ΕΙΣΗΓΗΣΙΣ
ΘΕΜΑ·
«ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ»
εἰς τὴν σύναξιν στελεχῶν τῆς ῾Ιερᾶς ᾿Αρχιεπισκοπῆς ᾿Αθηνῶν.
1. ῾Ιερὸς Ναὸς ῾Αγίου Διονυσίου ᾿Αρεοπαγίτου.
Δευτέρα, 14 ᾿Οκτωβρίου 2002.
2. ῾Ιερὸς Ναὸς ῾Αγίου Παντελεήμονος ᾿Ιλισσοῦ.
Δευτέρα, 17 Μαρτίου 2003.
Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί ῾Υμηττοῦ Δανιήλ

 

Μακαριώτατε ᾿Αρχιεπίσκοπε ᾿Αθηνῶν καὶ Πάσης ῾Ελλάδος
κ. κ. Χριστόδουλε

Θεοτίμητε Ποιμενάρχα τῆς ῾Ιερᾶς ᾿Αρχιεπισκοπῆς ταύτης
καὶ Σεπτὲ Προκαθήμενε τῆς καθ᾿ ῾Ελλάδα ᾿Εκκλησίας.

Θεοφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ᾿Αδελφοί,

Αἰδεσιμολογιώτατε ἅγιε Πρωτοσύγκελλε τῆς ῾Ι. ᾿Αρχιεπισκοπῆς ᾿Αθηνῶν,

Πανοσιολιογιώτατοι καὶ Αἰδεσιμολογιώτατοι ἀδελφοί,

Εὐλαβέστατοι Διάκονοι,

᾿Αγαπητοὶ ᾿Αδελφοὶ καὶ ᾿Αδελφὲς συνεργάτες τῶν ἐνοριῶν στὸ ἔργο τῆς ᾿Εκκλησίας.

Εὐχαριστίες ἀπευθύνω κατ᾿ ἀρχὴν στὸν Μακαριώτατο ᾿Αρχιεπίσκοπο ᾿Αθηνῶν καὶ Πάσης ῾Ελλάδος κ. κ. Χριστόδουλο, διότι μὲ ἐτίμησε μὲ τὴν πρόσκλησί Του νὰ ὁμιλήσω πρὸς ὅλους ἐσᾶς.

Τὸ θέμα ποὺ μοῦ ἐζητήθη νὰ σᾶς ἀναπτύξω εἶναι «ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ».

Βεβαίως ἡ εὐρύτης του δὲν θὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ καλύψω ὅλες τὶς πτυχὲς. Θὰ ἀναφέρω μόνο τέσσερες.

α. ᾿Ερανίσματα τῆς διδασκαλίας περὶ ᾿Επισκόπου ἀπὸ τὴν ῾Αγία Γραφὴ καὶ τὴν παράδοσι τῆς ᾿Εκκλησίας μας.

β. ῾Η διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ᾿Επισκόπου καὶ τῆς θέσεως του σ᾿ αὐτὴ προβλέπει, ὅτι τὸ πολίτευμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ᾿Επισκοποκεντρικό.

γ. ῾Η ἱεραρχικὴ ὀργάνωσι τῆς ᾿Εκκλησίας.

δ. Σχέσεις Πρεσβυτέρων καὶ ἐνοριακῶν Στελεχῶν μὲ τὸν ᾿Επίσκοπο.

Μὲ ὅσα θὰ ἀναφέρω ἐπιδιώκω νὰ δώσω ἀφορμὲς γιὰ προβληματισμὸ μᾶλλον, παρὰ νὰ διεξέλθω διεξοδικῶς αὐτὸ τὸ κεφαλαιῶδες θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μας.


Α. Περὶ ᾿Επισκόπου.

 

1. ῾Ομιλοῦντες περὶ ᾿Επισκόπου εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐγκύψουμε στὴν ῾Αγία Γραφὴ. ῍Ας δοῦμε τί λέγει περὶ αὐτοῦ.

῾Ο ὅρος ᾿Επίσκοπος συναντᾶται στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη.

α. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ προφήτης ᾿Ιεζεκιὴλ ἀναφέρει τὸν ὅρο ᾿Επίσκοπος, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φρουροῦ, σκοποῦ ἤ φύλακος αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται μέσα στὴν θεία παρεμβολή δηλαδὴ στὴν ᾿Εκκλησία, γιὰ τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ τοὺς ὅρους στρατόπεδο τοῦ Θεοῦ καὶ πόλι τοῦ Θεοῦ.

«Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρός με λέγων· υἱὲ ἀνθρώπου, λάλησον τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· γῆ, ἐφ᾿ ἣν ἂν ἐπάγω ρομφαίαν, καὶ λάβῃ ὁ λαὸς τῆς γῆς ἄνθρωπον ἕνα ἐξ αὐτῶν καὶ δῶσιν αὐτὸν ἑαυτοῖς εἰς σκοπόν, καὶ ἴδῃ τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην ἐπὶ τὴν γῆν καὶ σαλπίσῃ τῇ σάλπιγγι καὶ σημάνῃ τῷ λαῷ, καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀκούσας τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ μὴ φυλάξηται, καὶ ἐπέλθῃ ἡ ρομφαία καὶ καταλάβῃ ἡ ρομφαία καὶ καταλάβῃ αὐτόν, τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἔσται· ὅτι τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος ἀκούσας οὐκ ἐφυλάξατο, τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτοῦ ἔσται, καὶ οὗτος ὅτι ἐφυλάξατο, τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐξείλατο. καὶ ὁ σκοπός, ἐὰν ἴδῃ τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην καὶ μὴ σημάνῃ τῇ σάλπιγγι, καὶ ὁ λαὸς μὴ φυλάξηται, καὶ ἐλθοῦσα ἡ ρομφαία λάβῃ ἐξ αὐτῶν ψυχήν, αὕτη διὰ τὴν αὐτῆς ἀνομίαν ἐλήφθη, καὶ τὸ αἷμα ἐκ χειρὸς τοῦ σκοποῦ ἐκζητήσω. καὶ σύ, υἱὲ ἀνθρώπου, σκοπὸν δέδωκά σε τῷ οἴκῳ ᾿Ισραήλ, καὶ ἀκούσῃ ἐκ στόματός μου λόγον. ἐν τῷ εἰπεῖν με τῷ ἁμαρτωλῷ· θανάτῳ θανατωθήσῃ, καὶ μὴ λαλήσῃς τοῦ φυλάξασθαι τὸν ἀσεβῆ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, αὐτὸς ὁ ἄνομος τῇ ἀνομίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται, τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ ἐκ τῆς χειρός σου ἐκζητήσω. σὺ δὲ ἐάν προαπαγγείλῃς τῷ ἀσεβεῖ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ τοῦ ἀποστρέψαι ἀπ᾿ αὐτῆς, καὶ μὴ ἀποστρέψῃ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ αὐτοῦ, οὗτος τῇ ἀσεβείᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται καὶ σὺ τὴν ψυχὴν σεαυτοῦ ἐξῄρησαι». (᾿Ιεζεκ. λγ´ 1-9.)

 

(᾿Απόδοσι· ῾Ο Κύριος ὡμίλησε πρὸς ἐμὲ καὶ εἶπεν· «υἱὲ ἀνθρώπου, λάλησον πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ σου καὶ εἰπὲ πρὸς αὐτούς· ᾿Εὰν ἐγὼ ἀποστείλω εἰς κάποιαν χώραν ἐχθρικὴν μάχαιραν, ὁ δὲ λαὸς τῆς χώρας αὐτῆς ἐκλέξῃ ἕνα ἄνθρωπον ἀπὸ τοὺς πολίτας της καὶ καταστήσῃ αὐτὸν ὡς φρουρόν του, ὅταν ὁ φρουρὸς ἐκεῖνος ἴδῃ τὴν ἐχθρικὴν μάχαιραν νὰ ἐπέρχεται ἐναντίον τῆς χώρας του καὶ σαλπίσῃ μὲ τὴν σάλπιγγα, ἀναγγείλῃ καὶ ἐπισημάνῃ εἰς τὸν λαὸν τὸν κίνδυνον καὶ ὁ λαός, ἂν καὶ θὰ ἀκούσῃ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος, δὲν θὰ προφυλαχθῇ, ἐπέλθῃ δὲ κατόπιν φονικὴ ἡ ρομφαία τοῦ ἐχθροῦ ἐναντίον αὐτοῦ καὶ τὸν καταλάβῃ καὶ σφάξῃ τὸν λαὸν αὐτόν, ἡ εὐθύνη τοῦ αἵματος θὰ πέσῃ βεβαίως ἐπάνω εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Τοῦτο δέ, διότι ὁ λαὸς μολονότι ἤκουσε τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος, δὲν προεφυλάχθη, δὲν ἔλαβε τὰ μέτρα του. ῾Ο φρουρὸς ὅμως, ἐπειδὴ ἀγρύπνως ἐφύλαττε τὴν πόλιν, θὰ σώσῃ τὴν ζωήν του. ᾿Εὰν ὅμως ὁ φρουρὸς ἴδῃ τὴν ἐπερχομένην ἐχθρικὴν δύναμιν καὶ δὲν σαλπίσῃ μὲ τὴν σάλπιγγά του, ὥστε νὰ εἰδοποιήσῃ καὶ προφυλαχθῇ ὁ λαός, καὶ ἕνας ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πολίτας νὰ φονευθῇ ἀπὸ τὴν ἐπελθοῦσαν ἐχθρικὴν μάχαιραν, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς ὁ φονευθεὶς ἔχασε τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας ἄλλων ἁμαρτιῶν του, θὰ ζητήσω ἐγὼ εὐθύνας ἀπὸ τὸν ἀμελῆ ἐκεῖνον φρουρὸν τῆς χώρας. Καὶ σένα, ὦ υἱὲ τοῦ ἀνθρώπου, σὲ ἔχω ἐγκαταστήσει φρουρὸν εἰς τὸν ἰσραηλιτικὸν λαόν, διὰ νὰ ἀκούσῃς ἀπὸ τὸ ἰδικόν μου στόμα λόγον, τὸν ὁποῖον καὶ νὰ ἀναγγείλῃς εἰς αὐτούς. ῞Οταν ἐγὼ εἴπω σὲ κάποιον ἁμαρτωλόν, ὅτι ἀσφαλῶς θὰ θανατωθῇς διὰ τὰς ἁμαρτίας σου, σὺ ὅμως δὲν ἀναγγείλῃς τὸν λόγον αὐτόν, ὥστε νὰ ἀπομακρυνθῇ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλὸν τρόπον τῆς ζωῆς του, αὐτὸς μὲν ὁ παράνομος θὰ ἀποθάνῃ ἐν τῇ παρανομίᾳ του, ἀλλὰ τὴν εὐθύνην τοῦ χυθέντος αἵματός του θὰ τὴν ἐκζητήσω ἐγὼ ἀπὸ τὰ χέρια σου. ᾿Εξ ἀντιθέτου, ἐὰν σὺ ἐκ τῶν προτέρων τοῦ καταστήσῃς γνωστὴν τὴν παράνομον ὁδόν του καὶ συστήσῃς εἰς τὸν ἀσεβῆ νὰ τὴν ἐγκαταλείψῃ, αὐτὸς ὅμως δὲν μετανοήσῃ καὶ δὲν ἀφήσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς τρόπους τῆς ζωῆς του, αὐτὸς μὲν θὰ θανατωθῇ ἐξ αἰτίας τῆς ἀσεβείας του, σὺ ὅμως, διότι δὲν θὰ φέρῃς καμμίαν εὐθύνην, θὰ σώσῃς τὴν ζωήν σου»).

 

β) Στὴν Καινή Διαθήκη.

 

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος ἀπευθύνει τὴν ἐπιστολήν του πρὸς Φιλιππησίους «πᾶσι τοῖς ἁγίοις ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τοῖς οὖσιν ἐν Φιλίπποις σὺν ἐπισκόποις καὶ διακόνοις» (Φιλιπ. α´ 1).

῾Ο ἴδιος ᾿Απόστολος προτρέπει τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ᾿Εφέσου· «προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» (Πράξ. κ´ 28).

Στὸν ᾿Απόστολο δὲ Τίτο παραγγέλλει· «Τούτου χάριν κατέλιπόν σε ἐν Κρήτῃ, ἵνα τὰ λείποντα ἐπιδιορθώσῃ, καὶ καταστήσῃς κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σε διεταξάμην» (Τίτ. α´ 5), καὶ ἐν συνεχείᾳ εἰς τοὺς στίχους 6-9 παρέχει τὰ χαρακτηριστικά, τὸ ἦθος τοῦ ᾿Επισκόπου.

῾Ομοίως ὁ Αὐτὸς θεῖος ᾿Απόστολος Παῦλος δίδει (καὶ ἀλλοῦ) τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ᾿Επισκόπου·

«Πιστὸς ὁ λόγος· εἴ τις ἐπισκοπῆς ὀρέγεται, καλοῦ ἔργου ἐπιθυμεῖ. Δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλ᾿ ἐπιεικῆ, ἄμαχον, ἀφιλάργυρον, τοῦ ἰδίου οἴκου καλῶς προϊστάμενον, τέκνα ἔχοντα ἐν ὑποταγῇ μετὰ πάσης σεμνότητος· (εἰ δέ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε, πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται;) μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρῖμα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου. Δεῖ δὲ αὐτὸν καὶ μαρτυρίαν καλὴν ἔχειν ἀπὸ τῶν ἔξωθεν, ἵνα μὴ εἰς ὀνειδισμὸν ἐμπέσῃ καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου.» (Α´ Τιμ. γ´ 1-7).

 

(᾿Απόδοσις· ῾Ο λόγος περὶ ἐπισκοπῆς, τὸν ὁποῖον θὰ εἴπω, εἶναι ἄξιος νὰ δώσῃ ὁ καθένας πίστιν εἰς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν δεχθῇ μὲ τὴν καρδίαν του. ᾿Εὰν κανεὶς ἐπιθυμῇ πολὺ τὸ ἐπισκοπικὸν ἀξίωμα, καλὸν ἔργον ἐπιθυμεῖ. ᾿Αλλὰ τὸ καλὸν ἔργον πρέπει νὰ ἀνατίθεται εἰς καλοὺς καὶ ἐκλεκτοὺς ἀνθρώπους. Πρέπει λοιπὸν ὁ ἐπίσκοπος νὰ εἶναι ἀκατηγόρητος, ὥστε κανεὶς νὰ μὴ μπορῇ νὰ εἴπῃ τίποτε εἰς βάρος του. Πρέπει νὰ εἶναι σύζυγος μιᾶς μόνης γυναικὸς καὶ νὰ μὴ ἔχῃ ἔλθει εἰς δεύτερον γάμον. Νὰ εἶναι προσεκτικός, ἐγκρατής, σεμνός, φιλόξενος, διδακτικός. Νὰ μὴ εἶναι μέθυσος οὔτε νὰ βιαιοπραγῇ καὶ νὰ δέρνῃ μὲ τὰ χέρια του τοὺς ἄλλους οὔτε νὰ ἐπιζητῇ κέρδη μὲ μέσα αἰσχρά, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἐπιεικής, ξένος πρὸς μάχας καὶ φιλονεικίας, ἀφιλάργυρος. Νὰ κυβερνᾶ καλὰ τὸ σπίτι του, νὰ ἔχῃ παιδιὰ ποὺ νὰ ὑποτάσσωνται μὲ κάθε σεμνότητα. Πρέπει δὲ νὰ κυβερνᾶ καλὰ τὸ σπίτι του, διότι, ἐὰν ἕνας δὲν γνωρίζῃ νὰ διευθύνῃ τὸ σπίτι του, πῶς θὰ ἐπιμεληθῇ καὶ θὰ φροντίσῃ διὰ τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ; Πρέπει νὰ μὴ εἶναι νεοκατήχητος καὶ νεοφυτευμένος εἰς τὸν πνευματικὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου. Δὲν πρέπει δὲ νὰ εἶναι νεοκατήχητος διὰ νὰ μὴ ὑπερηφανευθῇ καὶ πέσῃ εἰς τὴν αὐτὴν ἐξ ὑπερηφανείας καταδίκην, ποὺ ἔπεσε καὶ ὁ διάβολος. Πρέπει δὲ νὰ ἔχῃ καὶ καλὴν μαρτυρίαν ἀπὸ τοὺς ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἀνθρώπους, διὰ νὰ μὴ τοῦ στήσῃ μὲ τὰς κατηγορίας καὶ τὴν διαπόμπευσιν τῶν ἀπίστων παγίδα ὁ διάβολος καὶ πέσῃ εἰς αὐτὴν εἴτε θυμώνων καὶ μισῶν τοὺς κατηγόρους του, εἴτε χάνων τὸ κῦρος του καὶ ἀπογοητευόμενος, εἴτε καὶ παρασυρόμενος πάλιν εἰς τὰ παλαιά).

 

Στὴν Α´ Τιμοθέου κεφάλαιον δ´ ὁρίζει, πῶς νά φέρεται καὶ τί νὰ διδάσκη ὁ ᾿Απόστολος Τιμόθεος καὶ συνεπῶς κάθε ᾿Επίσκοπος.

«Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε. Μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ. ῞Εως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν. ῎Επεχε σεαυτῷ καὶ τῇ διδασκαλίᾳ, ἐπίμενε αὐτοῖς· τοῦτο γὰρ ποιῶν καὶ σεαυτὸν σώσεις καὶ τοὺς ἀκούοντάς σου» (Α´ Τιμ. δ´ 11-16).

(᾿Απόδοσις· Μὲ τὸ κῦρος καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἀξιώματός σου πρότρεπε καὶ δίδασκε αὐτὰ ποὺ σοῦ γράφω. Παρὰ τὴν νεότητά σου παρουσίασε βίον φρονίμου καὶ ἐναρέτου γέροντος, ὥστε κανεὶς νὰ μὴ καταφρονῇ τὸ νεαρὸν τῆς ἡλικίας σου. ᾿Αλλὰ παρ᾿ ὅλην τὴν νεότητά σου γίνου παράδειγμα τῶν πιστῶν καὶ εἰς τοὺς λόγους σου καὶ εἰς τὴν συμπεριφοράν σου κατὰ τὰς συναναστροφὰς σου πρὸς αὐτοὺς καὶ εἰς τὴν ἀγάπην ποὺ θὰ δεικνύῃς εἰς ὅλους καὶ εἰς τὴν πνευματικὴν ζωὴν ποὺ μὲ τὴν χάριν τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος θὰ ζῇς καὶ εἰς τὴν πίστιν καὶ εἰς τὴν ἁγνότητα καὶ καθαρότητα τοῦ βίου. ῞Εως ὅτου ἔλθω, σοῦ συνιστῶ νὰ καταγίνεσαι μὲ ἐπιμέλειαν εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῶν ἁγίων Γραφῶν, εἰς τὴν παρηγορίαν καὶ νουθεσίαν τῶν θλιβομένων καὶ κλονιζομένων, εἰς τὴν διδασκαλίαν ὅλων τῶν πιστῶν. Μὴ παραμελῇς τὸ θεῖον χάρισμα, ποὺ ὑπάρχει μέσα σου καὶ σοῦ ἐδόθη μὲ ἐπίθεσιν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου τῶν χειρῶν τοῦ σώματος τῶν πρεσβυτέρων, κατόπιν ἐκλογῆς, εἰς τὴν ὁποίαν ὡδηγήθημεν ἀπὸ προφητικὴν ἀποκάλυψιν. Σοῦ συνιστῶ νὰ μελετᾷς αὐτὰ ποὺ σοῦ γράφω. ῾Ολόκληρος ἡ διάνοιά σου καὶ ἡ ὕπαρξίς σου νὰ εἶναι εἰς αὐτά, διὰ νὰ γίνῃ φανερὰ εἰς ὅλους ἡ πρόοδός σου καὶ δώσῃς εἰς ὅλους τὸ καλὸν παράδειγμα. Πρόσεχε εἰς τὸν ἑαυτόν σου καὶ εἰς ἐκεῖνο ποὺ διδάσκεις. ᾿Επίμενε εἰς αὐτά. Διότι, ὅταν κάνῃς αὐτό, ποὺ σὲ προτρέπω, καὶ τὸν ἑαυτόν σου θὰ σώσῃς καὶ ἐκείνους ποὺ σὲ ἀκούουν).

 

῾Ο κορυφαῖος τῶν ᾿Αποστόλων Πέτρος ἀποκαλεῖ τὸν Κύριον ποιμένα καὶ ἐπίσκοπο τῶν ψυχῶν τῶν πιστῶν, στὴν Α´ ἐπιστολή του παραγγέλλων πρὸς αὐτούς, δηλαδὴ τοὺς πιστούς· «ἦτε γὰρ ὡς πρόβατα πλανώμενα, ἀλλ᾿ ἐπιστράφητε νῦν ἐπὶ τὸν ποιμένα καὶ ἐπίσκοπον τῶν ψυχῶν ὑμῶν» (Α´ Πέτρ. β´ 25).

Τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὰ μνημονευθέντα χωρία συνδέονται μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ διακόνημα τοῦ ᾿Επισκόπου στὴν ᾿Εκκλησία.

Κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ προβάλλονται κυρίως οἱ ᾿Απόστολοι, ὡς συνεχιστὲς τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου. Εἶναι γνωστὸ, ὅτι στὴν Καινὴ Διαθήκη χρησιμοποιοῦνται οἱ ὅροι «᾿Επίσκοπος» καὶ «Πρεσβύτερος» ἀποδιδόμενοι ταὐτοχρόνως στὸν ᾿Επίσκοπο καὶ Πρεσβύτερο.

῾Ο Κύριος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς μαθητάς Του εἶπε·

«Καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς» (᾿Ιωάν. κ´ 21).

«῾Ο δεχόμενος ὑμᾶς (ἐννοεῖ τοὺς ᾿Αποστόλους) ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με» (Ματθ. ι´ 40). «῾Ο ἀκούων ὑμῶν (ἐννοεῖ τοὺς ᾿Αποστόλους) ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν, ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με» (Λουκ. ι´ 16).

᾿Απὸ ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ λοιπὰ παραλειφθέντα σχετικὰ χωρία συνάγεται, ὅτι τὸ πρόσωπο, τὸ ἀξίωμα, τὸ ἦθος, τὰ προσόντα, τὸ διακόνημα τοῦ ᾿Επισκόπου καὶ ἡ σχέσι του μὲ τὴν ᾿Εκκλησία μαρτυροῦνται καὶ καθορίζονται ἀπὸ τὴν ᾿Αγία Γραφή.

 

2. Στὴν Μεταποστολικὴ ᾿Εποχή.

 

Κατὰ τὴν μεταποστολικὴ ἐποχὴ, ἐκλιπόντων τῶν ᾿Αποστόλων, ὁ ᾿Επίσκοπος ἐξαίρεται καὶ γίνεται τὸ σημεῖο ἑνότητος, καὶ πίστεως ὅλων τῶν πιστῶν, γίνεται τὸ κέντρο τῆς ἐξωτερικῆς ἑνότητος τῆς ᾿Εκκλησίας.

«῾Ο γὰρ ἐπίσκοπος εἰς τύπον ὢν τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἔργον ἐκείνου πληροῖ, καὶ δείκνυσι πᾶσι διὰ τοῦ σχήματος, ὅτι μιμητής ἐστι τοῦ ἀγαθοῦ καὶ μεγάλου ποιμένος, ὁ τὰς ἀσθενείας φέρειν τοῦ ποιμνίου προβεβλημένος·» (Ρ. ὒ. τ. 78, 272ἒ, ᾿Ισιδώρου Πηλουσιώτου, ᾿Επιστολή ΛΣΤ´, ῾Ερμίνῳ κόμητι, Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σελ. 156).

(᾿Απόδοσι· Γιατὶ ὁ ἐπίσκοπος, ἐπειδὴ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ, ἐργάζεται τὸ ἔργο ἐκείνου καὶ δείχνει σὲ ὅλους μὲ τὸ σχῆμα του, ὅτι εἶναι μαθητὴς τοῦ ἀγαθοῦ καὶ μεγάλου ποιμένα, ὅτι ἔχει τοποθετηθεῖ ἐκεῖ γιὰ νά σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ποιμνίου του).

῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιγνάτιος ὁ ᾿Αντιοχείας ὁ Θεοφόρος ἀνέπτυξε καὶ δυνατὸν εἰπεῖν, ὡλοκλήρωσε τὴν περὶ ᾿Επισκόπου διδασκαλία καὶ τὴν περὶ τῆς θέσεως αὐτοῦ στὴν ᾿Εκκλησία, θεμελιώσας τὸ ᾿Επισκοποκεντρικὸ Πολίτευμα τῆς ᾿Εκκλησίας. ῎Ας δοῦμε ὡρισμένα χαρακτηριστικὰ κείμενα αὐτοῦ·

α. «῞Οθεν πρέπει ὑμῖν συντρέχειν τῇ τοῦ ἐπισκόπου γνώμῃ, ὅπερ καὶ ποιεῖτε, τὸ γὰρ ἀξιονόμαστον ὑμῶν πρεσβυτέριον, τοῦ θεοῦ ἄξιον, οὕτως συνήρμοσται τῷ ἐπισκόπῳ, ὡς χορδαὶ κιθάρᾳ. διὰ τοῦτο ἐν τῇ ὁμονοίᾳ ὑμῶν καὶ συμφώνῳ ἀγάπῃ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς ᾄδεται» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ 2, ᾿Εφεσίοις Ιῢ 1, σελ. 265).

(᾿Απόδοσι· ῞Οθεν πρέπει νὰ βαδίζετε πάνω στὴ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, πρᾶγμα ποὺ καὶ κάνετε. Τὸ ἀξιονόμαστο πρεσβυτέριό σας, ποὺ εἶναι ἄξιο τοῦ Θεοῦ, ἔχει συναρμοσθῆ πάνω στὸν ἐπίσκοπο, ὅπως οἱ χορδὲς στὴν κιθάρα. Γι᾿ αὐτὸ μέσα στὴν ὁμόνοιά σας καὶ τὴν ὁμόφωνη ἀγάπη σας ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς γίνεται ἆσμα).

β. «῞Οταν γὰρ τῷ ἐπισκόπῳ ὑποτάσσησθε ὡς ᾿Ιησοῦ Χριστῷ, φαίνεσθέ μοι οὐ κατὰ ἄνθρωπον ζῶντες»...

«ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου μηδὲν πράσσειν ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὑποτάσσεσθε καὶ τῷ πρεσβυτερίῳ ὡς τοῖς ἀποστόλοις ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τῆς ἐλπίδος ἡμῶν, ἐν ᾧ διάγοντες εὑρεθησόμεθα».

«῾Ομοίως πάντες ἐντρεπέσθωσαν τοὺς διακόνους ὡς ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ὡς καὶ τὸν ἐπίσκοπον ὄντα τύπον τοῦ πατρός, τοὺς δὲ πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον θεοῦ καὶ ὡς σύνδεσμον ἀποστόλων, χωρὶς τούτων ἐκκλησία οὐ καλεῖται» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ 2, Τραλλιανοῖς ΙΙ 1, 2· ΙΙΙ 1, σελ. 272).

(᾿Απόδοσι· Διότι ὅταν ὑποτάσσεσθε στὸν ἐπίσκοπο σὰν νὰ τὸ κάνετε στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, μοῦ φαίνεται ὅτι δὲν ζῆτε κατὰ ἄνθρωπον.

Εἶναι, λοιπόν, ἀνάγκη, ὅπως καὶ συμβαίνει σὲ σᾶς, χωρὶς τὸν ἐπίσκοπο νὰ μὴ κάνετε τίποτε. ᾿Αλλὰ νὰ ὑποτάσσεσθε καὶ στὸ πρεσβυτέριο σὰν στοὺς ἀποστόλους τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐλπίδος ἡμῶν ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ ἡ ἔκβασίς μας.

῾Ομοίως ὅλοι πρέπει νὰ σέβονται τοὺς διακόνους σὰν τὸν ἴδιο τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, καθὼς καὶ τὸν ἐπίσκοπο σὰν τύπο τοῦ πατρός, τοὺς δὲ πρεσβυτέρους σὰν συνέδριο τοῦ Θεοῦ καὶ ὅμιλο ἀποστόλων. Χωρὶς αὐτοὺς δὲν ὑπάρχει ᾿Εκκλησία).

γ. «Τῷ ἐπισκόπῳ προσέχετε καὶ τῷ πρεσβυτερίῳ καὶ διακόνοις».

«᾿Εὰν μετανοήσωσιν εἰς ἑνότητα θεοῦ καὶ συνέδριον τοῦ ἐπισκόπου».

«Καλοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς, κρεῖσσον δὲ ὁ ἀρχιερεὺς ὁ πεπιστευμένος τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, ὃς μόνος πεπίστευται τὰ κρυπτὰ τοῦ θεοῦ· αὐτὸς ὢν θύρα τοῦ πατρός, δι᾿ ἧς εἰσέρχονται ᾿Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ιακὼβ καὶ οἱ προφῆται καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ ἐκκλησία. πάντα ταῦτα εἰς ἑνότητα θεοῦ». (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ 2, Φιλαδελφεῦσιν ῢΙΙ 1, ῢΙΙΙ 1, ΙΧ 1, σελ. 278).

(᾿Απόδοσι· Νὰ εἶσθε κολλημένοι στὸν ἐπίσκοπο καὶ στὸ πρεσβυτέριο καὶ στοὺς διακόνους.

῎Αν ἐπιστρέψουν στὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ μάνδρα τοῦ ἐπισκόπου.

 

Καλοὶ καὶ οἱ ἱερεῖς, ἀλλὰ καλύτερος ὁ ἀρχιερεὺς στὸν ὁποῖον εἶναι ἐμπιστευμένα τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, εἰς τόν ὁποῖον εἶναι ἐμπιστευμένα τὰ κρυφὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι θύρα τοῦ πατρός, ἀπὸ τὴν ὁποία μπαίνουν ὁ ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ ᾿Ισαὰκ καὶ ὁ ᾿Ιακὼβ καὶ οἱ προφῆται καὶ οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ ᾿Εκκλησία. ῞Ολα αὐτὰ στὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ).

δ. «᾿Εκείνη βεβαία εὐχαριστία ἡγείσθω, ἡ ὑπὸ τὸν ἐπίσκοπον οὖσα ἢ ᾧ ἂν αὐτὸς ἐπιτρέψῃ. ὅπου ἂν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τὸ πλῆθος ἔστω, ὥσπερ ὅπου ἂν ᾗ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ἐκεῖ ἡ καθολικὴ ἐκκλησία. οὐκ ἐξὸν ἐστιν χωρὶς ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν· ἀλλ᾿ ὃ ἂν έκεῖνος δοκιμάσῃ, τοῦτο καὶ τῷ θεῷ εὐάρεστον, ἵνα ἀσφαλὲς ᾖ καὶ βέβαιον πᾶν ὃ πράσσεται».

(᾿Απόδοσι· ᾿Εκείνη ἡ εὐχαριστία ἂς θεωρεῖται βεβαία, ἡ ὁποία γίνεται μὲ τὸν ἐπίσκοπο ἢ μὲ ὅποιον αὐτὸς ὁρίση. ῞Οπου φανῆ ὁ ἐπίσκοπος ἐκεῖ ἂς εἶναι καὶ τὸ σύνολο, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ Καθολικὴ ᾿Εκκλησία. Δὲν ἐπιτρέπεται χωρὶς τὸν ἐπίσκοπο οὔτε βάπτισμα οὔτε ἀγάπη νὰ τελῆται. ῞Ο,τι αὐτὸς ἐγκρίνει, αὐτὸ εἶναι καὶ στὸν Θεὸ εὐάρεστο κι ἔτσι θὰ εἶναι ἀσφαλὲς καὶ βέβαιο κάθε τι ποὺ κάνετε).

ε. «Θεὸν καὶ ἐπίσκοπον εἰδέναι. ὁ τιμῶν ἐπίσκοπον ὑπὸ θεοῦ τετίμηται· ὁ λάθρᾳ ἐπισκόπου τι πράσσων τῷ διαβόλῳ λατρεύει. πάντα οὖν ὑμῖν ἐν χάριτι περισσευέτω· ἄξιοι γάρ ἐστε. κατὰ πάντα με ἀνεπαύσατε, καὶ ὑμᾶς ᾿Ιησοῦς Χριστός» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ 2, Σμυρναίοις ῢΙΙΙ 1-2, ΙΧ 1-2, σελ. 281).

(᾿Απόδοσις· Εἶναι καλὸ νὰ ἔχουμε γνῶσι τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἐπισκόπου. ῞Οποιος τιμᾶ τὸν ἐπίσκοπο, ἔχει τιμηθῆ ἀπὸ τὸν Θεό. ῞Οποιος κάνει λαθραῖα ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο κάτι, λατρεύει τὸν διάβολο. ῎Ας περισσεύη, λοιπόν, σὲ κάθε τὶ ἡ χάρις σὲ σᾶς· διότι εἶσθε ἄξιοι. Σὲ ὅλα μὲ ἀναπαύσατε καὶ σᾶς ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός).

 

3. Στὰ ἀρεοπαγιτικὰ κείμενα.

 

Στὰ ἀρεοπαγιτικὰ κείμενα καὶ δὴ στὸ περὶ Οὐρανίας ῾Ιεραρχίας δίδεται ὁ ὁρισμὸς καὶ ἀναφέρεται ὁ σκοπὸς τῆς ἱεραρχικῆς καταστάσεως τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ ὅτι τοὺς ἀνωτέρους βαθμοὺς τῆς οὐράνιας ῾Ιεραρχίας, στὴν ὁποία ἀνάγεται ἡ ἐπὶ γῆς θεόθεν ἐγκαθιδρυμένη ῾Ιεραρχία, οὐσιαστικὰ κατέχουν τὰ ὄντα ἀναλόγως τῆς μετοχῆς τους στὴν θεία ζωὴ καὶ θεωρία συνδέοντας τοιουτοτρόπως τὴν ὀντολογικὴ κατάστασι αὐτῶν μὲ αὐτὴ τῆς ἠθικῆς, τοῦ βαθμοῦ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ.

᾿Ενδεικτικῶς ἀναφέρουμε·

«῎Εστι μεν ἱεραρχία κατ᾿ ἐμὲ τάξις ἱερὰ καὶ ἐπιστήμη καὶ ἐνέργεια πρὸς τὸ θεοειδὲς ὡς ἐφικτὸν ἀφομοιουμένη καὶ πρὸς τὰς ἐνδιδομένας αὐτῇ θεόθεν ἐλλάμψεις ἀναλόγως ἐπὶ τὸ θεομίμητον ἀναγομένη» (Φιλοκαλία, «Γρήγοριος Παλαμᾶς» τόμ. 3, Διονυσίου ᾿Αρεοπαγίτου· Περὶ οὐρανίας ἱεραρχίας, Κεφάλαιο Γ´, σελ. 250).

(᾿Απόδοσι· Κατὰ τὴν ἄποψί μου (ἐκφράζει προσωπική του γνώμη, ὄχι ἀποκάλυψι) ἱεραρχία εἶναι ἱερὴ τάξις καὶ ἀγωγὴ καὶ ἐνέργεια ποὺ εἶναι κατὰ τὸ δυνατὸ ἀφομοιωμένη πρὸς τὴ θεοείδεια καὶ ἀνάγεται πρὸς τὴ θεομιμησία ἀνάλογα μὲ τὶς διδόμενες σ᾿ αὐτὴν ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐλλάμψεις).

«Σκοπὸς οὖν ἱεραρχίας ἐστὶν ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὡς ἐφικτὸν ἀφομοίωσίς τε καὶ ἕνωσις, αὐτὸν ἔχουσα πάσης ἱερᾶς ἐπιστήμης τε καὶ ἐνεργείας καθηγεμόνα...» (Φιλοκαλία, «Γρήγοριος Παλαμᾶς» τόμ. 3, Διονυσίου ᾿Αρεοπαγίτου· Περὶ οὐρανίας ἱεραρχίας, Κεφάλαιο Γ´, σελ. 252).

(᾿Απόδοσι· Σκοπὸς λοιπὸν τῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ κατὰ τὸ δυνατό ἀφομοίωσις καὶ ἕνωσις πρὸς τόν Θεό, τόν ὁποῖο ἔχει ὁδηγὸ σ᾿ ὅλη τὴν ἱερὰ ἐπιστήμη καὶ ἐνέργεια...).

 

4. Στὰ συγγράμματα τῶν ῾Αγίων Πατέρων.

 

Στὰ συγγράμματα τῶν ῾Αγίων Πατέρων τὸ πρόσωπο τοῦ ᾿Επισκόπου, ἡ διακονία του, οἱ σχέσεις του στηρίζονται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς.

 

῾Ο μέγας Βασίλειος διδάσκει ὅτι·

α) ὁ ᾿Επίσκοπος ὀφείλει νὰ ἡγεῖται τοῦ λαοῦ·

«᾿Ανδρίζου τοίνυν καὶ ἴσχυε καὶ προπορεύου τοῦ λαοῦ ὃν ἐπίστευσε τῇ δεξιᾷ σου ὁ ῞Υψιστος... Καὶ γὰρ ἐπέστειλέ σε ὁ Χριστὸς οὐχ ἑτέροις κατακολουθεῖν, ἀλλ᾿ αὐτὸν καθηγεῖσθαι τῶν σωζομένων...» (᾿Επιστολὴ 161. ᾿Αμφιλοχίῳ χειροτονηθέντι ἐπισκόπῳ ᾿Ικονίου. Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σελ. 120-122).

(᾿Απόδοσι· ᾿Ανδρίζου λοιπὸν καὶ ἴσχυε καὶ προπορεύου τοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖον ἐνεπιστεύθη ὁ Θεὸς εἰς τὰς χεῖράς σουϜ Διότι ὁ Θεὸς σὲ ἀπέστειλεν ὄχι διὰ ν᾿ ἀκολουθῇς ἄλλους, ἀλλὰ διὰ νὰ ὁδηγῇς σὺ ὁ ἴδιος τοὺς σωζομένουςϜ )

β) Μὲ ὡραίους χαρακτηρισμοὺς περιγράφει τὸ τοῦ ᾿Επισκόπου θεῖον ἀξίωμα καὶ πρόσωπο·

«...ἔρεισμα πατρίδος, ᾿Εκκλησίας κόσμος, στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, οἰκείοις ἀσφάλεια, δυσμαχώτατος τοῖς ὑπεναντίοις, φύλαξ πατρῴων θεσμῶν, νεωτεροποιΐας ἐχθρός» (᾿Επιστολὴ 16. Νεοκαισαρεῦσιν, Ε.Π.Ε. τόμ. 3, σελ. 148).

(᾿Απόδοσι· Ϝ ἔρεισμα τῆς πατρίδος, στόλισμα τῶν ᾿Εκκλησιῶν, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως, ἀσφάλεια τῶν οἰκείων, δυσπολέμητος ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους, φύλαξ τῶν πατρικῶν θεσμῶν, ἐχθρὸς τοῦ νεωτερισμοῦ).

γ) Τὸν τρόπο ἐκλογῆς τῶν ᾿Επισκόπων·

«Περὶ μέντοι τῆς τῶν προστησομένων τῆς συμμορίας ἐκλογῆς, εἰ μὲν ἀνθρώποις χαριζόμενος ἢ ἱκεσίαις ἐνδιδοὺς ἢ φόβῳ εἴκων ποιῶ τι, μήτε ταυτὶ ποιήσαιμι. Οὐ γὰρ οἰκονόμος, ἀλλὰ κάπηλος ἔσομαι τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρωπίνας φιλίας διαμειβόμενος» (᾿Επιστολὴ 290. Νεκταρίῳ, Ε.Π.Ε. τόμ. 3, σελ. 318).

(᾿Απόδοσι· ῾Ως πρὸς τὴν ἐκλογὴν ὅμως διὰ τὴν ἀνάδειξιν προϊσταμένου τῆς περιοχῆς ἐκείνης, ἐὰν πρόκηται νὰ κάμω κάτι χαριζόμενος εἰς ἀνθρώπους ἢ ἐνδίδων εἰς ἱκεσίας ἢ ὑποχωρῶν ἀπὸ φόβον, εἴθε νὰ μὴ τὸ κάμω αὐτὸ ποτέ. Διότι τότε δὲν θὰ εἶμαι οἰκονόμος ἀλλὰ κάπηλος, ἀνταλλάσσων τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ μὲ ἀνθρωπίνας φιλίας).

῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπίσης διδάσκει ὅτι·

α) Τὸ καθῆκον τοῦ ᾿Επισκόπου εἶναι νὰ μεριμνᾶ γιὰ τοὺς πιστοὺς

«Οὗτος ὅρος πάσης πνευματικῆς προστασίας, πανταχοῦ τὸ καθ᾿ ἑαυτὸν παρορᾶν πρὸς τὸ τῶν ἄλλων συμφέρον» (Λόγος Β´ ᾿Απολογητικὸς τῆς εἰς τὸν Πόντον φυγῆς, Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σελ. 144).

(᾿Απόδοσι· Αὐτὸ εἶναι τὸ βασικὸ καθῆκον κάθε πνευματικοῦ ἡγέτου, τὸ νὰ παραβλέπη σὲ κάθε περίπτωσι τὸ δικό του συμφέρον γιὰ χάρι τοῦ συμφέροντος τῶν ἄλλων).

β) ῾Ο ᾿Επίσκοπος πρέπει νὰ φροντίζη γιὰ τὸ ποίμνιο καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του·

«Καὶ σιωπῶ λέγειν ὅσα περὶ τῶν βοσκόντων ἑαυτοὺς διαλέγεται, τὸ γάλα κατεσθιόντων, καὶ τὰ ἔρια περιβαλλομένων, καὶ τὸ παχὺ σφαζόντων, ἀλλὰ μὴ ποιμαινόντων τὰ πρόβατα, τὸ ἠσθενηκὸς οὐκ ἐνισχυόντων, καὶ τὸ συντετριμμένον οὐ καταδεσμούντων, καὶ τὸ πλανώμενον οὐκ ἐπιστρεφόντων, καὶ τὸ ἀπολωλὸς οὐκ ἐκζητούντων, καὶ τὸ ἰσχυρὸν οὐ φυλαττόντων... ὡς διεσπάρθαι τὰ πρόβατα καὶ κατὰ παντὸς πεδίου καὶ ὅρους, παρὰ τὸ μὴ εἶναι ποιμένας, καὶ γενέσθαι κατάβρωμα πᾶσι πετεινοῖς καὶ θηρίοις, οὐκ ὄντος ἐκζητοῦντος καὶ ἐπιστρέφοντος» (᾿Απολογητικός Λόγος περί τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς, διά τούς ἀναξίους ποιμένας. ΕΠΕ τ. 1, σελ 158 § 66).

(᾿Απόδοσι· Καί θά σιωπήσω καί δέν θά εἴπω ὅσα λέγει δι᾿ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι φροντίζουν μόνον διά τούς ἑαυτούς των, οἱ ὁποῖοι κατατρώγουν τό γάλα καί ἐνδύονται τά μαλλιά, σφάζουν τά πιό παχειά πρόβατα, χωρίς ὅμως καί νά τά ποιμαίνουν, δέν ἐνδυναμώνουν τά ἀσθενῆ καί δέν δένουν τά σπασμένα μέλη, δέν ἐπαναφέρουν πίσω αὐτό τό ὁποῖον ἔχει παραπλανηθῆ, οὔτε ἀναζητοῦν ἐκεῖνο τό ὁποῖον ἔχει χαθῆ, δέν διαφυλάσσουν τό ἰσχυρόν... Τοῦτο δέ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά διασκορπίζωνται τά πρόβατα εἰς κάθε βουνόν καί πεδιάδα, λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ὑπάρχουν ποιμένες, καί νά γίνωνται τροφή εἰς κάθε εἴδους πτηνά καί θηρία, ἐπειδή δέν ὑπάρχει ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά τά ἀναζητήση καί θά τά φέρη πίσω».

῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος διακηρύσσει ὅτι·

α) ῾Ο ᾿Επίσκοπος ὀφείλει νὰ εἶναι διδακτικὸς πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνεξίκακος.

«Οὐχ ὁρᾷς, ὅσα δεῖ τὸν ἐπίσκοπον ἔχειν; Διδακτικὸν εἶναι ἀνεξίκακον, ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου» (῾Ομιλία Γ´ εἰς τὰς Πράξεις, τομ. 15, σελ. 108).

(᾿Απόδοσι· Δὲν βλέπεις πόσα πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἐπίσκοπος; Νὰ εἶναι διδακτικός, ἀνεξίκακος, νά κρατεῖ σταθερά τόν ἀξιόπιστο λόγο, ὅπως τὸν διδάχθηκε).

β) ῾Ο ᾿Επίσκοπος εἶναι τύπος τῶν πιστῶν.

«Οἱ γάρ διδασκόμενοι τήν τῶν διδασκάλων ἀρετήν ὁρῶσι· καί ὅταν ἴδωσι καί ἡμᾶς τῶν αὐτῶν ἐπιθυμοῦντας, τῶν αὐτῶν ἐφιεμένους, τοῦ ἄρχειν, τοῦ τιμᾶσθαι, πῶς δυνήσονται θαυμᾶσαι τόν Χριστιανισμόν; ῾Ορῶσι βίους ἐπιληψίμους, ψυχάς γηΐνας·...Πόθεν οὖν ἔχουσι πιστεῦσαι; ἀπό σημείων; ἀλλ᾿ οὐ γίνεται ταῦτα· ἀλλ᾿ ἀπό τῆς ἀναστροφῆς; ἀλλ᾿ ἀπόλωλεν· ἀλλ᾿ ἀπό τῆς ἀγάπης; ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ οὐδέ ἴχνος αὐτῆς ὁρᾶται. Διά τοῦτο οὐ τῶν ἡμετέρων μόνον ἁμαρτημάτων, ἀλλά καί τῆς βλάβης ἑτέρων ἡμεῖς λόγον ὑφέξομεν.

᾿Ανανήψομέν ποτε, γρηγορήσωμεν, δείξωμεν πολιτείαν ἐπί γῆς οὐρανίαν...» (ΕΠΕ τόμ. 23, σελ. 284 στιχ. 15).

(᾿Απόδοσι· Γιατί οἱ διδασκόμενοι προσέχουν στήν ἀρετή τῶν δασκάλων, καί ὅταν δοῦν καί ἐμεῖς νά ἐπιθυμοῦμε τά ἴδια, νά λαχταροῦμε τά ἴδια, τήν ἐξουσία, τήν τιμή, πῶς θά μπορέσουν νά θαυμάσουν τό Χριστιανισμό; Βλέπουν τρόπους ζωῆς ἐπιλήψιμους, ψυχές γήϊνες· Ϝ ᾿Από ποῦ λοιπόν μποροῦν νά πιστέψουν; ἀπό θαύματα; ἀλλ᾿ αὐτά δέν γίνονται· μήπως ἀπό τή συναναστροφή; ἀλλά χάθηκε· μήπως ἀπό τήν ἀγάπη; ἀλλά πουθενά οὔτε ἴχνος της φαίνεται. Γι᾿ αὐτό δέν θά δώσουμε λόγο μόνο γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, ἀλλά καί γιά τή βλάβη τῶν ἄλλων).

 

γ) ῾Ο ᾿Επίσκοπος πρέπει νὰ θυσιάζεται γιὰ τοὺς πιστούς.

«Οὐ γάρ διά τοῦτο σέ ἐπέστησεν ὁ Θεός αὐτοῖς, ἵνα σύ πλείονος ἀπολαύσης θεραπείας, ἀλλ᾿ ἵνα τά μέν σά ἀμελῆται, πάντα δέ τά ἐκείνων οἰκοδομῆται. Τοῦτο ἐστί διδασκάλου», ὑπογραμμίζει μέ ἔμφασι ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος (ΕΠΕ τ. 20, σελ. 590 § 1). Καί σέ ἄλλη ὁμιλία του προσθέτει· «Τόν γάρ ἄρχοντα ταῦτα μάλιστα δείκνυσι, τό προνοεῖν τῶν ὑπηκόων, τό κήδεσθαι καί φροντίζειν». Γιά τοῦτο καί ὁ Χριστός ἔλεγε· «῾Ο ποιμήν ὁ καλός», οὐκ εἶπε, τιμᾶται καί θεραπεύεται, ἀλλά «τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων». Τοῦτο ἀρχή (δηλ. ἐξουσία), τοῦτο ποιμαντική ἐπιστήμη, τό τά αὑτοῦ παρορᾶν καί τά τῶν ἀρχομένων μεριμνᾶν» (ΕΠΕ τ. 6, σελ. 486 § 2).

(᾿Απόδοσι· Διότι δέν σέ διώρισε δι᾿ αὐτό ὁ Θεός εἰς αὐτούς, διά ν᾿ ἀπολαύσης περισσοτέραν περιποίησιν, ἀλλά διά τά μέν ἰδικά σου νά ἀμελῆς, ὅλα δέ τά ἰδικά των νά οἰκοδομοῦνται. Αὐτό εἶναι τό ἔργον τοῦ διδασκάλου· «῾Ο καλός ὁ ποιμένας», δέν εἶπε, τιμᾶται καί ὑπηρετεῖται, ἀλλά «θυσιάζει τή ζωή του γιά τά πρόβατά του». Αὐτό εἶναι ἐξουσία, αὐτό ποιμαντική ἐπιστήμη, τό νά παραβλέπει κανείς τά δικά του, καί νά φροντίζει γιά τά θέματα αὐτῶν πού ἄρχει (τόμ. 6).

῾Ο ῞Αγιος ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης διδάσκει·

 

α) ῾Ο ᾿Επίσκοπος πρέπει νὰ κοσμῆται μὲ ἀρετὲς καὶ νὰ δέχεται τὶς συμφορὲς τῶν πιστῶν σάν δικές του.

«Δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον πάσαις κομᾷν ταῖς ἀρεταῖς, καὶ τὰς ἀλλοτρίας οἰκειοῦσθαι συμφοράς. Οὐ γὰρ ἑαυτῷ, ἀλλὰ τοῖς ἀρχομένοις ζῇ, καὶ ὑπὸ μυρίων ὀφθαλμῶν καὶ γλώττων ὁ ἐκείνου βασανίζεται βίος» (᾿Επιστολὴ ΣΙΘ´. Παλλαδίῳ Διακόνῳ, Ε.Π.Ε. τόμ. 4, σελ. 370).

(᾿Απόδοσι· Διότι πρέπει ὁ ἐπίσκοπος νὰ κοσμεῖται μὲ ὅλες τὶς ἀρετές, καὶ νὰ κάνει δικές του τὶς συμφορές τῶν ἄλλων. Καθόσον δὲν ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζει, καὶ ἡ ζωὴ ἐκείνου ἐλέγχεται ἀπὸ μύρια μάτια καὶ γλῶσσες).

῾Ο ῞Αγιος ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος·

α) Δίδει τὸν ὁρισμὸ τοῦ Ποιμένος.

«Ποιμὴν κυρίως ἐστίν, ὁ τὰ ἀπολωλότα λογικὰ πρόβατα δι᾿ ἀκακίας, δι᾿ οἰκείας σπουδῆς καὶ εὐχῆς ἀναζητῆσαι καὶ ἀνορθῶσαι δυνάμενος» (Κλῖμαξ ᾿Ιωάν. Σιναΐτου, ἐκδ. ῾Ι. Μ. Παρακλήτου, Λόγος «εἰς τὸν Ποιμένα», σελ. 381).

(᾿Απόδοσι· Ποιμὴν στὴν κυριολεξία εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ θεραπεύση τὰ ἀπολωλότα λογικὰ πρόβατα μὲ τὴν ἀκακία του, τὸν ζῆλο του καὶ τὴν προσευχή του).

β) ῾Υποδεικνύει, ὅτι πρέπει νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.

«Σκοτίας καὶ νυκτὸς παθῶν καταλαβούσης τὴν ποίμνην, στῆσον ἀκινήτως τὸν κύνα πρὸς Θεὸν ἐν τῇ νυκτερινῇ φυλακῇ. Οὐδὲν δὲ ἀπεικὸς κύνα νοῆσαι τὸν σὸν νοῦν, τὸν ἀναιρέτην τῶν θηρίων. »(ὡς ἄνω, σελ. 382).

(᾿Απόδοσι· ῞Οταν πέση στὸ ποίμνιο ὁ σκοτισμὸς καὶ ἡ νύκτα τῶν παθῶν, στῆσε ἀκοίμητο τὸν «κύνα» τὸν (σκύλο) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ στὴν νυκτερινὴ σκοπιά. Δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο νὰ θεωρήσης ὡς κύνα τὸν νοῦ σου ποὺ φονεύει τὰ (νοητὰ) θηρία).

γ) ῾Ορίζει, ὅτι τὸν Ποιμένα ἀποδεικνύει ἡ ἀγάπη.

«Ποιμένα ἀληθινὸν ἀποδείξει ἀγάπη· δι᾿ ἀγάπην γὰρ ὁ Ποιμὴν ἐσταύρωται» (ὡς ἄνω, σελ. 386).

(᾿Απόδοσι· Τὸν ἀληθνὸ ποιμένα θὰ τὸν φανερώση ἡ ἀγάπη του. ᾿Απὸ ἀγάπη ἄλλωστε ὁ Ποιμὴν ἐσταυρώθηκε).

δ) Διδάσκει, ὅτι ὁ Ποιμένας πρέπει νὰ ἔχη ταπείνωσι.

«Εἶδον προεστῶτα ἐξ ἄκρας ταπεινώσεως τοῖς ἰδίοις τέκνοις ἔν τισιν συμβουλευόμενον· καὶ εἶδον ἕτερον τὴν ἰδίαν ἄσοφον σοφίαν ἐξ οἰήσεως αὐτοῖς ἐμφανίζειν βουλόμενον καὶ εἰρωνικῶς πρὸς αὐτοὺς διατιθέμενον» (ὡς ἄνω, σελ. 389).

(᾿Απόδοσι· Εἶδα Γέροντα, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ὑπερβολικὴ ταπείνωσι συμβουλευόταν σὲ μερικὰ πράγματα τὰ τέκνα του. Εἶδα ὅμως καὶ ἄλλον ποὺ ἤθελε ἀπὸ ὑπερηφάνεια νὰ τοὺς ἐπιδεικνύη τὴν ἄσοφη σοφία του καὶ νὰ τοὺς συμπεριφέρεται εἰρωνικά).

5. Οἱ Κανόνες τῶν ῾Αγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων.

Περὶ τοῦ ᾿Επισκόπου, τῆς θέσεως του στὴν ᾿Εκκλησία τῆς ἐκλογῆς, τοῦ τρόπου διοικήσεως καὶ πολλὰ ἄλλα θέματα ρυθμίζουν οἱ Κανόνες τῶν ῾Αγίων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων τῆς ᾿Εκκλησίας ἀνάλογα μὲ τὰ προκύπτοντα προβλήματα μερικοὺς τοὺς ὁποίους θὰ ἀναφέρουμε στὸν οἰκεῖο τόπο.
Β. ῾Η διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας, περὶ τοῦ προσώπου τοῦ ᾿Επισκόπου καὶ τῆς θέσεως του σ᾿ αὐτὴ, προβλέπει, ὅτι τὸ πολίτευμα τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ᾿Επισκοποκεντρικό.

῾Ο ᾿Επίσκοπος εἶναι κάτοχος καὶ φορεὺς τοῦ τρισσοῦ ἀξιώματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἤτοι τοῦ ᾿Αρχιερατικοῦ, Προφητικοῦ καὶ Βασιλικοῦ. Οὕτως ἀναδεικνύεται ὡς ἡ Κεφαλὴ τῆς Τοπικῆς ᾿Εκκλησίας καὶ διαχειριστὴς τῆς ποικίλης Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Μὲ τὴν δοθεῖσαν αὐτὴν ἐξουσίαν, ὁ ᾿Επίσκοπος συνεχίζει τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Κυρίου.

Διδάσκει καὶ ποιμαίνει τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ.

 

῾Ιερουργεῖ τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας. Πολεμεῖ τὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις. Προνοεῖ γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

῾Αγιάζει τὸν Λαὸ τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς Χάριτος. τῶν ῾Αγίων Μυστηρίων. Καταρτίζει τοὺς Ποιμένες καὶ μεριμνᾶ γιὰ τὴν ἐξασφάλισι τῶν ἱεραποστολικῶν στελεχῶν τῆς ᾿Εκκλησίας.

Κυρίως περὶ αὐτὸν συγκροτεῖται, συνάγεται ἡ ᾿Εκκλησία, ἡ ὁποία φανερώνει τὴν ἐρχομένη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κυρίως κατὰ τὴν τέλεσι τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

῾Οποῖος ὀφείλει νὰ εἶναι ὁ ᾿Επίσκοπος καθωρίσθη ἐνωρίτατα ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία. Στὸ Β´ Βιβλίο τῶν Διαταγῶν τῶν ᾿Αποστόλων «Περὶ ᾿Επισκόπων, Πρεσβυτέρων καὶ Διακόνων», ἀναφέρονται καταλεπτῶς τὰ τοῦ χαρακτῆρος τοῦ ᾿Επισκόπου καὶ τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἁγιογραφικῶς βεβαιούμενα. Παραθέτουμε ἐν συνεχείᾳ τὴν εὐχὴ τῆς Χειροτονίας ᾿Επισκόπου τῶν ᾿Αποστολικῶν Διαταγῶν, ὅπου ἀναφέρεται τὸ ἔργο τοῦ ᾿Επισκόπου στὴν ᾿Εκκλησία. Καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν εὐχὴ τῆς σὲ ᾿Επίσκοπο χειροτονία, ὅπως τελεῖται τὸ Μυστήριο σήμερα, στὴν ὁποία ἐπαναλαμβάνεται ἢ ἐκφράζεται ἡ συνείδησι τῆς ᾿Εκκλησίας γιὰ τὸ ἔργο τοῦ ᾿Επισκόπου.

 

«Ϝ δὸς ἐν τῷ ὀνόματί σου, καρδιογνῶστα θεέ, ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου τόνδε, ὃν ἐξελέξω εἰς ἐπίσκοπον, ποιμαίνειν τὴν ἁγίαν σου ποίμνην καὶ ἀρχιερατεύειν σοι, ἀμέμπτως λειτουργοῦντα νυκτὸς καὶ ἡμέρας καὶ ἐξιλασκόμενόν σου τὸ πρόσωπον, ἐπισυναγαγεῖν τὸν ἀριθμὸν τῶν σωζομένων καὶ προσφέρειν σοι τὰ δῶρα τῆς ῾Αγίας σου ἐκκλησίας. δὸς αὐτῷ, δέσποτα παντοκράτορ, διὰ τοῦ Χριστοῦ σου τὴν μετουσίαν τοῦ ἁγίου πνεύματος, ὥστε ἔχειν ἐξουσίαν «ἀφιέναι ἁμαρτίας» κατὰ τὴν ἐντολήν σου, διδόναι κλήρους κατὰ τὸ πρόσταγμά σου, «λύειν δὲ πάντα σύνδεσμον» κατὰ τὴν ἐξουσίαν, ἣν ἔδωκας τοῖς ἀποστόλοις, εὐαρεστεῖν δέ σοι ἐν πραότητι καὶ καθαρᾷ καρδίᾳ, ἀτρέπτως, ἀμέμπτως, ἀνεγκλήτως προσφέροντά σοι «καθαρὰν» καὶ ἀναίμακτον «θυσίαν», ἣν διὰ Χριστοῦ διετάξω, τὸ μυστήριον τῆς καινῆς διαθήκης, «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας διὰ τοῦ ἁγίου παιδός σου ᾿Ιησοῦ» Χριστοῦ τοῦ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν, δι᾿ οὗ σοι δόξα, τιμὴ καὶ σέβας ἐν ἁγίῳ πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων...» (ΒΕΠΕΣ τ. 2, σελ. 144, Διαταγαὶ ᾿Αποστόλων Η´, ῢΙ).

«Ϝ Αὐτός, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, καὶ τοῦτον τὸν ψηφισθέντα, καὶ ἀξιωθέντα ὑπεισελθεῖν τὸν Εὐαγγελικὸν ζυγόν, καὶ τὴν ᾿Αρχιερατικὴν ἀξίαν, διὰ τῆς χειρὸς ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, καὶ τῶν συμπαρόντων Λειτουργῶν καὶ Συνεπισκόπων, τῇ ἐπιφοιτήσει καὶ δυνάμει, καὶ χάριτι τοῦ ῾Αγίου σου Πνεύματος, ἐνίσχυσον, ὡς ἐνίσχυσας τοὺς ἁγίους σου ᾿Αποστόλους, καὶ Προφήτας, ὡς ἔχρισας τοὺς Βασιλεῖς, ὡς ἡγίασας τοὺς ᾿Αρχιερεῖς, καὶ ἀνεπίληπτον αὐτοῦ τὴν ᾿Αρχιερωσύνην ἀπόδειξον, καὶ πάσῃ σεμνότητι κατακοσμῶν, ἅγιον ἀνάδειξον, εἰς τὸ ἄξιον γενέσθαι, τοῦ αἰτεῖν αὐτὸν τὰ πρὸς σωτηρίαν τοῦ λαοῦ, καὶ ἐπακούειν σε αὐτοῦ...» (᾿Εκ τοῦ ᾿Αρχιερατικοῦ, ῎Εκδ. ᾿Αποστολ. Διακονίας, σελ. 116).
Γ. Περὶ τῆς ἱεραρχικῆς ὀργανώσεως τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῆς ἀναγκαιότητος αὐτῆς.

 

Εἶναι γνωστὸ, ὅτι τὸ πολίτευμα τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχει ἱεραρχικὴ ὀργάνωσι κατὰ τὸν Δομήτορα τῆς ᾿Εκκλησίας Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν, ὁ ὁποῖος «ἔδωκε τοὺς μὲν ᾿Αποστόλους, τοὺς δὲ Προφήτας, τοὺς δὲ Εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφ. δ´ 11-13).

῾Η ἱεραρχικὴ δομὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν πνευματικὴ ὠφέλεια καὶ σωτηρία τῶν πιστῶν.

῾Ο Κύριος καὶ αἰώνιος καὶ μόνος ἀληθινὸς καὶ κυρίαρχος νομοθέτης θέτει τοὺς νόμους τῆς ᾿Εκκλησίας προσδίδων σ᾿ αὐτοὺς τὸ θεῖο Του κῦρος. Κατὰ ταῦτα ἡ ἱεραρχία καθιερώθη ὑπ᾿ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου, ἐξ ὀνόματος τοῦ ῾Οποίου καὶ ἐνεργεῖ.

 

᾿Ενδεικτικῶς ἀναφέρουμε, ὅτι ὁ ῞Αγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν τρίτη ὁμιλία του πρὸς Κολοσσαεῖς ταυτίζει τοὺς θρόνους τῶν ᾿Αποστόλων καὶ συνεπῶς καὶ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία τους μὲ τὸ Θρόνο τοῦ Χριστοῦ καὶ τονίζει ἐμφαντικά, ὅτι οἱ ᾿Επίσκοποι εἶναι διάδοχοι τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ στὴν «διακονίαν τῆς καταλλαγῆς»· «Εἰ ὁ Μωϋσέως θρόνος οὕτως ἦν αἰδέσιμος, ὡς δι᾿ ἐκεῖνον ἀκούεσθαι, πολλῷ μᾶλλον ὁ τοῦ Χριστοῦ θρόνος. ᾿Εκεῖνον ἡμεῖς διεδεξάμεθα· ἀπὸ τούτου φθεγγόμεθα, ἀφ᾿ οὗ καὶ ὁ Χριστὸς ἔθετο ἐν ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς» (Ρ. ὒ. 62, 324. ΕΠΕ. τόμ. 22, ῾Ομιλ. Γ´ Πρός Κολοσσ. § 5, σελ. 149, στίχ. 3).

(᾿Απόδοσι· ᾿Εὰν ὁ θρόνος τοῦ Μωϋσῆ, ἦταν τόσο σεβαστός, ὥστε νά ἀκούεται ἐξ αἰτίας ἐκείνου, πολὺ περισσότερο θὰ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Χριστοῦ. ᾿Εμεῖς εἴμαστε διάδοχοι ᾿Εκείνου· ἐκ μέρους Του ὁμιλοῦμε, ἀφ᾿ ὅτου ὁ Χριστὸς μᾶς ἀνέθεσε τὴ διακονία τῆς συμφιλιώσεως).

 

῾Ο Κύριος περιέβαλε τοὺς ᾿Αποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους τους στὴν ᾿Εκκλησία μὲ τὴν δικὴ Του ἐξουσία. ᾿Ιδιαιτέρως τονίζεται καὶ τοῦτο ἀπὸ τὸν ἴδιο Πατέρα στὴν τρίτη ὁμιλία του στὴν ᾿Ανάληψι τοῦ Κυρίου, στὴν ὁποία ἐξηγεῖ γιατὶ ὁ Κύριος παρέσχε στοὺς ᾿Αποστόλους «πᾶσαν ἐξουσίαν» ὅτι· «῝Ην ἔχει ἐξουσίαν ὁ Σωτήρ, δίδωσι τοῖς ᾿Αποστόλοις. ῞Ωσπερ γὰρ οὐχ οἷόν τε ἐστιν ἄρχοντα πιστευθῆναι ἔθνος, μὴ λαβόντα συγχωρήσεως καὶ θανάτου καὶ τιμωρίας ἐξουσίαν παρὰ βασιλέως· οὕτω καὶ ὁ Σωτὴρ μέλλων καθιστᾷν αὐτοὺς ἄρχοντας τῆς οἰκουμένης, δίδωσιν αὐτοῖς καὶ τιμωρίας ἐξουσίαν καὶ συγχωρήσεως, τό, ῎Αν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται» (Ρ. ὒ. 52, 777. ΕΠΕ. τόμ. 36, ῾Ομιλία Β´ «Εἰς τὴν ᾿Ανάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», § 4, σελ. 245, στίχ. 17).

(᾿Απόδοσι· Τὴν ἴδια ἐξουσία ποὺ ἔχει ὁ Σωτήρας, δίνει στοὺς ἀποστόλους. Γιατὶ ὅπως ἕνας λαὸς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δείξει ἐμπιστοσύνη σὲ κάποιον ἄρχοντα, ὅταν δὲν πάρει ἀπὸ τὸ βασιλιὰ τὴν ἐξουσία τῆς συγχώρησης, τοῦ θανάτου καὶ τῆς τιμωρίας, ἔτσι καὶ ὁ Σωτήρας ἔχοντας σκοπὸ νὰ κάνει τοὺς ἀποστόλους ἄρχοντες τῆς οἰκουμένης, τοὺς δίνει τὴν ἐξουσία καὶ τῆς τιμωρίας καὶ τῆς συγχώρησης, δηλαδὴ τοὺς εἶπε· Σ᾿ ὅποιους συγχωρήσετε τὶς ἁμαρτίες, τοὺς τὶς συγχωρεῖ καὶ ὁ Θεός· σ᾿ ὅποιους δὲν τὶς συγχωρήσετε, θὰ μείνουν γιὰ πάντα ἀσυγχώρητες).

᾿Επιτρέψατέ μου, δι᾿ ὀλίγων νὰ ἀναφερθῶ στὴν ἀρχὴ τῆς ἱεραρχικῆς ὀργανώσεως τῆς ᾿Εκκλησίας.

Αὐτὴ διεμορφώθη κατὰ τοὺς ᾿Αποστολικοὺς χρόνους ὁλοκληρωθεῖσα μὲ τὴν συμβολὴ τῶν Μεγάλων Πατέρων τὸν Δ´ αἰῶνα, γιὰ νὰ συμβάλη τοιουτοτρόπως στὴν διαφύλαξι τῆς ἑνότητος τοῦ ᾿Εκκλησιαστικοῦ ᾿Οργανισμοῦ, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ ἔναντι, τόσον τῶν αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες ἀπειλοῦσαν νὰ διασπάσουν τὸ Σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅσον καὶ τῶν αὐτοκρατορικῶν βλέψεων πρὸς ὑποταγὴν συνόλου τῆς ᾿Εκκλησίας στὴν κοσμικὴ ἐξουσία τους. ῾Η ᾿Εκκλησία ἔναντι τοῦ διπλοῦ αὐτοῦ μετώπου, προέβαινε ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν στὴν ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, διαφυλάττουσα γνησία καὶ ἀνόθευτη τὴν θεία ἀλήθεια, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ προέβαλε πρὸς τὸν κοσμικὸ ἄρχοντα τὸ ἀξίωμα, ὅτι «Θεῷ δεῖ πειθαρχεῖν μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» (Πράξ. ε´ 29).

῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος διδάσκει, ὅτι Κεφαλὴ καὶ Νυμφίος τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ὁ Κύριος· «καὶ πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ, καὶ ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τῇ ἐκκλησίᾳ» (᾿Εφεσ. α´, 22).

 

(᾿Απόδοσι· Καὶ ὅλα ὑπέταξε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του. Καὶ αὐτόν, ποὺ τόσον πολὺ ὕψωσεν, ἔδωκεν εἰς τὴν ᾿Εκκλησίαν κεφαλήν παραπάνω ἀπὸ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ἐν αὐτῇ).

῾Η ᾿Εκκλησία ὡς πνευματικὴ βασιλεία ἔχουσα ὑπερτάτη ἀρχὴ τὴν ῾Αγία Τριάδα συγκροτεῖται ἀπὸ αὐτὴ σ᾿ ἕνα καὶ μοναδικὸ ἐπὶ γῆς ὀργανισμὸ, συνδεόμενο μὲ τὴν κοινὴ πίστι, τὴν συμμετοχὴ στὰ μυστήρια καὶ τὴν ἄσκησι τῆς ἀγάπης. «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα» (᾿Εφεσ. δ´ 5). ῾Η πνευματικὴ αὐτὴ ἑνότητα τῆς ᾿Εκκλησίας συγκροτεῖται καὶ διασφαλίζεται ἀπὸ τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, ἐκδηλοῦται δὲ ἐξωτερικῶς καὶ διὰ τῆς ἑνότητος στὴν διοίκησι καὶ διακυβέρνησι αὐτῆς. ῾Η ἑνότης στὴν διοίκησι καθιερώθη ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε στοὺς ᾿Αποστόλους τὴν διακυβέρνησι τῆς Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, ὄχι χωριστῆς καὶ ἀνεξάρτητης ἀλλήλων κατὰ διαφόρους περιοχὰς καὶ ἐθνότητας, ἀλλὰ ἀπὸ κοινοῦ καὶ ἐν συνεργασίᾳ, ὅπως χαρακτηριστικῶς τονίζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. «῎Αρχοντες γάρ εἰσιν ὑπὸ Θεοῦ χειροτονηθέντες οἱ ἀπόστολοι· ἄρχοντες, οὐκ ἔθνη καὶ πόλεις διαφόρους λαμβάνοντες, ἀλλὰ πάντες κοινῇ τὴν οἰκουμένην ἐμπιστευθέντες» (Ρ. ὒ. 51, 93, ΕΠΕ. τόμ. 26, ῾Ομιλία· «῞Οτι χρήσιμος ἡ τῶν Γραφῶν ἀνάγνωσις» παράγρ. 4, σελ. 295, στίχ. 10).

(᾿Απόδοσι · Γιατὶ οἱ ἀπόστολοι εἶναι ἄρχοντες ποὺ χειροτονήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό· ἄρχοντες ποὺ δὲν παίρνουν ἔθνη καὶ διάφορες πόλεις, ἀλλὰ ἔχουν ἀναλάβει ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ τὴν οἰκουμένη).

Τὴν καθιερωθεῖσα ἀπὸ τὸν Κύριο, μορφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβερνήσεως ἐπραγματοποίησαν μὲν οἱ ᾿Απόστολοι, ἐκλήθησαν δὲ, ὅπως συνεχίσουν οἱ ὑπ᾿ αὐτῶν καὶ εἰς διαδοχή τους κατασταθέντες ᾿Επίσκοποι. Οἱ ᾿Επίσκοποι διακρίνονται τῶν ᾿Αποστόλων κατὰ τὸ, ὅτι ἡ διοικητικὴ καὶ ποιμαντική τους ἁρμοδιότης καὶ δικαιοδοσία περιορίζεται κυρίως σὲ ὡρισμένη περιοχή, τὴν ἐπισκοπή τους, ἀπὸ κοινοῦ ὅμως καὶ στίς οἰκουμενικὲς συνόδους ἀποτελοῦν τὸ ἀνώτατο ὄργανο, μὲ τὸ ὁποῖο διακυβερνᾶται ἡ Καθολικὴ ᾿Εκκλησία.

῾Η ἑνότης στὴν διοίκησι τῆς ᾿Εκκλησίας ἐμφανίζεται ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὡς ἑνότης τῆς διοικήσεως τῆς Τοπικῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὸν ᾿Επίσκοπο, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὡς ἑνότης στὴν διοίκησι τῆς Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν ᾿Επισκόπων, δηλαδὴ τῆς Συνόδου.

Τοιουτοτρόπως, τῆς τοπικῆς ᾿Εκκλησίας προΐσταται ὁ ᾿Επίσκοπος, ὁ ὁποῖος καὶ καλεῖται «προεστώς», «ἀρχιερεύς», «κοινὸς πατὴρ καὶ διδάσκαλος». Πράγματι δὲ οἱ ᾿Επίσκοποι, ὡς διάδοχοι τῶν ᾿Αποστόλων ἀσκοῦν θείῳ δικαίῳ τὸ σύνολον τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας καὶ εἶναι στὴν ἐπισκοπή τους οἱ φορεῖς τῆς ἀνωτάτης ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ ἐξαρτῶνται ὅλες οἱ λοιπὲς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες. ῎Αλλο βεβαίως τὸ ζήτημα, ὅτι ὁ ᾿Επίσκοπος δὲν ἀποτελεῖ ἀπόλυτο καὶ ἀνεξέλεγκτο «ἄρχοντα» τῆς ᾿Εκκλησίας, στὴν ὁποία ἐκλήθη νὰ διακονήση.
Δ. Οἱ σχέσεις τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν λοιπῶν ἐνοριακῶν στελεχῶν πρὸς τὸν ᾿Επίσκοπο.

Κατὰ τὸ πολίτευμα τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπου ὁ ᾿Επίσκοπος εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Τοπικῆς ᾿Εκκλησίας δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι, ὅποιες εἶναι οἱ σχέσεις τῶν Πρεσβυτέρων καὶ τῶν λοιπῶν συνεργατῶν πρὸς τὸν ᾿Επίσκοπο, γιὰ τὶς ὁποῖες θὰ γίνη λόγος κατωτέρω, οἱ αὐτὲς πρέπει νὰ εἶναι κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ οἱ σχέσεις τῶν λοιπῶν λαϊκῶν συνεργατῶν τῆς ἐνορίας πρὸς τοὺς Ποιμένες Πρεσβυτέρους. Οἱ σχέσεις αὐτὲς εἶναι σχέσεις συνεργασίας, ἑνότητος, ὑποταγῆς.

α. Πνεῦμα συνεργασίας πρέπει, νὰ διέπη τὶς σχέσεις τῶν Πρεσβυτέρων πρὸς τὸν ᾿Επίσκοπον. ῞Οπως ὁ Κύριος ὡμολόγησε ὅτι «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (᾿Ιωάν. ε´ 17), καὶ ὅτι ἐγὼ «ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ πατρός μου» (Πρβλ. ᾿Ιωάν. ι´ 38), ἵνα «τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον» (᾿Ιωάν. δ´ 34), τοιουτοτρόπως καὶ οἱ Πρεσβύτεροι παρὰ τῷ ᾿Επισκόπῳ ἐργάζονται στὸ τοῦ Θεοῦ γεώργιον. ᾿Εκεῖνος μὲν ὡς Πατὴρ Πνευματικὸς ὅλων τῶν εἰς αὐτὸν ἐμπεμπιστευθέντων ψυχῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μεριμνᾶ πνευματικῶς κηδόμενος αὐτῶν, αὐτοὶ δὲ συντρέχουσι αὐτὸν μετὰ πάσης προθυμίας καὶ πνεύματος θυσίας στὰς ἀναγκαίας χρείας του. Συνέδριον ᾿Αποστόλων ἐκλήθη ὁ τῶν πρεσβυτέρων σύλλογος περὶ τὸν ᾿Επίσκοπον, τὸν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ τόπον ἐπέχοντος. Καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ἐδιδάσκοντο καὶ στὰ ἔθνη ἐστάλησαν ἀπὸ Αὐτόν, τοιουτοτρόπως καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἀπὸ τὸν ᾿Επίσκοπο ἀποστέλονται στὶς ἐκκλησιαστικὲς διακονίες πρὸς τὸν καταρτισμὸν τοῦ Σώματος τῶν ἁγίων.

 

Στὸ Βιβλίο τῶν ᾿Αποστολικῶν Διατάξεων διαβάζομε·

 

«ὡς οὖν οὐκ ἦν ἐξὸν ἀλλογενῆ, μὴ ὄντα λευίτην, προσενέγκαι τι ἢ προσελθεῖν εἰς τὸ θυσιαστήριον ἄνευ τοῦ ἱερέως, οὕτως καὶ ὑμεῖς ἄνευ του ἐπισκόπου μηδὲν ποιεῖτε, εἰ δέ τις ἄνευ τοῦ ἐπισκόπου ποιεῖ τι, εἰς μάτην ποιεῖ αὐτό· οὐ γὰρ αὐτῷ εἰς ἔργον λογισθήσεται.» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 2, κεφ. 28, σελ. 35) καὶ «προσήκει οὖν καὶ ὑμᾶς, ἀδελφοί, τὰς θυσίας ὑμῶν ἤτοι προσφορὰς τῷ ἐπισκόπῳ προσφέρειν ὡς ἀρχιερεῖ, ἢ δι᾿ ἑαυτῶν ἢ διὰ τῶν διακόνων. οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τὰς ἀπαρχὰς καὶ τὰς δεκάτας καὶ τὰ ἑκούσια αὐτῷ προσάγετε· αὐτὸς γὰρ σαφῶς γινώσκει τοὺς θλιβομένους καὶ ἑκάστῳ δίδωσι πρὸς τὸ ἁρμόζον, ὅπως μηδεὶς ἤ πλειστάκις τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἢ τῇ αὐτῇ ἑβδομάδι λαμβάνῃ, ἕτερος δὲ μηδὲ ὅλως· δίκαιον γάρ ἐστιν μᾶλλον τοῖς θλιβομένοις κατὰ ἀλήθειαν ἐπαρκεῖν, ἢ τοῖς νομιζομένοις θλίβεσθαι» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 2, κεφ. 28, σελ. 36).

Μὲ τὸν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης συνδεόμενοι μεταξύ τους καὶ μετὰ τοῦ ᾿Επισκόπου θὰ δυνηθοῦν νὰ πληρώσουν τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, τοῦ διατάξαντος «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» καὶ «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (᾿Ιωάν. ιγ´ 35).

Ποῖο καὶ πόσο εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς συνεργασίας καὶ ἀγάπης, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ ἀποτελέσματα ἴδωμεν τοὺς ᾿Αποστόλους.

᾿Εκεῖνοι τὰ ἐγκατέλειψαν ὅλα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ φιλανθρώπου Δεσπότου καὶ Τὸν ἠκολούθησαν. Σταλέντες δὲ ἀπὸ Αὐτὸν στὴν οἰκουμένη καὶ τὰ πάντα ὑπομείναντες ἔφεραν καρπὸ πολύ, τὴν πίστι καὶ τὴν ἀρετὴ τῶν χριστιανῶν.

 

β. ῎Οχι μόνο πνεῦμα συνεργασίας, ἀλλὰ καὶ πνεῦμα ἀγάπης καὶ ἑνότητος πρέπει νά χαρακτηρίζη τὶς μεταξὺ τῶν Πρεσβυτέρων καὶ τοῦ ᾿Επισκόπου σχέσεις. Μνησθῶμεν τοῦ Κυριακοῦ λογίου «ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» (᾿Ιωάν. ιε´ 5). Καὶ καθὼς οἱ ᾿Απόστολοι δὲν ἠδύναντο νὰ πράξουν κάτι, εἰμὴ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, οὕτως καὶ οἱ πρεσβύτεροι δὲν δύνανται νὰ ποιμαίνουν τὴν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, εἰ μὴ μόνον, ὅταν μετὰ τοῦ ᾿Επισκόπου εἶναι ὡς ἐν ἑνὶ σώματι. ῾Η ἑνότης δὲ αὐτὴ τῶν πρεσβυτέρων μετὰ τοῦ ᾿Επισκόπου δέον, ὅπως διαφυλλάσσεται ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη. ῾Ο ῞Αγιος Διονύσιος ὁ ᾿Αλεξανδρείας καὶ ὁμολογητὴς, ἐν τῇ πρὸς Νοουάτον ᾿Επίσκοπον ἐπιστολῇ ὑποστηρίζει, ὅτι τὸ κάθε μέλος τῆς ᾿Εκκλησίας πρέπει νὰ δείχνη ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἀκόμη καὶ σὲ μαρτύρια γιὰ νὰ μὴ διαιρέση τὴν ᾿Εκκλησία. Αὐτὸ δὲ τὸ μαρτύριο ἀποφαίνεται, ὅτι εἶναι ἀνώτερο καὶ ἀπὸ τὸ μαρτύριο αἵματος. «῎Εδει μὲν γὰρ καὶ πᾶν ὁτιοῦν παθεῖν ὑπὲρ τοῦ μὴ διακόψαι τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ, καὶ ἦν οὐκ ἀδοξοτέρα τῆς ἕνεκεν τοῦ μὴ εἰδωλολατρῆσαι γινομένης ἡ ἕνεκεν τοῦ μὴ σχίσαι μαρτυρία, κατ᾿ ἐμὲ δὲ καὶ μείζων. ἐκεῖ μὲν γὰρ ὑπὲρ μιᾶς τις τῆς ἑαυτοῦ ψυχῆς, ἐνταῦθα δὲ ὑπὲρ ὅλης τῆς ἐκκλησίας μαρτυρεῖ» (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμ. 17, σελ. 207-208).

(᾿Απόδοσι· ῎Ας πάθη ὁ ἄνθρωπος ὁποιοδήποτε κακό, μόνο νὰ μὴ συντελέση στὸ νὰ δημιουργηθῆ σχῖσμα στὴν ᾿Εκκλησία. Πράγματι, εἶναι ἀνώτερο τὸ μαρτύριο ἐκεῖνο, πού ὑπομένει κάποιος, γιὰ νὰ μὴ συμβάλη στὸν χωρισμὸ καὶ διαίρεσι τῆς ᾿Εκκλησίας, παρὰ τὸ μαρτύριο, πού ὑπομένει κάποιος ἄλλος, γιὰ νὰ μὴ λατρεύση τὰ εἴδωλα. Διότι τὸ μαρτύριο, ποὺ ὑφίσταται κανεὶς γιὰ νὰ μὴ λατρεύση τὰ εἴδωλα, συντελεῖ στὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς, ἐνῶ τὸ μαρτύριο νὰ μὴ δημιουργηθῆ σχῖσμα στὴν ᾿Εκκλησία, συντελεῖ στὴν ὠφέλεια καὶ ὅλης τῆς ᾿Εκκλησίας.)

῾Η διαφύλαξις τῆς ἑνότητος αὐτῆς εἶναι ἀπαραίτητος, καθότι οὐδενὸς ἡ ἐξουσία στὴν ᾿Εκκλησία εἶναι πρωτογενὴς καὶ ἐφ᾿ ἅπαξ δοθεῖσα, ἀλλὰ δίδεται ἑνὶ ἑκάστῳ καὶ κατέχεται, ἐφ᾿ ὅσον αὐτὸς εὑρίσκεται ἐν συνεχεῖ κοινωνίᾳ πίστεως καὶ ἀγάπης μετὰ τοῦ δόσαντος, καθὼς ἡ ᾿Ανατολικὴ ᾿Εκκλησία πιστεύει καὶ κελεύει.

Γι᾿ αὐτὸ λέγει ὁ ᾿Ιγνάτιος ὁ Θεοφόρος πρὸς Σμυρναίους· «Οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ᾿Επισκόπου· οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν· ἀλλ᾿ ὃ ἂν ἐκεῖνος δοκιμάσῃ, τοῦτο καὶ τῷ Θεῷ εὐάρεστον, ἵνα ἀσφαλὲς ᾖ καὶ βέβαιον πᾶν ὃ πράσσεται» (ΒΕΠΕΣ, τ. 2. σελ. 281, Σμυρναίοις ᾿Ιγν. ῢΙΙΙ 2). (᾿Απόδοσι· Δὲν ἐπιτρέπεται χωρὶς τὸν ἐπίσκοπο οὔτε βάπτισμα οὔτε ἀγάπη νὰ τελῆται. ῞Ο,τι αὐτὸς ἐγκρίνει, αὐτὸ εἶναι καὶ στὸν Θεὸ εὐάρεστο κι ἔτσι θὰ εἶναι ἀσφαλὲς καὶ βέβαιο κάθε τι ποὺ κάνετε).

Πολὺ δὲ περισσότερο οἱ δραστηριότητες τῶν λαϊκῶν συνεργατῶν.

Κατὰ ταῦτα τότε μόνον οἱ πάσης φύσεως ἁγιαστικὲς καὶ ποιμαντικὲς πράξεις τοῦ Πρεσβυτέρου ἔχουν ἐγκυρότητα καὶ γνησιότητα, ὅταν μὲ σύμφωνη γνώμη τοῦ ᾿Επισκόπου ἐπιτελοῦνται. Καὶ τοῦτο διότι «οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ» (῾Εβρ. ε´ 4) καθιστάμενος πρὸς τοῦτο κατάλληλος «διὰ τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου» (Πρβλ. Πράξ. η´ 18).

 

γ. Καὶ τὸ τρίτον τὸ χαρακτηρίζον τὶς σχέσεις αὐτὲς καλεῖται ὑποταγή. Καθὼς τάξις συνέχει καὶ τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια, κατὰ τὸν Θεολόγον Γρηγόριον, τοιουτοτρόπως ἡ εὐταξία πρέπει νὰ φυλάττηται ὡς συνεκτικὴ καὶ συστική. Καὶ οἱ μὲν Πρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι καὶ Κληρικοὶ ὅλοι νὰ ὑποτάσσωνται στὸν ἴδιο αὐτῶν ᾿Επίσκοπο, οἱ δὲ ᾿Επίσκοποι στὴν σύνοδο τῶν ᾿Επισκόπων. Οἱ δὲ πιστοὶ στοὺς Πνευματικοὺς Ποιμένες καὶ Πατέρες τους.

Αὐτὴ τὴν εὐταξία καὶ ὑποταγὴ κελεύουν καὶ διαφυλάττουν κανόνες ᾿Αποστολικοί, θείων Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καθὼς καὶ Πατέρων.

Διὰ τὴν ἐνεστῶσαν ἀνάγκην προσάγεται ὁ ΛΑ´ τῶν ῾Αγίων ᾿Αποστόλων·

«Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ᾿Επισκόπου, χωρὶς συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἕτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ ᾿Επισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ, καὶ δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος. Τύραννος γάρ ἐστιν· ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ λοιποὶ Κληρικοί, καὶ ὅσοι ἂν αὐτῷ προσθῶνται οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν» («Πηδάλιον» σελ. 32). ῾Ο Κανὼς αὐτὸς εὑρίσκεται σὲ συμφωνία μὲ τὸν Ε´ τῆς ἐν ᾿Αντιοχείᾳ·

 

«Εἴ τις Πρεσβύτερος, ἤ Διάκονος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου ᾿Επισκόπου, ἀφώρισεν ἑαυτὸν τῆς ᾿Εκκλησίας, καὶ ἰδίᾳ συνήγαγε, καὶ θυσιαστήριον ἔστησε, καί, τοῦ ᾿Επισκόπου προσκαλεσαμένου, ἀπειθείη, καὶ μὴ βούλοιτο αὐτῷ πείθεσθαι μηδὲ ὑπακούειν, καὶ πρῶτον, καὶ δεύτερον καλοῦντι, τοῦτον καθαιρεῖσθαι παντελῶς, καὶ μηκέτι θεραπείας τυγχάνειν, μηδὲ δύνασθαι λαμβάνειν τὴν ἑαυτοῦ τιμήν. Εἰ δὲ παραμένοι θορυβῶν καὶ ἀναστατῶν τὴν ᾿Εκκλησίαν, διὰ τῆς ἔξωθεν ἐξουσίας ὡς στασιώδη αὐτὸν ἐπιστρέφεσθαι» (Πηδάλιον, σελ. 410).

Καὶ ὁ ΙΗ´ τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς διακελεύει·

«Τὸ τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας ἔγκλημα, καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δὴ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ᾿Εκκλησίᾳ τοῦτο γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἴ τινες τοίνυν Κληρικοί, ἢ Μονάζοντες εὑρεθεῖεν, ἢ συνομνύμενοι, ἤ φατριάζοντες, ἢ κατασκευὰς τυρεύοντες ᾿Επισκόποις ἢ Συγκληρικοῖς, ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ» (Πηδάλιον, σελ. 200). ῾Ο Κανόνας εὑρίσκεται σὲ συμφωνία μὲ τὸν ΛΔ´ τῆς ἕκτης Οἰκουμενικῆς, ὁ ὁποῖος διατάσσει νὰ καθαιροῦνται οἱ Κληρικοὶ οἱ συνωμοτοῦντες καὶ φατριάζοντες κατὰ τοῦ ᾿Επισκόπου τους καὶ τῶν συγκληρικῶν τους. ῾Ο δὲ ΣΤ´ τῆς αὐτῆς Συνόδου καθαιρεῖ τοὺς βαπτίζοντας ἤ λειτουργοῦντας σὲ εὐκτηρίους οἴκους, παρὰ γνώμην τοῦ ᾿Επισκόπου τους. ῾Ο ΞΒ´ τῆς ἐν Καρθαγένῃ καὶ ὁ ΙΓ´ τῆς Πρωτοδευτέρας καθαιρεῖ τὸν Πρεσβύτερο καὶ Διάκονο ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος γιὰ κάποια ἐγκλήματα τοῦ ᾿Επισκόπου του, ἤθελε χωρισθῆ τῆς κοινωνίας αὐτοῦ καὶ τὸ ὄνομά του ἔπαυε νὰ ἀναφέρη κατὰ τὸ σύνηθες στὶς ἱερὲς τελετές, πρὶν ἢ γίνη συνοδικὴ ἐξέτασις περὶ τῶν ἐγκλημάτων αὐτοῦ. ῾Ομοίως καὶ ὁ ᾿Επίσκοπος καθαιρεῖται, ἐὰν κατὰ τοῦ ἰδίου Μητροπολίτου τολμήση κάτι τέτοιο κατὰ τὸν ΙΔ´ τῆς αὐτῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου·

«Εἴ τις ᾿Επίσκοπος, ἐγκλήματος πρόφασιν ποιούμενος κατὰ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποστήσοι ἑαυτὸν τῆς πρὸς αὐτὸν κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ εἰθισμένον ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος καθῃρημένος εἶναι, εἰ μόνον ἀποστὰς τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, σχίσμα ποιήσοι· δεῖ γὰρ ἕκαστον τὰ οἰκεῖα μέτρα γινώσκειν, καὶ μήτε τὸν Πρεσβύτερον καταφρονεῖν τοῦ ἰδίου ᾿Επισκόπου, μήτε τὸν ᾿Επίσκοπον τοῦ ἰδίου Μητροπολίτου» (Πηδάλιον σελ. 357). Καὶ Μητροπολίτης ὡσαύτως καθαιρεῖται, ἐὰν χωρίση τὸν ἑαυτὸν του τῆς κοινωνίας τοῦ οἰκείου Πατριάρχου κατὰ τὸν ΙΕ´ τῆς αὐτῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου·

«Τὰ ὁρισθέντα περὶ Πρεσβυτέρων καὶ ᾿Επισκόπων καὶ Μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ Πατριαρχῶν ἁρμόζει. ῞Ωστε εἴ τις Πρεσβύτερος, ἢ ᾿Επίσκοπος, ἢ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καὶ μὴ ἀναφέροι τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως, σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας...» (Πηδάλιον, σελ. 358). Κατὰ δὲ τὸν ΣΤ´ τῆς ἐν Γάγγρᾳ·

 

«Εἴ τις παρὰ τὴν ᾿Εκκλησίαν ἰδίᾳ ἐκκλησιάζοι, καὶ καταφρονῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, τὰ τῆς ᾿Εκκλησίας ἐθέλοι πράττειν, μὴ συνόντος τοῦ Πρεσβύτερου, κατὰ γνώμην τοῦ ᾿Επισκόπου, ἀνάθεμα ἔστω» (Πηδάλιον, σελ. 399). καὶ Ι´ καὶ ΙΑ´ τῆς ἐν Καρθαγένῃ.

«᾿Εάν τις τυχὸν Πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ ἰδίου ᾿Επισκόπου καταγνωσθείς, φυσιότητί τινι καὶ ὑπερηφανείᾳ ἐπαρθείς, ἡγήσηται ὀφείλειν κεχωρισμένως ἅγια τῷ Θεῷ προσφέρειν, ἢ ἄλλο ἀνορθοῦν θυσιαστήριον οἰηθείη κατὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα ἔστω» (Πηδάλιον σελ. 469).

«᾿Εὰν τις Πρεσβύτερος ἐν τῇ διαγωγῇ αὐτοῦ καταγνωσθῇ, ὀφείλει ὁ τοιοῦτος τοῖς γειτνιῶσιν ᾿Επισκόποις προσαγγεῖλαι, ἵνα αὐτοὶ τοῦ πράγματος ἀκροάσωνται, καὶ δι᾿ αὐτῶν τῷ ἰδίῳ ᾿Επισκόπῳ καταλλαγῆ. Τοῦτο δὲ ἐὰν μὴ ποιήσῃ, ἀλλ᾿ ὅπερ ἀπείη, ὑπεροψίᾳ φυσιούμενος, ἐκ τῆς τοῦ ἰδίου ᾿Επισκόπου κοινωνίας ἑαυτὸν χωρίσῃ, καὶ παρὰ μίαν μετά τινων σχίσμα ποιῶν, ἁγίασμα τῷ Θεῷ προσενέγκῃ, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα λογισθήτω καὶ τὸν ἴδιον τόπον ἀπωλεσάτω, σκοπουμένου, μήποτε κατὰ τοῦ ᾿Επισκόπου μέμψιν ἔχῃ δικαίαν» (Πηδάλιον, σελ. 469).

Οἱ χωριζόμενοι ἀπὸ τὸν ᾿Επίσκοπό τους Πρεσβύτεροι, ὄχι μόνον καθαιροῦνται, ἀλλὰ καὶ ὑποβάλλονται σὲ ἀνάθεμα.

῾Ο δὲ ΛΘ´ ᾿Αποστολικὸς Κανόνας ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι·

 

«Οἱ Πρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι, ἄνευ γνώμης τοῦ ᾿Επισκόπου μηδὲν ἐπιτελείτωσαν. Αὐτὸς γάρ ἐστι ὁ πεπιστευμένος τὸν λαὸν τοῦ Κυρίου, καὶ τὸν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν λόγον ἀπαιτηθησόμενος» διορίζει κατὰ τὴν ἑρμηνείαν τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου, «ὅτι οἱ Πρεσβύτεροι καὶ οἱ Διάκονοι χωρὶς τὴν γνώμην καὶ ἄδειαν τοῦ ᾿Επισκόπου των, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐνεργήσουν κανένα ἱερατικὸν λειτούργημα, τόσον ἀπὸ ἐκεῖνα, ὁποῦ ἀνήκουσι εἰς τὴν ἀρχιερατικὴν ἐξουσίαν τοῦ ᾿Επισκόπου, ὅσον καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα, τῶν ὁποίων ἔχουσι μὲν αὐτοὶ τὴν δύναμιν, διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς χειροτονίας, τὴν δὲ ἐνέργειαν αὐτῶν νὰ ἐπιτελέσουν δὲν ἠμποροῦν χωρὶς τοῦ ᾿Αρχιερέως τὴν γνώμην. ᾿Επειδὴ, λέγει, ὁ ᾿Επίσκοπος κυρίως καὶ κατ᾿ ἐξοχήν, ἐνεπιστεύθη τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν αὐτὸς ὡς ποιμὴν ἔχει νὰ ζητηθῆ χρεωστικῶς ἀπὸ τὸν Θεὸν, λογαριασμὸν ἀκριβὸν διὰ τὰς ψυχὰς τοῦ ποιμνίου Του» («Πηδάλιον», σελ. 44).

Τοῦτο δὲ μόνον λέγωμεν, ὅτι ἡ ἐξουσία αὕτη ἐδόθη στοὺς ᾿Επισκόπους ὡς μεριμνῶντας τῆς ᾿Εκκλησίας πάσης καὶ οὐχ ἵνα κατεξουσιάζωσι τῶν κλήρων ὡς οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν ἄρχοντες, ἀλλ᾿ ἵνα διακονήσουν τὴν οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας, ἵνα οἱ πάντες «καταντήσωμεν εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (᾿Εφεσ. δ´ 13).

 

Μακαριώτατε,

 

Ταῦτα μὲ πᾶσα δυνατὴ συντομία ἀνέφερα γιὰ νά ὑπομνήσω βασικὲς ἀρχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μας, τὶς ὁποῖες ἐνδεχομένως ἡ τύρβη τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἀχλὺς τῆς λήθης νὰ ἔχουν παραμερίση, πρὸς εὐκοσμίαν τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ διὰ νὰ οἰκοδομοῦνται οἱ πιστοὶ πρὸς δόξα τοῦ Παναγίου ᾿Ονόματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.