logo


ΣΤΑΣΙΣ Α´
Προοίμιον Α´ Οἴκου

«Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν
τῇ Θεοτόκῳ τό Χαῖρε (ἐκ γ´)· Καί σύν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ
σωματούμενόν σε θεωρῶν, Κύριε, ἐξίστατο καί
ἵστατο κραυγάζων πρός αὐτήν τοιαῦτα».

Ἄγγελος πρωτοστάτης στάλθηκε ἀπό τόν οὐρανόν
γιά νά πεῖ τό, χαῖρε, στή Θεοτόκο. Καί μαζί μέ τήν
ἀσώματή του φωνή, βλέποντάς σε νά παίρνεις σῶμα
(νά γίνεσαι ἄνθρωπος), ἐκπλήσσετο καί
στεκόταν, φωνάζοντας πρός αὐτήν τοιαῦτα.

Τό προοίμιο ἀναφέρεται στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Ὁ Θεός ἔστειλε τόν πρῶτο του ἄγγελο (Γαβριήλ) στή Ναζαρέτ, ὅπου ἦταν ἡ Μαρία, κόρη ἁγνή, θυγατέρα τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννης, γιά νά τή χαιρετίσει, νά τῆς δώσει τήν εὐχάριστη ἀγγελία ὅτι αὐτή θά γινόταν ἡ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄγγελοι εἶναι πνεύματα λειτουργικά, ταγμένα στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὄντα πνευματικά καί ἀσώματα, ἔξω ἀπό κάθε ὑλική ἐπιθυμία καί ἀνάγκη. Εἶναι πλάσματα τοῦ Θεοῦ ἐκ τοῦ μηδενός. Ὁ Θεός θέλησε νά τά δημιουργήσει. Πλάστηκαν λογικά καί ἐλεύθερα. Οἱ ἀγαθοί ἄγγελοι (διότι ὑπάρχουν καί κακοί, τά ἀποστατικά πνεύματα τῆς πονηρίας πού ἀντιμάχονται τό Θεό) ἔχουν σάν κύριο ἔργο τους νά δοξολογοῦν τό πανάγιον Ὄνομα τοῦ Πλάστη τους, τή δόξα καί τήν ἀγαθότητά του. Παράλληλα εἶναι ὑπηρέτες τοῦ θείου θελήματος, τό ὁποῖον ἐκτελοῦν τάχιστα κινούμενοι μέ ἀστραπιαία ταχύτητα, διότι, ὡς ὄντα πνευματικά, δέν ἐμποδίζονται ἀπό τήν ὕλη στίς μετακινήσεις τους.

Ὁ Γαβριήλ, μιλώντας ἀνθρώπινα, εἶπε τό χαῖρε στήν Παρθένο· ταράχτηκε ὅμως ἡ ἀγγελική φύση του, γιατί ἔβλεπε πράγματα περίεργα καί ἀκατανόητα. Μέ τόν ἀσώματο χαιρετισμό του, ἔβλεπε τόν Κύριο καί Θεό του, τό ἀπόλυτο καί κυριαρχικό πνεῦμα, τόν ἀχώρητο Πλάστη του, νά σωματοῦται, νά παίρνει δηλαδή στή νοερά φύση του τό


 ἀλλότριο ὑλικό στοιχεῖο, νά σαρκοῦται, νά γίνεται ἄνθρωπος, νά μπαίνει στά μέτρα τῆς κτιστῆς φύσεως. Ἐξίστατο δέ γι᾿ αὐτό πού ἔβλεπε καί δέν μποροῦσε νά κατανοήσει ἡ ἅγια φύση του τό πρωτοφανές καί πρωτόγνωρο γεγονός. Καί μή μπορώντας τίποτε ἄλλο νά κάνει ξέσπασε σέ θαυμασμό, χαιρετίζοντας τά μεγαλεῖα τῆς ἄσπιλης καί ταπεινῆς Κόρης.

 
Οἱ χαιρετισμοί τοῦ Α´ Οἴκου


«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει· χαῖρε δι᾿ ἧς ἡ ἀρά
ἐκλείψει».

Χαῖρε σύ, ἀπό τήν ὁποίαν θά ἐκλάμψει ἡ χαρά, χαῖρε
Σύ, διά τῆς ὁποίας θά ἐκλείψει ἡ ἀρά.

Στό χαιρετισμό αὐτό, γίνεται ἀπό τόν στιχουργό ἕνας ὡραῖος ἀντιθετικός παραλληλισμός. Παραλληλίζεται ἡ χαρά τῆς Παναγίας μέ τήν ἀρά τῆς Εὔας. Ἡ Εὔα μέ τήν ἀλόγιστη παρακοή της, πῆρε κατάρα ἀπό τόν Θεό, νά εἶναι ἡ ζωή της ζυμωμένη μέ κακοπάθεια καί λύπες, πρᾶγμα πού μεταβίβασε σέ ὅλους ὅσους ἔμελλαν νά γεννηθοῦν ἀπό τή μήτρα της. Ἔβαλε τόν κόσμο σέ ἕνα δρόμο μεγάλης συμφορᾶς καί πνευματικῆς κακώσεως στή σκοτεινή χώρα τοῦ πνευματικοῦ θανάτου. Ἡ Μαρία, ἀντίθετα, μέ τήν ὑπάκοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπάλλαξε τήν ἀνθρωπότητα ἀπό τή βαρειά αὐτή κληρονομιά τῆς

 Προμήτορος. Μετέτρεψε τήν κατάρα ἐκείνης, σέ εὐλογία· τήν πίκρα τοῦ θανάτου, σέ χαρά ζωῆς· τ᾿ ἀπελπισμένα δάκρυα, σέ δάκρυα εὐφρόσυνης ἀγαλλιάσεως. Ἡ Μαρία ἔσωσε τήν Εὔα στό ἀπείρανδρο θεομητορικό της μυστήριο. Ἀναδείχτηκε ἡ νέα Μητέρα τοῦ κόσμου, ἡ πηγή τῶν πνευματικῶν δωρεῶν, πού θά προέρχονταν ἀπό τή θεοχώρητη μήτρα της.

«Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν
δακρύων τῆς Εὔας ἡ Λύτρωσις»

Χαῖρε, σύ πού ἔκανες ν᾿ ἀνακληθεῖ ὁ πεσμένος Ἀδάμ.
Χαῖρε, σύ πού ἔγινες ἡ λύτρωση τῶν δακρύων τῆς Εὔας.

Στούς στίχους αὐτούς φαίνεται νά πέφτει ὁ Ἀδάμ καί νά χύνει δάκρυα ἡ Εὔα. Δέν γνωρίζουμε, ἄν ἡ πτώση τῶν ἀνθρώπων ἔγινε ξεχωριστά γιά κάθε ἕνα ἀπό τούς πρωτόπλαστους, ἤ ἄν ἡ ξεχωριστή πτώση πού διηγεῖται ἡ Γραφή, ἔχει κάποιο ἄλλο συμβολικό καί ἀπόκρυφο νόημα. Οὔτε πάλι γνωρίζουμε σέ τί ἀκριβῶς συνίστατο ἡ πράξη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος. Πάντως ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ ἔπρεπε νά ἦταν μεγαλύτερη σέ βάρος ἠθικό ἀπό ἐκείνη τῆς Εὔας. Ἦταν ὁ ἄνδρας, ἡ κεφαλή τῆς γυναίκας καί, κατά τεκμήριο, ὁ ἰσχυρότερος! Πῶς κατόρθωσε ἡ Εὔα νά τόν παγιδεύσει; Πῶς καί συγκατατέθηκε στά ὅποια λόγια της καί ξέχασε τόν πλαστουργό του; Ποιά παγίδα τάχα νά τοῦ ἔστησε ἡ Προμήτωρ; Ὁ Ἀδάμ ἔπεσε καί ἡ γυναῖκα ἔχυνε δάκρυα, ὡς τό ἀσθενέστερο μέρος. Ἀπό τότε φαίνεται τά δάκρυα ν᾿ ἁρμόζουν περισσότερο στό γυναικεῖο φύλο, τό

 τόσο ἀνοικτό στά συγκινησιακά φορτίσματα. Ἐν πάσει περιπτώσει, τά δάκρυα ἀκολούθησαν τήν πτώση καί τήν κατάρα. Ἔκλαυσαν οἱ πρωτόπλαστοι, ὅταν διώχτηκαν ἀπό τόν Παράδεισο καί κατανόησαν τή μεγάλη ἀπώλεια καί τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς τους. Μετάνοιωσαν γιά τό ἀλόγιστο γεγονός, γιά τό ὁποῖο μόνοι αὐτοί ἦσαν ὑπεύθυνοι. Τό φίδι ἦταν ὁ κινητήριος μοχλός τῆς πτώσεως, ἡ δέ πτώση δική τους. Ἦταν ὅμως ἀργά γιά μιά ἀληθινή ἐπιστροφή. Δέν ἦσαν οἱ παραβάτες ὥριμοι γιά ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός. Ἡ φύση τους εἶχε ἤδη διαστραφεῖ. Τήν εἶχαν δείξει στό διάλογο πού εἶχαν μετά τήν ἁμαρτία τους μέ τόν Θεό. Κανένας τους δέν δέχτηκε τήν ἐνοχή του. Ὁ ἕνας τήν ἔριχνε στόν ἄλλο καί τελικά τήν ἀπέδωσαν στόν Θεό! Πλήρης παραπλάνηση καί διαστροφή.

Ἔπρεπε νά περάσουν οἱ αἰῶνες. Νά ὡριμάσει τό ταλαίπωρο γένος. Νά συντριβεῖ κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἐνοχῆς καί τῆς κακίας του. Καί νά ἀναζητήσει τή λύτρωση, τήν ὁποίαν ἐπώαζε στή ψυχή του τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Τότε ἀκριβῶς, ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἄγγελος Θεοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, κατάργησε τόν ἄλλον ἄγγελο τῆς Ἐδέμ, τῆς ὁποίας ἄνοιξε τίς πύλες, ἀνοίγοντας τήν κλειστή πύλη τῆς Παρθένου, στήν ὁποίαν ἡ ἀσώματη φωνή του ἀνήγγελε τήν σωμάτωση τοῦ Λόγου, μέ τή δημιουργική δύναμη τοῦ παναγίου Πνεύματος. Ἀκριβῶς τότε ἡ Παρθένος πῆρε στά χέρια της τήν χαμένη ὑπόθεση τῆς γηρασμένης μάνας, τήν πῆρε στοργικά στήν ἀγκαλιά της, ἀνακούφισε τόν πόνο της, σκούπισε τά δάκρυά της, δίνοντας χέρι συνάμα καί στόν πεσμένο πατέρα νά σηκωθεῖ ἀπό τήν πτώση του καί νά σταθεῖ στό βάθρο τῆς ἀρχέγονης ὀμορφιᾶς καί τῆς χάρης του!

«Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς·
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καί ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς»

Χαῖρε, ὕψος στό ὁποῖο δύσκολα μποροῦν νά φθάσουν
ἀνθρώπινοι λογισμοί. Χαῖρε βάθος πού ἀδυνατοῦν
νά κατοπτεύσουν καί ἀγγέλων ὀφθαλμοί.

Ὅπως καί στόν Κανόνα, ἔτσι καί ἐδῶ ὁ στίχος ἐξαίρει τήν ἀπειρία τοῦ θεομητορικοῦ θαύματος. Καμία ἀπολύτως δύναμη, κανένα ὄν ἀνθρώπινο ἤ ἀγγελικό, ἀνεξάρτητα ἀπό τό βαθμό τοῦ θείου φωτισμοῦ καί τῆς εὐλογίας πού ἔχει ἡ φύση του, δέν μπορεῖ ν᾿ ἀναχθεῖ στό ἀπερινόητο θαῦμα τῆς Παρθένου. Ὁ λογισμός εἶναι λίγος, δέν ἀντέχει στήν ἄϋλη ἀνάβαση. Τά φτερά του εἶναι ἀδύναμα γιά νά πλησιάσει τό ἄρρητο θαῦμα. Οὔτε καί τό γρήγορο ὄμμα τῶν ἀγγέλων ἔχει τή δυνατότητα νά κατέλθει στό βυθό τῆς Παρθένου καί νά δεῖ ἐκεῖ τά ἄχραντα μυστήρια τῆς ἀπόκρυφης θείας βουλῆς. Εἶναι δέ τό μυστήριο τῆς Παρθένου τό ἴδιο μέ τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ: Στή θεοχώρητη μήτρα της, χωρίς καμιά συνέργεια ἀνθρώπου, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ ἐκ τῶν ἁγνῶν αἱμάτων της, τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ὁποίαν ἑνοῦται «ἐξ ἄκρας συλλήψεως» (δηλαδή κατά τήν πρώτη στιγμή τοῦ ἀγγελικοῦ ἀσπασμοῦ) ἡ φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὥστε νά σχηματισθεῖ τό ἕνα θεανδρικό πρόσωπο τοῦ Λόγου, στό ὁποῖον ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ λαμπρύνεται καί θεοποιεῖται. Καί αὐτό μέν λέγει ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ἡ φανέρωση τῆς θείας ἀλήθειας, ὅπως τή δίδαξε ὁ Κύριος καί τήν κατέθεσε στήν Ἐκκλησία του. Τό τί ὅμως συμβαίνει στό βάθος τοῦ πράγματος, ἐμεῖς μέ τή σχετική καί περιορισμένη


 μας διάνοια, ἀδυνατοῦμε νά κατανοήσουμε: συγκεκριμένα, πῶς ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος χωρίς νά παύσει νά εἶναι Θεός, καί πῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεός (μέ μικρό θ ἡ λέξη), χωρίς νά παύσει νά εἶναι ἄνθρωπος. Οἱ προτάσεις αὐτές προσπίπτουν ἀντινομικές στή φυσική μας διάνοια, ἡ ὁποία ἀδυνατεῖ, νά τίς κατανοήσει. Μόνο μέ τήν πίστη, φλογιζόμενη ἀπό ταπείνωση καί ἀγάπη, καί κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά πάρει ὁ ἄνθρωπος λίγες ὠχρές ἀνταύγειες τοῦ φωτός ἐκείνου, πού κατά τή στιγμή τοῦ ἀγγελικοῦ ἀσπασμοῦ γεννήθηκε μέσα στήν ταπεινή καί ὁλοκάθαρη Κόρη τῆς Ναζαρέτ!

Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι
βαστάζεις τόν βαστάζοντα πάντα».
 

Χαῖρε, διότι ὑπάρχεις ἡ καθέδρα τοῦ Βασιλέως· Χαῖρε
διότι βαστάζεις Ἐκεῖνον πού βαστάζει τά πάντα.
 

Οἱ ἴδιες μέ τίς πιό πάνω σκέψεις εἶναι κι᾿ αὐτές πού ἐκφράζονται στό χαιρετισμό αὐτό. Καί ἐδῶ ὁ ποιητής βλέπει πράγματα παράδοξα καί ἀκατανόητα. Βλέπει τήν Παρθένο σάν καθέδρα στήν ὁποία βαστάζεται ὁ Βασιλεύς, ὁ μέγας καί ἄπειρος, ὁ ὁποῖος βαστάζει τά πάντα. Τά φυσικά σώματα μποροῦν νά βαστάσουν βάρος ἀνάλογο μέ τή φυσική τους δεκτικότητα καί ἀντοχή. Τό ὑπερβάλλον βάρος τά συντρίβει καί τά ἐξουθενώνει. Καί ἡ Μαρία, ὡς ἄνθρωπος, ἦταν πλάσμα μέ περιορισμένες δυνατότητες καί ἀντοχή. Πῶς μποροῦσε ἄραγε νά βαστάξει τό ἄπειρο βάρος τῆς θεότητος, χωρίς νά διαλυθεῖ ἡ πεπερασμένη φύση της; Πῶς μποροῦσε νά ἐξισορροπηθεῖ ἡ ὑφιστάμενη ἀπόλυτη


 διαφορά μεταξύ Πλάστη καί πλάσματος; Καί ἐδῶ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ταράσσεται: σέ μιά ταπεινή Παρθένο νά κατοικήσει ὁ ἄπειρος Θεός, ὁ ἀΐδιος τοῦ Πατρός Λόγος, μέσω τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκαν τά ὄντα πάντα καί ἀναπαύονται σ᾿ αὐτόν ὡς τό ἄπειρο ὀντολογικό τους θεμέλιο! Καί ὅμως τό θαῦμα συντελεῖται, μή ὀφειλόμενο σέ καμιά δύναμη κτιστή, ἀλλά στήν ὑπερβάλλουσα δύναμη τῆς χάριτος καί τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ! Ὁ Θεός καταπιάνεται μέ τό πλάσμα του σέ μιά ἔκχυση ἀπερινόητης κενωτικῆς ἀγάπης, γιά νά κάνει καί πάλι δικό του τό πλάσμα, πού δέν κρατήθηκε κοντά του ἀλλά θεληματικά ἄλλαξε πορεία καί θέλησε νά ζήσει στήν περιοχή τοῦ ἐχθροῦ, στήν πικρή γῆ τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ αἰώνιου πνευματικοῦ θανάτου.

«Χαῖρε, ἀστήρ ἐμφαίνων τόν Ἥλιον· χαῖρε, γαστήρ
ἐνθέου σαρκώσεως».

Χαῖρε, ἀστέρι πού προμηνύεις τόν Ἥλιο· χαῖρε, γαστέρα τῆς θεϊκῆς (τοῦ Λόγου) σαρκώσεως.

Ἀστέρι μικρό ἡ Θεοτόκος λάμπει μέ τή χάρη καί τήν ὀμορφιά της. Κόρη πάλλευκη καί φωτεινή, στολίστηκε μέ τό φῶς τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀναδείχτηκε τό ἀστέρι, στό ὁποῖον ἔμελε νά χωρέσει ὁ μέγας Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Στό ἀστέρι αὐτό τῆς Ναζαρέτ, πού βγῆκε ἀπό τό γάμο τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας, συνέκλινε ὅλη ἡ λυτρωτική οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Σ᾿ αὐτήν πορεύονταν οἱ

 προφητικές ρήσεις καί τά αἰνίγματα, ὁλόκληρη ἡ παλαιά οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ καιρός περνοῦσε ἀναμένοντας τή χρυσή στιγμή, γιά νά μεταμορφωθεῖ καί νά γίνει φωτεινή αἰωνιότητα στόν καιρό τῆς Παρθένου. Καί ἦλθε πραγματικά, ὅταν θέλησε ὁ Θεός νά γίνει ἄνθρωπος ἀπό αὐτήν. Ὅταν στή γαστέρα της τελέστηκε ἡ ἔνθεη σάρκωση. Ἡ μήτρα τῆς Παρθένου ἔγινε τότε ἄδυτο καί ἀνέσπερο φῶς, πού γέμισε τά σύμπαντα μέ τή φωταύγεια τῆς δόξης του!

Χαῖρε, δι᾿ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε, δι᾿ ἧς βρεφουργεῖται
ὁ Κτίστης. Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.»

Χαῖρε, σύ διά τῆς ὁποίας γίνεται καινούργια ἡ κτίση·
Χαῖρε, σύ διά τῆς ὁποίας γίνεται βρέφος ὁ Κτίστης.
Χαῖρε Νύμφη, πού δέν νυμφεύθηκες ποτέ.

Ἡ περιγραφή τοῦ ἀντινομικοῦ μυστηρίου συνεχίζεται. Διά τῆς Παρθένου γίνεται καινούργια ἡ κτίση. Παίρνει νέο  πνευματικό θεμέλιο, γίνεται καινούργια οἰκοδομή. Ἀναπαλαιώνεται. Ἀνατρέχει στήν ἀλλοτινή της κατάσταση, πού ὅλα σ᾿ αὐτήν ἦσαν ὡραῖα, χωρίς χαλάσματα καί καταστροφές, χωρίς τό στολισμό καί τά ψιμύθια τῆς φθορᾶς. Καί ἡ νεουργία αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ καινούργιου θαύματος πού συντελέστηκε στήν Παρθένο, στήν ὁποίαν ἡ φύση πού ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό καί μελανώθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία, τώρα εἶναι δεμένη στενά μέ τή φύση τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καινή


 διάσταση τοῦ χριστολογικοῦ θαύματος, πού ξεκίνησε καί κυοφορήθηκε στήν ἀπειρόγαμη μήτρα της· ἐκεῖ πού ὁ κτίστης βρεφουργήθηκε, θήλασε τό μητρικό γάλα, ἀνακλήθηκε στήν ἀγκάλη τῆς Μαρίας, ἔγινε πραγματικός καί τέλειος ἄνθρωπος, χωρίς τό στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας, καί ἔπλυνε τή φύση ἀπό τό αἶσχος τῆς προπατορικῆς παραβάσεως, τῆς ἀφαίρεσε τά ράκη τῆς φθορᾶς καί τήν ἔντυσε μέ τήν ἄφθαρτη δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν Παρθένο, τήν Κόρη τοῦ Θεοῦ, βγαίνει ἡ νέα φύση, ἡ ἄφθαρτη καί θεόμορφη. Στό καινοφανές καί πρωτόγνωρο θαῦμα της τά πάντα εἶναι ἀναπλασμένα στήν ἀκτίνα τῆς θείας ἐνέργειας, τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ Θεοῦ. Ὄντως· στό διφυή τῆς Παρθένου καί τοῦ Θεοῦ Υἱόν νεουργεῖται ἡ κτίση, παλινδρομοῦσα εἰς τό πρῶτον.

Χαίρει ἡ ἀνύμφευτη Νύμφη· αὐτή πού χωρίς συνάφεια ἀνδρική μπόρεσε νά γίνει μητέρα μυστηριακή τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσεως. Χαίρει στήν κοσμική χαρά τοῦ ἄφθαρτου Τόκου της!