logo


 

Η    Ε Λ Ε Η Μ Ο Σ Υ Ν Η

 

   τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

 

 

            Τήν περίοδο πού προηγεῖται τῶν ἑορτῶν τῆς θείας ἐπιφανείας στήν Ἐκκλησία μας διεξάγεται ὁ «Ἔρανος τῆς Ἀγάπης». Οἱ πιστοί καλοῦνται νά προσφέρουν τήν ἐλεημοσύνη τους γιά νά ἀνακουφισθοῦν οἱ ἔχοντες ἀνάγκη ἀδελφοί μας. Ὁ «Ἔρανος τῆς Ἀγάπης» εἶναι περισσότερο ἀναγκαῖος στήν ἐπικρατοῦσα οἰκονομική, κοινωνική καί ἀνθρωπιστική κρίση πού πλήττει ὅλο καί περισσότερους ὅλο καί μεγαλύτερα τμήματα τοῦ λαοῦ μας.

 

            Κρίνουμε οἰκοδομητικό καί ἐνισχυτικό τῆς διακονίας αὐτῆς νά ἐπισημάνουμε τόν χαρακτήρα πού ἔχει δώσει ἡ Ἐκκλησία στήν ἐλεημοσύνη.

 

 

 

1-Τό καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης

 

            Ὅπως διδάσκεται ἀπό τό λόγο τοῦ Θεοῦ ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι μία πράξη θρησκευτική καί ὄχι ἁπλή ἐκδήλωση κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καί φιλαλληλίας.

 

            Στήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μας ἡ ἐλεημοσύνη μαζί μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία ἀποτελοῦν τούς τρεῖς ἄξονες τῆς πνευματικῆς ζωῆς.

 

            Ἡ ἐλεημοσύνη συνδέεται μέ τήν νηστεία. Οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας προέτρεπαν τούς πιστούς νά νηστεύουν, ὥστε νά ἀποταμιεύουν χρήματα γιά νά τά δίδουν στούς πτωχούς.

 

             Ἡ ἐλεημοσύνη ἐντάσσεται ἐπίσης στόν κανόνα τῆς προσυεχῆς τοῦ πιστοῦ καί τῆς λειτουργικῆς ζωῆς. Ἡ γενναιοδωρία πρός τούς πτωχούς, ἀποτελεῖ μέρος τῆς διεξαγωγῆς τῆς θείας Λειτουργίας, τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως τῶν πιστῶν.

 

            Αὐτή ἡ παράδοση διαμορφώθηκε ἀπό τόν Κύριό μας καί τούς ἁγίους Ἀποστόλους.

 

            Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρονται οἱ ἄξονες ὀργανώσεως τῆς ζωῆς τῆς πρώτης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος. Ἕνας ἀπό τούς ἄξονες εἶναι ἡ κοινοκτημοσύνη ὥστε νά μήν ὑπάρχει ἐνδεής μεταξύ τῶν πιστῶν. 

 

            «Το δ πλθους τν πιστευσντων ν καρδα κα ψυχ μα, κα οδ ες τι τν παρχντων ατ λεγεν διον εναι, λλ' ν ατος παντα κοιν. κα μεγλ δυνμει πεδδουν τ μαρτριον ο πστολοι τς ναστσεως το Κυρου ησο χρις τε μεγλη ν π πντας ατος. οδ γρ νδες τις πρχεν ν ατος· σοι γρ κττορες χωρων οκιν πρχον, πωλοντες φερον τς τιμς τν πιπρασκομνων κα τθουν παρ τος πδας τν ποστλων·  διεδδοτο δ κστ καθτι ν τις χρεαν εχεν. ωσς δ πικληθες Βαρνβας π τν ποστλων, στι μεθερμηνευμενον υἱὸς παρακλσεως, Λευτης, Κπριος τ γνει, πρχοντος ατ γρο, πωλσας νεγκε τ χρμα κα θηκε παρ τος πδας τν ποστλων » (Πράξεων δ΄ 32-37)

 

            Δηλαδή : «Ὅλοι σοι πίστεψαν εχαν μία καρδιά καί μία ψυχή. Κανείς δέ θεωροσε τι κάτι πό τά πάρχοντά του ταν δικό του, λλά λα τά εχαν κοινά. Οἱ πόστολοι κήρυτταν καί βεβαίωναν μέ μεγάλη πειστικότητα τι Κύριος ησος ναστήθηκε. Κι Θεός δινε σέ λους πλούσια τή χάρη του. Δέν πρχε κανείς νάμεσά τους πού νά στερεται τά παραίτητα. Γιατί σοι εχαν χωράφια σπίτια τά πουλοσαν, κι φερναν τό ντίτιμο ατν πού πουλοσαν, καί τά θεταν στή διάθεση τν ποστόλων. π’ ατό δινόταν στόν καθένα νάλογα μέ τίς νάγκες του. Ἔτσι κανε κι ωσς, νας λευίτης πό τήν Κύπρο, πού ο πόστολοι τόν νόμασαν Βαρνάβα, νομα πού μεταφράζεται « νθρωπος τς παρηγορις». Αυτός εχε να χωράφι, πού τό πούλησε κι φερε τά χρήματα καί τά θεσε στή διάθεση τν ποστόλων».

 

 

 

            Ἐπίσης στίς Πράξεις ἀναφέρεται καί ἡ περίπτωση τῆς διοργανώσεως ἐράνου «λογίας» ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο μεταξύ τῶν πιστῶν διαφόρων περιοχῶν πού εἶχε ἱδρύσει ἐκκλησιαστικές κοινότητες γιά τούς χριστιανούς πού κατοικοῦσαν στήν Ἰουδαία πού ἐπλήτοντο ἀπό λιμό.

 

            «Τν δ μαθητν καθς επορετ τις, ρισαν καστος ατν ες διακοναν πμψαι τος κατοικοσιν ν τ ουδαίᾳ δελφος » (Πράξεων ια΄ 29)

 

            Δηλαδή «Οἱ χριστιανοί στήν ντιόχεια ποφάσισαν νά στείλουν βοήθεια στούς δελφούς πού κατοικοσαν στήν ουδαία, ,τι μποροσε καθένας ».

 

 

 

            Εἶναι βέβαιο, ὅτι ἀποτελεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῶν πιστῶν πού ἐπιθυμοῦν νά προσεγγίσουν τόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὀφείλουν νά βοηθήσουν τόν πλησίον τους.

 

            «ς δ' ν χ τν βον το κσμου κα θεωρ τν δελφν ατο χρεαν χοντα κα κλεσ τ σπλγχνα ατο π' ατο, πς γπη το Θεο μνει ν ατ » (Α΄ Ἰωάννου γ΄ 17)

 

            Δηλαδή : «Ἀλλά ἄν κάποιος πού ἔχει τά πλούτη τοῦ κόσμου δεῖ τόν ἀδελφό του σέ κατάσταση ἀνάγκης καί δέν τόν σπλαγχνιστεῖ, πῶς ὁ ἄνθρωπος αὐτός νά ἔχει μέσα του ἀγάπη γιά τόν Θεό; »

 

            «τι πν τ ν τ κσμ, πιθυμα τς σαρκς κα πιθυμα τν φθαλμν κα λαζονεα το βου, οκ στιν κ το πατρς, λλ' κ το κσμου στ » (Α΄ Ἰωάννου β΄ 16)

 

            Δηλαδή : «Γιατί ὅλα ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου - ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες τοῦ ἐγώ, ἡ λαχτάρα ν’ ἀποχτήσουμε ὅ, τι βλέπουν τά μάτια μας, καί ἡ ὑπεροψία πώς κατέχουμε γήϊνα ἀγαθά- δέν προέρχονται ἀπό τόν Πατέρα ἀλλά ἀπό τόν ἁμαρτωλό κόσμο».

 

 

 

            Ἡ τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας, στό ὁποῖο οἱ πιστοί κοινωνοῦν μέ τόν Θεό καί ἑνώνονται μυστηριακά μαζί Του ἀπαιτεῖ τήν ἀδελφική κοινωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πού βιώνεται καί μέ τήν  κατανομή τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν πού ἐξαλείφει τά προβλήματα πού δημιουργεῖ ἡ ἔλλειψη ἀγάπης, ἡ πλεονεξία καί ὁ ἐγωϊσμός.

 

            Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ρυθμίζει τόν τρόπο τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας στήν Κόρινθο κατά τήν παράδοση πού εἶχε ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό στηλιτεύοντας τήν ἀταξία μερικῶν:

 

            «Συνερχομνων ον μν π τ ατ οκ στι κυριακν δεπνον φαγεν·  καστος γρ τ διον δεπνον προσλαμβνει ν τ φαγεν, κα ς μν πειν, ς δ μεθει.  μ γρ οκας οκ χετε ες τ σθειν κα πνειν; τς κκλησας το Θεο καταφρονετε, κα καταισχνετε τος μ χοντας; τ μν επω; παινσω μς ν τοτ; οκ παινγ γρ παρλαβον π το Κυρου, κα παρδωκα μν, τι Κριος ησος ν τ νυκτ παρεδδοτο λαβεν ρτον κα εχαριστσας κλασε κα επε·  λβετε, φγετε· τοτ μο στι τ σμα τ πρ μν κλμενον· τοτο ποιετε ες τν μν νμνησιν.  σατως κα τ ποτριον μετ τ δειπνσαι λγων· τοτο τ ποτριον καιν διαθκη στν ν τ μ αματι· τοτο ποιετε, σκις ν πνητε, ες τν μν νμνησιν.  σκις γρ ν σθητε τν ρτον τοτον κα τ ποτριον τοτο πνητε, τν θνατον το Κυρου καταγγλλετε, χρις ο ν λθστε ς ν σθίῃ τν ρτον τοτον πν τ ποτριον το Κυρου ναξως, νοχος σται το σματος κα το αματος το Κυρου. δοκιμαζτω δ νθρωπος αυτν, κα οτως κ το ρτου σθιτω κα κ το ποτηρου πιντω·  γρ σθων κα πνων ναξως κρμα αυτ σθει κα πνει, μ διακρνων τ σμα το Κυρου.  δι τοτο ν μν πολλο σθενες κα ρρωστοι κα κοιμνται κανο.  ε γρ αυτος διεκρνομεν, οκ ν κρινμεθα· κρινμενοι δ π το Κυρου παιδευμεθα, να μ σν τ κσμ κατακριθμεν.  στε, δελφο μου, συνερχμενοι ες τ φαγεν λλλους κδχεσθε·  ε δ τις πειν, ν οκ σθιτω, να μ ες κρμα συνρχησθε. Τ δ λοιπ ς ν λθω διατξομαι » (Πρός Κορινθίους Α΄ ια΄ 20 κ. ἑξῆς)

 

            Δηλαδή : «Ἀκούω, λοιπόν, πώς ταν συναθροίζεστε δέν τελετε σωστά τό δεπνο το Κυρίου. Γιατί, καθένας βιάζεται νά φάει τό δεπνο πού χει φέρει μαζί του, καί τσι λλοι μένουν νηστικοί ν λλοι μεθνε. Δέν χετε τά σπίτια σας γιά νά τρτε κε καί νά πίνετε; καταφρονετε τήν κκλησία το Θεο, καί κάνετε νά νιώθουν ντροπή ατοί πο δέν χουν τί νά φνε; Τί νά σς π; νά σς παινέσω γι’ ατό; χι, δέ σς παιν. Ἐγώ ατό παρέλαβα πό τόν διο τόν Κύριο, κι ατό σας παρέδωσα: Κύριος ησος, τή νύχτα πού ταν νά παραδοθε στούς σταυρωτές του, πρε ψωμί, καί, φο κανε εχαριστήρια προσευχή, τό τεμάχισε καί επε: «Λάβετε καί φάγετε· ατό εναι τό σμα μου, πού τεμαχίζεται γιά χάρη σας. Ατό νά κάνετε στήν νάμνησή μου». Παρόμοια, ταν τελείωσε τά δεπνο, πρε τό ποτήρι καί επε: «Ατό τό ποτήριο εναι νέα διαθήκη πού πικυρώνεται μέ τό αμα μου. ποτε πίνετε πό ατό τό ποτήριο, νά τό κάνετε στήν νάμνησή μου. 26Γιατί σότου νά ρθει Κύριος, πάντοτε, ποτε τρτε ατό τό ψωμί καί πίνετε ατό τό ποτήριο, διακηρύττετε τό θάνατο το Κυρίου. Ὅποιος λοιπόν, τρώει τόν ρτο καί πίνει τό ποτήριο το Κυρίου μέ τρόπο νάξιο γίνεται νοχος μαρτήματος πέναντι στό σμα καί στό αμα το Κυρίου. Γι’ ατό πρέπει νά ξετάζει κανείς προσεκτικά τόν αυτό του, καί τότε νά τρώει πό τόν ρτο καί νά πίνει πό τό ποτήριο. Γιατί ποιος τρώει τόν ρτο καί πίνει τόν ονο μέ τρόπο νάξιο, χωρίς νά ναγνωρίζει σ’ ατά τό σμα το Κυρίου, ατό πού τρώει κι ατό πού πίνει φέρνουν πάνω του καταδίκη. Ἔτσι ξηγεται γιατί χετε νάμεσά σας πολλούς λαφρά καί βαριά ρρώστους, καθώς καί ρκετούς θανάτους. Ἄν ρχίζαμε μέ τήν ξέταση το αυτο μας, δέ θά πισύραμε τήν τιμωρία το Θεο. Ἀλλά, ταν Κύριός μας τιμωρε, μς διαπαιδαγωγε, τσι στε νά μήν ποστομε τήν τελική καταδίκη μαζί μέ τόν κόσμο. Λοιπόν, δελφοί μου, ταν συναθροίζεστε γιά τό δεπνο το Κυρίου, νά περιμένετε νας τόν λλο. Ἄν κάποιος εναι πεινασμένος, ς τρώει στό σπίτι του, τσι στε σύναξη νά μήν πισύρει τήν τιμωρία το Θεο. τι λλο μένει, θά τό ρυθμίσω ταν σς πισκεφθ».

 

 

 

            Γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός πρέπει ὁ πιστός νά σπέρνει μέ ἁπλοχεριά γιατί «ἱλαρόν δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός» (Πρός Κορινθίους Β΄  ζ΄ 9).

 

 

 

            «Τοτο δ, σπερων φειδομνως φειδομνως κα θερσει, κα σπερων π' ελογαις π' ελογαις κα θερσει. καστος καθς προαιρεται τ καρδίᾳ, μ κ λπης ξ νγκης· λαρν γρ δτην γαπ Θες. δυνατς δ Θες πσαν χριν περισσεσαι ες μς, να ν παντ πντοτε πσαν ατρκειαν χοντες περισσεητε ες πν ργον γαθν, καθς γγραπται· σκρπισεν, δωκε τος πνησιν, δικαιοσνη ατο μνει ες τν αἰῶνα.  δ πιχορηγν σπρμα τ σπεροντι κα ρτον ες βρσιν χορηγσαι κα πληθναι τν σπρον μν κα αξσαι τ γενματα τς δικαιοσνης μν· ν παντ πλουτιζμενοι ες πσαν πλτητα, τις κατεργζεται δι' μν εχαρισταν τ Θε· τι διακονα τς λειτουργας τατης ο μνον στ προσαναπληροσα τ στερματα τν γων, λλ κα περισσεουσα δι πολλν εχαριστιν τ Θε· δι τς δοκιμς τς διακονας τατης δοξζοντες τν Θεν π τ ποταγ τς μολογας μν ες τ εαγγλιον το Χριστο κα πλτητι τς κοινωνας ες ατος κα ες πντας, κα ατν δεσει πρ μν, πιποθοντων μς δι τν περβλλουσαν χριν το Θεο φ' μν. χρις τ Θε π τ νεκδιηγτ ατο δωρε» (Πρός Κορινθίους Β΄ θ΄ 6-15)

 

 

 

            Δηλαδή «Πρέπει νά ξέρετε πώς ποιος σπέρνει μέ φειδώ θά χει λίγη σοδειά· κι ποιος σπέρνει πλόχερα σοδειά του θά εναι φθονη. Ὁ καθένας ς δώσει ,τι το λέει καρδιά του χωρίς νά στενοχωριέται νά ξαναγκάζεται, γιατί « Θεός γαπάει ατόν πού δίνει μέ εχαρίστηση». Ὁ Θεός χει τή δύναμη νά σς χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, στε νά εστε πάντοτε σέ λα τελείως ατάρκεις, καί νά δίνετε μέ τό παραπάνω γιά κάθε καλό σκοπό. Τό λέει κι Γραφή: Σκόρπισε, δωσε στούς φτωχούς, γαθοεργία του θά παραμένει αώνια. Κι ατός πού δίνει στό σποριά τό σπόρο καί τό ψωμί γιά νά τραφε, ς δώσει καί ς πληθύνει καί τό δικό σας σπόρο καί ς αξήσει τούς καρπούς τς γαθοεργίας σας. Ὁ Θεός θά σς κάνει πλούσιους σέ λα, γιά νά μπορετε νά δίνετε γενναιόδωρα. Ατοί πού θά πάρουν πό μας τή δική σας εσφορά θά εχαριστον τό Θεό. Γιατί συνεισφορά σ’ ατόν τόν ρανο χι μόνο θά ναπληρώσει τίς λλείψεις τν χριστιανν τς ερουσαλήμ, λλά καί θά δώσει φορμή γιά πάρα πολλές εχαριστίες στό Θεό. Ὅταν πάρουν ατή τήν προσφορά, θά δοξάζουν τό Θεό, πειδή μολογετε μπρακτα τό εαγγέλιο το Χριστο καί συμμετέχετε γενναιόδωρα στίς νάγκες τίς δικές τους καί λων τν χριστιανν. Θά προσεύχονται γιά σς καί θά λαχταρον νά σς δον γιά τήν πλούσια χάρη πού σς δωσε Θεός.  Ἄς εχαριστήσουμε τό Θεό γιά τή δωρεά του, ποία δέν μπορε νά περιγραφε μέ λόγια »

 

* * * * *

 

2- Ἡ ἀξία τῆς ἐλεημοσύνης

 

            Στήν Σοφιολογική Γραμματεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διατυπώνεται ἡ ἄποψη, ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη πού δίδεται στούς πτωχούς ἀποκτᾶ ἀξία ἐπειδή  θεωρεῖται α΄. θεωρεῖται ὡς δάνειο πρός τόν Ἴδιο τόν Θεό καί β΄. θεωρεῖται θυσία αἰνέσεως.

 

            «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ » (Παροιμιῶν ιθ΄ 17)

 

            Δηλαδή : «Ὅποιος σπλαγχνίζεται φτωχό, τόν Κύριο δανείζει, κι αὐτός ἀνάλογα μέ αὐτό πού προσφέρει ὡς ἐλεημοσύνη  θά τοῦ τό ἀνταποδώσει».

 

            Τήν ἀνωτερότητα τῆς ἐλεημοσύνης ἔναντι τῶν ἄλλων προσφορῶν διαπιστώνει καί ὁ ἑξῆς λόγος:

 

            «Ἀνταποδιδοὺς χάριν προσφέρων σεμίδαλιν, καὶ ὁ ποιῶν ἐλεημοσύνην θυσιάζων αἰνέσεως» (Σοφία Σειράχ λε΄ 2)

 

            Δηλαδή : «Αὐτός πού ἀνταποδίδει τήν εὐεργεσία πού τοῦ ἔχουν κάμει, εἶναι σάν νά προσφέρει θυσία ἀπό σιμιγδάλι, δηλαδή νά προσφέρει ἕνα πρόσφορο κι’ αὐτός πού κάνει ἐλεημοσύνη, σάν νά προσφέρει θυσία αἰνέσεως, σάν νά ὑμνεῖ στόν Θεό»

 

 

 

            Ὁ Κύριός μας ἐδίδαξε τούς μαθητές Του νά δίδουν ἐλεημοσύνη χωρίς νά ἐλπίζουν ὅτι θά τούς ἀνταποδοθεῖ καί νά τήν διασαλπίζουν γιά νά τούς ἐπαινέσουν.

 

            «Προσχετε τν λεημοσνην μν μ ποιεν μπροσθεν τν νθρπων πρς τ θεαθναι ατος· ε δ μγε, μισθν οκ χετε παρ τ πατρ μν τ ν τος ορανος. ταν ον ποις λεημοσνην, μ σαλπσς μπροσθν σου, σπερ ο ποκριτα ποιοσιν ν τας συναγωγας κα ν τας ῥύμαις, πως δοξασθσιν π τν νθρπων· μν λγω μν, πχουσι τν μισθν ατν. σο δ ποιοντος λεημοσνην μ γντω ριστερ σου τ ποιε δεξι σου,  πως σου λεημοσνη ν τ κρυπτ· κα πατρ σου βλπων ν τ κρυπτ ποδσει σοι ν τ φανερ» (Ματθαίου στ΄ 1-4)

 

            Δηλαδή : «Νά προσέχετε τήν λεημοσύνη σας, νά μή γίνεται μπροστά στούς νθρώπους, γιά νά σς πιδοκιμάσουν. λλις, μήν περιμένετε νταμοιβή πό τόν οράνιο Πατέρα σας. τσι, ταν κάνεις λεημοσύνη, μήν τό διατυμπανίσεις, πως κάνουν ο ποκριτές στίς συναγωγές καί στούς δρόμους, γιά νά τούς τιμήσουν ο νθρωποι· σς βεβαιώνω πώς ατή τιμή εναι λη κι λη νταμοιβή τους. Ἐσύ, ντίθετα, ταν δίνεις λεημοσύνη, ς μήν ξέρει οτε τό ριστερό σου χέρι τί κάνει τό δεξί σου, για νά ναί ληθινά κρυφή λεημοσύνη σου. Κι Πατέρας σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις, θά σέ νταμείψει φανερά». 

 

 

 

 

 

            Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός :

 

            α΄. Νοηματοδότησε τήν ἐλεημοσύνη, ὅτι ὅταν γίνεται προσφέρεται στόν Ἴδιο στήν διδασκαλία Του περί τῆς μελλούσης κρίσεως. Σ’ αὐτή ταύτησε τόν Ἑαυτό Του μέ τόν πεινασμένο, τόν διψασμένο, τόν γυμνό, τόν ξένο, τόν ἀσθενῆ, τόν φυλακισμένο:

 

            «ταν δ λθ υἱὸς το νθρπου ν τ δξ ατο κα πντες ο γιοι γγελοι μετ' ατο, ττε καθσει π θρνου δξης ατο· κα συναχθσεται μπροσθεν ατο πντα τ θνη, κα φοριε ατος π' λλλων, σπερ ποιμν φορζει τ πρβατα π τν ρφων,  κα στσει τ μν πρβατα κ δεξιν ατο τ δ ρφια ξ εωνμων.  ττε ρε βασιλες τος κ δεξιν ατο· δετε, ο ελογημνοι το πατρς μου, κληρονομσατε τν τοιμασμνην μν βασιλεαν π καταβολς κσμου·  πενασα γρ κα δκατ μοι φαγεν, δψησα κα ποτσατ με, ξνος μην κα συνηγγετ με,  γυμνς κα περιεβλετ με, σθνησα κα πεσκψασθ με, ν φυλακ μην κα λθετε πρς με.  ττε ποκριθσονται ατ ο δκαιοι λγοντες· κριε, πτε σε εδομεν πεινντα κα θρψαμεν, διψντα κα ποτσαμεν; πτε δ σε εδομεν ξνον κα συνηγγομεν, γυμνν κα περιεβλομεν; πτε δ σε εδομεν σθεν ν φυλακ κα λθομεν πρς σε;  κα ποκριθες βασιλες ρε ατος· μν λγω μν, φ' σον ποισατε ν τοτων τν δελφν μου τν λαχστων, μο ποισατε. Ττε ρε κα τος ξ εωνμων· πορεεσθε π' μο ο κατηραμνοι ες τ πρ τ αἰώνιον τ τοιμασμνον τ διαβλ κα τος γγλοις ατο· πενασα γρ κα οκ δκατ μοι φαγεν, δψησα κα οκ ποτσατ με, ξνος μην κα ο συνηγγετ με, γυμνς κα ο περιεβλετ με, σθενς κα ν φυλακ κα οκ πεσκψασθ με. ττε ποκριθσονται ατ κα ατο λγοντες· κριε, πτε σε εδομεν πεινντα διψντα ξνον γυμνν σθεν ν φυλακ κα ο διηκονσαμν σοι;  ττε ποκριθσεται ατος λγων· μν λγω μν, φ' σον οκ ποισατε ν τοτων τν λαχστων, οδ μο ποισατε. 46 κα πελεσονται οτοι ες κλασιν αἰώνιον, ο δ δκαιοι ες ζων αἰώνιον» (Ματθαίου κε΄ 31-46).

 

            Δηλαδή : «ταν θά ρθει Υός το νθρώπου μέ λη του τή μεγαλοπρέπεια, καί θά τόν συνοδεύουν λοι ο γιοι γγελοι θά καθίσει στό μεγαλόπρεπο θρόνο του. Τότε θά συναχτον μπροστά του λα τά θνη καί θά τούς ξεχωρίσει πως ξεχωρίζει βοσκός τά πρόβατα πό τά κατσίκια. Τά πρόβατα θά τά τοποθετήσει στά δεξιά του καί τά κατσίκια στ’ ριστερά του. Θά πε τότε βασιλιάς σ’ ατούς πού βρίσκονται δεξιά του: “λτε, ο ελογημένοι π’ τόν Πατέρα μου, κληρονομστε τή βασιλεία πού σς χει τοιμαστε π’ τήν ρχή το κόσμου. Γιατί πείνασα καί μο δώσατε νά φάω, δίψασα καί μο δώσατε νά πι, μουν ξένος καί μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί μέ ντύσατε, ρρωστος καί μ’ πισκεφτήκατε, φυλακισμένος κι ρθατε νά μέ δετε”. Τότε θά το παντήσουν ο νθρωποι το Θεο: “Κύριε, πότε σέ εδαμε νά πεινς καί σέ θρέψαμε νά διψς καί σού δώσομε νά πιες; Πότε σέ εδαμε ξένον καί σέ περιμαζέψαμε γυμνό καί σέ ντύσαμε; Πότε σέ εδαμε ρρωστο φυλακισμένο κι ρθαμε νά σέ δομε;” Κι βασιλιάς θά τούς παντήσει: “σς βεβαιώνω πώς φο τά κάνατε ατά γιά ναν πό τούς σημους δερφούς μου, τά κάνατε γιά μένα”. Ὕστερα θά πε καί σ’ ατούς πού βρίσκονται ριστερά του: “φύγετε πό μπροστά μου, καταραμένοι· πηγαίνετε στήν αώνια φωτιά πού χει τοιμαστε γιά τό διάβολο καί τούς δικούς του. Γιατί πείνασα καί δέ μο δώσατε νά φάω, δίψασα καί δέ μο δώσατε νά πι, ἤμουν ξένος καί δέ μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί δέ μέ ντύσατε, ρρωστος καί φυλακισμένος καί δέν ρθατε νά μέ δετε”. Τότε θά το παντήσουν κι ατοί: “Κύριε, πότε σέ εδαμε πεινασμένο διψασμένο ξένον γυμνό ρρωστο φυλακισμένο καί δέ σέ πηρετήσαμε;” Καί θά τούς παντήσει: “σς βεβαιώνω πώς φο δέν τά κάνατε ατά γιά ναν πό ατούς τούς σημους δερφούς μου, δέν τά κάνατε οτε γιά μένα”. Κι’ ατοί θά πνε στήν αώνια τιμωρία, ν ο δίκαιοι στήν αώνια ζωή».

 

 

 

            β΄ Ἔθεσε τήν ἐλεημοσύνη ὡς προϋπόθεση γιά νά γίνει κάποιος μαθητής Του καί νά Τόν ἀκολουθήσει χωρίς νά λυπᾶται γιά τήν ἐγκατάλειψη τῶν ἀγαθῶν του.

 

            «φη ατ ησος· Ε θλεις τλειος εναι, παγε πλησν σου τ πρχοντα κα δς πτωχος, κα ξεις θησαυρν ν οραν, κα δερο κολοθει μοι» (Ματθαίου ιθ΄ 21).

 

            Δηλαδή : «Τοῦ επε ησος: «ν θέλεις νά γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τά πάρχοντά σου καί δσε τά χρήματα στούς φτωχούς, καί θά χεις θησαυρό κοντά στό Θεό, κι λα νά μέ κολουθήσεις».

 

            Ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει, ὅτι ὁ πιστός ὀφείλει νά εἶναι γενναιόδωρος ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός:

 

            «Γινσκετε γρ τν χριν το Κυρου μν ησο Χριστο, τι δι' μς πτχευσε πλοσιος ν, να μες τ κενου πτωχείᾳ πλουτσητε »  (Πρός Κορινθίους Β΄ η΄ 9)

 

            Δηλαδή : «Γνωρίζετε, βέβαια, τή χάρη το Κυρίου μς ησο Χριστο· ταν πλούσιος κι γινε γιά χάρη σας φτωχός, γιά νά μπορέσετε σες μέ τή φτώχεια τή δική του νά πλουτίσετε»

 

           

 

            γ΄. Ἀπεκάλυψε τό χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς ἐλεημοσύνης. Οἱ πτωχοί βοηθοῦνται χριστιανικά, βιώνοντας τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλύφθηκε στό πάθος καί στό θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἔπαθε καί πέθανε γιά ὅλους. Αὐτός σήκωσε στούς ὥμους Του τόν Σταυρό τῆς πτωχείας καί τῆς ἀποδοκιμασίας ἑνός ἀδίκου θανάτου γιά νά ἐμπνεύσει τήν ὑπομονή καί τήν ἐλπίδα πρός ὅλους.   

 

                                                                    * * * * *

 

            3-Τό καθῆκον τῆς ἐλεημοσύνης δίδει στόν ἐλεήμονα κάποιο δικαίωμα νά ἐλπίζει στήν ἀνταπόδοση ἀπό τόν Θεό.

 

            «Ὅς δίδωσι πτωχοῖς, οὐκ ἐνδεηθήσεται, ὃς δὲ ἀποστρέφει τὸν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ, ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ ἔσται» (Παροιμιῶν κη΄ 27).

 

            Δηλαδή : «Αὐτός πού δίνει στό φτωχό, δέν θά γνωρίσει στέρηση. Μά αὐτόν πού κάνει πώς δέν βλέπει, πολλοί θά τόν καταραστοῦν»

 

            «Σύγκλεισον ἐλεημοσύνην ἐν τοῖς ταμείοις σου, καὶ αὕτη ἐξελεῖταί σε ἐκ πάσης κακώσεως » (Σοφίας Σειράχ κθ΄ 12).

 

            Δηλαδή : «Ἀποταμίευε χρήματα νά τα’ χεις γιά ἐλεημοσύνες καί θά σέ σώσουν ἀπό κάθε συμφορά».

 

            «Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα· ἐν ἡμέρᾳ πονηρᾷ ρύσεται αὐτὸν ὁ Κύριος. Κύριος διαφυλάξαι αὐτὸν καὶ ζήσαι αὐτὸν καὶ μακαρίσαι αὐτὸν ἐν τῇ γῇ καὶ μὴ παραδῷ αὐτὸν εἰς χεῖρας ἐχθρῶν αὐτοῦ. Κύριος βοηθήσαι αὐτῷ ἐπὶ κλίνης ὀδύνης αὐτοῦ· ὅλην τὴν κοίτην αὐτοῦ ἔστρεψας ἐν τῇ ἀῤῥωστίᾳ αὐτοῦ » (Ψαλμοῦ μα΄ (μ΄) 2-4)

 

            Δηλαδή : «Μακάριος ὅποιος νοιάζεται τόν ἀδύναμο· θά τόν λυτρώσει ὁ Κύριος στής δυστυχίας τή μέρα. Τόν προστατεύει ὁ Κύριος, τοῦ δίνει τή ζωή καί θά τόν ποῦν στή γῆ εὐτυχισμένο· κι οὔτε θά παραδώσει τή ζωή του στούς ἐχθρούς του. Ὁ Κύριος τόν βοηθᾶ νά σηκωθεῖ ἀπ’ τῆς ἀρρώστιας του τό στρῶμα· σ’ ὅλες τους τίς ἀσθένειες τόν ἀνακουφίζει»

 

* * * * *

 

 

 

4- Μορφές τῆς ἐλεημοσύνης

 

            Οἱ Προφῆτες ἐπεσήμαναν τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἀσκεῖται ἡ ἐλεημοσύνη. Διεύρυναν τό πεδίο ὥστε νά καλύπτονται πολλές συμπεριφορές πού ἐκφράζουν συμπόνοια, δικαιοσύνη, σεβασμό καί παρηγορία πρός τούς ἔχοντες ἀνάγκη συνανθρώπους μας.   

 

            «Καὶ ἄνθρωπον οὐ μὴ καταδυναστεύσῃ, ἐνεχυρασμὸν ὀφείλοντος ἀποδώσει καὶ ἅρπαγμα οὐχ ἁρπᾶται, τὸν ἄρτον αὐτοῦ τῷ πεινῶντι δώσει καὶ γυμνὸν περιβαλεῖ» (Ἰεζεκιήλ ιη΄ 7)

 

            Δηλαδή : «Δέν καταπιέζει ἄνθρωπο, ἀλλά δίνει πίσω τό ἐνέχυρο στόν ὀφειλέτη. Μοιράζεται τό ψωμί του μ’ ἐκεῖνον πού πεινάει καί δίνει ροῦχα στό γυμνό νά σκεπαστεῖ»

 

* * * * *

 

5-Ἡ τιμωρία τῶν ἀνελεημόνων

 

            Ἡ ἀδιαφορία γιά τούς φτωχούς συνδυαζόμενη μέ πολυτελῆ καί σπάταλη διαβίωση καταδικάζεται καί ἐπισύρει αὐστηρή τιμωρία, ὅπως αὐτή τῶν Σοδόμων:

 

            «Πλὴν τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων τῆς ἀδελφῆς σου, ὑπερηφανία· ἐν πλησμονῇ ἄρτων καὶ ἐν εὐθηνίᾳ οἴνου ἐσπατάλων αὐτὴ καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῆς. τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῇ καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῆς, καὶ χεῖρα πτωχοῦ καὶ πένητος οὐκ ἀντελαμβάνοντο» (Ἰεζεκιήλ ιστ΄ 49)

 

            Δηλαδή : «Οἱ πόλει αὐτές ἁμάρτησαν ὅταν περηφανεύτηκαν πώς εἶχαν ἄφθονα πλούτη καί ζοῦσαν μέ περιττή πολυτέλεια, καί δέν βοήθησαν τούς φτωχούς κι αὐτούς πού εἶχαν ἀνάγκη»

 

            «Ὁ ἀτιμάζων πένητας ἁμαρτάνει, ἐλεῶν δὲ πτωχοὺς μακαριστός » (Παροιμιῶν ιδ΄ 21)

 

            Δηλαδή : «Ὅποιος περιφρονεῖ τόν διπλανό του ἁμαρτάνει· μά εἶν’ καλότυχος αὐτός πού τούς φτωχούς σπλαγχνίζεται»

 

            Ὁ Κύριός μας ταλάνισε τόν ἄφρονα πλούσιο πού ἀποθήκευσε τά ἀγαθά του γιά νά τά ἀπολαμβάνει μόνος του καί δέν ἀπέκτησε οὐρανίους θησαυρούς μέ τήν ἐλεημοσύνη μέ τήν σχετική παραβολή πού τήν ἔκλεισε μέ τόν ἐπίλογο:

 

            «Οτως θησαυρζων αυτ κα μ ες Θεν πλουτν» (Λουκᾶ ιβ΄ 21)

 

            Δηλαδή : «Αὐτά λοιπόν, παθαίνει ὅποιος μαζεύει πρόσκαιρους θησαυρούς καί δέν πλουτίζει τόν ἑαυτό του μέ ὅ,τι θέλει ὁ Θεός»

 

            Ὁμοίως καί στήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ Λαζάρου (Λουκᾶ ιστ΄ 19-31) ὁ Κύριος φανέρωσε ὅτι ὁ πλούσιος βασανιζόταν στήν μετά θάνατον ζωή του, ἐπειδή ἦταν ἀνελεήμων καί σκληρός πρός τόν πτωχό Λάζαρο πού ζητιάνευε ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς οἰκίας του:

 

 

 

* * * * *

 

6-Στερώντας τόν ἑαυτό του ἀπό τά ἀγαθά του μέ τήν ἐλεημοσύνη

 

ὁ ἄνθρωπος ἀποθηκεύει ἕνα θησαυρό, ὅπως δίδαξε ὁ Κύριός μας:

 

            «Πωλσατε τ πρχοντα μν κα δτε λεημοσνην. ποισατε αυτος βαλντια μ παλαιομενα, θησαυρν νκλειπτον ν τος ορανος, που κλπτης οκ γγζει οδ σς διαφθερει· που γρ στιν θησαυρς μν, κε κα καρδα μν σται » (Λουκᾶ ιβ΄ 33-34)

 

            Δηλαδή : «Πουλῆστε τά ὑπάρχοντά σας καί δῶστε τά χρήματα στούς φτωχούς. Ἀποκτῆστε πορτοφόλια πού δέν παλιώνουν, πλούτη μόνιμα στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ὅπου οὔτε κλέφτης τά ἀγγίζει οὔτε σκόρος τά καταστρέφει. Γιατί ὅπου εἶναι τά πλούτη σας ἐκεῖ θά εἶναι κι ἡ καρδιά σας»  

 

            Ὁ γέρο Τωβίας προτρέπει θερμά τό γιό του Τωβίτ μ’ αὐτά τά λόγια:

 

            «Ἐκ τῶν ὑπαρχόντων σοι ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ παντὸς πτωχοῦ, καὶ ἀπὸ σοῦ οὐ μὴ ἀποστραφῇ τὸ πρόσωπον τοῦ Θεοῦ. ὡς σοὶ ὑπάρχει κατὰ τὸ πλῆθος, ποίησον ἐξ αὐτῶν ἐλεημοσύνην· ἐὰν ὀλίγον σοι ὑπάρχῃ, κατὰ τὸ ὀλίγον μὴ φοβοῦ ποιεῖν ἐλεημοσύνην· θέμα γὰρ ἀγαθὸν θησαυρίζεις σεαυτῷ εἰς ἡμέραν ἀνάγκης· διότι ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ρύεται καὶ οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τὸ σκότος· δῶρον γὰρ ἀγαθόν ἐστιν ἐλεημοσύνη πᾶσι τοῖς ποιοῦσιν αὐτὴν ἐνώπιον τοῦ ῾Υψίστου » (Τωβίτ δ΄ 7-11)

 

 

 

            «Ἐκ τοῦ ἄρτου σου δίδου πεινῶντι καὶ ἐκ τῶν ἱματίων σου τοῖς γυμνοῖς· πᾶν, ὃ ἐὰν περισσεύσῃ σοι, ποίει ἐλεημοσύνην, καὶ μὴ φθονεσάτω σου ὁ ὀφθαλμὸς ἐν τῷ ποιεῖν σε ἐλεημοσύνην.  ἔκχεον τοὺς ἄρτους σου ἐπὶ τὸν τάφον τῶν δικαίων καὶ μὴ δῷς τοῖς ἁμαρτωλοῖς. συμβουλίαν παρὰ παντὸς φρονίμου ζήτησον καὶ μὴ καταφρονήσῃς ἐπί πάσης συμβουλίας χρησίμης. καὶ ἐν παντὶ καιρῷ εὐλόγει Κύριον τὸν Θεὸν καὶ παρ᾿ αὐτοῦ αἴτησον, ὅπως αἱ ὁδοί σου εὐθεῖαι γένωνται, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι καὶ βουλαί σου εὐοδωθῶσι· διότι πᾶν ἔθνος οὐκ ἔχει βουλήν, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ Κύριος δίδωσι πάντα τὰ ἀγαθὰ καὶ ὃν ἐὰν θέλῃ, ταπεινοῖ, καθὼς βούλεται. καὶ νῦν, παιδίον, μνημόνευε τῶν ἐντολῶν μου, καὶ μὴ ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ τῆς καρδίας σου. καὶ νῦν ὑποδεικνύω σοι τὰ δέκα τάλαντα τοῦ ἀργυρίου, ἃ παρεθέμην Γαβαήλῳ τῷ τοῦ Γαβρία ἐν Ράγοις τῆς Μηδίας. καὶ μὴ φοβοῦ, παιδίον, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν· ὑπάρχει σοι πολλά, ἐὰν φοβηθῇς τὸν Θεόν, καὶ ἀποστῇς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ποιήσῃς τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιον αὐτοῦ» (Τωβίτ δ΄ 16 κ. ἕξ.)

 

 

 

            «Νά δίνεις ἀπό τά ὑπάρχοντά σου ἐλεημοσύνη καί μάλιστα μέ ἁπλοχεριά, σέ ὅλους ὅσοι εἶναι ἐνάρετοι. Ὅταν βλέπεις ἕναν φτωχό δίνε του ἐλεημοσύνη καί μήν τόν ἀποστρέφεσαι, γιά νά μή σέ ἀποστραφεῖ κι ἐσένα ὁ Θεός. Ἀνάλογα μέ τά ὑπάρχοντά σου δίνε ἐλεημοσύνη· ἄν ἔχεις πολλά, δίνε πολλά· ἄν ἔχεις λίγα, δίνε ἀπό τά λίγα χωρίς ἐπιφυλάξεις. Ἔτσι ἀποταμιεύεις πλούσιο ἀπόθεμα γιά ὥρα ἀνάγκης. Ἡ ἐλεημοσύνη λυτρώνει ἀπό τό θάνατο, καί δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά μπεῖ στό σκοτεινό κόσμο τοῦ ἅδη. Ἐκεῖνοι πού κάνουν ἐλεημοσύνη, προσφέρουν στόν Ὕψιστο τά δῶρα πού τόν εὐχαριστοῦ»

 

           

 

            «Νά μοιράζεσαι τό ψωμί σου μέ τόν πεινασμένο καί τά ροῦχα σου μέ τούς γυμνούς. Καθετί πού σοῦ περισσεύει νά τό προσφέρεις ἀγόγγυστα ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάποιος δίκαιος πεθάνει, νά πηγαίνεις στούς συγγενεῖς του τρόφιμα, ἀλλά μή τό κάνεις αὐτό ἄν πεθάνει κάποιος ἀσεβής. Νά ζητᾶς συμβουλές ἀπό τούς συνετούς καί νά μήν περιφρονεῖς καμιά χρήσιμη γνώμη. Πάντοτε νά δοξάζεις τόν Κύριο τό Θεό. Νά ζητᾶς ἀπ’ αὐτόν πού κατευθύνει τή ζωή σου, καί νά δίνει ἐπιτυχία σέ ὅλα ὅσα ἐπιχειρεῖς καί ὅσα σχεδιάζεις. Σέ κανένα ἄλλο ἔθνος δέν δίνει ὁ Κύριος τήν πραγματική σύνεση. Πράγματι, ὁ ἴδιος δίνει τ’ ἀγαθά σέ ὅποιον θέλει καί ὅποιον θέλει τόν ταπεινώνει. Νά θυμᾶσαι λοιπόν, παιδί μου, τίς ἐντολές μου καί νά μήν ἀφήσεις νά σβηστοῦν ἀπό τήν καρδιά σου. Καί τώρα σοῦ θυμίζω τά δέκα τάλαντα τό ἀσήμι, πού ἔχω καταθέσει στό Γαβαήλ, γιό τοῦ Γαβρία, στούς Ράγους τῆς Μηδίας. Μή φοβᾶσαι παιδί μου πού γίναμε φτωχοί· θά ἔχεις στήν διάθεσή σου  πολλά πλούτη, ἄν σέβεσαι τό Θεό καί μένεις μακριά ἀπό κάθε ἁμαρτία καί κάνεις ὅ, τι τόν εὐαρεστεῖ».

 

«Μακριοι ο λεμονες,

 

τι ατοί λεηθσονται» (Ματθαίου ε΄7)