Ἡ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ Δανιὴλ
Εὑρισκόμενοι πρό τῆς εἰσόδου μας στό νέο χρόνο πού ἡ χρηστότητα τοῦ ἐξουσιάζοντος καιρούς καί χρόνους Κυρίου μᾶς χαρίζει κρίνουμε ἐπίκαιρο νά θυμήσουμε τίς ἐπισημάνσεις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ γιά τήν μεγάλη αὐτή δωρεά, σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου νά ζοῦμε «ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν» (Πρός Ἐφεσίους ε΄ 16)
1. Πῶς μπορεῖ νά χαθεῖ ὁ χρόνος ;
α΄ Ἀπό ὀκνηρία, πνευματική νωθρότητα καί ἀπροθυμία στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Αὐτές οἱ πνευματικές καταστάσεις στηλιτεύονται ἀπό τούς ἀποστολικούς λόγους
«ἐπιθυμοῦμεν δὲ ἕκαστον ὑμῶν τὴν αὐτὴν ἐνδείκνυσθαι σπουδὴν πρὸς τὴν πληροφορίαν τῆς ἐλπίδος ἄχρι τέλους, ἵνα μὴ νωθροὶ γένησθε, μιμηταὶ δὲ τῶν διὰ πίστεως καὶ μακροθυμίας κληρονομούντων τὰς ἐπαγγελίας» (Πρός Ἑβραίους στ΄ 11-12)
Δηλαδή : «Ἐπιθυμούμε ὁ καθένας ἀπό σᾶς νά δείχνει ὡς τό τέλος τόν ἴδιο ζῆλο γιά νά ἐκπληρωθεῖ ἡ ἐλπίδα μας. Καί νά μή γίνετε ὀκνηροί, ἀλλά ν’ ἀκολουθεῖτε τό παράδειγμα ἐκείνων πού μέ τήν πίστη καί τήν ὑπομονή κληρονομοῦν ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεός »
«Τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες» (Πρός Ρωμαίους ιβ΄ 11)
Δηλαδή : «Μήν εἶστε ὀκνηροί σ’ ὅ,τι πρέπει νά δείχνετε ζῆλο, νά ἔχετε πνευματικό ἐνθουσιασμό, νά ὑπηρετεῖτε τόν Κύριο»
Ἡ ραθυμία θεωρεῖται πολύ ἰσχυρός ἐχθρός τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πού χαρακτηρίζεται ἀπό τούς ἀσκητικούς πατέρες γίγαντας τῆς κακίας.
Παραδείγματα :
Οἱ φύλακες
«Ἴδετε ὅτι ἐκτετύφλωνται πάντες, οὐκ ἔγνωσαν φρονῆσαι, πάντες κύνες ἐνεοί, οὐ δυνήσονται ὑλακτεῖν, ἐνυπνιαζόμενοι κοίτην, φιλοῦντες νυστάξαι. καὶ οἱ κύνες ἀναιδεῖς τῇ ψυχῇ, οὐκ εἰδότες πλησμονήν· καί εἰσι πονηροὶ οὐκ εἰδότες σύνεσιν, πάντες ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν ἐξηκολούθησαν, ἕκαστος κατὰ τὸ ἑαυτοῦ» (Ἡσαΐου νστ΄ 10-11)
Δηλαδή : «Τοῦ λαοῦ οἱ φύλακες εἶναι ὅλοι τους τυφλοί, τίποτε δέν καταλαβαίνουν! Ὅλοι τους εἶναι σκύλοι ἄφωνοι, πού δέν μποροῦνε νά γαυγίσουν. Κάθονται μόνο κάτω κι ὀνειρεύονται, τούς ἀρέσει ὁ ὕπνος. Εἶναι ἀκόμη σκύλοι ἀδηφάγοι, ὅσα κι ἄν ἔχουνε ποτέ δέν εἶναι ἀρκετά. Εἶναι ἡγέτες δίχως σύνεση. Καθένας τους τόν δρόμο του τραβάει, καθένας τους ζητάει τό συμφέρον του»
Οἱ Ἀθηναῖοι :
«Ἀθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι ἢ ἀκούειν καινότερον » (Πράξεων ιζ΄ 21)
Δηλαδή: «Γιατί οἱ Ἀθηναῖοι ὅλοι καί οἱ ξένοι πού ἔμεναν στήν Ἀθήνα γιά τίποτε ἄλλο δέν εἶχαν καιρό, παρά γιά νά λένε ἤ γιά ν’ ἀκοῦνε κάτι τό καινούριο»
Μερικοί Θεσσαλονικεῖς:
«Ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους» (Β΄ Θεσσαλονικεῖς γ΄ 11)
Δηλαδή : «Τί μαθαίνουμε ὅτι μερικοί ἀπό σᾶς εἶναι ἀργόσχολοι, δηλαδή δέν ἐργάζονται, ἀλλά περιεργάζονται τούς ἄλλους»
Οἱ 5 μωρές Παρθένες
«Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραὶ.αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ' ἑαυτῶν ἔλαιον· αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν. αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσῃ ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος, καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ' αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται » (Ματθαῖου κε΄ 1-12)
Δηλαδή : «Ὁ ἐρχομός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ θά εἶναι ὅμοιος μέ ὅ,τι ἔγινε μέ δέκα κοπέλες, πού πῆραν τά λυχνάρια τους καί βγῆκαν νά προϋπαντήσουν τό γαμπρό. Πέντε ἀπ’ αὐτές ἦταν συνετές καί πέντε ἄμυαλες. Οἱ ἄμυαλες πῆραν τά λυχνάρια τους, μά δέν πῆραν μαζί τους καί λάδι. Ἀπεναντίας, οἱ συνετές πῆραν μαζί μέ τά λυχνάρια τους καί λάδι στά δοχεῖα τους. Ἐπειδή ὅμως ὁ γαμπρός ἀργοποροῦσε, ὅλες νύσταξαν καί κοιμήθηκαν. Κατά τά μεσάνυχτα ἀκούστηκε μία φωνή: ὁ γαμπρός ἔρχεται· βγεῖτε νά τόν προϋπαντήσετε!” Ὅλες οἱ κοπέλες σηκώθηκαν καί τακτοποίησαν τά λυχνάρια τους. Οἱ ἄμυαλες εἶπαν τότε στίς συνετές: “δῶστε μας ἀπό τό λάδι σας, γιατί τά λυχνάρια μᾶς σβήνουν”. Οἱ συνετές ὅμως τούς ἀπάντησαν: “ὄχι, γιατί δέ θά φτάσει καί γιά μας καί γιά σᾶς καλύτερα, πηγαίνετε στούς πωλητές ν’ ἀγοράσετε γιά τόν ἑαυτό σας”. Ἀλλά ἐνῶ πήγαιναν ν’ ἀγοράσουν λάδι, ἦρθε ὁ γαμπρός. Οἱ ἕτοιμες μπῆκαν μαζί του στή γιορτή τοῦ γάμου, κι ἡ πόρτα ἔκλεισε. Ὕστερα ἀπό λίγο φτάνουν καί οἱ ὑπόλοιπες κοπέλες καί λένε: “κύριε, κύριε, ἄνοιξε μας”. Αὐτός ὅμως τούς ἀποκρίθηκε: “ἀλήθεια σᾶς λέω, δέ σᾶς ξέρω”. Ἀγρυπνᾶτε λοιπόν, γιατί δέν ξέρετε οὔτε τήν ἡμέρα οὔτε τήν ὥρα πού θά ἔρθει ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου»
β΄ Ἀπό τήν συμμετοχή μας σέ κοσμικές δραστηριότητες καί ἐπιδιώξεις πού εἶναι ὅλες μάταιες καί ἐπικίνδυνες γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωῇ:
«Εἶπον ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· δεῦρο δὴ πειράσω σε ἐν εὐφροσύνῃ, καὶ ἰδὲ ἐν ἀγαθῷ· καὶ ἰδοὺ καί γε τοῦτο ματαιότης» (Ἐκκλησιαστοῦ β΄, 1)
Δηλαδή : «Εἶπα, λοιπόν, στόν ἑαυτό μου : Ἐμπρός νά δοκιμάσω τή χαρά καί νά γνωρίσω τήν εὐτυχία. Μά νά πού ἀκόμη κι αὐτό εἶναι ματαιότητα»
«Καὶ ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν καὶ τὰ ἔτη αὐτῶν μετὰ σπουδῆς » (Ψαλμός οζ΄ (οη΄) 33)
Δηλαδή : «Καί τελείωσε τίς μέρες τους μέ μιά πνοή καί μ’ ἄξαφνη κατατροφή τά χρόνια τους»
Ἀνήκουν στά ἔργα τῆς σαρκός, ὅπως δίδαξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος:
«Φανερὰ δέ ἐστι τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστι μοιχεία πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν καθὼς καὶ προεῖπον, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν » (Γαλάτες ε΄ 19-21)
Δηλαδή : «Εἶναι ὁλοφάνερο ποιά εἶναι τά ἁμαρτωλά ἔργα: Εἶναι ἡ μοιχεία, ἡ πορνεία, ἡ ἠθική ἀκαθαρσία, ἡ αἰσχρότητα, ἡ εἰδωλολατρία, ἡ μαγεία, οἱ ἔχθρες, οἱ φιλονικίες, οἱ ζήλιες, οἱ θυμοί, οἱ διαπληκτισμοί, οἱ διχόνοιες, τά σχίσματα, οἱ φθόνοι, οἱ φόνοι, οἱ μέθες, οἱ ἀσωτίες καί τά παρόμοια. Σᾶς προειδοποιῶ, ὅπως σᾶς προειδοποίησα κι ἄλλοτε: ὅσοι κάνουν τέτοια πράγματα δέ θά κληρονομήσουν τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ»
Τό ἐφήμερο τῆς διάρκειάς τους ἐπισημαίνεται ἀπό τόν Ἰώβ στήν αὐγή τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ :
«Ἀναλαβόντες ψαλτήριον καὶ κιθάραν καὶ εὐφραίνονται φωνῇ ψαλμοῦ. συνετέλεσαν δὲ ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτῶν, ἐν δὲ ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθησα» (Ἰώβ κα΄ 12-13)
Δηλαδή : «Τραγούδια λένε μέ τύμπανα καί κιθάρες καί μέ τόν ἦχο τῆς φλογέρας χαίρονται. Περνοῦν εὐτυχισμένα τήν ζωή τους κι ἀνώδυνα πεθαίνουν μέσα σέ μία στιγμή»
καί ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο τόν ἔμπειρο ἀθλητή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς κατά τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀπόστολος προβάλλει τόν Μωϋσῆ, ὡς πρότυπο γιά τήν ἀξιολόγηση καί ἱεράρχηση τῶν προτεραιοτήτων τῆς ζωῆς, ἐπειδή δέν προτίμησε νά ζήσει στήν ἄνεση τοῦ παλατιοῦ καί νά ἀπολαύσει τρυφηλή ζωή στήν αὐλή τοῦ Φαραώ τῆς Αἰγύπτου, ἀλλά ἐπέλεξε νά ταλαιπωρηθεῖ μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἐπιστρέφοντας στήν γῆ τῶν πατέρων τους
«Μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν » (Πρός Ἑβραίους ια΄ 25)
Δηλαδή : «Προτίμησε νά ὑποφέρει μαζί μέ τό λαό τοῦ Θεοῦ, παρά ν’ ἀπολαμβάνει τήν πρόσκαιρη ἁμαρτωλή ζωή»
γ΄ Ἀπό τήν ἀπορρόφηση σέ ὑποθέσεις ἄλλων, ὅπως ἐλέγχει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τούς Θεσσαλονικεῖς
«Ἀκούομεν γάρ τινας περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδὲν ἐργαζομένους, ἀλλὰ περιεργαζομένους·» (Πρός Θεσσαλονικεῖς Β΄ γ΄ 11)
Δηλαδή : «Τί μαθαίνουμε ὅτι μερικοί ἀπό σᾶς εἶναι ἀργόσχολοι, δηλαδή δέν ἐργάζονται, ἀλλά περιεργάζονται τούς ἄλλους»
******
2) Πῶς μπορεῖ νά ἐξαγορασθεῖ ὁ καιρός;
«Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ' ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη·» (Λουκᾶ κα΄ 34)
Δηλαδή : ««Προσέξτε καλά τους ἑαυτούς σας. Μήν παραδοθεῖτε στήν κραιπάλη καί στή μέθη καί στίς βιοτικές ἀνάγκες, καί σᾶς αἰφνιδιάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη»
καί ὅπως ἐπεσήμανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος
«Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός» (Πρός Ρωμαίους ιγ΄ 12)
Δηλαδή : «Ἡ νύχτα ὅπου νά ’ναι φεύγει κι ἡ μέρα κοντεύει νά ἔρθει. Γι’ αὐτό ἄς πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς φορέσουμε τά ὄπλα τοῦ φωτός»
β΄ Ζῶντας καί ἀσκούμενοι στήν ἀρετή μέ πνευματικό πρόγραμμα, ὅπως συνέστησε ὁ Κύριος
«Τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν» (Λουκᾶ ιδ΄ 28)
Δηλαδή : «Ποιός ἀπό σᾶς ποῦ θέλει νά χτίσει ἕναν πύργο δέ θά καθίσει πρῶτα νά ὑπολογίσει τή δαπάνη, γιά νά δεῖ ἄν τοῦ φτάνουν τά χρήματα νά τόν τελειώσει;».
γ΄ Ἐργαζόμενοι καί στά πιό μικρά κλάσματα τοῦ χρόνου μας τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐφ’ ὅσον οὔτε τό παρελθόν οὔτε τό μέλλον μᾶς ἀνήκει
«Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι» (Ἰωάννου θ΄ 4)
Δηλαδή «Ὅσο διαρκεῖ ἡ μέρα, πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μ’ ἔστειλε. Ἔρχεται ἡ νύχτα, ὅποτε κανένας δέν μπορεῖ νά ἐργάζεται»
******
3) Γιατί πρέπει νά ἐξαγοράζουμε τόν καιρό;
α) Διότι εἶναι βραχύς καί ἀβέβαιος, παροδικός καί ἄστατος, εὐμετάβλητος καί ἀπρόοπτος
«Καὶ οἱ χρώμενοι τῷ κόσμῳ τούτῳ ὡς μὴ καταχρώμενοι· παράγει γὰρ τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου» (Πρός Κορινθίους Α΄ ζ΄ 31)
Δηλαδή : «Καί ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τά ἀγαθά αὐτοῦ του κόσμου σάν νά μήν ἀσχολοῦνται καθόλου μ’ αὐτά· ἐπειδή ἡ σημερινή μορφή αὐτοῦ ἐδῶ του κόσμου δέ θά διαρκέσει πολύ»
«Πάλιν ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ὅ ἐστιν ἀληθὲς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ὑμῖν, ὅτι ἡ σκοτία παράγεται καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἤδη φαίνει» (Α΄ Ἰωάννου Β΄ 8)
Δηλαδή : «Ὡστόσο, ἡ ἐντολή πού σᾶς γράφω εἶναι καινούργια, κι αὐτό εἶναι ἀλήθεια γιά τόν Χριστό καί γιά σᾶς: τό σκοτάδι τῆς νύχτας παρέρχεται, κι ἄρχισε ἤδη νά χαράζει τό φῶς τό ἀληθινό»
β) Διότι τό ἔργο πού ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά κάνουμε εἶναι πολύ σημαντικό. Πουθενά δέν ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεός κάλεσε κάποιο τεμπέλη γιά νά τοῦ ἀναθέσει μία ἀποστολή. Πάντοτε διαλέγει ἐκείνους πού «φέρνουν καρπό» ( Ἰώαννου ιε΄ 8) γιά νά φέρουν «περισσότερο» ἐκτελώντας τό θέλημά Του.
Παραδείγματα:
α)Ὁ Μωϋσῆς ἔβοσκε τά κοπάδια τοῦ πεθεροῦ του, ὅταν ὁ Θεός τόν κάλεσε στό Σινᾶ
«Καί Μωυσῆς ἦν ποιμαίνων τὰ πρόβατα ᾿Ιοθόρ τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ τοῦ ἱερέως Μαδιὰμ καὶ ἤγαγε τὰ πρόβατα ὑπὸ τὴν ἔρημον καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ» (Ἐξόδου γ΄ 1)
Δηλαδή : «Ὁ Μωϋσῆς ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ Ἰοθόρ, τοῦ πεθεροῦ του, ἱερέα τῆς Μαδιάμ. Κάποτε, ὁδηγώντας τά πρόβατα πέρα ἀπό τήν ἔρημο, ἔφτασε στό βουνό τοῦ Θεοῦ, τό Χωρήβ»
β)Ὁ Γεδεών ἁλώνιζε τό σιτάρι του ὅταν τόν ἐπισκέφθηκε ὁ ἄγγελος
«Καὶ ἦλθεν ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν τερέμινθον τὴν ἐν ᾿Εφραθὰ τὴν ᾿Ιωὰς πατρὸς τοῦ ᾿Εσδρί, καὶ Γεδεὼν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ραβδίζων σῖτον ἐν ληνῷ εἰς ἐκφυγεῖν ἀπὸ προσώπου τοῦ Μαδιάμ» (Κριτῶν στ΄ 1)
Δηλαδή : «Τότε ἦρθε ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου στό χωριό Ὀφρά καί κάθισε κάτω ἀπό τήν βελανιδιά πού ἀνήκει στόν Ἰωάς τῆς συγγένειας τοῦ Ἀβιέζερ. Ὁ γιός τοῦ Ἰωάς, ὁ Γεδεών, κοπάνιζε σιτάρι μέσα στό πατητήρι γιά νά τό κρύψει ἀπό τούς Μαδιανίτες»
γ)Ὁ Σαούλ ἔψαχνε νά βρεῖ τά χαμένα κοπάδια τοῦ πατέρα του, ὅταν τό συνάντησε ὁ Σαμουήλ (Α΄ Βασιλειῶν θ΄ 1 κ. ἕξ.)
δ)Ὁ Ἐλισαῖος ὄργωνε μέ δώδεκα ζευγάρια βόδια ὅταν ὁ Ἠλίας τόν χειροτόνησε Προφήτη ρίχνοντας τήν μηλωτή του
«Καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ εὑρίσκει τὸν ῾Ελισαιὲ υἱὸν Σαφάτ, καὶ αὐτὸς ἠροτρία ἐν βουσὶ δώδεκα ζεύγη ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς δώδεκα καὶ ἀπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐπέρριψε τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν» (Γ΄ Βασιλειῶν ιθ΄ 9)
Δηλαδή : «Ὅταν ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἡλίας, συνάντησε τόν Ἐλισαῖο, γιό τοῦ Σαφάτ, πού ὄργωνε. Μπροστά του πήγαιναν δώδεκα ζευγάρια βόδια κι ἐκεῖνος ὁδηγοῦσε τό δωδέκατο. Ὁ Ἡλίας πέρασε κοντά του καί τοῦ πέταξε πάνω του τό μανδύα του»
ε)Ὁ Δαβίδ χρίσθηκε βασιλιᾶς γυρνώντας ἀπό τήν βοσκή μέ τά πρόβατά του
«Καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ᾿Ιεσσαί· ἐκλελοίπασι τὰ παιδάρια; καὶ εἶπεν· ἔτι ὁ μικρὸς ἰδοὺ ποιμαίνει ἐν τῷ ποιμνίῳ. καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ᾿Ιεσσαί· ἀπόστειλον καὶ λαβὲ αὐτόν, ὅτι οὐ μὴ κατακλιθῶμεν ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτόν. καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγεν αὐτόν· καὶ αὐτὸς πυρράκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν καὶ ἀγαθὸς ὁράσει Κυρίῳ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἀνάστα καὶ χρῖσον τὸν Δαυίδ, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀγαθός. καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου καὶ ἔχρισεν αὐτὸ ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω. καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν εἰς ᾿Αρμαθαίμ» (Α΄ Βασιλειῶν ιστ΄ 11-13 )
Δηλαδή : «Μετά τόν ρώτησε: Αὐτά εἶναι τά παιδιά σου; Ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ἀπομένει ἀκόμα ὁ μικρότερος, ἀλλ’ αὐτός βόσκει τά πρόβατα. Στεῖλε καί φέρ’ τον, τοῦ εἶπε ὁ Σαμουήλ. Δέν θά καθήσουμε στό τραπέζι πρίν να’ ρθει κι αὐτός ἐδῶ. Ὁ Ἰεσσαί ἔστειλε κι ἔφερε τό Δαβίδ. Ἦταν ξανθός, μέ σπινθηροβόλο βλέμμα κι ὡραῖο πρόσωπο. Ὁ κύριος εἶπε στό Σαμουήλ : Σήκω καί χρίσε τον, αὐτός εἶναι. Πῆρε λοιπόν ὁ Σαμουήλ τό δοχεῖο μέ τό λάδι καί τό τόν ἔχρισε βασιλιά μπροστά στούς ἀδελφούς του. Τότε ἦρθε τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου στό Δαβίδ κι ἀπό κείνη τήν ἡμέρα ἔμεινε μαζί του. Μετά ὁ Σαμουήλ ἔφυγε καί γύρισε στή Ραμά»
στ)Οἱ ἀδελφοί Πέτρος καί Ἀνδρέας ἔρριχναν τό δίχτυ τους στήν θάλασσα ὅταν ὁ Κύριος τούς κάλεσε νά Τόν ἀκολουθήσουν
«Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδεν δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. καὶ λέγει αὐτοῖς· Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ » (Ματθαίου δ΄ 18-20)
Δηλαδή : «Καθώς ὁ Ἰησοῦς περπατοῦσε στήν ὄχθη τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδέρφια, τό Σίμωνα, πού τόν ἔλεγαν καί Πέτρο, καί τόν ἀδερφό τοῦ τόν Ἀνδρέα, νά ρίχνουν τά δίχτυα στή λίμνη, γιατί ἦταν ψαράδες. «Ἀκολουθῆστε μέ», τούς λέει, «καί θά σᾶς κάνω ψαράδες ἀνθρώπων». Κι αὐτοί ἀμέσως ἄφησαν τά δίχτυα καί τόν ἀκολούθησαν »
ζ)Τόν Ματθαῖο ὁ Χριστός τόν κάλεσε ἀπό τό τελώνεια πού μάζευε φόρους
«Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ» (Ματθαίου θ΄ 9)
Δηλαδή : «Προχωρώντας ὁ Ἰησοῦς πιό πέρα, εἶδε νά κάθεται στό τελωνεῖο ἕνας ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν Ματθαῖο, καί τοῦ λέει: «Ἀκολούθησε μέ. Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καί τόν ἀκολούθησε »
η)Τόν Παῦλο τόν κάλεσε ὁ Χριστός ἐνῶ ἔτρεχε στό ἔργο τοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανων
«Ὁ δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ ᾐτήσατο παρ' αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς Ἱερουσαλήμ. ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ» (Πράξεων θ΄ 1-3)
Δηλαδή : «Στό μεταξύ ὁ Σαῦλος συνέχιζε νά ἔχει ἀπειλητικές καί φονικές διαθέσεις γιά τούς μαθητές τοῦ Κυρίου· πῆγε στόν ἀρχιερέα καί τοῦ ζήτησε συστατικές ἐπιστολές γιά τίς συναγωγές στή Δαμασκό. Ὅποιους θά ’βρισκε ἐκεῖ νά ἀκολουθοῦν τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, ἄντρες καί γυναῖκες, ἤθελε νά τούς φέρει δεμένους στήν Ἱερουσαλήμ. Καθώς πήγαινε, ὅταν πλησίαζε στήν Δαμασκό, ξαφνικά τόν φώτισε μία ἀστραπή ἀπό τόν οὐρανό »