logo


ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ

Εἰς τὴν Πανορθόδοξο Συνδιάσκεψι ᾿Εντεταλμένων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν καὶ ῾Ιερῶν Μητροπόλεων γιὰ θέματα αἱρέσεων καὶ παραθρησκείας.
ΘΕΜΑ: Η ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ.

ΙΕΡΑ ΝΗΣΟΣ ΤΗΝΟΥ.
29 ᾿Οκτωβρίου - 1 Νοεμβρίου 2002
Tοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Καισαριανῆς, Βύρωνος καί ῾Υμηττοῦ
κ. Δανιήλ
 
Α´ ΜEΡΟΣ

Γενικὴ ἀναφορὰ στὸ φαινόμενο τῶν αἱρέσεων.

᾿Εκ πρώτης ὄψεως ἴσως νὰ φανῆ σὲ ὡρισμένους, ὅτι τὸ θέμα τῆς παρούσης εἰσηγήσεώς μας κατὰ τὴν διατύπωσί του εἶναι ἀντιφατικό. ᾿Εφόσον ποιμαντικὴ καλοῦμε τὴν φροντίδα τοῦ ποιμένος γιὰ τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐφ᾿ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ ἐξῆλθαν ἀπὸ αὐτὴ τὴν ποίμνη διακόπτοντας κάθε σύνδεσμο μὲ τοὺς ποιμένες, τίθεται τὸ ἐρώτημα· «Πῶς δικαιολογεῖται νὰ ὁμιλοῦμε περὶ ποιμαντικῆς τῶν αἱρετικῶν»;

Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὸ ἐρώτημα αὐτὸ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψιν μας τὰ ἑξῆς·
α. ῾Ο αἱρετικὸς, μὲ βάσι τὶς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν μέχρι τώρα στὰ δικά μας, ἐπειδὴ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ῾Ελλήνων εἶναι βαπτισμένοι ᾿Ορθόδοξοι Χριστιανοί, θεωρεῖται πρώην μέλος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὁ ὁποῖος ἀποσχίσθηκε. Κάθε αἱρετικὸς ἐπὶ τοῦ παρόντος εἶναι πλανηθὲν πρόβατο, τὸ ὁποῖο ὀφείλει νὰ ἀναζητήση ὁ καλὸς ποιμένας γιὰ νὰ τὸ ἐπανεντάξη στὸ σῶμα ἀπό τό ὁποῖο ἀπεκόπη.

β. Οἱ αἱρέσεις εἶναι πληγὲς ἀπειλητικὲς γιὰ τὸ Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ ὄχι μόνο αὐτῆς. Προκαλοῦν, μὲ τὴν δραστηριότητά τους προβλήματα στὰ πρόσωπα, στὶς οἰκογένειες, στὴν κοινωνία καὶ στὸ ἔθνος. Οἱ ποιμένες πολλές φορὲς, στὴν ἄσκησι τῆς διακονίας εὑρίσκονται ἀντιμέτωποι ἀπέναντι σὲ σκληρὰ καὶ καὶ ὀδυνηρὰ περιστατικὰ, προσκαλούμενοι νὰ θεραπεύσουν πληγές -δυστυχῶς πολλὲς φορὲς ἀνίατες- τὶς ὁποῖες μᾶς δημιούργησαν «ληστὲς» τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς.

῞Οταν ἄλλοι παράγοντες κοινωνικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἐκτὸς τῆς ῾Ελλάδος κυρίως ἔχουν ἀρχίσει νὰ διερευνοῦν τὰ σκοτεινὰ παρασκήνια τῶν αἱρέσεων γιὰ προληπτικοὺς λόγους, πῶς οἱ ὑπεύθυνοι ποιμένες μποροῦν νὰ ἀδιαφοροῦν ἐνώπιον μιᾶς καταστροφικῆς ἀπειλῆς;

γ. ᾿Ισχύει καὶ σ᾿αὐτὴ τὴν περίπτωσι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὅτι ἀνάγκη θεραπείας δὲν ἔχουν οἱ «ἰσχύοντες ἰατροῦ», ἀλλ᾿ οἱ «κακῶς ἔχοντες» (Μαρκ. β´ 17). ῾Ο δὲ ᾿Απόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει νὰ προσλαμβάνουμε τοὺς «ἀσθενεῖς τῇ πίστει» (Πρβλ. Ρωμ. ιδ´ 1). Πῶς λοιπὸν οἱ ὑπεύθυνοι ποιμένες θὰ ἀρνηθοῦν τὴν φροντίδα τους πρὸς αὐτοὺς, χωρὶς νὰ κινδυνεύουν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἀποστολὴ καὶ τὸ ἔργο τους;

῎Ισως μάλιστα ἡ διακονία αὐτὴ νὰ εἶναι δύσκολη λόγῳ τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων ἐμποδίων. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἐγκαταλείψουν τὸν ἀγῶνα, οὔτε νὰ ἀποχωρήσουν ἀπὸ τὶς γραμμὲς τῶν μαχῶν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ τῆς σωτηρίας, ἔστω καὶ μιᾶς ψυχῆς, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἀπέθανε ἐπάνω στό Σταυρό.

Σ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ θὰ θελήση νὰ δώση τέτοιους ἀγῶνες ὁ Θεὸς ἐπιφυλάσσει χάρι καὶ ἰδιαίτερη εὐλογία, χαρὰ ὅμοια μ᾿ ἐκείνη «τῶν πανηγυριζόντων ᾿Αγγέλων» γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἑνὸς μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ. «Οὔτω, λέγω ὑμῖν χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λουκ ιε´ 10).

῾Οδηγός μας καὶ στὸ προκείμενο θέμα εἶναι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μὲ τὸν ὁποῖο περιέγραψε τὴν ἀποστολή Του, τὸ ἔργο τοῦ ῾Οποίου ἐμεῖς συνεχίζουμε, χάριτι Θεοῦ.
«Πνεῦμα Κυρίου ἐπ᾿ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με, εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με, ἰάσασθαι τοὺς συντετριμμένους τὴν καρδίαν, κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καὶ τυφλοῖς ἀνάβλεψιν, ἀποστεῖλαι τεθραυσμένους ἐν ἀφέσει, κηρῦξαι ἐνιαυτὸν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. δ´ 18-19).

γ. Τὸ θέμα τῶν αἱρέσεων στὴν παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας μας εὑρίσκεται στὸ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τῶν ῾Αγίων Πατέρων. ῾Η διασφάλισις τῆς σώζουσας ἀλήθειας καὶ ἡ προστασία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὡδήγησαν τοὺς Πατέρες νὰ δώσουν πνευματικοὺς ἀγῶνες «τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων» (Μαρκ. ιστ´ 20).

Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ἔχουν ἱεραρχήσει σωστὰ τοὺς σκοποὺς τῆς ποιμαντικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας. Κι ἔχουν ἐγκαταλείψει ἢ ἀπωθήσει τὸν ἀντιαιρετικὸ ἀγῶνα καὶ τὰ συναφῆ πρὸς αὐτὸν πολλάκις στὸ περιθώριο τῆς διακονίας τους. Σ᾿ ἄλλους δὲ οὔτε ποὺ ὑπάρχει ἀνησυχία.

Μὲ τὴν εἰσήγησί μου, Πατέρες καὶ ᾿Αδελφοί μου, θὰ προσπαθήσω νὰ διεγείρω τὸ ἐνδιαφέρον σας, διότι πιστεύω, ὅτι ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐφιαλτικὴ. Ψυχὲς χάνονται γιὰ τὶς ὁποῖες «Χριστὸς ἀπέθανε» (Α´ Κορ. η´, 11).

Γι᾿ αὐτὸ θέλω νὰ βοηθήσω ὅλους μας νὰ ἀξιολογήσουμε καὶ νὰ ἐπαναπροσδιορίσουμε τοὺς στόχους μας, ἀπέναντι στὶς ραγδαῖες ἐξελίξεις, τὶς ὁποῖες, πιστεύω, ὄχι μόνο δὲν μποροῦμε νὰ ἐλέγξουμε, ἀλλὰ ἀδυνατοῦμε ἐν πολλοῖς καὶ νὰ παρακολουθήσουμε.

δ. Στὴν εἰσήγησί μου δὲν θὰ παρουσιάσω τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία τῶν αἱρέσεων. Τὸ θέμα εἶναι εὐρύτατο, ἡ βιβλιογραφία ἐκτεταμένη, ὁ χρόνος ἐλάχιστος.

Θὰ δώσω μόνο μερικὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα, ἀρκετὰ νὰ παράσχουν ἀφορμὴ πρὸς συζήτησι καὶ προβληματισμό.
1. Τί εἶναι αἵρεσις.

Στὴν καθιερωμένη σήμερα θεολογικὴ γλῶσσα, ἡ αἵρεσις ὁρίζεται ὡς «πεπλανημένη διδασκαλία, παρεκκλίνουσα ἀπὸ τῆς γνησίας πίστεως, ἅμα δὲ καὶ πᾶσα ἰδιαιτέρα χριστιανικὴ κοινότης, διαφωνοῦσα πρὸς τὴν δογματικὴν διδασκαλίαν τῆς ἀληθοῦς ᾿Εκκλησίας καὶ ἀποκοπεῖσα ἀπὸ τῆς κοινωνίας καὶ ἑνότητος μετ᾿ αὐτῆς». (Θ.Η.Ε. τ. 1, σελ. 1087). ῾Ο ὁρισμὸς αὐτὸς θεμελιώνεται στὴν μακραίωνη θεολογικὴ παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας μας καὶ στὴν πλούσια ἀντιαιρετική της ἐμπειρία.

῾Η αἵρεσις παρουσιάζεται ὡς ὑποκειμενικὴ ἐπιλογή, ἐκλογὴ αὐθαίρετη, ποὺ ἀντιτάσσεται στὴν καθολικότητα καὶ πληρότητα τῆς πίστεως τῆς ᾿Εκκλησίας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ διαφοροποιεῖ αὐτόματα τοὺς αἱρετικοὺς ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ τὴν θεολογία της. Εἶναι δὲ γνωστό, ὅτι ἡ ἐπιλογὴ μέρους τῆς ἀλήθειας καὶ ἡ ὑποκατάστασι μὲ αὐτὸ ὅλης τῆς ἀλήθειας, συνιστᾶ τὴν οὐσία τῆς ἰδεολογίας, ἡ ὁποία σχετικοποιεῖ τὸ ἀπόλυτο καὶ ἀπολυτοποιεῖ τὸ σχετικό. Καὶ τοῦτο εἶναι ποὺ καθιστᾶ τὴν αἵρεσι ἰδιαίτερως ἐπικίνδυνη, περισσότερο ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀθεΐα καὶ ἀπιστία, δεδομένου, ὅτι «ἡ μισὴ ἀλήθεια εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὸ ψέμα». (Γιανναρᾶς. «᾿Αλήθεια καὶ ταυτότητα τῆς ᾿Εκκλησίας»).

Οἱ αἱρέσεις διαθέτουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ γνωρίσματα, ποὺ τὶς ἀποξενώνουν ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία καὶ τὶς στεροῦν κάθε δικαίωμα χρήσεως τοῦ χριστιανικοῦ ὀνόματος. ῞Ολοι οἱ πιστοὶ ὀνομάζονται χριστιανοί, ἀποδεικνύοντες ἔτσι «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος» (᾿Εφ. δ´ 13) μέσα στὴν ὁποία ζοῦν καὶ κινοῦνται. Οἱ αἱρετικοί, ἀντίθετα, θεωροῦν ἀναγκαῖο νὰ αὐτοχαρακτηρίζωνται καὶ μὲ ἄλλα ὀνόματα, ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν στάσι τους ἔναντι τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τὴν ἀλλοτρίωσί τους.

῾Ο Μέγας ᾿Αθανάσιος παρατηρεῖ· «ὅσοι δ᾿ ἂν ἀπὸ τῆς ᾿Εκκλησίας πρὸς τὴν αἵρεσιν μεταβάλλωνται, τὸ μὲν Χριστοῦ καταλιμπάνουσιν ὄνομα, καὶ λοιπὸν δὲ ᾿Αρειανοὶ καλοῦνται, ὡς οὐκέτι τὴν Χριστοῦ πίστιν ἔχοντες, ἀλλὰ τῆς ᾿Αρείου γενόμενοι μανίας διάδοχοι» (Ε.Π.Ε. τόμ. 2, Κατὰ ᾿Αρειανῶν, σελ. 36). Αὐτὸ συνιστᾶ τὸ περίεργο τῆς αἱρέσεως· τὴν αὐτονομασία της ἀπό τοὺς διδασκάλους καὶ ἀρχηγούς της. Τὸ ὄνομα τῶν αἱρετικῶν δὲν δείχνει μόνο τὴν ἔκπτωσι καὶ τὸν χωρισμό τους ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ τὴν δουλικὴ ἐξάρτησί τους ἀπὸ τὸν ὁποιοδήποτε ἀρχηγό τους. ῾Η ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος φανερώνει καὶ τὴν ἀλλαγὴ «κυρίου».

Εἶναι γεγονὸς ὅμως, ὅτι, ἐνῶ ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, οἱ αἱρετικοὶ προσποιοῦνται τοὺς Χριστιανούς καὶ ἐμφανίζουν τὴν διδασκαλία τους ὡς χριστιανική γιὰ εὐνόητους λόγους. ῾Η ἐνέργεια αὐτὴ χαρακτηρίζεται ὡς ὑποκρισία. Οἱ αἱρετικοὶ ὑποκρίνονται τὸν Χριστιανισμό.

Στὸ θέμα αὐτὸ γίνεται πολλὲς φορὲς ἕνα βασικὸ λάθος· Γίνεται ἀνεκτὸν νὰ ἀποκαλοῦνται ἀβασάνιστα οἱ αἱρετικοί Χριστιανοί, ἐπειδὴ μόνο καὶ μόνο ἀσχολοῦνται μὲ τὴν χριστιανικὴ πίστι καὶ μιλοῦν γιὰ τὸ Χριστό.

Θὰ πρέπει ὅμως νὰ διευκρινίσουμε ὅτι σήμερα στὸ χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας μας δροῦν ἑκατοντάδες αἱρέσεων μὲ κάποια χριστιανικὴ χροιὰ ἢ μή. ῞Ολες ὅμως ἐνδύονται τὸν χριστιανικὸ μανδύα, γιὰ τὴν δική τους ἡ κάθε μιὰ σκοπιμότητα. ῎Ετσι δὲν ἐκπλησσόμαστε, ὅταν ὁμάδες ἀπὸ ἐντελῶς διαφορετικὸ χῶρο ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ὁ ᾿Ινδουϊσμὸς ἢ ὁ Βουδδισμός, δροῦν κάτω ἀπὸ ἕνα χριστιανικὸ ὄνομα.

῾Η αἵρεσις εἶναι ἕνα θλιβερὸ φαινόμενο μέσα στὴν μακραίωνη ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η παρουσία της προφητεύθηκε τόσο ἀπὸ τὸν Κύριο, ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ῾Αγίους ᾿Αποστόλους Του, οἱ ὁποῖοι πρόφθασαν καὶ εἶδαν τὶς πρῶτες αἱρετικὲς παραφυάδες μέσα στὸν ἀγρὸ τῆς ᾿Εκκλησίας. Προφητεύθηκαν οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ αἱρετικοί, ὅταν ὁ Κύριος ἔκαμε λόγο γιὰ τὸν ἐρχομὸ ψευδοδιδασκάλων καὶ ψευδοπροφητῶν «ἐν ἐνδύμασι προβάτων», (Ματθ. ζ´ 15) ἐνῶ στὴν πραγματικότητα θὰ ἦσαν «λύκοι ἅρπαγες», (Ματθ. ζ´ 15) ἕτοιμοι νὰ κατασπαράξουν τὰ λογικὰ πρόβατα τῆς ποίμνης Του.

Παρόμοια προειδοποίησι ἔκαμε μὲ τὸν προφητικὸ λόγο του καὶ ὁ ᾿Απ. Παῦλος μιλώντας στὴν Μίλητο πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου· «Ϝ εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. κ´ 29-30).

῾Ο ᾿Απόστολος Πέτρος στὴν Β´ Καθολικὴ ἐπιστολή του, γραμμένη περίπου τὸ 64-66 μ. Χ., ἐπαναλαμβάνει τὴν ἴδια προφητεία, παρομοιάζοντας τοὺς αἱρετικοὺς μὲ τοὺς ψευδοπροφῆτες τῆς Π. Δ. «᾿Εγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ Τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς Δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν» (Β´ Πέτρ. β´ 1).
2. Προέλευσις καὶ αἴτια τῆς αἱρέσεως.

᾿Αναζητώντας τὴν πηγὴ τῶν αἱρέσεων ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος, ἐννοεῖ τὴν αἵρεσι ὡς γέννημα τοῦ διαβόλου. Στὸν Εὐαγγελιστὴ ᾿Ιωάννη ὁ διάβολος ὀνομάζεται «πατὴρ τοῦ ψεύδους» (Πρβλ. η´ 44) καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀποδίδεται ἡ ἀντίχριστη στάσι τῶν ᾿Ιουδαίων. ῎Ετσι ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος ἀποκαλεῖ τὴν αἵρεσι «διαβολικὴν ἀπόνοιαν» (Ε. Π. Ε. τόμ. 2, σελ. 322, στ. 2).

᾿Ενῶ δὲ οἱ αἱρετικοὶ εὑρίσκονται στοὺς ἀντίποδες τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ συνεπῶς οὐδεμία σύμπτωσις ὑπάρχει μεταξὺ αἱρέσεως καὶ ᾿Εκκλησίας, ὁ μόνος ποὺ εὑρίσκεται σύμφωνος μὲ τὴν αἵρεσι εἶναι ὁ διάβολος, ἐφόσον αὐτὸς εἶναι ὁ ὑποβολέας τῶν αἱρετικῶν.

Τὰ αἴτια τῶν αἱρέσεων εἶναι πολλά. Θὰ ἐπισημάνουμε τὰ κατὰ τὴν γνώμη μας κυριώτερα.

α. Τὰ «Κενά».

Εἶναι γνωστό, ὅτι οἱ αἱρέσεις καὶ οἱ διάφορες παραθρησκευτικὲς ὁμάδες, οἱ ὁποῖες δροῦν στὴ χώρα μας, προσαρμόζουν τὴν προπαγανδιστική τους στρατηγικὴ πρὸς τὶς ἑκάστοτε περιπτώσεις καὶ ἰδιαιτέρως ἀναλόγως τῶν «κενῶν», τὰ ὁποῖα ἐπισημαίνουν, ὄχι μόνον στὴν προσωπική, οἰκογενειακή καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τῶν δικῶν μας ποιμαντικῶν κενῶν. «᾿Ανιχνεύουν» προσεκτικὰ τὸ «ἔδαφος», ἀναλύοντας τὴν προσωπικότητα τοῦ καθενός, βάσει τῶν πληροφοριῶν, τὶς ὁποῖες συστηματικὰ συλλέγουν καὶ ἐπεξεργάζονται. ᾿Επισημαίνουν τὰ εὐαίσθητα σημεῖα καὶ ἐνεργοῦν.

Προπαντὸς ἐκμεταλλεύονται ἄστοχους δικούς μας χειρισμοὺς, γιὰ νὰ δράσουν ἐναντίον μας καὶ ἐναντίον Αὐτοῦ ποὺ διακονοῦμε. ᾿Εξ ἄλλου ἡ ἀσυνεπὴς ζωὴ κληρικῶν καὶ λαϊκῶν πρὸς τὴν εὐαγγελικὴ ζωὴ ἀνοίγει εὔκολα δίοδο γιὰ τοὺς αἱρετικοὺς στὴν ψυχὴ πολλῶν ἀνθρώπων.

β. Τὸ ἔλλειμμα τῆς ποιμαντικῆς μας.

᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, οἱ προτεραιότητες, οἱ ὁποῖες τίθενται ἀπὸ μᾶς στὴν ποιμαντικὴ διακονία μας, δὲν ἀνταποκρίνονται πολλὲς φορὲς στὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου μας καὶ ἰδιαιτέρως τῶν νέων, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν ἔντονα ὑπαρξιακὰ προβλήματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ζητοῦν ἀπαντήσεις καὶ λύσεις στὶς διάφορες αἱρέσεις καὶ παραθρησκευτικὲς ὀργανώσεις, ἐπειδὴ ἐμεῖς δὲν παρέχουμε στὰ θέματα αὐτὰ τὴν ἁρμόζουσα προτεραιότητα.

γ. ῾Η δίψα γιὰ ἄσκησι ἐξουσίας τῶν ἡγετῶν.

Κάθε πλάνη γεννᾶται ἀπὸ διάφορες αἰτίες, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἴδιες γιὰ ὅλες τὶς αἱρετικὲς ὁμάδες. ῞Ολοι ὅμως οἱ αἱρεσιάρχες κινοῦνται ἀπὸ ἐγωισμό, ἀπὸ τὴν δίψα γιὰ ἐξουσία καὶ κυριαρχία, δημιουργώντας ὀπαδοὺς ἀφοσιωμένους στὸν «ἀρχηγό». Δελεάζονται ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ εὔκολου πλουτισμοῦ ἐμπορευόμενοι τὶς θρησκευτικὲς ἰδέες, καπηλευόμενοι τὰ ἅγια καὶ ἱερά.

᾿Αρκετὲς ἀπὸ τὶς σύγχρονες πλάνες ἔχουν καὶ ὁρατοὺς πολιτικοὺς, κοινωνικοὺς ἤ ἄλλους στόχους. Δημιουργοῦνται ὡς ἀντίποδες πολιτικοοικονομικῶν συστημάτων, γιὰ νὰ ἐγκαταστήσουν στὴ γῆ ἕνα καινούριο σύστημα πραγμάτων, ἀξιῶν καὶ ἀρχῶν.

Περὶ τῶν αἰτιῶν τῶν αἱρέσεων ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε καὶ τὰ ἐξῆς·

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος διδάσκει, ὅτι οἱ εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ δὲν ἐδοκίμασαν, δὲν ἔκριναν νὰ ἔχουν τὸν Θεὸν μὲ ἐπίγνωσιν ἀπεστρὰφησαν τὸν ἀληθινὸ τὸν Θεὸ, ἀλλὰ θεληματικῶς ἐπροτίμησαν τὴν ἀσέβεια γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεος τοὺς ἄφησε νὰ πέσουν σὲ ἀδόκιμο καὶ ἀδιάκριτο νοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πράττουν κάθε κακία. «Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα, πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, πλεονεξίᾳ, κακίᾳ, μέστοὺς φθόνου, φόβου, ἔριδος, δόλου κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀσπόνδους, ἀστόργους ἀνελεήμονες» (Ρωμ. α´ 28-31).

᾿Απὸ τὸν ἀποστολικὸ αὐτὸ λόγο συμπεραίνουμε, ὅτι τὰ πονηρὰ δόγματα καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ ἀπιστία γεννοῦν πονηρὸ καὶ διεφθαρμένο βίο. ᾿Επειδὴ οἱ εἰδωλοτράτες δὲν ἐδοκίμασαν νὰ γνωρίσουν καὶ νὰ πιστεύσουν στὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν ἀγνωσία αὐτὴ καὶ ἀπιστία ἔπραξαν τὰ μὴ καθήκοντα καὶ ἔζησαν ζωή γεμάτη ἀπὸ κάθε ἁμαρτία.
῾Ο μακάριος Θεοδώρητος εἶπε ὅτι· «ὑποβάθρα τῆς παρανομίας γεγένηται ἡ ἀσέβεια».

Συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο. ῾Ο διεφθαρμένος καὶ πονηρὸς βίος γεννᾶ πονηρὰ καὶ διεφθαρμένα δόγματα καὶ ἀπίστους καὶ ἀσεβεῖς ποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Τοῦτο συμπεραίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου ᾿Αποστόλου. Αὐτὸς ἔγραψε πρὸς τὸν Τιμόθεο «ἔχων ἀγαθὴν συνείδησιν ἥν τινες ἀπωσάμενοι περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν» (Α´ Τιμ. α´ 19). Καὶ πάλιν «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς» (Α´ Τιμ. στ´ 10).

῞Ομοιο κακὸ εἶναι καὶ τὰ πονηρὰ δόγματα καὶ ἡ πονηρὴ ζωή καὶ ἀντιστρόφως, ἡ πονηρὴ ζωή καὶ τὰ πονηρὰ δόγματα. Τὸ ἕνα εἶναι γεννητικὸ τοῦ ἄλλου καὶ ὅποιος ἔχει τὸ ἕνα καταντᾶ καὶ στὸ ἄλλο. Γι᾿ αὐτὸ σοφώτατα εἶπε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὶς διστίχους ἡρωελεγεῖες· «῏Ισον ἐμοὶ κακὸν ἐστί, Βίος καὶ Μῦθος ἀλιτρός. ὁππότερον κεν ἔχοις, καὶ θατέροιο τύχοις».
3. Συνέπειες τῆς αἱρέσεως γιὰ τὸν αἱρετικό.

α. ῾Ως πρώτη καὶ κύρια συνέπεια τῆς αἱρέσεως γιὰ τὸν πλανεμένο τοποθετῶ τὴν πνευματικὴ ζημία καὶ ἀπώλεια τῆς σωτηρίας, ἡ ὁποία παρέχεται ἀπὸ τὸν Κύριο ᾿Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο πλανεμένος χάνει κάθε ἐσωτερικὴ ἐπαφὴ καὶ σχέσι μὲ τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἀποκλείεται τῆς σωτηρίας καὶ τῆς συμμετοχῆς στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόσο στὴ γῆ ὅσο καὶ στόν οὐρανό.

᾿Επειδὴ ἡ χριστιανικὴ πίστις ἐξασφαλίζει τὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία καὶ ἀπολύτρωσι, ἡ αἵρεσις, ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἡ πίστις τῆς ᾿Εκκλησίας ἀποκλείει τὴν σωτηρία.

β. Πρὶν ὅμως ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν καταστρεπτικὴ ζημία ἔχουν συμβεῖ ἄλλες καταστροφὲς, ὅπως εἶναι ἡ ἄμβλυνσις, ὄχι μόνο τῶν πνευματικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν σωματικῶν αἰσθητηρίων τῶν αἱρετικῶν καὶ πάσης φύσεως πλανεμένων, ἡ διαστροφὴ τῆς λογικῆς τους δυνάμεως. Πρόκειται λοιπόν, γιὰ μιὰ νέα κατάστασι, παθολογικὴ προφανῶς, στὴν ὁποία μεταβαίνει ὁ αἱρετικός. ῞Ενα εἶδος ἀρρώστιας πνευματικῆς, ποὺ ἀπειλεῖ τὴν ὕπαρξί του, ἡ ὁποία, ἂν δὲν θεραπευθῆ θὰ ὁδηγήση σίγουρα στὸν πνευματικὸ θάνατο. Πρὶν νὰ ἐπέλθη ὁ πνευματικὸς θάνατος, ὅμως θὰ ἔχη ἐξαρθρώση κυριολεκτικῶς τὴν πνευματικὴ ζωή, τὸν ψυχισμὸ καὶ ὅλες τὶς λογικὲς δυνάμεις του.

γ. ῞Οπως ἕνας σωματικῶς ἀσθενὴς δημιουργεῖ οἰκογενειακὸ καὶ κοινωνικὸ πρόβλημα, ἔτσι καὶ ὁ αἱρετικὸς παράγει σωρεία οἰκογενειακῶν καὶ ἄλλων προβλημάτων, ἡ ἐπίλυσις τῶν ὁποίων πολλὲς φορὲς εἶναι δύσκολη κάποτε δὲ καὶ ἀδύνατη. ῎Ετσι προκύπτουν συνέπειες τῆς αἱρέσεως στὸ περιβάλλον τῶν αἱρετικῶν.
4. Συνέπειες τῆς αἱρέσεως γιὰ τὴν Κοινωνία.

῾Η δραστηριότητα τῶν διαφόρων ἐπικινδύνων ὀργανώσεων καὶ ὁμάδων ὑποκρύπτει καὶ σοβαροὺς κοινωνικοὺς κινδύνους.

Εἰδικοὶ μελετητὲς ἐπισημαίνουν, ὅτι οἱ αἱρέσεις ἐπιδιώκουν νὰ ἀπομακρύνουν «τοὺς πολίτες ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή τους σὲ προσπάθειες, ποὺ ἀποβλέπουν στὴ βελτίωσι τῆς κοινωνίας μας καὶ νὰ τοὺς ἀποχρωματίσουν ὁμολογιακὰ μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἄμβλυνσι καὶ τελικὴ ἐξουδετέρωσι τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος» (῾Ιερὰ ᾿Αρχιεπισκοπὴ ᾿Αθηνῶν, Γ´ Γενικὴ Συνέλευσι Συνεργατῶν Ποιμαντικῆς Διακονίας, 30 ᾿Απριλίου 1988).

῞Οπως ἀντιλαμβάνεσθε τὸ θέμα ἐξέρχεται πλέον τῶν αὐστηρῶς θρησκευτικῶν πλαισίων. Δὲν εἶναι ἡ αἵρεσις μιὰ ὑπόθεσις, ποὺ ἀφορᾶ στὴν θρησκεία καὶ στὴν ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ συνιστᾶ ἕνα κίνδυνο ὁρατὸ πλέον γιὰ τὴν κοινωνικὴ καὶ ἐθνικὴ ζωή.

Τελικὸς στόχος πολλῶν ὁμάδων, δὲν εἶναι τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ἡ μεταβολὴ τῶν κοινωνικῶν συστημάτων. ῾Ο ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὶς ὁμάδες καὶ τὶς ὀργανώσεις σὰν ὄργανο.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ, κυβερνήσεις ξένων κρατῶν ἀνέθεσαν σὲ εἰδικοὺς μελετητὲς τὰ θέματα τῶν αἱρέσεων. Τὸ ἐνδιαφέρον τῶν κυβερνήσεων ἐπιδεικνύεται φυσικὰ κάτω ἀπὸ διαφορετικὸ πρῖσμα. Δὲν ἀφορᾶ τὴν θρησκευτικὴ διάστασι τοῦ ζητήματος. ῾Η ᾿Εκκλησία καὶ οἱ συνεργάτες της δὲν εἶναι πλέον οἱ μόνοι χειριστὲς αὐτοῦ τοῦ θέματος.

Γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῆς ἀπειλῆς ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὶς ὁμάδες αὐτὲς οἱ ποικίλες ᾿Εξουσίες τῶν Κρατῶν, στὴν Εὐρώπη καὶ ἀλλοῦ, θέτουν τήν θρησκευτικὴ ἀντιπαράθεσι σὲ δευτερεύουσα θέσι. Δὲν τοὺς ἐνδιαφέρουν οἱ θρησκευτικὲς δοξασίες. ᾿Ενδιαφέρονται πρωτίστως νὰ μὴ δημιουργοῦνται κοινωνικὰ προβλήματα. Προηγεῖται ὁ κοινωνιολογικὸς παράγοντας, ὁ ὁποῖος στὸ μέλλον γιὰ τὰ θέματά μας θὰ διαδραματίζη τὸν πρωτεύοντα λόγο.

῾Απλῶς καὶ μόνο γιὰ νὰ προϊδεασθοῦμε τί σημαίνει κοινωνιολογικὸς παράγοντας σὲ θρησκευτικὰ θέματα ἀναφέρουμε τὸ θόρυβο ποὺ ξεσηκώνεται κάθε φορὰ ὅταν ἡ ᾿Εκκλησία μας ἀναλαμβάνει, μὲ συγκεκριμένες ἐνέργειες , τὴν ἀναχαίτησι τῶν αἱρέσεων. Τότε διασύρεται ὡς μισαλλόδοξη καὶ σκοταδιστική, ὅταν κυρίως προβάλλονται τραγικὲς περιπτώσεις καὶ δράματα πλανεμένων καὶ ταλαιπωρημένων ἀνθρώπων. ᾿Επίσης ἡ ἀνοχὴ τῆς Πολιτείας καὶ Κοινωνίας ἀπέναντι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζονται «ἀντιρρησίες συνειδήσεως» καθὼς καὶ ἄλλα περιστατικά.

Γιὰ τὴν δραστηριότητα τῶν αἱρέσεων σὲ ἄλλες χῶρες ἐνδιαφέρονται ἀμέσως, βασικοὶ παράγοντες τῆς πολιτικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς. ῾Η ἐπιρροὴ τῶν ὁμάδων αὐτῶν στὴν οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ ζωὴ τῶν χωρῶν αὐτῶν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀφήση ἀδιάφορους τοὺς πολιτικοὺς καὶ τοὺς ἐπιχειρηματίες, οὔτε φυσικὰ ἐκείνους ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν αὐτονομία καὶ ἀνεξαρτησία ἑνὸς λαοῦ. ᾿Εξ ἄλλου τὰ τεράστια κοινωνικὰ προβλήματα, ποὺ δημιουργοῦνται γιὰ τὰ ἄτομα καὶ τὴν κοινωνία προσελκύουν τὸ ἐνδιαφέρον, ὄχι μόνο τῶν νομικῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν κοινωνικῶν φορέων.