ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ
῾Ο Κληρικός, ῾Η ἱερωσύνη, Τό ποίμνιον.
Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί ῾Υμηττοῦ Δανιήλ
 
« Τίς εἰμι Κύριέ μου Κύριε;» (Βασιλ. ζ´ 18)

 

῾Ο κληρικός ἀσκῶν τό λειτούργημά του, γεύεται τήν δαψιλῆ Χάρι τοῦ Θεοῦ, πού πληροῖ τήν ὕπαρξί του. Πλημμυρισμένος ἀπό τήν ποικίλη Χάρι ἱστάμενος κατενώπιον τῶν θαυμαστῶν ἔργων τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα ἐπιτελοῦνται μέ τήν δική του φιλόπονη καί φιλόθεη διακονία προσφέγγεται, ὅσα ὁ θεοπάτωρ Δαυίδ ἐλάλησε εἰσελθών στήν σκηνή τοῦ Μαρτυρίου κατενώπιον τοῦ Κυρίου, εὐχαριστῶν γιά τίς μεγάλες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν· «Τίς εἰμι ἐγώ, Κύριέ μου Κύριε, καὶ τίς ὁ οἶκός μου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως τούτων;» (Β´ Βασιλ. ζ´ 18).

Τό ἐρώτημα αὐτό «τίς εἰμι ἐγώ Κύριε μου, Κύριε;» ὀφείλει νά ἀπευθύνη ὁ κληρικός καί πρός ἑαυτόν καί νά ζητῆ τήν ἀπάντησί του τόσον στήν ῾Αγία Γραφή, ὅσον καί στήν ἐμπειρία τῆς ᾿Εκκλησίας, ὥστε νά διακονῆ στό ἔργο τοῦ Θεοῦ γιγνώσκων «ὡς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστὶ ᾿Εκκλησία Θεοῦ ζῶντος» (Α´ Τιμ. γ´ 15).

Οὕτως θά ἐξετάσωμε τρία θέματα, τά ὁποῖα κατά τήν γνώμη μας, συντελοῦν στήν ἱερατική αὐτογνωσία.

Τό πρῶτο εἶναι, ὁ κληρικός, ὁ φορέας ἑνός χαρίσματος καί μιᾶς ἀποστολῆς.

Τό δεύτερο εἶναι, ἡ ἱερωσύνη του, τό δοθέν χάρισμα καί ἡ λειτουργία του ἐντός τοῦ Σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας.

Τό τρίτο εἶναι, τό ποίμνιο ὑπέρ τοῦ ὁποίου ἀσκεῖται ἡ ἱερωσύνη, καθώς ὁ κληρικός ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν.

᾿Οφείλομεν ἐξ ἀρχῆς νά δηλώσωμεν, ὅτι τά θέματα αὐτά εἶναι μεγάλα καί δέν θά τά ἐξαντλήσωμεν διαπραγματευόμενος αὐτά.

Θά προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν, ὅπως τό δηλώνη ὁ τεθείς τίτλος τῆς παρούσης ἐργασίας, ἐρεθίσματα ἱερατικῆς αὐτογνωσίας.


Ι. ῾Ο Κληρικός

 

῾Ο κληρικός ὡς πρόσωπο καί ἡ ἱερωσύνη ὡς χάρισμα καί λειτούργημα, ὑπάρχουν μόνο ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ.

῎Αν, κατά τόν ἅγιο ᾿Ιγνάτιο τόν Θεοφόρο, «χωρίς τούτων» -τῶν ἐπισκόπων, τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν διακόνων- «ἐκκλησία οὐ καλεῖται» (Τράλ. 3 ΒΕΠΕΣ 2, 272), εἶναι φανερό, ὅτι καί οἱ κληρικοί δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν ἔξω ἀπό τήν ᾿Εκκλησία.

῞Ο,τι λαμβάνει καί ὅ,τι ἔχει ὁ κληρικός, τό λαμβάνει καί τό ἔχει μόνο ἐκ Θεοῦ καί ἐκ τῆς ᾿Εκκλησίας.

῞Ο,τι ἔλαβε, ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς τό ἔλαβε, συνεχίζει νά τό κατέχει ἐν Θεῷ καί ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ.

Καί ὅ,τι πράττει μέ τήν ἰδιότητα αὐτή, τό πράττει γιά τόν Θεό καί τήν ᾿Εκκλησία. Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ θεμελιώδης καί ἀδιάρρηκτη σχέσι μεταξύ τοῦ κληρικοῦ καί τῆς θεοΐδρυτης ᾿Εκκλησίας.

Τρία οὐσιώδη εἶναι τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα προσδιορίζουν τόν κληρικό.

α) ῾Η χειροτονία.

Τήν Χάρι καί τήν πνευματική ἐξουσία, πού λαμβάνει καί κατέχει ὁ ἐπίσκοπος, ὁ πρεσβύτερος, ἀλλά καί ὁ διάκονος τήν λαμβάνει διά τῆς χειροτονίας.

῾Η χειροτονία λοιπόν εἶναι τό συστατικό τοῦ κληρικοῦ. Αὐτή τόν ἀναδεικνύει σέ «ὑπηρέτη Χριστοῦ καί οἰκονόμον τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ» (Α´ Κορ. δ´ 1).

β) ῾Η ἑνότητα μέ τόν ᾿Επίσκοπο.

Αὐτό πού εἶναι καί ἀσκεῖ μέ τήν κληρική του ἰδιότητα ὁ πρεσβύτερος τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι καί τό ἀσκεῖ σέ ἀδιάκοπη κοινωνία καί ἑνότητα μέ τό Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῾Η κοινωνία καί ἡ ἑνότητα αὐτή γίνεται συγκεκριμένη καί ἀποδεικνύεται στόν ἀδιάπτωτο σύνδεσμο πού διατηρεῖ μέ τόν ᾿Επίσκοπό του. ᾿Αναλόγως τά αὐτά ἰσχύουν καί γιά τόν ᾿Επίσκοπο.

γ) ῾Η ἀδιάρρηκτη σχέσι μέ τό ποίμνιο - τήν ἐνορία.

Καί αὐτό πού ἐπιτελεῖ ὁ κληρικός, ἡ ἄσκησι δηλαδή τοῦ λειτουργήματός του, πραγματοποιεῖται ἐν τῇ ᾿Εκκλησίᾳ, ἐν μέσῳ μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, χάριν τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ.

Δέν θά ἐπιμείνωμεν περισσότερο σ᾿ αὐτά τά θέματα, ἄν καί εἶναι σπουδαῖα καί σοβαρά, διότι θέλομεν νά ἐπικεντρώσωμεν τό ἐνδιαφέρον μας σέ ὡρισμένα πρακτικά θέματα τῆς ἱερατικῆς αὐτοσυνειδησίας.

 

1. ῾Ο ἱερεύς δέν εἶναι κοινός ἄνθρωπος.

 

᾿Αφ᾿ ἧς στιγμῆς ὁ καθένας κληρικός ἔλαβε διά τῆς χειροτονίας τό χάρισμα αὐτό τῆς ἱερωσύνης, ἔπαυσε νά εἶναι κοινός ἄνθρωπος. ῾Η ψυχή τοῦ κληρικοῦ ἔγινε μιά ἱερατική ψυχή καί τό σῶμα του ἕνα ἱερατικό σῶμα.

Μέ αὐτή τήν καινούργια κατάστασι βλέπουν ἔκτοτε οἱ ἄνθρωποι, πιστοί καί ἄπιστοι, τόν κληρικό. ᾿Αλλά καί ὁ Θεός. Μέ τήν ἱερωσύνη ζεῖ, ἀλλά καί μ᾿ αὐτή θά ἀποθάνη. Μέ αὐτή θά κριθῆ.

῾Επομένως, ὅ,τι σκέπτεται, ὅ,τι λέγει καί ὅ,τι πράττει, τό πράττει ὡς ἱερεύς καί ὄχι ὡς ἁπλός ἄνθρωπος.

Οἱ πράξεις τοῦ ἱερέως καί οἱ πλέον κοινές καί καθημερινές φέρουν αὐτόν τόν χαρακτῆρα. ῞Οπως καί κάθε πάθος πού τυχόν ἔχει ὁ ἱερεύς, καταντᾶ νά εἶναι ἱερατικό. ῎Οχι ἱερό, ὄχι πάθος τῆς ἱερωσύνης, διότι ἡ ἱερωσύνη εἶναι χάρις ἁγία. Γι᾿ αὐτό καί στή ζυγαριά τοῦ Θεοῦ ἡ ζωή του καί οἱ πράξεις του, ζυγίζουν κατά ἕνα ἰδιαίτερο τρόπο.

῾Ο κληρικός -ἐπίσκοπος, πρεσβύτερος, διάκονος- ὀφείλει νά ἐγκαταλείψη τά πάντα καί νά ἀφοσιωθῆ στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό πρότυπο ἔχομε ἀπό τήν περίπτωσι τῆς κλήσεως τῶν ᾿Αποστόλων Πέτρου καί ᾿Ανδρέου, οἵτινες «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. η´ 20). Καθώς ἐπίσης καί σ᾿ αὐτή τῶν ᾿Αποστόλων ᾿Ιωάννου καί ᾿Ιακώβου, οἵτινες «εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ» (Ματθ. η´ 22). ῾Ο Εὐαγγελιστής Λουκᾶς. ὁ ὁποῖος παραθέτει τήν κλῆσι τῶν τεσσάρων ᾿Αποστόλων μέ κατηγορηματικό τρόπο ἀναφέρει, ὅτι καί οἱ τέσσερες ᾿Απόστολοι «καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες πάντα ἠκολούθησαν αὐτῷ» (δ´ 11).

῾Η ὁλοκληρωτική καί τελεία ἀφοσίωσι τοῦ κληρικοῦ στά ἔργα τοῦ Θεοῦ, συνεπάγεται τήν λῆψι πλουσίως τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ. Μεταξύ τοῦ ᾿Αποστόλου Πέτρου καί τοῦ Κυρίου διεξήχθη ἕνας ἀποκαλυπτικός καί διαφωτιστικός διάλογος ἐπί τοῦ θέματος· «Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν;» ῾Ο Κύριος τοῦ ἀπήντησε· «πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἤ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. ιθ´ 27, 29).

 

῾Ο Κύριος ζητεῖ ἀπό τόν καθένα κληρικό νά ἐργάζητε ἀποκλειστικῶς στό ἔργο Του, προτάσσων τήν διακονία ἔναντι πάσης ἄλλης ὑποχρεώσεώς του. Μάλιστα οἱ λόγοι αὐτοί τῆς Γραφῆς γιά τήν κλῆσι τῶν ᾿Αποστόλων, οἱ τόσο χαρακτηριστικοί δέν ἐπιδέχονται παρανόησι.

῾Ο κληρικός ἀνήκει στόν Θεό. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριός μας βοηθεῖ τόν κληρικό νά ἀποκτήση τήν αὐτοσυνειδησία, ὅτι ἐξελέγη ἀπό τόν Θεό καί πρέπει νά ἐξέλθη τοῦ κόσμου νά χωρισθῆ δηλαδή ὄχι τοπικῶς ἀλλά τροπικῶς αὐτοῦ λέγων·

 

«Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος...» (᾿Ιωάν. ιε´ 19).

«᾿Αλλ᾿ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς, καὶ ἔθηκα ὑμᾶς ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε» (᾿Ιωάν. ιε´ 16).

᾿Απ᾿ αὐτά ἀντιλαμβάνεται κανείς, πόσο προσεκτικός πρέπει νά εἶναι ὁ ἱερεύς στήν ἐσωτερική καί ἐξωτερική του ζωή.

῾Ο οὐρανοφάντωρ μέγας Βασίλειος, ὁ Βασιλικός κάλαμος τῆς ᾿Εκκλησίας, στό λόγο του, στό ἁγιογραφικό λόγιο, πού εἶναι παραγγελία τοῦ Θεοῦ πρός τόν Μωυσῆ, «πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ γένηται ρῆμα κρυπτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἀνόμημα» (Δευτερ. ιε´ 9), ἀναφέρει τά ἑξῆς βαθυστόχαστα, τά ὁποῖα ἔχουν τελεία ἐφαρμογή στήν περίπτωσι τοῦ ἱερέως καί στήν κατάστασί του.

«Πρόσεχε λοιπόν σεαυτῷ. Δηλαδή οὔτε στά ἰδικά σου, οὔτε στά γύρω ἀπό ἐσέ, ἀλλά πρόσεξε μόνο στόν ἑαυτόν σου. Διότι ἄλλο πρᾶγμα εἴμεθα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί ἄλλο πρᾶγμα τά ἰδικά μας καί ἄλλο τά γύρω ἀπό ἐμᾶς. ᾿Εμεῖς εἴμεθα ἡ ψυχή καί ὁ νοῦς, διότι ἔχομε πλασθῆ σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα τοῦ Κτίστου μας. ᾿Ιδικά μας εἶναι τό σῶμα καί οἱ αἰσθήσεις του. Γύρω δέ ἀπό ἐμᾶς ὑπάρχουν χρήματα, τέχνες καί ὅλη ἡ ὑπόλοιπη πραγματεία τοῦ βίου».

«Τί λοιπόν λέγει ὁ λόγος τῆς Γραφῆς;» ἐρωτᾶ στή συνέχεια ὁ ἱερός Πατήρ. Καί ἀπαντᾶ·

«Μή δίδης σημασία στή σάρκα, οὔτε νά ἐπιζητῇς μέ κάθε τρόπο ὅ,τι εἶναι εὐχάριστο σ᾿ αὐτή, δηλαδή ὑγείαν, ὀμορφιάν καί ἀπολαύσεις ἡδονικές, μακροζωΐαν, οὔτε νά θαυμάζῃς χρήματα καί δόξα καί ἐξουσία. ᾿Αλλά πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, δηλαδή τήν ψυχή σου. Αὐτή στόλιζε καί αὐτή φρόντιζε, ὥστε διά προσοχῆς νά κατορθώνης νά ἀπαλλάσσης ἀπό ὁλόκληρο τόν ρύπο, πού ἐπικάθηται σ᾿ αὐτήν ἀπό τήν πονηρία, νά ἀποκαθαίρεται κάθε αἶσχος κακίας καί νά τήν κοσμῆς καί νά τήν φαιδρύνης μέ ὅλο τό κάλλος τῆς ἀρετῆς» (ΕΠΕ τ. 6, σελ 223).

Τά ἔργα καί οἱ κινήσεις τοῦ κληρικοῦ, δέν εἶναι ἀνθρώπινες, ἀλλά θεανθρώπινες.
Γι᾿ αὐτό ὁ μέγας διδάσκαλος καί ἐξαίρετος ὑμνητής τῆς ἱερωσύνης ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος θαυμάζοντας διερωτᾶται·

«῞Οταν δέ καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον καλῇ καί τήν φρικωδεστάτη ἐπιτελῇ θυσίαν καί τοῦ κοινοῦ πάντων συνεχῶς ἐφάπτηται Δεσπότου, ποῦ τάξομεν αὐτόν, εἰπέ μοι; Πόσην δέ αὐτὸν ἀπαιτήσομεν καθαρότητα καί πόσην εὐλάβειαν;» (ΕΠΕ τ. 28, σελ. 268 § 4).

῎Αγρυπνος ἑπομένως πρέπει νά εἶναι ἡ ἐσωτερική προσοχή τοῦ ἱερέως καί σέ ὅλες τίς κινήσεις τῆς καρδιᾶς του καί ἰδιαιτέρως σέ τρεῖς ἐμπαθεῖς καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἐκδηλώνονται καί πρός τά ἔξω, χρησιμοποιῶντας τά ἱερατικά μάτια, τό ἱερατικό στόμα, τίς αἰσθήσεις καί τό σῶμα του.

᾿Εννοοῦμεν τήν ὑπερηφάνεια καί τήν κενοδοξία, πού μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, τόν φθόνο καί τήν ζήλεια, πού σάν ἄλλη ἔχιδνα χύνει τό δηλητήριο τῆς κατηγορίας καί τῆς συκοφαντίας καί μάλιστα συχνά κατά ἀδελφῶν καί συλλειτουργῶν καί τό φοβερό καί προδοτικό πάθος τῆς φιλαργυρίας πού κάνει τόν ἱερέα δοῦλο τοῦ χρυσοῦ καί ὄχι τοῦ Χριστοῦ καί κατασκανδαλίζει ἀθάνατες ψυχές, «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν» (Ρωμ. ιδ´ 15).

Καί θά κλείσωμεν τήν ἑνότητα αὐτή τῶν σκέψεών μας παραθέτοντας ἕνα τμῆμα τῆς διδασκαλίας τοῦ ῾Οσίου Θεογνώστου πρός τόν ἱερέα, συντελεστικό τῆς ἱερατικῆς αὐτογνωσίας.

«Νά θεωρῆς συνειδητά τόν ἑαυτό σου μυρμήγκι καί σκουλήκι γιά νά γίνης θεόπλαστος... Κοίταξε ποιά ἰσάγγελη τιμή ἀξιώθηκες καί φρόντισε νά παραμείνεις ἀνέπαφος στό βαθμό τῆς ἱερωσύνης, πού ἔχεις κληθεῖ, μέ κάθε ἀρετή καί καθαρότητα. Γνωρίζεις ἀπό πόσο ὕψος σέ πόσο βάθος ἔπεσε ὁ ἐωσφόρος ἀπό ὑπερηφάνεια. Αὐτό μή τό πάθης καί σύ, φανταζόμενος μεγάλα γιά τόν ἑαυτό σου, ἀλλά νά τόν θεωρεῖς χῶμα καί στάκτη καί σκουπίδι καί σκυλί καί νά θρηνεῖς ἀδιάκοπα, γιατί ἀξιώνεσαι νά καλεῖσαι σέ θεία κοινωνία καί συγγένεια μέ τό νά διεξάγεις μέ τά χέρια σου τή φρικτή ἱεροτελεστία τῶν ἁγίων μυστηρίων, ἀπό ἀπόρρητη φιλανθρωπία καί ἀνέκφραστη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ» (Φιλοκαλία Μετάφρασις, Β´ ἔκδ. τ. 2ος, σελ. 327 & 330 § 3 & 16, ).

 

2. «Καί τρόπων μέτοχοι» ὅπως καί «θρόνων διάδοχοι».

 

Εἶναι γνωστό, ὅτι μέ τήν χειροτονία ὁ κληρικός γίνεται διάδοχος τῶν ᾿Αποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Κάθηται ὄχι στήν «Μωσέως Καθέδραν» (Μτ. κγ´ 2) ἀλλά σ᾿ αὐτήν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Εἶναι εἰς τόπο καί τύπο ᾿Αποστόλων.

Συνήθως στήν ἱερατική του ζωή καί διακονία ὁ ἱερεύς, τονίζει αὐτή τήν ἀποστολική του διαδοχή καί τήν ἐξέχουσα θέσι του. Καί καλῶς πράττει.

᾿Αλλά θά πρέπει νά εἶναι καί «τρόπων μέτοχος». Δέν ἀρκεῖ, τό ὅτι εἶναι «διάδοχος τῶν θρόνων» τῶν ᾿Αποστόλων πρέπει καί νά τούς μιμηθῆ καί στόν τρόπο τῆς ζωῆς τους.

Τίς διαστάσεις τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς περιγράφει ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος λέγων·

«Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις· ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ῎Αχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα (ἀποσαρώματα = σκουπίδια) τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα (ἀκάθαρτον ἀποσπόγγισμα ἐκ τοῦ μαγειρικοῦ σκεύους) ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ» (Α´ Κορ. δ´ 9-14).

Τό κείμενο αὐτό εἶναι ὁ καθρέπτης καί τό σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τήν ζωή τοῦ ἱερέως. Οἱ ᾿Απόστολοι εἶχαν τήν συνείδησι, ὅτι ἦσαν μελλοθάνατοι καί εἶχαν παραιτηθῆ παντός δικαιώματός τους στή ζωή αὐτή. Συγκρινόμενοι οἱ ἴδιοι μέ τά πνευματικά τους παιδιά, ἐθώρουν αὐτά ἀνώτερά τους. ῾Η αὐτοεκτίμησί τους ἦταν κατωτάτη. Καί ἐξομολογούμενοι αὐτά δέν ἐντρέποντο.

Πάντες οἱ κληρικοί εἶναι θρόνων διάδοχοι. ᾿Εκεῖνο πού ζητεῖται ἀπ᾿ αὐτούς εἶναι νά γίνουν καί τρόπων μέτοχοι τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων.

῞Οσοι πλησιάζουν τόν ἱερέα, θά πρέπει νά εὑρίσκουν σ᾿ αὐτόν τήν ταπείνωσι τοῦ Χριστοῦ, τήν πραότητά Του, τήν ἀκακία Του, τήν αὐταπάρνησί Του, τήν ἑκουσία πτωχεία Του, τήν ὑπομονή Του, τήν καρτερία Του, τόν φόβο τοῦ Θεοῦ.

᾿Αποκαλυπτικός καί δριμύτατος εἶναι καί στό θέμα αὐτό ὁ θεῖος Χρυσόστομος·

«Οἱ γάρ διδασκόμενοι τήν τῶν διδασκάλων ἀρετήν ὁρῶσιν.

Καί ὅταν ἴδωσι καί ἡμᾶς τῶν αὐτῶν ἐπιθυμοῦντας, τῶν αὐτῶν ἐφιεμένους, τοῦ ἄρχειν, τοῦ τιμᾶσθαι, πῶς δυνήσονται θαυμᾶσαι τόν Χριστιανισμόν;

῾Ορῶσι βίους ἐπιληψίμους, ψυχάς γηΐνας

Πόθεν οὖν ἔχουσι πιστεῦσαι;

ἀπό σημείων; ἀλλ᾿ οὐ γίνεται ταῦτα·

ἀλλ᾿ ἀπό τῆς ἀναστροφῆς; ἀλλ᾿ ἀπόλωλεν

ἀλλ᾿ ἀπό τῆς ἀγάπης; ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ οὐδέ ἴχνος αὐτῆς ὁρᾶται.

Διά τοῦτο οὐ τῶν ἡμετέρων μόνον ἁμαρτημάτων, ἀλλά καί τῆς τῶν ἑτέρων λόγον ὑφέξομεν.

᾿Ανανήψομεν ποτέ, γρηγορήσωμεν, δείξωμεν πολιτείαν ἐπί γῆς οὐράνιον...» (ΕΠΕ τ. 23, σελ. 284 § 3).

῾Ο ἀγῶνας τοῦ ἱερέως εἶναι νά ἀποβάλη τόν παλαιό ἄνθρωπο «σὺν ταῖς πράξεσιν καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις» καί νά ἐνδυθῆ «τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολασ. γ´ 10), καί νά ὑποπιάζη τό σῶμα του, ὥστε νά καθίσταται δόκιμος, ὥριμος καί τέλειος, στήν πνευματική ζωή. Αὐτή τήν ἀνάγκη ἀναγνωρίζει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος, ὅταν γράφη· «ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α´ Κορ. θ´ 27).

 


ΙΙ. ῾Η ῾Ιερωσύνη

 

Καθώς κανείς εἰσέρχεται στόν ἱερό περίβολο τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀκούει τίς φωνές τῶν ἁγίων Πατέρων οἱ ὁποῖοι ἐδίδαξαν καί εἶπαν περί τῆς ἱερωσύνης ὅτι·

 

α) ῾Η ἱερωσύνη εἶναι μυστήριο καί θαῦμα.

 

Εἶναι ἕνα μέγα καί συνεχές θαῦμα πού ἀπεργάζεται μέσα στήν ᾿Εκκλησία ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Τήν αἴσθησι αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου καί τοῦ θαύματος γιά τήν ἱερωσύνη, εἶχον ὅλοι οἱ ἅγιοι καί ἄξιοι λειτουργοί τοῦ Θεοῦ. ῎Εζησαν τήν ἱερωσύνη τους σάν ἕνα ἀπέραντο μυστήριο. Τήν εἶδαν καί τήν ὑπηρέτησαν σάν ἕνα μεγάλο θαῦμα.

Καί αὐτό ἀκριβῶς ἐμαρτύρησαν, ὅταν ἐχρειάσθη νά διερμηνεύσουν τήν ἐμπειρία τους καί νά καταγράψουν τούς ἱερατικούς στοχασμούς τους.

Χαρακτηριστική εἶναι ἐν προκειμένῳ ἡ μαρτυρία τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος στόν δεύτερο λόγο του ἀπολογούμενος διά τήν εἰς τόν Πόντον φυγήν του, περιγράφει τό μεγαλεῖο τῆς ἱερωσύνης, ἀναφέρων καί τούς φοβερούς λόγους τῶν προφητῶν γιά τούς ἱερεῖς.

«Οἶδα τίνος ἐσμέν λειτουργοί, καί ποῦ κείμενοι, καί ποῦ πέμποντες (τούς ἀνθρώπους)· οἶδα τοῦ Θεοῦ τό ὕψος, καί τήν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν... Μόλις γάρ ἄν τις ἐνταῦθα τῶν σφόδρα κεκαθαρμένων καί εἴδωλον τοῦ καλοῦ θεωρήσειεν, ὥσπερ οἱ τόν ἥλιον ἐν τοῖς ὕδασι» (ΕΠΕ. τ. 1, σελ 166 § 74).

᾿Επικαλούμεθα τήν χρυσῆ γλῶσσα τῆς ᾿Εκκλησίας βοῶσα καί λέγουσα·

«Εἴ γάρ τις ἐννοήσειεν ὅσον ἐστίν, ἄνθρωπον ὄντα καί ἔτι σαρκί καί αἵματι περιπεπλεγμένον, τῆς μακαρίας καί ἀκηράτου φύσεως ἐκείνης ἐγγύς δυνηθῆναι γενέσθαι, τότε ὄψεται καλῶς ὅσης τούς ἱερεῖς τιμῆς ἡ τοῦ Πνεύματος ἠξίωσε χάρις ... Οἱ γάρ τήν γῆν οἰκοῦντες καί ἐν ταύτῃ ποιούμενοι τήν διατριβήν, τά ἐν οὐρανοῖς διοικεῖν ἐπετράπησαν καί ἐξουσίαν ἔλαβον, ἥν οὔτε ἀγγέλοις οὔτε ἀρχαγγέλοις ἔδωκεν ὁ Θεός» (ΕΠΕ τ. 28 σελ. 124 § 5).

Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή πού οἱ ἄνθρωποι κινδυνεύουν νά χάσουν τήν αἴσθησι τοῦ ἱεροῦ. Καί ὁ κίνδυνος αὐτός ἀπειλεῖ καί τήν ἴδια τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα. Παραμονεύει καί «εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος» (῾Εβρ. ς´ 19).

 

Καί ἐμεῖς οἱ λειτουργοί πού προσεγγίζομε τό Θυσιαστήριο καί προσφέρομε τήν ἀναίμακτη θυσία, κινδυνεύομε συχνά νά χάσωμε τήν αἴσθησι τοῦ ἱεροῦ. Τό ρίγος μπροστά στό Μυστήριο τῆς ῾Ιερωσύνης, τό θάμβος μπροστά στό ἀπροσμέτρητο μεγαλεῖο τῆς ἱερατικῆς διακονίας πού ἀσκοῦμε.

᾿Αναφερόμεθα στήν ἀπειλή τῆς ἐξοικειώσεως, ἡ ὁποία φυγαδεύει ἀπό τήν καρδιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί μεταβάλλει τόν λειτουργό τοῦ ῾Υψίστου σέ ἀσεβῆ καί κατακρίσεως ἄξιον.

῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν ἐπιτάφιο λόγο του στόν μεγάλο πατέρα τῆς ᾿Εκκλησίας μας τόν ἅγιο Βασίλειο, περιγράφει τό θάμβος πού ἠσθάνθη ὁ αὐτοκράτωρ Οὐάλης, ὅταν ἐπεσκέφθη τήν Καισάρεια τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων τοῦ ἔτους 372 (Στ. Παπαδοπούλου, Η ΖΩΗ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ σέλ. 320, 328) καί εἶδε τόν ἅγιο Βασίλειο λειτουργοῦντα καί ἐζαλίσθη ἀπό τήν ἀκτινοβολία του καί παρ᾿ ὀλίγο νά σωριασθῆ λιπόθυμος στό ἔδαφος.

᾿Ιδού πῶς περιγράφει τήν σκηνή·

«῞Οταν εἰσῆλθε μέσα εἰς τόν ναόν (ὁ αὐτοκράτωρ) καί ἐβρόντησεν ἡ ἀκοή του ἀπό τήν ψαλμωδίαν πού τόν ἐκτύπησε καί εἶδε καί τήν θάλασσαν τοῦ λαοῦ καί ὅλην τήν ἱεροπρέπειαν κοντά εἰς τό Βῆμα καί ἐκεῖ γύρω, ἀγγελικήν μᾶλλον παρά ἀνθρωπίνην· καί ὅταν εἶδεν ἐκεῖνον ἐμπρός ἀπό τόν λαόν ὄρθιον, ὅπως ὁ λόγος περιγράφει τόν Σαμουήλ, ἀκλινῆ καί εἰς τό σῶμα καί τήν ψυχήν καί τόν νοῦν, σάν νά μήν εἶχε μεσολαβήσει τίποτε νέον, (ἐνῷ εἶχεν εἰσέλθη στόν ναό) ἀλλά στηλωμένον εἰς τόν Θεόν καί εἰς τό Βῆμα καί εἶδε καί τούς γύρω του νά στέκωνται μέ κάποιον φόβον καί σεβασμόν, ὅταν τά εἶδεν ὅλα αὐτά καί δέν ἠμποροῦσε νά συγκρίνη μέ κανένα ἄλλο παράδειγμα ὅσα ἔβλεπεν, ἔπαθεν ὅ,τι παθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, ἐγέμισεν ἡ ὄψις καί ἡ ψυχή του ἀπό τό θάμβος μέ σκοτισμόν καί ζάλην, πρᾶγμα πού δέν ἔνοιωσαν οἱ πολλοί. ῞Οταν ὅμως ἔπρεπε νά προσφέρῃ τά δῶρα ... τότε ἔγινεν γνωστόν τί εἶχε πάθει. Κλονίζεται καί ἐάν κάποιος ἀπό τό Βῆμα δέν ἐσταματοῦσε τόν κλονισμόν του ἁπλώνων τό χέρι, θά ἐστρώνετο εἰς τό ἔδαφος καί θά ἦταν ἄξιος διά κλάματα» (ΕΠΕ τ. 6, σελ. 215 § 52).

῞Ομως ἄς μή νομίσουμε, ὅτι τέτοιοι ἔνθεοι καί ἔμφοβοι λειτουργοί ὑπῆρχαν μόνο στό παρελθόν καί σήμερα λείπουν ἀπό τά ἱερά θυσιαστήρια. ῾Υπάρχουν καί σήμερα.

Θά μνημονεύσωμεν μόνο ἕνα θαυμαστό ἁγιορείτη ἱερομόναχο, γιά τόν ὁποῖο γράφονται τά ἑξῆς·

«῾Ο παπᾶ-Δανιήλ, θαυμασιώτατος εἰς τόν ἅγιον Πέτρον τόν ᾿Αθωνίτην, μιμητής τοῦ Μεγάλου ᾿Αρσενίου ἑξήκοντα ἔτη μήτε μίαν ἡμέραν δέν ἐννοοῦσε νά ἀφήση τήν θείαν Λειτουργίαν. Καί τήν Μ. Σαρακοστήν ὅλες τίς ἡμέρες ἔκαμε Προηγιασμένες. Καί μέχρι τελευταίας ἡμέρας ὑπέργηρος ἐτελειώθη χωρίς ἀσθένειαν.

Αὐτός δέν ἠδύνατο νά προφέρη τάς ἐκφωνήσεις ἀπό κατάνυξιν. ᾿Από τά δάκρυα πάντοτε ἐμούσκευε μπροστά του τό χῶμα. Δι᾿ αὐτό δέν ἤθελε κανείς ξένος νά εἶναι στήν λειτουργίαν του, διά νά μή βλέπη τήν ἐργασίαν του.

 

Εἶχε ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς ὁλονύκτιον ἀγρυπνίαν καί νοεράν προσευχήν.

῎Ετρωγε εἴκοσι πέντε δράμια ψωμί κάθε ἡμέρα καί ἦτο ὅλος μετέωρος εἰς τήν λειτουργίαν του... Καί χωρίς νά γίνῃ λάσπη τό ἔδαφος δέν ἐτελείωνε λειτουργίαν» (Γέροντος ᾿Ιωσήφ· ῎Εκφρασις Μοναχικῆς ᾿Εμπειρίας ᾿Επιστ. ΙΑ´ σελ. 80).

Στό βιβλίο «Νηπτική Θεωρία», ἀνωνύμου ἡσυχαστοῦ, ὁ συγγραφεύς, στό δέκατο ὄγδοο λόγο του, ἀναφέρει τά πνευματικά σημάδια ἀπό τά ὁποῖα ὅταν συμβαίνουν στόν ἄξιο καί καθαρό ἱερέα πληροφορεῖται, ὅτι εἶναι νομίμως χειροτονημένος καί ὅτι εἶναι δεκτή ἡ θεία Λειτουργία του ἐνώπιον τῆς ῾Αγίας Τριάδος.

᾿Αναφέρει μεταξύ ἄλλων·

«῞Οταν παίρνη καιρό γιά νά λειτουργήση πηδᾶ ἡ καρδιά του ἔσω χαίρουσα, διότι βλέπει Ποῖον πρόκειται νά δεχθῆ μέσα της.

῞Οταν παίρνη τό ἐπιτραχήλιον, πρίν ἤ τό βάλη ἤ ἀφοῦ τό βάλη, βλέπει τήν χάριν τοῦ Θεοῦ νά περιχύνεται σ᾿ ὁλόκληρο τό σῶμα του καί εἰς ὅλην του τήν ψυχήν ἀπό τήν θεϊκήν ἐκείνην ἐνέργειαν τοῦ ἐπιτραχηλίου καί τότε γίνεται περιχαρής, φαιδρός καί κατανυκτικός.

Καί καθώς λειτουργεῖ ἑνίοτε βλέπει τόν ἑαυτό του ἀλλοιωμένον καί ἐξίσταται συλλογιζόμενος, τί ἐστί τοῦτο;

῞Οταν κοινωνῆ ἀξίως τά ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ τυπώνεται μέσα του τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί πληγώνεται ἡ καρδιά του ἀπό τό γλυκύ κέντρο τοῦ θείου ἔρωτος.

Διά τοῦτο καί ἐκείνη τήν ἡμέρα μόνον τόν Χριστόν σκέπτεται καί φαντάζεται, μή ἔχοντας καμμίαν ὄρεξιν διά τήν βρῶσιν καί πόσιν τήν ἀπολλυμένην, ἀλλά ἐπιθυμεῖ καί τό αἷμα του ἀκόμα νά χύση, διά τήν ἀγάπην τοῦ Κυρίου Του ἄν τό καλέση ἡ ἀνάγκη.» (σελ. 197 κ. ἑξῆς).

῞Οσο καί ἄν αὐτά φαίνονται μακρινά καί ἀπρόσιτα, ἐν τούτοις ὑπάρχουν ἱερατικές καρδιές πού τά ζοῦν καί τά ἀπολαμβάνουν.

 

β) ῾Η ἱερωσύνη εἶναι χάρισμα καί δωρεά.

 

Καί χάρισμα σημαίνει κάτι, τό ὁποῖο μᾶς δίδεται κατά χάριν καί παρ᾿ ἀξίαν. Κανείς δέν δικαιοῦται τό χάρισμα. Οὔτε μπορεῖ νά τό ἀπαιτήση ἤ νά τό ἐξαγοράση. Οὔτε καί νά τό φθονήση. ῞Οποιος καί ἄν εἶναι αὐτός. ῞Οσα προσόντα καί ἄν διαθέτη. ῞Οσο μεγάλη καί ἄν εἶναι ἡ προσωπική ἀρετή του, «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ ᾿Ααρών» (῾Εβρ. ε´ 4 ). ῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος διδάσκει χαρακτηριστικῶς, ὅτι ἡ ἱερωσύνη «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» (Ρωμ. θ´ 16).

᾿Αναφέρονται πολλά περιστατικά τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη, τά ὁποῖα ἐπιβεβαιώνουν αὐτές τίς διαπιστώσεις.

Μνημονεύομεν, τό περιστατικό μεταξύ τοῦ Μωυσέως καί τῆς κατά σάρκα ἀδελφῆς του Μαριάμ, ἡ ὁποία τόν ὑποτίμησε λαβόντα τό χάρισμα τῆς προφητείας καί ἀμέσως ἔγινε λεπρῶσα. ῾Ο δέ Θεός παρενέβη καί ἐξύψωσε τόν Μωυσῆ λέγων·

 

«᾿Εὰν γένηται προφήτης ὑμῶν Κυρίῳ, ἐν ὁράματι αὐτῷ γνωσθήσομαι καὶ ἐν ὕπνῳ λαλήσω αὐτῷ. οὐχ οὕτως ὁ θεράπων μου Μωυσῆς· ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ μου πιστός ἐστι· στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ, ἐν εἴδει καὶ οὐ δι᾿ αἰνιγμάτων, καὶ τὴν δόξαν Κυρίου εἶδε· καὶ διατὶ οὐκ ἐφοβήθητε καταλαλῆσαι κατὰ τοῦ θεράποντός μου Μωυσῆ;» (᾿Αριθμ. ιβ´ 6-8).

᾿Επίσης μνημονεύομεν καί τό περιστατικό μέ τόν Σίμωνα τόν Μάγο καί τούς ᾿Αποστόλους Πέτρο καί ᾿Ιωάννη στήν Σαμάρεια, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε νά ἀγοράση τήν χάρι καί τήν δύναμι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, «προσήνεγκεν αὐτοῖς χρήματα λέγων· δότε κἀμοὶ τὴν ἐξουσίαν ταύτην, ἵνα ͺᾧ ἐὰν ἐπιθῶ τὰς χεῖρας λαμβάνῃ Πνεῦμα ῞Αγιον» (Πραξ. η´ 18-19) καί ἀπεδοκιμάσθη ὑπό τοῦ Θεοῦ.

῾Η ἱερωσύνη λοιπόν εἶναι κλῆσι Θεοῦ καί χάρισμα καί δωρεά.

Στήν κλῆσι αὐτή τοῦ Θεοῦ καί τῆς ᾿Εκκλησίας ἀνταποκρινόμενος ὁ κάθε πιστός, προσφέρει τόν ἑαυτό του «οὐκ ἀπειθὴς γενόμενος» (Πρβλ. Πραξ. κϚ´ 19) κατά τόν ᾿Απόστολο Παῦλο. Συντρίβεται γιά τήν ἀνθρώπινη εὐτέλεια καί ἀναξιότητά του. Ταπεινώνεται ἐνώπιον τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος καταδέχεται νά σκηνώση στήν ἀδύναμη ὕπαρξί του. Συνειδητοποιεῖ βαθειά μέσα του, πώς ἡ ἱερωσύνη τήν ὁποία λαμβάνει, ἀποτελεῖ χάρισμα καί δωρεά πού ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ παρέχει χάριν τοῦ λαοῦ Του καί ὄχι πρός ἐπιβράβευσι τῆς ἀξιωσύνης καί τῶν προσόντων του.

 

«῝Α γὰρ ἐγκεχείρισται ὁ ἱερεύς, Θεοῦ μόνου ἐστὶ δωρεῖσθαι· καὶ ὅπου περ ἂν ἡ ἀνθρωπίνη φθάσῃ φιλοσοφία, ἐλάττων τῆς χάριτος ἐκείνης φανεῖται...»(ΕΠΕ τ. 14, σελ. 716 § 4).

῾Ωστόσο ὅμως ὀφείλει νά γνωρίζη καί νά λαμβάνη ὑπ᾿ ὄψιν του τρεῖς βασικές ἀρχές, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης καί τήν ἄσκησί του.

 

1) ῾Η βαθειά συναίσθησι, ὅτι ἡ ἱερωσύνη πού ἔλαβε καί ἀσκεῖ δέν εἶναι κάτι δικό του, κάτι πού δικαιοῦται καί μπορεῖ νά χρησιμοποιήση, ὅπως αὐτός θέλη. ᾿Αλλά ἀντίθετα εἶναι τρισμέγιστο χάρισμα καί ὑψίστη δωρεά τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία θά πρέπει νά διατηρῆ μέσα του καί νά αὐξάνη τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τόν ζῆλο, τήν ἱερατική καί ποιμαντική ἀγωνία.

 

2) ῾Ως χάρισμα ἡ ἱερωσύνη οὔτε ἀπροϋπόθετα (χωρίς προϋποθέσεις) δίδεται, οὔτε χωρίς ἐπιμέλεια καί ἀγῶνα ἀσκεῖται.

 

᾿Απαιτεῖ μεγάλη καθαρότητα, τόσο μεγάλη, πού ἔκανε ἁγίους ἀνθρώπους νά αἰσθάνωνται ὅτι εἶναι ἀνάξιοι νά χειροτονηθοῦν ἱερεῖς.

Γράφει ὁ ἅγ. Συμεών ὁ νέος θεολόγος·

«᾿Εγώ οὐκ εἰμί ἄξιος εἶναι ἱερεύς· πλήν ποταπός εἶναι ὀφείλει ὁ μέλλων ἱερουργεῖν τῷ Θεῷ ἀσφαλῶς ἔγνωκα» (Φιλοκ. τ. Γ´ σελ. 269 κεφ. ρνβ´ § 2 ῎Εκδ. ΑΣΤΗΡ).

3) Τό χάρισμα πού λαμβάνει ἀπό τόν Θεό, ἔχει τήν ὑποχρέωσι νά τό καλλιεργήσει καί νά τό αὐξάνη.

 

Τό χρέος αὐτό προσδιώρισε ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή τῶν ταλάντων. (Ματθ. κε´ 14-30). Τό ἐπισημαίνει καί ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος πρός Τιμόθεο «μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» (Α´ Τιμ. δ´ 14). Καί πάλιν «᾿Αναμιμνήσκω σε ἀναζωπυρεῖν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστι ἐν σοὶ διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν μου» (Β´ Τιμ. α´ 6).

4) Τό χάρισμα δίδεται γιά κάποιο σκοπό. ᾿Ακούσωμεν τοῦ Παύλου λέγοντος·

«Αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, α, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων β, εἰς ἔργον διακονίας, γ, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.» (᾿Εφεσ., δ´ 11-12).

5) ῾Ο ἄξιος κληρικός -σκεῦος ἐκλογῆς, ἅγιος λειτουργός τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ- λαμβάνει τό χάρισμα μέ φόβο.

 

Καί λαμβάνοντας τό ἀξιοποιεῖ μέ ζῆλο.

Τό ὑπηρετεῖ μέ αὐταπάρνησι.

Τό καλλιεργεῖ μέ τόν ἱδρῶτα του.

Τό ποτίζει μέ τά δάκρυά του.

Τό φυλάσσει μέ τήν προσοχή του.

Τό τρέφει μέ τήν μελέτη του.

Τό θερμαίνει μέ τήν προσευχή του.

γ) ῾Η ἱερωσύνη εἶναι ἀποστολή.

 

Στ᾿ αὐτιά τοῦ κληρικοῦ ἀντηχοῦν ζωηρά οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου·

«Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (᾿Ιωάν. κ´ 21).

῾Ο Κύριος μετεβίβασε ἤ μᾶλλον παρέδωσε τήν ἀποστολή Του αὐτή, τήν ὁποία εἶχε ἀναθέσει σ᾿ Αὐτόν ὁ ᾿Επουράνιος Θεός Πατέρας, στά χέρια τοῦ κληρικοῦ. ῾Ο κληρικός εἶναι ὁ ἀπόστολός Του, ὁ ἀπεσταλμένος Του μέ δεδομένο σκοπό. Νά συνεχίση τό ἔργο Του.

῞Ομως ὁ ἀποστολικός χαρακτῆρας τῆς ἱερωσύνης προϋποθέτει γιά τούς φορεῖς της καί τό ἀντίστοιχο ἦθος τῶν ᾿Αποστόλων.

δ) ῾Η ἱερωσύνη εἶναι διακονία.

᾿Από τά βασικά γνωρίσματα τῆς ἱερωσύνης εἶναι ὁ διακονικός της χαρακτῆρας.

῾Η ἱερωσύνη εἶναι «ἔργο διακονίας» (᾿Εφ. δ´ 12), πού σημαίνει ταπεινή ὑπηρεσία, θυσιαστική προσφορά πρός τούς ἄλλους, τούς ἀδελφούς, τούς ὁποίους ὡς κληρικός, ἀναλαμβάνει νά διακονήση.

 

Πρότυπα καί ὡς πρός αὐτή τήν πλευρά τοῦ ἱερατικοῦ χαρίσματος, εἶναι ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς καί οἱ ᾿Απόστολοί Του.

Τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο εἶναι ὑπηρεσία καί διακονία. «῾Ο υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι», εἶπε ὁ ῎Ιδιος ἀναφερόμενος στήν ἀποστολή Του, «ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (Μάρκ. ι´ 45).

Εἶναι συγκλονιστικό αὐτό τό ὁποῖο ὁμολογεῖ ὁ Κύριος, ὅτι στή Βασιλεία Του θά γίνη πάλι διάκονος τῶν πιστῶν δούλων Του. Λέγει·

«Μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ Κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας. ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτούς, καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς» (Λουκ. ιβ´ 37).

Τό πνεῦμα διακονίας, εἶναι ἡ εἰδοποιός διαφορά μεταξύ τοῦ ἱερατικοῦ ὑπουργήματος καί τῶν διαφόρων ἐξουσιῶν καί ἀξιωμάτων τοῦ κόσμου.

Στό διακονικό χαρακτῆρα τῆς ἱερωσύνης εὑρίσκεται καί ἡ ἀξία, ἡ τιμή καί τό μεγαλεῖο τῆς ἱερωσύνης.

ε) Τέλος ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἔργο, δηλ. ἐργασία.

Καί ἄν κάθε ἔργο προϋποθέτη αἴσθημα εὐθύνης, κόπο, ζῆλο καί μόχθο, περισσότερο ἡ ῾Ιερωσύνη.

Εἶναι ἔργο Θεοῦ, ἔργο, τό ὁποῖο κατά τόν Χρυσόστομο, «αὐτῆς ἅπτεται τῆς ψυχῆς καί διαβαίνει τούς οὐρανούς» (ΕΠΕ τ. 28. σελ. 124 § 5 ).

῾Η φύση αὐτή τῆς ἱερατικῆς διακονίας, ὅτι δηλαδή εἶναι ἔργο Θεοῦ καί ὅτι ἐνῷ ἀσκεῖται στή γῆ οἱ συνέπειές της ἔχουν αἰώνιες προεκτάσεις, ἀπαιτεῖ ἀπό αὐτούς πού τήν ἐπωμίζονται, νά τήν διεξάγουν μέ βαθύ αἴσθημα εὐθύνης, μέ πνεῦμα αὐταπαρνήσεως, ἀποστολική κακοπάθεια, μέ ἀκατάβλητη ἐργατικότητα.

῾Η ἱερωσύνη σέ κανένα, δέν δίδει τό δικαίωμα νά διεκδικῆ τιμές, προνόμια καί ἀνέσεις. Συνεπάγεται θυσίες καί ὄχι σπάνια τήν χλεύη καί τόν διωγμό τοῦ κόσμου.
«Οὐ γάρ διά τοῦτο σέ ἐπέστησεν ὁ Θεός αὐτοῖς, ἵνα σύ πλείονος ἀπολαύσης θεραπείας, ἀλλ᾿ ἵνα τά μέν σά ἀμελῆται, πάντα δέ τά ἐκείνων οἰκοδομῆται. Τοῦτο ἐστί διδασκάλου», ὑπογραμμίζει μέ ἔμφασι ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος (ΕΠΕ τ. 20, σελ. 590 § 1). Καί σέ ἄλλη ὁμιλία του προσθέτει· «Τόν γάρ ἄρχοντα ταῦτα μάλιστα δείκνυσι, τό προνοεῖν τῶν ὑπηκόων, τό κήδεσθαι καί φροντίζειν». Γιά τοῦτο καί ὁ Χριστός ἔλεγε· «῾Ο ποιμήν ὁ καλός», οὐκ εἶπε, τιμᾶται καί θεραπεύεται, ἀλλά «τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων». Τοῦτο ἀρχή (δηλ. ἐξουσία), τοῦτο ποιμαντική ἐπιστήμη, τό τά αὑτοῦ παρορᾶν καί τά τῶν ἀρχομένων μεριμνᾶν» (ΕΠΕ τ. 6, σελ. 486 § 2).

῾Ο κληρικός «οὐ γὰρ ζητεῖ τὸ ἑαυτοῦ», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στόν ᾿Απολογητικό τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, «ζητεῖ δέ τό τῶν τέκνων οὕς ἐν Χριστῷ διά τοῦ Εὐαγγελίου ἐγέννησεν. Οὗτος ὅρος πάσης πνευματικῆς προστασίας πανταχοῦ τό καθ᾿ ἑαυτόν παρορᾶν πρός τό τῶν ἄλλων συμφέρον» (ΒΕΠΕΣ 58, 264 § 54).

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ περί «δολίων» καί «κακῶν» ἐργατῶν μέσα στήν ᾿Εκκλησία (Β´ Κορ. ια´ 14, Φιλ. γ´ 2). Οἱ ἀποστολικοί αὐτοί χαρακτηρισμοί θά πρέπει νά φοβίζουν κάθε κληρικό. ῾Ομιλεῖ ἀκόμη καί περί ἐργατῶν «δοκίμων» καί «ἀνεπαισχύντων».

«Σπούδασον σεαυτὸν», γράφει στόν Τιμόθεο, «δόκιμον παραστῆσαι τῷ Θεῷ, ἐργάτην ἀνεπαίσχυντον, ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας» (Β´ Τιμ. β´ 15).

Τέτοιος ἐργάτης ὀφείλει νά ἀναδεικνύεται συνεχῶς ὁ κάθε κληρικός.

 


ΙΙΙ. Τό Ποίμνιο

 

῾Ωμιλήσαμεν γιά τό πρόσωπο τοῦ πρεσβυτέρου. ῾Ωμιλήσαμεν καί περί τοῦ χαρίσματος τῆς ῾Ιερωσύνης. ῾Ολοκληρώνοντες τήν ἐργασία μας θά προσθέσωμεν καί ὀλίγα τινά περί τοῦ ποιμνίου.

 

α) Σύνδεσμος ποιμένος ποιμνίου.

 

᾿Ελέχθη προηγουμένως, ὅτι σκοπός αὐτῆς τῆς δωρεᾶς τῆς ῾Ιερωσύνης εἶναι «ὁ καταρτισμός τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομήν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφ. δ´ 12).

᾿Εδῶ διαπιστώνομε τήν ὑπαρκτική σχέσι τοῦ κληρικοῦ καί τοῦ ποιμνίου. ῾Ο ἱερεύς, ὁ ἀρχιερεύς καί ὁ διδάσκαλος ὑπάρχει χάριν τοῦ ποιμνίου καί διά τό ποίμνιο.

Αὐτή ἡ σχέσι πιστοποιεῖται καί ἀπό τίς εὐχές τίς ὁποῖες ἀναγιγνώσκει ὁ ᾿Επίσκοπος κατά τήν ὥρα τῆς χειροτονίας.

Οἱ Διαταγές τῶν ᾿Αποστόλων διά Κλήμεντος μᾶς διέσωσαν μία θαυμάσια εὐχή γιά τήν χειροτονία τοῦ πρεσβυτέρου, στήν ὁποία ἐξαίρεται μέ ἔμφασι ὁ ἱερός δεσμός ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάζεται μεταξύ τοῦ πρεσβυτέρου καί τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ καί προσδιορίζεται μέ σαφήνεια ὁ σκοπός τοῦ χαρίσματος τῆς ἱερωσύνης, πού τό ῞Αγιο Πνεῦμα δωρίζει στήν ᾿Εκκλησία, στό πρόσωπο κάθε χειροτονουμένου πρεσβυτέρου·

«Αὐτός οὖν καί νῦν ἐπίβλεψον ἐπί τήν ἁγίαν σου ᾿Εκκλησίαν καί αὔξησον αὐτήν καί πλήθυνον τούς ἐν αὐτῇ προεστῶτας καί δός δύναμιν πρός τό κοπιᾶν αὐτούς λόγῳ καί ἔργῳ εἰς οἰκοδομήν τοῦ λαοῦ σου».

«Αὐτός καί νῦν ἔπιδε ἐπί τόν δοῦλόν σου τοῦτον... καί ἔμπλησον αὐτόν πνεῦμα χάριτος καί συμβουλίας τοῦ ἀντιλαμβάνεσθαι καί κυβερνᾶν τόν λαόν σου ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ ...

Καί νῦν Κύριε, παράσχου ἀνελλιπές τηρῶν ἐν ἡμῖν τό πνεῦμα τῆς χάριτός σου, ὅπως πλησθείς ἐνεργημάτων ἰατικῶν καί λόγου διδακτικοῦ, ἐν πραότητι παιδεύῃ σου τόν λαόν... καί τάς ὑπέρ τοῦ λαοῦ σου ἱερουργίας ἀμώμους ἐκτελῇ διά τοῦ Χριστοῦ σου ...» (ΒΕΠΕΣ τ. 2, σελ. 160 § 16).

῾Ο κληρικός, λοιπόν, ἀναδέχεται τό χάρισμα τῆς ἱερωσύνης ἐν μέσῳ τῆς ᾿Εκκλησίας καί χάριν τοῦ ἐκκλησιαστκοῦ πληρώματος. ῾Υπάρχει χάριν τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ, γιά νά διαποιμαίνη κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, γιά νά διδάσκη τό εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας, γιά νά τόν ἁγιάζη μέ τήν λυτρωτική χάρι τῶν θειοτάτων Μυστηρίων.

῾Ο ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει αὐτή τήν σχέσι μέ μιά περιεκτικοτάτη φράσι·

«Οἱ λαϊκοί δέονται ἡμῶν, ἡμεῖς δέ πάλιν δι᾿ αὐτούς ἐσμεν» (ΕΠΕ τ. 16Α, σελ. 396 § 3).

 

β) ᾿Ονόματα ποιμνίου.

 

῎Ας θυμηθοῦμε τά κολακευτικά λόγια πού χρησιμοποιεῖ ἡ ῾Αγία Γραφή γιά τό ποίμνιο· «Σῶμα Χριστοῦ» (Α´ Κορ. ιβ´ 27) «Νύμφη» (῍Ασμα ᾿Ασμάτων), «Πόλις ἁγία» (᾿Αποκ. κβ´ 19), «῎Ανω ῾Ιερουσαλήμ» (Γαλ. δ´ 26), «γένος ἐκλεκτόν» (Α´ Πέτρ. β´ 9), «λαὸς μου» (Ματθ. β´ 6), «λαὸς Θεοῦ» (Α´ Πέτρ. β´ 10), «βασίλειον ἱεράτευμα», «῎Εθνος ἅγιον», «λαός εἰς περιποίησηιν» (Α´ Πετρ. β´ 9) «ἐκκλησία πρωτοτόκων» (῾Εβρ. ιβ´ 23) καί ἄλλα.

῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στό Α´ Εἰρηνικόν ἐκφράζει τήν χαρά Του γιά τήν εἰρήνευσι τῶν μοναχῶν μετά τοῦ ἐπισκόπου πατρός του, τήν ὁποία ἐπέτυχε οὗτος τό 364 μ. Χ.

Οἱ μοναχοί εἶχον ἀποσχισθῆ λόγῳ τῆς ὑπό τοῦ πατρός τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου ὑπογραφῆς ἀρειανικοῦ συμβόλου.

᾿Απευθυνόμενος στόν ἑαυτοῦ Πατέρα λέγει·

«Χαῖρε καί κατατέρπου, πατέρων ἄριστε καί φιλοτεκνότατε, ὅτι πάντας αὐτούς ἐνδέδυσαι καί περιβέβλησαι, ὡς κόσμον νύμφη.

Φθέγξαι καί σύ πρός ἡμᾶς· «᾿Ιδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία ἃ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός» (῾Ησ. 8, 18).

Πρόσθες καί ἄλλην φωνήν δεσποτικήν καί μάλα οἰκεῖαν· «Οὕς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα καί οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα» (Ε.Π.Ε. τ. 1. σελ. 266).

᾿Ιδού ὁ ἀγών τοῦ ἀληθινοῦ ποιμένος, ᾿Αλλά καί ἡ χαρά του.

 

γ) Σχέσις ποιμένος καί ποιμνίου.

 

῾Ο καλός ποιμήν κατά τό πρότυπο τοῦ Καλοῦ Ποιμένος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, πού παρουσιάζει ὁ Κύριος στήν ὑπέροχη διδασκαλία Του, ἡ ὁποία παρατίθεται στό κατά ᾿Ιωάννη Εὐαγγέλιο κεφ. ι´, ἀγαπᾶ καί φροντίζει τό ποίμνιο γιά τίς πνευματικές του ἀνάγκες. Τό τιμᾶ. Ταπεινοῦται ἐνώπιον του, ὅπως καί ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος συγκρίνοντας τόν ἑαυτό του μέ τά πνευματικά του παιδιά, τούς Κορινθίους ἔγραφε·« ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ...» (Α´ Κορ. δ´ 10)

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος παραγγέλει στόν μαθητή του ᾿Επίσκοπο ᾿Εφέσου, τόν ᾿Απόστολο Τιμόθεο «τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφͺῆ, ἐν ἀγάπῃ ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ» (Α´ Τιμ. δ´ 12). ῾Ο κορυφαῖος τῶν ᾿Αποστόλων Πέτρος προτρέπει τούς πρεσβυτέρους· «Ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμῖν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλ᾿ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως μηδ᾿ ὡς κατακυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Α´ Πετρ. ε´ 2-3) (᾿Ιδέ καί τά παράλληλα).

Θά ἀναφέρωμεν πρός διδασκαλία, ὅσα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει, στόν ρηθέντα ᾿Απολογητικό του Λόγο περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, διά τούς ἀναξίους ποιμένας.

«Καί θά σιωπήσω καί δέν θά εἴπω ὅσα λέγει δι᾿ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι φροντίζουν μόνον διά τούς ἑαυτούς των, οἱ ὁποῖοι κατατρώγουν τό γάλα καί ἐνδύονται τά μαλλιά, σφάζουν τά πιό παχειά πρόβατα, χωρίς ὅμως καί νά τά ποιμαίνουν, δέν ἐνδυναμώνουν τά ἀσθενῆ καί δέν δένουν τά σπασμένα μέλη, δέν ἐπαναφέρουν πίσω αὐτό τό ὁποῖον ἔχει παραπλανηθῆ, οὔτε ἀναζητοῦν ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔχει χαθῆ, δέν διαφυλάσσουν τό ἰσχυρόν...

Τοῦτο δέ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά διασκορπίζωνται τά πρόβατα εἰς κάθε βουνόν καί πεδιάδα, λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ὑπάρχουν ποιμένες, καί νά γίνωνται τροφή εἰς κάθε εἴδους πτηνά καί θηρία, ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά τά ἀναζητήση καί θά τά φέρη πίσω» (ΕΠΕ τ. 1, σελ 158 § 66).

 

δ) Καθήκοντα ἔναντι τοῦ Ποιμνίου.

 

Τά καθήκοντα τοῦ Ποιμένος ἔναντι τοῦ Ποιμνίου εἶναι·

 

1. ῾Η λατρεία τοῦ Θεοῦ.

2. ῾Η διδασκαλία. Νά διδάσκη τήν ὑγιαίνουσα διδασκαλία.

3. ῾Η ὀργάνωσις τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς κοινωνικῆς ζωῆς.῾Οδηγός μας σ᾿ αὐτά εἶναι οἱ Πράξεις τῶν ᾿Αποστόλων οἱ ὁποῖες ἀναφέρουν τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων (β´ 42-47).

4. Προαγωγή τῆς κατά Χριστόν ζωῆς. Νά ἐργάζηται γιά τήν πνευματική προκοπή τῶν πιστῶν.

5. ῾Η αὔξησις τοῦ ποιμνίου.

6. ῾Ο πόλεμος τῆς ἀσεβείας. ῾Υποστήριξι τῆς εὐσεβείας.

7. Προϊστάμενος τῶν καλῶν ἔργων.

 

Γράφοντας ὁ Μέγας Βασίλειος γύρω στό 372 μ. Χ. «τοῖς ἐν Ταρσῷ πρεσβυτέροις» παρατηρεῖ γιά τήν ἐποχή του·

«῾Ο καιρός πολλήν ἔχει ῥοπήν πρός καταστροφήν τῶν ᾿Εκκλησιῶν, καί τοῦτο πολύν ἔχομεν ἤδη χρόνον ἐξ οὗ καταμανθάνομεν» (ΕΠΕ τ. 3. σελ. 252 § 1).

῾Η διαπίστωσι τοῦ ἱεροῦ ἀνδρός γιά τήν ἐποχή του ἰσχύει πολύ περισσότερο γιά τήν ἰδική μας.

῾Η εὐθύνη μας καί ἡ ἀποστολή μας πάντοτε βαρεῖα καί ἀνέκαθεν τεράστια.

Μέ ὅσα ἐξεθέσαμεν προσεπαθήσαμεν νά ἀνανεώσωμεν ἱερές ἐμπειρίες πού ὁ χρόνος ἴσως ἔχει ξεθωριάσει καί νά ἀναμετρήσωμεν εὐθῦνες, πού ἡ τύρβη τοῦ κόσμου, ἐμποδίζει νά σκεφτόμεθα συχνά.