logo


 

Τότε πραγματικά ἔγινε κάτι θαυμαστό. Ἡ θαυματουργή εἰκόνα στάθηκε ὄρθια στά κύματα καί κατευ-θύνθηκε πρός τή δύση. Συγκινημένη ἡ γυναίκα ἀπό τό γεγονός γυρίζει στόν γιό της καί τοῦ λέει:

–Ἐγώ, παιδί μου, γιά τήν ἀγάπη τῆς Παναγίας εἶμαι ἕτοιμη νά πεθάνω. Ἐσύ νά φύγεις. Νά πᾶς στήν Ἑλλάδα.

Χωρίς ἀργοπορία τό παιδί ἑτοιμά-στηκε καί ξεκίνησε γιά τή Θεσσα-λονίκη, κι ἀπό κεῖ γιά τόν Ἄθωνα, ὅπου ἐμόνασε. Σάν μοναχός ἀσκήτεψε στόν τόπο πού ἀργότερα ἱδρύθηκε ἡ μονή τῶν

 
    

    Ἰβήρων. Αὐτό ἦταν οἰκονομία
        Θεοῦ, γιατί ἔτσι πληροφορήθηκαν
         οἱ ἄλλοι μοναχοί τό ἱστορικό τῆς
         θαυματουργῆς εἰκόνας.

Πέρασε καιρός. Ὁ μοναχός ἀπό τή Νίκαια πέθανε, καί τό μοναστήρι τῶν Ἰβήρων ἱδρύθηκε καί ὁλοκληρώθηκε. Ἦταν βράδυ, ὅταν οἱ μοναχοί ἀντί-κρυσαν ἕνα παράξενο θέαμα: Ἕνα πύρινο στύλο πού ξεκινοῦσε ἀπό τή θάλασσα κι ἔφθανε στόν οὐρανό.

Τό ὅραμα συνεχίστηκε ἡμέρες καί νύχτες. Κατεβαίνουν οἱ ἀδελφοί στήν παραλία καί βλέπουν μέ θαυμασμό στή βάση τοῦ πύρινου στύλου μιά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ὅσο ὅμως τήν πλησίαζαν ἐκείνη ἀπομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στήν ἐκκλησία

καί παρακάλεσαν μέ δάκρυα τόν Κύριο νά χαρίσει στό μοναστήρι τους τόν ἀνεκτίμητο αὐτό θησαυρό.

Μεταξύ τῶν μοναχῶν ὑπῆρχε ἕνας εὐλαβής ἀσκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ. Σ᾿ αὐτόν παρουσιάζεται ἡ Πα-ναγία καί τοῦ λέει:

– Νά πεῖς στόν ἡγούμενο καί στούς ἀδελφούς ὅτι θά σᾶς παραδώσω τήν εἰκόνα μου, γιά νά σᾶς προστατεύει. Θά μπεῖς κατόπιν στή θάλασσα, θά περπατήσεις πάνω στά κύματα, κι ἔτσι θά καταλάβουν ὅλοι τήν εὔνοιά μου γιά τό μοναστήρι σας.

Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ π. Γαβριήλ περπά-τησε πάνω στή θάλασσα σάν σέ στερεά γῆ, παρέλαβε μέ εὐλάβεια τή θαυμα-τουργή εἰκόνα καί ἐπέστρεψε στήν παραλία. Ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ


 
    

   μοναχοί τῆς ἐπιφύλαζαν τιμητική
       ὑποδοχή. Ὕστερα τήν παρέλαβαν
        καί τήν τοποθέτησαν στό ἱερό
          βῆμα τοῦ καθολικοῦ.

Ὅταν τήν ἑπομένη ὁ ἐκκλησια-στικός πῆγε ν᾿ ἀνάψει τά καντήλια, ἡ εἰκόνα ἔλειπε. Ἐρεύνησε παντοῦ καί τήν ἀνακάλυψε στό τεῖχος, πάνω ἀπό τήν πύλη τῆς μονῆς. Τήν ἐπανέφεραν στό καθολικό, ἀλλά ἡ εἰκόνα ἔφυγε καί πάλι. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ἡ Παναγία παρουσιά-ζεται στόν γέροντα Γαβριήλ καί τοῦ λέει:

– Νά πεῖς στούς ἀδελφούς νά μή μ᾿ ἐνοχλοῦν. Δέν ἦλθα ἐδῶ γιά νά φυλάγομαι ἀπό σᾶς, ἀλλά νά σᾶς φυλάω. Ὅσοι ζεῖτε στό Ὄρος τοῦτο


 
 

 
 ἐνάρετα, νά ἐλπίζετε στήν εὐσπλαχνία τοῦ Υἱοῦ μου. Γιατί, ὅσο ὑπάρχει ἡ εἰκόνα μου μέσα στή μονή σας, ἡ χάρη καί τό ἔλεός Του θά σᾶς ἐπισκιάζουν πάντοτε.

Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτό οἱ μοναχοί ἔχτισαν παρεκκλήσι κοντά στήν πύλη κι ἐκεῖ τοποθέτησαν τήν ἱερή εἰκόνα.

Πράγματι ἡ Πορταΐτισσα, καθώς ὑποσχέθηκε, προστατεύει τή μονή καί οἰκονομεῖ κάθε της ἀνάγκη.

Ἡ θεραπεία τῆς πριγκίπισσας. Τό 1651 οἱ 365 ἰβηρίτες μοναχοί δοκίμαζαν οἰκονομική στενότητα, γιά αὐτό ἀνέθεσαν στή Θεοτόκο νά μεριμνήσει γιά τή συντήρησή τους. Ἀμέσως ἡ φιλόστοργη Μητέρα ἔτρεξε γιά ἐξεύρεση πόρων μέ τό ἀκόλουθο χαριτωμένο θαῦμα.
    

    Ἐκείνη τήν περίοδο ἦταν βαριά
        ἄρρωστη ἡ κόρη τοῦ τσάρου τῆς
        Ρωσίας Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τά
      πόδια της ἦταν παράλυτα καί γιά τούς γιατρούς ἀθεράπευτα.

Τή θλίψη τῆς πριγκίπισσας καί τῶν βασιλέων γονέων της ἔρχεται τώρα νά μεταβάλει σέ χαρά ἡ θαυματουργή Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μιά νύχτα στόν ὕπνο της, κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε θάρρος καί ὑποσχέθηκε νά τή θεραπεύσει τῆς λέει:

– Νά πεῖς στόν πατέρα σου νά φέρει ἀπό τή μονή τῶν Ἰβήρων τήν εἰκόνα μου τήν Πορταΐτισσα.

Τό πρωί ἡ ἄρρωστη διαβίβασε τήν ἐντολή κι ἀμέσως ξεκίνησε ἔκτακτη ἀποστολή, γιά νά μεταφέρει στούς


 ἰβηρίτες μοναχούς τήν ἐπιθυμία τοῦ τσάρου. Ἐκεῖνοι φοβήθηκαν μήπως ἡ εἰκόνα δέν ἐπιστραφεῖ, καί ἀποφάσισαν νά στείλουν ἕνα πιστό ἀντίγραφο μέ τιμητική συνοδεία τεσσάρων ἱερομονά-χων.

Μόλις μαθεύτηκε ὁ ἐρχομός τῆς σεπτῆς εἰκόνας στή Μόσχα, ἡ πόλη ἄδειασε. Ὅλοι, βασιλεῖς καί λαός, ἔτρεξαν νά τήν προϋπαντήσουν. Στ᾿ ἀνάκτορα ὅμως ἡ πριγκίπισσα κοιτόταν στό κρεβάτι, χωρίς νά γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμή ζήτησε τή μητέρα της καί τότε πληροφορήθηκε τό μεγάλο γεγονός.

– Τί; φώναξε. Ἔρχεται ἡ Παναγία, κι ἐμένα μέ ἄφησαν ἐδῶ;

Πηδᾶ ἀμέσως ἀπό τό κρεβάτι, ντύνεται καί τρέχει νά ὑποδεχθεῖ κι ἐκείνη τήν Παναγία. Ὁ κόσμος εἶδε τήν


 
    

    παράλυτη πριγκίπισσα καί τά
        ἔχασε. Ἡ συγκίνηση κορυφώθηκε,
        ὅταν ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἔφθασε
       ἡ ἁγία εἰκόνα κι ἔγινε ἡ τελετή τῆς ὑποδοχῆς καί τῆς προσκυνήσεως.

– Μεγαλειότατε, εἶπαν οἱ ἀπεστα-λμένοι, προσφέρουμε τή σεπτή αὐτή εἰκόνα σάν δῶρο στό εὐσεβές ρωσικό ἔθνος.

– Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε συγκινημένος ὁ τσάρος. Σέ ἔνδειξη τῆς εὐγνωμο-σύνης μου σᾶς παραχωρῶ μία ἀπό τίς καλύτερες μονές τῆς πρωτεύουσας, τόν ἅγιο Νικόλαο.

Ἐπίσης ἐτήσιο ἐπίδομα ἀπό 2.500 ρούβλια, ἀτέλεια σέ ὅ,τι εἰσάγετε ἀπό τή χώρα μου, καθώς καί δωρεάν μετακίνηση τῶν ἀπεσταλμένων σας.

Τό μετόχι αὐτό παρέμεινε στήν κυριό-τητα τῆς μονῆς Ἰβήρων μέχρι τό 1932 καί τῆς ἐξασφάλιζε τόσες προσόδους, ὥστε κάλυπτε ὅλες σχέδον τίς ὑλικές της ἀνάγκες.

Ὁ πεινασμένος ὁδοιπόρος. Ἡ μονή τῶν Ἰβήρων εἶναι πολύ φιλόξενο μοναστήρι. Αὐτό ἀποδίδεται καί στό ἀκόλουθο περιστατικό:

Ἕνας φτωχός ἐργάτης, κουρασμένος ἀπό τόν δρόμο, ἔφθασε τό μεσημέρι πεινασμένος στήν πύλη τῆς μονῆς. Ζητήσε μόνο λίγο ψωμί ἀπό τόν πορτάρη, γιατί βιαζόταν νά συνεχίσει τήν πορεία του.

Ὁ πορτάρης, ἄγνωστο γιατί, δέν τοῦ ἔδωσε, ὁπότε ὁ φτωχός ἀναστέναξε βαθιά κι ἔφυγε νηστικός.

 
    

    Ἀνεβαίνοντας πρός τίς Καρυές,
        σταμάτησε γιά λίγο στή σκιά ἑνός
         δέντρου. Λυπημένος καί κουρα-
    σμένος καθώς ἦταν, ξάπλωσε καταγῆς. Ξεφνικά ἀκούει βήματα νά πλησιάζουν. Ἀνασηκώνεται καί βλέπει κοντά του μιά γυναίκα μ᾿ ἕνα βρέφος στήν ἀγκαλιά. Μέ ὕφος συμπαθητικό καί φωνή γλυκειά τόν ἐρωτᾶ:

– Τί ἔχεις; Μήπως εἶσαι ἄρρωστος;

– Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἀλλα πεινῶ. Παρακάλεσα τόν θυρωρό τῆς μονῆς Ἰβήρων νά μοῦ δώσει ψωμί, ἀλλά δέν μοῦ ἔδωσε.

– Ἄκου, παιδί μου. Δέν πρέπει νά παραπονεῖσαι γιά τόν θυρωρό. Θυρωρός τῆς μονῆς αὐτῆς εἶμαι ἐγώ.

 Νά ἐπιστρέψεις ἀμέσως καί νά ζητήσεις ψωμί ἐκ μέρους μου. Κι ἄν δέν σοῦ δώσουν, πλήρωσέ το μ᾿ αὐτά τά χρήματα. Σέ περιμένω ἐδῶ.

Λέγοντας αὐτά ἔδωσε στόν ἐργάτη τρία φλουριά. Ἐκεῖνος, ἀνύποπτος γιά ὅσα ἔβλεπε καί ἄκουγε, ξεκίνησε γιά τό μοναστήρι. Χτύπησε τήν πύλη καί κρατώντας ἐπιδεικτικά τά χρήματα ζήτησε καί πάλι ἀπό τόν θυρωρό ψωμί, χωρίς νά παραλείψει ν᾿ ἀναφέρει τή συνομιλία μέ τή γυναίκα.

Ὅταν ἄκουσε ὁ μοναχός γιά γυναίκα καί εἶδε τά σπάνια νομίσματα, κατά-λαβε ὅτι πρόκειται γιά θαῦμα.

Χτύπησε τήν καμπάνα, συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοί καί ἄκουσαν μέ θαυμασμό τό παράδοξο γεγονός.


 
    

    Διαπίστωσαν μάλιστα ὅτι τά
         νομίσματα ἐκεῖνα ἦταν ἀφιερω-
         μένα πρίν ἀπό πολλά χρόνια στή        θαυματουργή εἰκόνα. Βλέποντας ὅμως ἡ Παναγία τήν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ, τά παρέλαβε καί τοῦ τά ἔδωσε μέ μητρική εὐσπλαχνία.

Οἱ μοναχοί μέ φόβο καί εὐλάβεια τά ἐπανέφεραν στήν ἁγία εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας, ἡ ὁποία μέ τό θαῦμα αὐτό τούς δίδαξε τή μεγάλη ἀρετή τῆς φιλοξενίας.

Ἀπό τό βιβλίο

«Ἐμφανίσεις καί θαύματα τῆς
                     ΠΑΝΑΓΙΑΣ»

Τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου