logo


Ἡ ἀξιοποίηση τοῦ χρόνου

 τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ  Ὑμηττοῦ Δανιὴλ

            

Εὑρισκόμενοι πρό τῆς εἰσόδου μας στό νέο χρόνο πού ἡ χρηστότητα τοῦ ἐξουσιάζοντος καιρούς καί χρόνους Κυρίου μᾶς χαρίζει κρίνουμε ἐπίκαιρο νά θυμήσουμε τίς ἐπισημάνσεις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ γιά τήν μεγάλη αὐτή δωρεά, σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου νά ζοῦμε «ξαγοραζμενοι τν καιρν» (Πρός Ἐφεσίους ε΄ 16)

 

1. Πῶς μπορεῖ νά χαθεῖ ὁ χρόνος ;

 

α΄ Ἀπό ὀκνηρία, πνευματική νωθρότητα καί ἀπροθυμία στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Αὐτές οἱ πνευματικές καταστάσεις στηλιτεύονται ἀπό τούς ἀποστολικούς λόγους  

     «πιθυμομεν δ καστον μν τν ατν νδεκνυσθαι σπουδν πρς τν πληροφοραν τς λπδος χρι τλους, να μ νωθρο γνησθε, μιμητα δ τν δι πστεως κα μακροθυμας κληρονομοντων τς παγγελας» (Πρός Ἑβραίους στ΄ 11-12)

           

            Δηλαδή : «πιθυμούμε καθένας πό σς νά δείχνει ς τό τέλος τόν διο ζλο γιά νά κπληρωθε λπίδα μας. Καί νά μή γίνετε κνηροί, λλά ν’ κολουθετε τό παράδειγμα κείνων πού μέ τήν πίστη καί τήν πομονή κληρονομον σα ποσχέθηκε Θεός »

 

            «Τ σπουδ μ κνηρο, τ πνεματι ζοντες, τ Κυρίῳ δουλεοντες» (Πρός Ρωμαίους ιβ΄ 11)

 

            Δηλαδή : «Μήν εστε κνηροί σ’ ,τι πρέπει νά δείχνετε ζλο, νά χετε πνευματικό νθουσιασμό, νά πηρετετε τόν Κύριο»

 

            Ἡ ραθυμία θεωρεῖται πολύ ἰσχυρός ἐχθρός τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου πού χαρακτηρίζεται ἀπό τούς ἀσκητικούς πατέρες γίγαντας τῆς κακίας.

            Παραδείγματα :

            Οἱ φύλακες

            «Ἴδετε ὅτι ἐκτετύφλωνται πάντες, οὐκ ἔγνωσαν φρονῆσαι, πάντες κύνες ἐνεοί, οὐ δυνήσονται ὑλακτεῖν, ἐνυπνιαζόμενοι κοίτην, φιλοῦντες νυστάξαι. καὶ οἱ κύνες ἀναιδεῖς τῇ ψυχῇ, οὐκ εἰδότες πλησμονήν· καί εἰσι πονηροὶ οὐκ εἰδότες σύνεσιν, πάντες ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν ἐξηκολούθησαν, ἕκαστος κατὰ τὸ ἑαυτοῦ» (Ἡσαΐου νστ΄ 10-11)

            Δηλαδή : «Τοῦ λαοῦ οἱ φύλακες εἶναι ὅλοι τους τυφλοί, τίποτε δέν καταλαβαίνουν! Ὅλοι τους εἶναι σκύλοι ἄφωνοι, πού δέν μποροῦνε νά γαυγίσουν. Κάθονται μόνο κάτω κι ὀνειρεύονται, τούς ἀρέσει ὁ ὕπνος. Εἶναι ἀκόμη σκύλοι ἀδηφάγοι, ὅσα κι ἄν ἔχουνε ποτέ δέν εἶναι ἀρκετά. Εἶναι ἡγέτες δίχως σύνεση. Καθένας τους τόν δρόμο του τραβάει, καθένας τους ζητάει τό συμφέρον του»

            Οἱ Ἀθηναῖοι :

            «θηναοι δ πντες κα ο πιδημοντες ξνοι ες οδν τερον εκαρουν λγειν τι κοειν καιντερον » (Πράξεων ιζ΄ 21)

            Δηλαδή:  «Γιατί ο θηναοι λοι καί ο ξένοι πού μεναν στήν θήνα γιά τίποτε λλο δέν εχαν καιρό, παρά γιά νά λένε γιά ν’ κονε κάτι τό καινούριο»

 

            Μερικοί Θεσσαλονικεῖς:

            «κοομεν γρ τινας περιπατοντας ν μν τκτως, μηδν ργαζομνους, λλ περιεργαζομνους» (Β΄  Θεσσαλονικεῖς γ΄ 11)

            Δηλαδή : «Τί μαθαίνουμε τι μερικοί πό σς εναι ργόσχολοι, δηλαδή δέν ργάζονται, λλά περιεργάζονται τούς λλους»

 

            Οἱ 5 μωρές Παρθένες

            «Ττε μοιωθσεται βασιλεα τν ορανν δκα παρθνοις, ατινες λαβοσαι τς λαμπδας αυτν ξλθον ες πντησιν το νυμφου. πντε δ σαν ξ ατν φρνιμοι κα α πντε μωρατινες μωρα λαβοσαι τς λαμπδας αυτν οκ λαβον μεθ' αυτν λαιον· α δ φρνιμοι λαβον λαιον ν τος γγεοις ατν μετ τν λαμπδων ατν. χρονζοντος δ το νυμφου νσταξαν πσαι κα κθευδον. μσης δ νυκτς κραυγ γγονεν· δο νυμφος ρχεται, ξρχεσθε ες πντησιν ατο. ττε γρθησαν πσαι α παρθνοι κεναι κα κσμησαν τς λαμπδας ατν. α δ μωρα τας φρονμοις επον· δτε μν κ το λαου μν, τι α λαμπδες μν σβννυνται. πεκρθησαν δ α φρνιμοι λγουσαι· μποτε οκ ρκσ μν κα μν· πορεεσθε δ μλλον πρς τος πωλοντας κα γορσατε αυτας. περχομνων δ ατν γορσαι λθεν νυμφος, κα α τοιμοι εσλθον μετ' ατο ες τος γμους, κα κλεσθη θρα.  στερον δ ρχονται κα α λοιπα παρθνοι λγουσαι· κριε κριε, νοιξον μν.  δ ποκριθες επεν· μν λγω μν, οκ οδα μς.  γρηγορετε ον, τι οκ οδατε τν μραν οδ τν ραν ν υἱὸς το νθρπου ρχεται » (Ματθαῖου κε΄ 1-12)

 

            Δηλαδή : « ρχομός τς βασιλείας το Θεο θά εναι μοιος μέ ,τι γινε μέ δέκα κοπέλες, πού πραν τά λυχνάρια τους καί βγκαν νά προϋπαντήσουν τό γαμπρό. Πέντε π’ ατές ταν συνετές καί πέντε μυαλες. Οἱ μυαλες πραν τά λυχνάρια τους, μά δέν πραν μαζί τους καί λάδι. Ἀπεναντίας, ο συνετές πραν μαζί μέ τά λυχνάρια τους καί λάδι στά δοχεα τους. Ἐπειδή μως γαμπρός ργοποροσε, λες νύσταξαν καί κοιμήθηκαν. Κατά τά μεσάνυχτα κούστηκε μία φωνή: γαμπρός ρχεται· βγετε νά τόν προϋπαντήσετε!” Ὅλες ο κοπέλες σηκώθηκαν καί τακτοποίησαν τά λυχνάρια τους. Οἱ μυαλες επαν τότε στίς συνετές: “δστε μας πό τό λάδι σας, γιατί τά λυχνάρια μς σβήνουν”. Οἱ συνετές μως τούς πάντησαν: “χι, γιατί δέ θά φτάσει καί γιά μας καί γιά σς καλύτερα, πηγαίνετε στούς πωλητές ν’ γοράσετε γιά τόν αυτό σας”. Ἀλλά ν πήγαιναν ν’ γοράσουν λάδι, ρθε γαμπρός. Ο τοιμες μπκαν μαζί του στή γιορτή το γάμου, κι πόρτα κλεισε. Ὕστερα πό λίγο φτάνουν καί ο πόλοιπες κοπέλες καί λένε: “κύριε, κύριε, νοιξε μας”. Αὐτός μως τούς ποκρίθηκε: “λήθεια σς λέω, δέ σς ξέρω”. Ἀγρυπνᾶτε λοιπόν, γιατί δέν ξέρετε οτε τήν μέρα οτε τήν ρα πού θά ρθει Υός το νθρώπου»

 

            β΄ Ἀπό τήν συμμετοχή μας σέ κοσμικές δραστηριότητες καί ἐπιδιώξεις πού εἶναι ὅλες μάταιες καί ἐπικίνδυνες γιά τήν ἐν Χριστῷ ζωῇ:

 

            «Εἶπον ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· δεῦρο δὴ πειράσω σε ἐν εὐφροσύνῃ, καὶ ἰδὲ ἐν ἀγαθῷ· καὶ ἰδοὺ καί γε τοῦτο ματαιότης» (Ἐκκλησιαστοῦ β΄, 1)

            Δηλαδή : «Εἶπα, λοιπόν, στόν ἑαυτό μου : Ἐμπρός νά δοκιμάσω τή χαρά καί νά γνωρίσω τήν εὐτυχία. Μά νά πού ἀκόμη κι αὐτό εἶναι ματαιότητα»

            «Καὶ ἐξέλιπον ἐν ματαιότητι αἱ ἡμέραι αὐτῶν καὶ τὰ ἔτη αὐτῶν μετὰ σπουδῆς » (Ψαλμός οζ΄ (οη΄) 33)

            Δηλαδή : «Καί τελείωσε τίς μέρες τους μέ μιά πνοή καί μ’ ἄξαφνη κατατροφή τά χρόνια τους»

 

            Ἀνήκουν στά ἔργα τῆς σαρκός, ὅπως δίδαξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος:

            «Φανερ δ στι τ ργα τς σαρκς, τιν στι μοιχεα πορνεα, καθαρσα, σλγεια, εδωλολατρα, φαρμακεα, χθραι, ρεις, ζλοι, θυμο, ριθεαι, διχοστασαι, αρσεις, φθνοι, φνοι, μθαι, κμοι κα τ μοια τοτοις, προλγω μν καθς κα προεπον, τι ο τ τοιατα πρσσοντες βασιλεαν Θεο ο κληρονομσουσιν » (Γαλάτες ε΄ 19-21)

            Δηλαδή : «Εἶναι λοφάνερο ποιά εναι τά μαρτωλά ργα: Εναι μοιχεία, πορνεία, θική καθαρσία, ασχρότητα, ἡ εδωλολατρία, μαγεία, ο χθρες, ο φιλονικίες, ο ζήλιες, ο θυμοί, ο διαπληκτισμοί, ο διχόνοιες, τά σχίσματα, οἱ φθόνοι, ο φόνοι, ο μέθες, ο σωτίες καί τά παρόμοια. Σς προειδοποι, πως σς προειδοποίησα κι λλοτε: σοι κάνουν τέτοια πράγματα δέ θά κληρονομήσουν τή βασιλεία το Θεο»

           

            Τό ἐφήμερο τῆς διάρκειάς τους ἐπισημαίνεται ἀπό τόν Ἰώβ στήν αὐγή τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ :

             «Ἀναλαβόντες ψαλτήριον καὶ κιθάραν καὶ εὐφραίνονται φωνῇ ψαλμοῦ. συνετέλεσαν δὲ ἐν ἀγαθοῖς τὸν βίον αὐτῶν, ἐν δὲ ἀναπαύσει ᾅδου ἐκοιμήθησα» (Ἰώβ κα΄ 12-13)

            Δηλαδή : «Τραγούδια λένε μέ τύμπανα καί κιθάρες καί μέ τόν ἦχο τῆς φλογέρας χαίρονται. Περνοῦν εὐτυχισμένα τήν ζωή τους κι ἀνώδυνα πεθαίνουν μέσα σέ μία στιγμή»

            καί ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο τόν ἔμπειρο ἀθλητή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς κατά τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.             Ὁ ἀπόστολος προβάλλει τόν Μωϋσῆ, ὡς πρότυπο γιά τήν ἀξιολόγηση καί ἱεράρχηση τῶν προτεραιοτήτων τῆς ζωῆς, ἐπειδή δέν προτίμησε νά ζήσει στήν ἄνεση τοῦ παλατιοῦ καί νά ἀπολαύσει τρυφηλή ζωή στήν αὐλή τοῦ Φαραώ τῆς Αἰγύπτου, ἀλλά ἐπέλεξε νά ταλαιπωρηθεῖ μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ ἐπιστρέφοντας στήν γῆ τῶν πατέρων τους

            «Μλλον λμενος συγκακουχεσθαι τ λα το Θεο πρσκαιρον χειν μαρτας πλαυσιν » (Πρός Ἑβραίους ια΄ 25)

            Δηλαδή : «Προτίμησε νά ποφέρει μαζί μέ τό λαό το Θεο, παρά ν’ πολαμβάνει τήν πρόσκαιρη μαρτωλή ζωή»

 

            γ΄ Ἀπό τήν ἀπορρόφηση σέ ὑποθέσεις ἄλλων, ὅπως ἐλέγχει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τούς Θεσσαλονικεῖς  

            «κοομεν γρ τινας περιπατοντας ν μν τκτως, μηδν ργαζομνους, λλ περιεργαζομνους·» (Πρός Θεσσαλονικεῖς Β΄ γ΄ 11)

            Δηλαδή : «Τί μαθαίνουμε τι μερικοί πό σς εναι ργόσχολοι, δηλαδή δέν ργάζονται, λλά περιεργάζονται τούς λλους»

                                                                        ******

2) Πῶς μπορεῖ νά ἐξαγορασθεῖ ὁ καιρός;

            «Προσχετε δ αυτος μποτε βαρηθσιν μν α καρδαι ν κραιπλ κα μθ κα μερμναις βιωτικας, κα αφνδιος φ' μς πιστ μρα κενη·» (Λουκᾶ κα΄ 34)

            Δηλαδή : ««Προσέξτε καλά τους ἑαυτούς σας. Μήν παραδοθεῖτε στήν κραιπάλη καί στή μέθη καί στίς βιοτικές ἀνάγκες, καί σᾶς αἰφνιδιάσει ἡ ἡμέρα ἐκείνη»

 

 

καί ὅπως ἐπεσήμανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος 

            « νξ προκοψεν, δ μρα γγικεν. ποθμεθα ον τ ργα το σκτους κα νδυσμεθα τ πλα το φωτς» (Πρός Ρωμαίους ιγ΄ 12)

            Δηλαδή : «Ἡ νύχτα που νά ’ναι φεύγει κι μέρα κοντεύει νά ρθει. Γι’ ατό ς πετάξουμε πό πάνω μας τά ργα το σκότους, κι ς φορέσουμε τά πλα το φωτός»

 

            β΄ Ζῶντας καί ἀσκούμενοι στήν ἀρετή μέ πνευματικό πρόγραμμα,  ὅπως συνέστησε ὁ Κύριος  

            «Τς γρ ξ μν, θλων πργον οκοδομσαι, οχ πρτον καθσας ψηφζει τν δαπνην, ε χει τ πρς παρτισμν» (Λουκᾶ ιδ΄ 28)

            Δηλαδή : «Ποιός ἀπό σᾶς ποῦ θέλει νά χτίσει ἕναν πύργο δέ θά καθίσει πρῶτα νά ὑπολογίσει τή δαπάνη, γιά νά δεῖ ἄν τοῦ φτάνουν τά χρήματα νά τόν τελειώσει;».

 

            γ΄ Ἐργαζόμενοι καί στά πιό μικρά κλάσματα τοῦ χρόνου μας τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐφ’ ὅσον οὔτε τό παρελθόν οὔτε τό μέλλον μᾶς ἀνήκει

            «μ δε ργζεσθαι τ ργα το πμψαντς με ως μρα στν· ρχεται νξ τε οδες δναται ργζεσθαι» (Ἰωάννου θ΄ 4)

            Δηλαδή «Ὅσο διαρκε μέρα, πρέπει νά κτελ τά ργα κείνου πού μ’ στειλε. ρχεται νύχτα, ποτε κανένας δέν μπορε νά ργάζεται»  

           

******

3) Γιατί πρέπει νά ἐξαγοράζουμε τόν καιρό;

 

            α) Διότι εἶναι βραχύς καί ἀβέβαιος, παροδικός καί ἄστατος, εὐμετάβλητος καί ἀπρόοπτος

            «Κα ο χρμενοι τ κσμ τοτ ς μ καταχρμενοι· παργει γρ τ σχμα το κσμου τοτου» (Πρός Κορινθίους Α΄ ζ΄ 31)

            Δηλαδή : «Καί σοι σχολονται μέ τά γαθά ατο του κόσμου σάν νά μήν σχολονται καθόλου μ’ ατά· πειδή σημερινή μορφή ατο δ του κόσμου δέ θά διαρκέσει πολύ»

            «Πλιν ντολν καινν γρφω μν, στιν ληθς ν ατ κα ν μν, τι σκοτα παργεται κα τ φς τ ληθινν δη φανει» (Α΄ Ἰωάννου Β΄ 8)

            Δηλαδή : «Ὡστόσο, ἡ ἐντολή πού σᾶς γράφω εἶναι καινούργια, κι αὐτό εἶναι ἀλήθεια γιά τόν Χριστό καί γιά σᾶς: τό σκοτάδι τῆς νύχτας παρέρχεται, κι ἄρχισε ἤδη νά χαράζει τό φῶς τό ἀληθινό»

 

            β) Διότι τό ἔργο πού ὁ Θεός μᾶς καλεῖ νά κάνουμε εἶναι πολύ σημαντικό. Πουθενά δέν ἀναφέρεται ὅτι ὁ Θεός κάλεσε κάποιο τεμπέλη γιά νά τοῦ ἀναθέσει μία ἀποστολή. Πάντοτε διαλέγει ἐκείνους πού «φέρνουν καρπό» ( Ἰώαννου ιε΄ 8) γιά νά φέρουν «περισσότερο» ἐκτελώντας τό θέλημά Του.

Παραδείγματα:

            α)Ὁ Μωϋσῆς ἔβοσκε τά κοπάδια τοῦ πεθεροῦ του, ὅταν ὁ Θεός τόν κάλεσε στό Σινᾶ

            «Καί Μωυσῆς ἦν ποιμαίνων τὰ πρόβατα ᾿Ιοθόρ τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ τοῦ ἱερέως Μαδιὰμ καὶ ἤγαγε τὰ πρόβατα ὑπὸ τὴν ἔρημον καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ» (Ἐξόδου γ΄ 1)

            Δηλαδή : «Ὁ Μωϋσῆς ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ Ἰοθόρ, τοῦ πεθεροῦ του, ἱερέα τῆς Μαδιάμ. Κάποτε, ὁδηγώντας τά πρόβατα πέρα ἀπό τήν ἔρημο, ἔφτασε στό βουνό τοῦ Θεοῦ, τό Χωρήβ»

 

            β)Ὁ Γεδεών ἁλώνιζε τό σιτάρι του ὅταν τόν ἐπισκέφθηκε ὁ ἄγγελος

            «Καὶ ἦλθεν ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν τερέμινθον τὴν ἐν ᾿Εφραθὰ τὴν ᾿Ιωὰς πατρὸς τοῦ ᾿Εσδρί, καὶ Γεδεὼν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ραβδίζων σῖτον ἐν ληνῷ εἰς ἐκφυγεῖν ἀπὸ προσώπου τοῦ Μαδιάμ» (Κριτῶν στ΄ 1)

            Δηλαδή : «Τότε ἦρθε ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου στό χωριό Ὀφρά καί κάθισε κάτω ἀπό τήν βελανιδιά πού ἀνήκει στόν Ἰωάς τῆς συγγένειας τοῦ Ἀβιέζερ. Ὁ γιός τοῦ Ἰωάς, ὁ Γεδεών, κοπάνιζε σιτάρι μέσα στό πατητήρι γιά νά τό κρύψει ἀπό τούς Μαδιανίτες»

           

            γ)Ὁ Σαούλ ἔψαχνε νά βρεῖ τά χαμένα κοπάδια τοῦ πατέρα του, ὅταν τό συνάντησε ὁ Σαμουήλ (Α΄ Βασιλειῶν θ΄ 1 κ. ἕξ.)

           

            δ)Ὁ Ἐλισαῖος ὄργωνε μέ δώδεκα ζευγάρια βόδια ὅταν ὁ Ἠλίας τόν χειροτόνησε Προφήτη ρίχνοντας τήν μηλωτή του

            «Καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ εὑρίσκει τὸν ῾Ελισαιὲ υἱὸν Σαφάτ, καὶ αὐτὸς ἠροτρία ἐν βουσὶ δώδεκα ζεύγη ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς δώδεκα καὶ ἀπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐπέρριψε τὴν μηλωτὴν αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν» (Γ΄ Βασιλειῶν ιθ΄ 9)

            Δηλαδή : «Ὅταν ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ ὁ Ἡλίας, συνάντησε τόν Ἐλισαῖο, γιό τοῦ Σαφάτ, πού ὄργωνε. Μπροστά του πήγαιναν δώδεκα ζευγάρια βόδια κι ἐκεῖνος ὁδηγοῦσε τό δωδέκατο. Ὁ Ἡλίας πέρασε κοντά του καί τοῦ πέταξε πάνω του τό μανδύα του»

           

            ε)Ὁ Δαβίδ χρίσθηκε βασιλιᾶς γυρνώντας ἀπό τήν βοσκή μέ τά πρόβατά του

            «Καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ᾿Ιεσσαί· ἐκλελοίπασι τὰ παιδάρια; καὶ εἶπεν· ἔτι ὁ μικρὸς ἰδοὺ ποιμαίνει ἐν τῷ ποιμνίῳ. καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ᾿Ιεσσαί· ἀπόστειλον καὶ λαβὲ αὐτόν, ὅτι οὐ μὴ κατακλιθῶμεν ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτόν. καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγεν αὐτόν· καὶ αὐτὸς πυρράκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν καὶ ἀγαθὸς ὁράσει Κυρίῳ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἀνάστα καὶ χρῖσον τὸν Δαυίδ, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀγαθός. καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου καὶ ἔχρισεν αὐτὸ ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω. καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν εἰς ᾿Αρμαθαίμ» (Α΄ Βασιλειῶν ιστ΄ 11-13 )

Δηλαδή : «Μετά τόν ρώτησε: Αὐτά εἶναι τά παιδιά σου; Ἐκεῖνος ἀπάντησε: Ἀπομένει ἀκόμα ὁ μικρότερος, ἀλλ’ αὐτός βόσκει τά πρόβατα. Στεῖλε καί φέρ’ τον, τοῦ εἶπε ὁ Σαμουήλ. Δέν θά καθήσουμε στό τραπέζι πρίν να’ ρθει κι αὐτός ἐδῶ. Ὁ Ἰεσσαί ἔστειλε κι ἔφερε τό Δαβίδ. Ἦταν ξανθός, μέ σπινθηροβόλο βλέμμα κι ὡραῖο πρόσωπο. Ὁ κύριος εἶπε στό Σαμουήλ : Σήκω καί χρίσε τον, αὐτός εἶναι. Πῆρε λοιπόν ὁ Σαμουήλ τό δοχεῖο μέ τό λάδι καί τό τόν ἔχρισε βασιλιά μπροστά στούς ἀδελφούς του.  Τότε ἦρθε τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου στό Δαβίδ κι ἀπό κείνη τήν ἡμέρα ἔμεινε μαζί του. Μετά ὁ Σαμουήλ ἔφυγε καί γύρισε στή Ραμά»

 

            στ)Οἱ ἀδελφοί Πέτρος καί Ἀνδρέας ἔρριχναν τό δίχτυ τους στήν θάλασσα ὅταν ὁ Κύριος τούς κάλεσε νά Τόν ἀκολουθήσουν

            «Περιπατν δ παρ τν θλασσαν τς Γαλιλαας εδεν δο δελφος, Σμωνα τν λεγμενον Πτρον κα νδραν τν δελφν ατο, βλλοντας μφβληστρον ες τν θλασσαν· σαν γρ λιες. κα λγει ατος· Δετε πσω μου, κα ποισω μς λιες νθρπων. ο δ εθως φντες τ δκτυα κολοθησαν ατ » (Ματθαίου δ΄ 18-20)

            Δηλαδή : «Καθώς ησος περπατοσε στήν χθη τς λίμνης τς Γαλιλαίας, εδε δύο δέρφια, τό Σίμωνα, πού τόν λεγαν καί Πέτρο, καί τόν δερφό το τόν νδρέα, νά ρίχνουν τά δίχτυα στή λίμνη, γιατί ταν ψαράδες. «κολουθστε μέ», τούς λέει, «καί θά σς κάνω ψαράδες νθρώπων». Κι ατοί μέσως φησαν τά δίχτυα καί τόν κολούθησαν »

 

            ζ)Τόν Ματθαῖο ὁ Χριστός τόν κάλεσε ἀπό τό τελώνεια πού μάζευε φόρους

            «Κα παργων ησος κεθεν εδεν νθρωπον καθμενον π τ τελνιον, Ματθαον λεγμενον, κα λγει ατ· κολοθει μοι. κα ναστς κολοθησεν ατ» (Ματθαίου θ΄ 9)

            Δηλαδή : «Προχωρώντας ησος πιό πέρα, εδε νά κάθεται στό τελωνεο νας νθρωπος πού τόν λεγαν Ματθαο, καί το λέει: «κολούθησε μέ. Κι κενος σηκώθηκε καί τόν κολούθησε »

 

            η)Τόν Παῦλο τόν κάλεσε ὁ Χριστός ἐνῶ ἔτρεχε στό ἔργο τοῦ διωγμοῦ τῶν Χριστιανων

            « δ Σαλος τι μπνων πειλς κα φνου ες τος μαθητς το Κυρου, προσελθν τ ρχιερε τσατο παρ' ατο πιστολς ες Δαμασκν πρς τς συναγωγς, πως ἐάν τινας ερ τς δο ντας, νδρας τε κα γυνακας, δεδεμνους γγ ες ερουσαλμ. ν δ τ πορεεσθαι γνετο ατν γγζειν τ Δαμασκ, κα ξαφνης περιστραψεν ατν φς π το ορανο» (Πράξεων θ΄ 1-3)

              Δηλαδή : «Στό μεταξύ Σαλος συνέχιζε νά χει πειλητικές καί φονικές διαθέσεις γιά τούς μαθητές το Κυρίου· πγε στόν ρχιερέα καί το ζήτησε συστατικές πιστολές γιά τίς συναγωγές στή Δαμασκό. ποιους θά ’βρισκε κε νά κολουθον τήν δό το Κυρίου, ντρες καί γυνακες, θελε νά τούς φέρει δεμένους στήν ερουσαλήμ. Καθώς πήγαινε, ταν πλησίαζε στήν Δαμασκό, ξαφνικά τόν φώτισε μία στραπή πό τόν ορανό »