logo


 

Ἐπαναφορά στό ἀρχαῖο κάλλος

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ.

 

Δημοσιεύθηκε 13.4.2013

 

          Τίς δύο συνεχόμενες Κυριακές Δ΄ καί Ε΄ Νηστειῶν ἡ Ἐκκλησία μας διαμηνύει στούς πιστούς, ὅτι μποροῦν ἀδιακρίτως ἄνδρες καί γυναῖκες νά κατακτήσουν τίς κορυφές τῶν ἀρετῶν καί νά δοξασθοῦν ἀπό τόν Κύριο μας Ἰησοῦ Χριστό γιά τήν ἄσκησή τους.

* * * * *

        Τούτου δοθέντος ὀφείλουμε νά ὑπενθυμίσουμε συνοπτικά καί μέ περιεκτικές γραμμές τό διάγραμμα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ νοήματος αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου.

            1. Ὁ ἄνθρωπος στήν ἀρχική πρό τῆς πτώσεως κατάστασή του ὑπερεῖχε ὡς πρός τήν κατάσταση στήν ὁποία περιῆλθε μετά τήν πτώση, διότι ἐξῆλθε ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Πλάστου του σχετικῶς τέλειος. Ἤτο «ἄκακος, εὐθύς, ἐνάρετος, ἄλυπος, ἀμέριμνος, πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένος» κατά τήν διατύπωση τοῦ πρυτάνεως τῆς θεολογίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.

            Στήν κατάσταση αὐτή ὁ ἄνθρωπος διέθετε πέντε θεῖα δῶρα μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε καί τό στόλισε ὁ Δημιουργός Θεός:

            α΄ Τήν κυριαρχία ἐπί τῶν ζώων καί ἐπί τῆς κτίσεως (Γενέσεως α΄ 26). Μέ τήν ἁμαρτία ἡ ἄλογη φύση ἀποστάτησε καί ἐξανέστη κατά τοῦ παραβάτου τῆς θείας ἐντολῆς ἀνθρώπου, ἀρνούμενη νά τόν σεβασθεῖ, νά ὑποταχθεῖ σ’ αὐτόν καί νά τόν ὑπηρετήσει, «συνωδίνουσα ἄχρι τοῦ νῦν» (Πρός Ρωμαίους η΄ 22).

            β΄ Τήν δυνατότητα τῆς ἀθανασίας, (Γενέσεως γ΄ 22) διότι ὁ Πρωτόπλαστος Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως εἶχε τήν δυνατότητα νά μήν ἀποθάνει. Ἦτο δυνάμει ἀθάνατος ἐφ’ ὅσον παρέμενε σέ κοινωνία μέ τόν Δημιουργό Του, τηρώντας τήν ἐντολή Του.  

            γ΄ Τήν ἀπάθεια τοῦ σώματος καί τήν ἔλλειψη πόνου καί θλίψεων καί μόχθων καί ἱδρώτων Μετά τήν πτώση ἐνεφανίσθησαν στήν ζωή τῶν Πρωτοπλάστων Ἀδάμ καί Εὔας ὅλες αὐτές οἱ συνέπειες (Γενέσεως γ΄ 16-19).

            δ΄ Τήν ἀποχή ἀπό τήν ἁμαρτία καί τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἐπιθυμία τῆς ἁμαρτίας.

            Οἱ Πρωτόπλαστοι ἦσαν ἐλεύθεροι καί νά ἁμαρτήσουν καί νά μήν ἁμαρτήσουν. Εἶχαν τήν ἐξουσία εἴτε νά μείνουν καί νά προκόπτουν στό ἀγαθό βοηθούμενοι ἀπό τήν θεία Χάρη εἴτε νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ αὐτοῦ, ὅπως καί ἀπομακρύνθηκαν ἁμαρτήσαντες μέ συνέπεια νά ὑποδουλωθοῦν στά πάθη τῆς ἁμαρτίας πού συμφύονται μετά τήν πτώση στήν προαίρεσή του ( Πρός Ρωμαίους ζ΄ 15-24).

            ε΄ Τήν θεογνωσία καί τήν κατοχή πολλῶν γνώσεων (Γενέσεως γ΄ 20).

            Ὅταν ἁμάρτησαν οἱ Πρωτόπλαστοι ὁ νοῦς τους ἐξησθένησε, ἀμβλύνθηκε καί σκοτίσθηκε ἀπολέσας τήν ἀρχική γνωστική δύναμή του φερόμενος τοῦ λοιποῦ πρός τήν ὕλη καί ὄχι πρός τόν Δημιουργό Θεό. (Πρός Ρωμαίους α΄ 20-25).

              * * * * *

            2. Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός μέ ὅλα ὅσα δίδαξε καί ἔπραξε ἔδωσε τήν δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά ἐπανέλθει στήν πρό τῆς πτώσεως κατάστασή του στό ἀρχαῖο κάλλος ἀποβάλλων τήν δυσειδία (ἀσχήμια) τοῦ προσώπου. Ὁ Κύριος τήν ἀνόρθωση καί ἀποκατάσταση τοῦ τραυματισμένου ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπου ὀνόμασε ἀναγέννηση (Ἰωάννου γ΄ 5-8· Πρός Κορινθίους Α΄ ιε΄ 45-49).

            Ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἔργο τοῦ ἁγίου Πνεύματος πού συντελεῖται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει, πιστέψει, συμμετέχει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἀγωνίζεται νά τηρεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζουν τόν ἅγιο θέλημά Του γιά νά διατηρηθεῖ στήν κατάσταση τῆς σωτηρίας, τῆς ζωῆς, τῆς δόξης καί τῆς θείας υἱοθεσίας.

            Ζῶντας στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος γίνεται νέα δημιουργία, νέα κτίση, νέος ἄνθρωπος, νέα ὕπαρξη.