9] Ἰωάννου γ΄ 8.
[10] «Ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ρήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς» Λουκᾶ κδ΄ 11.
[11] Μάρκου ιστ΄ 16-17.
[12] Μάρκου ιστ΄ 13.
[13] «Ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν» Ματθαίου κη΄ 17.
[14] «Τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγεγερμένον ἐκ νεκρῶν οὐκ ἐπίστευσαν» Λουκᾶ ιστ΄ 14.
[15] Λουκᾶ κδ΄ 19.
[16] Ἰωάννου ιστ΄ 1.
[17] Ἰωάννου ιστ΄ 32.
[18] Ματθαίου κη΄ 1-7, Λουκᾶ κδ΄1-10, Μάρκου ιστ΄ 8.
[19] Ματθαίου κζ΄ 64.
[20] «Ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθεία» (α΄ 14)
[21] «Ὁ ἑωρακώς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινή αὐτοῦ ἐστιν ἡ μαρτυρία, κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε» Ἰωάννου ιθ΄ 35.
[22] «Ὁ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς» (Α΄ Ἰωάννου α΄ 1)
[23] «Οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» Β΄ Πέτρου α΄ 16.
[24] Ψαλμοῦ ζ΄ (7) 10.
[25] Λουκᾶ ιθ΄ 2-8.
[26] Ἰωάννου δ΄ 7-19.
[27] Πρός Ρωμαίους η΄ 28.
[28] « ῞Οτε οὖν ἠρίστησαν, λέγει τῷ Σίμωνι Πέτρῳ ὁ ᾿Ιησοῦς· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με πλεῖον τούτων; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· βόσκε τὰ ἀρνία μου. λέγει αὐτῷ πάλιν δεύτερον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, ἀγαπᾷς με; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, σὺ οἶδας ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ· ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Σίμων ᾿Ιωνᾶ, φιλεῖς με; ἐλυπήθη ὁ Πέτρος ὅτι εἶπεν αὐτῷ τὸ τρίτον, φιλεῖς με, καὶ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, σὺ πάντα οἶδας, σὺ γινώσκεις ὅτι φιλῶ σε. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· βόσκε τὰ πρόβατά μου. ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ὅτε ἦς νεώτερος, ἐζώννυες σεαυτὸν καὶ περιεπάτεις ὅπου ἤθελες· ὅταν δὲ γηράσῃς, ἐκτενεῖς τὰς χεῖράς σου, καὶ ἄλλος σε ζώσει, καὶ οἴσει ὅπου οὐ θέλεις. τοῦτο δὲ εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ δοξάσει τὸν Θεόν. καὶ τοῦτο εἰπὼν λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι» Ἰωάννου κα΄ 15-19.