Οἱ μοναχοί μόλις εἶχαν τελειώσει τήν ὀρθρινή ἀκολουθία, καί ἀποσύρονταν στά κελλιά τους γιά νά ἡσυχάσουν. Στήν Ἐκκλησία ἔμεινε μόνος ὁ ἡγού-μενος καί συνέχισε τήν προσευχή του.
Ξαφνικά ἀκούει μιά φωνή ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας:
–Νά μήν ἀνοίξετε σήμερα τίς πύλες. Ἀνεβεῖτε στά τείχη καί διῶξτε τούς πειρατές.
Γυρίζει ἀπορημένος ἀπό τό παράδοξο ἄκουσμα καί κοιτάζει τή Θεοτόκο. Βλέπει τότε ἄλλο θαῦμα ἐκπλη-κτικώτερο: Τό πρόσωπο τῆς Παναγίας καί τοῦ θείου Βρέφους εἶχαν ζωντα-νέψει. Τήν ἴδια στιγμή ὁ μικρός Ἰησοῦς ἁπλώνει τό χέρι, σκεπάζει τό στόμα τῆς Παναγίας Μητέρας Του, καί στρέ-φοντας τό πρόσωπό Του πρός αὐτήν τῆς λέει:
–Ὄχι, μητέρα, μήν τό λές! Ἄφησέ
τους νά τιμωρηθοῦν, ὅπως τούς
ἀξίζει!
Ἡ Παναγία ὅμως πιάνει τό χέρι τοῦ Υἱοῦ της, στρέφει λίγο δεξιά τό πρό-σωπό της καί ξαναλέει:
–Νά μήν ἀνοίξετε σήμερα τίς πύλες τῆς μονῆς!
Ὁ ἡγούμενος συγκλονισμένος σύναξε τούς μοναχούς καί τούς διηγή-θηκε ὅσα θαυμαστά εἶδε καί ἄκουσε. Κι ἐκεῖνοι διαπίστωσαν μέ δέος ὅτι τά ἱερά πρόσωπα στήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶχαν ἀλλάξει στάση καί ἔκφραση. Ὕστερα, ἀφοῦ εὐχαρί-στησαν τήν Παναγία γιά τή σωτήρια πρόνοιά της, ἀνέβηκαν στά τείχη.
Ἦταν καιρός. Οἱ πειρατές μέ σκάλες καί τσεκούρια ἑτοιμάζονταν γιά τήν ἀναρρίχηση. Ὁ ἡγούμενος, ὄρθιος στίς ἐπάλξες, τούς ἄφησε πρῶτα νά πλησιά-σουν. Ὕστερα, ὑψώνοντας τόν Τίμιο Σταυρό, ἔδωσε τό σύνθημα γιά τήν ἀπόκρουση.
Δέκα πειρατές ἔπεσαν ἀμέσως νεκροί, ἄλλοι τραυματίστηκαν, καί οἱ ὑπό-λοιποι μπῆκαν στά πλοῖα κι ἔφυγαν.
Οἱ μοναχοί κατέβηκαν συγκινημένοι στόν ναό καί εὐχαρίστησαν γιά μιά ἀκόμη φορά τή Θεοτόκο. Ἀπό τότε ἡ εἰκόνα πῆρε τήν προσωνυμία «Παρα-μυθία», δηλαδή παρηγορία, καί παραμέ-νει μέχρι σήμερα ἀλλαγμένη, γιά νά θυμίζει τό θαυμαστό ἐκεῖνο γεγονός.
Ἀπό τό βιβλίο
«Ἐμφανίσεις καί θαύματα τῆς ΠΑΝΑΓΙΑΣ»
Τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου