Ἡ Ἀ π ό ρ ρ ι ψ η τ ο ῦ Χ ρ ι σ τ ο ῦ
τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ
Στά ἱερά εὐαγγέλια ἀναφέρονται παραδείγματα ἀνθρώπων πού δέχθηκαν τήν θεία πρόσκληση, ἀνταποκρίθηκαν σ’ αὐτή καί ἀφιερώθηκαν μέ μετάνοια καί πίστη στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀναφέρονται ὅμως παραλλήλως καί παριπτώσεις ἄλλων πού ἀπέρριψαν τόν Ἰησοῦ Χριστό.
α΄ Οἱ Γεργεσηνοί (Ματθαίου η΄ 28-34)
«Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ἦν δὲ μακρὰν ἀπ' αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν »
Δηλαδή : «Ὅταν ἔφτασε στήν ἀπέναντι ὄχθη, στήν περιοχή τῶν Γεργεσηνῶν, τόν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι ποῦ ἔρχονταν ἀπό τά μνήματα, τόσο φοβεροί, πού κανένας δέν τολμοῦσε νά περάσει ἀπό κεῖνο τό δρόμο Καί μέ κραυγές τοῦ εἶπαν: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μ’ ἐμᾶς, Υἱέ τοῦ Θεοῦ; Ἦρθες ἐδῶ γιά νά μᾶς βασανίσεις πρίν τήν ὥρα μας;» Μακριά ἀπ’ αὐτούς ἔβοσκε ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους. Καί οἱ δαίμονες τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Ἄν εἶναι νά μᾶς διώξεις, ἄφησέ μας νά πᾶμε στό κοπάδι τῶν χοίρων». Κι’ ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Πηγαίνετε. Αὐτοί βγῆκαν καί πῆγαν στό κοπάδι τῶν χοίρων. Καί ὅλο τό κοπάδι τῶν χοίρων ὅρμησε καί γκρεμίστηκε στή λίμνη καί πνίγηκαν μέσα στά νερά. Τότε οἱ βοσκοί ἔφυγαν, πῆγαν στήν πόλη καί ἀνάγγειλαν ὅλα τά συμβάντα καί ὅ,τι ἔγινε μέ τούς δαιμονισμένους. Βγῆκε τότε ὅλη ἡ πόλη νά συναντήσει τόν Ἰησοῦ, κι ὅταν τόν εἶδαν, τόν παρακάλεσαν νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τους »
Ὁ Κύριός μας περιοδεύοντας στήν περιοχή τῆς ἀνατολικῆς ὄχθης τοῦ Ἰορδάνου στήν περιοχή πού σήμερα ἀνήκει στήν Ἰορδανία ἔξω ἀπό τήν πόλη τῶν Γεργέσων συναντήθηκε μέ δύο δαιμονισμένους. Εἶχε μιά συνομιλία μέ τά δαιμόνια πού μιλοῦσαν μέ τά στόματα τῶν δαιμονισμένων καί Τοῦ ζήτησαν ἀφοῦ θά τούς ἐξεδίωκε ἀπό τούς ἀνθρώπους νά τούς ἐπιτρέψει νά εἰσέλθουν σέ μιά ἀγέλη χοίρων πού ἔβοσκε στήν περιοχή. Ἀπαγορευόταν στούς Ἰσραηλῖτες νά τρώγουν καί νά ἐκτρέφουν χοιρινά. Ὁ Κύριος τούς ἐπέτρεψε καί ἡ ἀγέλη τῶν ζώων ὁδηγούμενη ἀπό τούς δαίμονες κρημνίστηκε στήν λίμνη καί πνίγηκε.
Ὅταν οἱ κάτοικοι τῶν Γεργέσων πληροφορήθηκαν τό γεγονός βγῆκαν ὅλοι μαζί νά συναντήσουν τόν Κύριο καί Τόν παρεκάλεσαν νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τους, ἐπειδή μέ τό θαῦμα ζημιώθηκαν ἀπό τήν ἀπώλεια τῶν ζώων.
Οἱ Γεργεσηνοί ἐδίωξαν τόν Κύριο ἐπειδή ἔβλαψε τά ὑλικά συμφέροντά τους.
※ ※ ※
β΄ Οἱ Ναζαρηνοί (Μάρκου στ΄ 1-5).
«Καὶ ἐξῆλθε ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. καὶ γενομένου σαββάτου ἤρξατο ἐν τῇ συναγωγῇ διδάσκειν· καὶ πολλοὶ ἀκούοντες ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· Πόθεν τούτῳ ταῦτα; καὶ τίς ἡ σοφία ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καὶ δυνάμεις τοιαῦται διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ γίνονται; οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκτων, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ καὶ Ἰούδα καὶ Σίμωνος; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. ἔλεγε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι Οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ »
Δηλαδή : «Ἔφυγε ἀπό κεῖ ὁ Ἰησοῦς κι ἦρθε στήν πατρίδα του. Οἱ μαθητές του τόν ἀκολουθοῦσαν. τό Σάββατο ἄρχισε νά διδάσκει στή συναγωγή. Πολλοί πού τόν ἄκουγαν ἀποροῦσαν κι ἔλεγαν: «Ἀπό ποῦ τά κατέχει αὐτά; Καί ποιά εἶναι ἡ σοφία αὐτή πού τοῦ δόθηκε; Πῶς κάνει τέτοια θαύματα μέ τά χέρια του; Αὐτός δέν εἶναι ὁ ξυλουργός, ὁ γιός τῆς Μαρίας κι ἀδελφός του Ἰακώβου, τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ Σίμωνα; Κι οἱ ἀδελφές του δέ μένουν ἐδῶ στόν τόπο μας; «Κι αὐτό τούς δημιουργοῦσε ἐμπόδιο νά τόν πιστέψουν. Κι’ ὁ Ἰησοῦς τούς ἔλεγε: «Δέν ὑπάρχει προφήτης πού νά μήν τόν περιφρονοῦν οἱ συμπατριῶτες του, οἱ συγγενεῖς του κι ἡ οἰκογένειά του». Κι΄ ἔτσι δέν μποροῦσε νά κάνει ἐκεῖ κανένα θαῦμα, παρά μόνο ἀκούμπησε τά χέρια του σέ λίγους ἀρρώστους καί τούς θεράπευσε. Κι΄ ἔμενε κατάπληκτος ἀπό τήν ἀπιστία τους »
Ὁ Κύριος μετά τό βάπτισμά Του στόν Ἰορδάνη ἀπό τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο ἄρχισε νά κηρύττει καί νά περιοδεύει στήν περιοχή τῆς Γαλιλαίας. Κατά τήν διάρκεια τῆς πρώτης περιοδείας Του ἐπισκέφθηκε μαζί μέ τούς Μαθητές Του τήν Ναζαρέτ πού μεγάλωσε. Ἕνα Σάββατο κατά τήν διάρκεια ἐκείνης τῆς ἐπισκέψεως Του πῆγε μέ τούς Μαθητές Του στήν Συναγωγή, πού ἦσαν συγκεντωμένοι οἱ πατριῶτες Του καί κατά τήν συνήθειά Του μίλησε στούς συγκεντρωμένους πατριῶτες Του. Αὐτοί διερωτῶντο πῶς εἶχε τόση σοφία ὅταν δίδασκε, πῶς ἔκανε θαύματα ἐνῶ κατήγετο ἀπό μία φτωχή καί ἄσημη οἰκογένεια. Ἡ καταγωγή Του τούς δημιούργησε ἐμπόδιο νά Τόν πιστέψουν. Ἐκεῖνος ἔμεινε κατάπληκτος ἀπό τήν ἀπιστία τους.
Τόν εἶχαν ἀπορρίψει ἕνεκα τῆς ἄσημης καταγωγῆς Του.
※ ※ ※
γ΄ Ὁ Πιλᾶτος (Ἰωάννου ιη΄)
Ὅταν ὁ Πιλᾶτος ἀνέκρινε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό διεπίστωσε, ὅτι ἦταν ἀθῶος καί ἀποπειράθηκε μέ τέσσερεις διαφορετικούς τρόπους νά Τόν ἐλευθερώσει. Ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἀντιλήφθηκαν αὐτή τήν πρόθεση τοῦ Πιλάτου τοῦ ἔθεσαν τό δίλημμα ἤ νά καταδικάσει τόν Ἰησοῦ Χριστό σέ θάνατο, ὅπως τοῦ ζητοῦσαν ἐπίμονα ἤ θά τόν κατήγγειλαν στόν αὐτοκράτορα καί θά ἔχανε τό ἀξίωμα καί τήν δόξα τῆς ἐξουσίας του.
Προτίμησε νά καταδικάσει τόν ἀθῶο γιά νά μή χάσει τήν δόξα τοῦ ἀξιώματός του.
※ ※ ※
δ΄ Οἱ Θεσσαλονικεῖς (Πράξεων ιζ΄ 1-9)
«Διοδεύσαντες δὲ τὴν Ἀμφίπολιν καὶ Ἀπολλωνίαν ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου ἦν συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων. κατὰ δὲ τὸ εἰωθὸς τῷ Παύλῳ εἰσῆλθε πρὸς αὐτοὺς, καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν, καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, Ἰησοῦς ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν καὶ προσεκληρώθησαν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε σεβομένων Ἑλλήνων πολὺ πλῆθος γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι. Προσλαβόμενοι δὲ οἱ ἀπειθοῦντες Ἰουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν, ἐπιστάντες τε τῇ οἰκίᾳ Ἰάσονος ἐζήτουν αὐτοὺς ἀγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον· μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν Ἰάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας, βοῶντες ὅτι Οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν, οὓς ὑποδέδεκται Ἰάσων· καὶ οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι Ἰησοῦν. ἐτάραξαν δὲ τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας ἀκούοντας ταῦτα. καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ Ἰάσονος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς»
Δηλαδή : «Πέρασαν ἀπό τήν Ἀμφίπολη καί τήν Ἀπολλωνία καί ἦρθαν στή Θεσσαλονίκη, ὅπου ὑπῆρχε συναγωγή τῶν Ἰουδαίων. Ὁ Παῦλος σύμφωνα μέ τή συνήθειά του πῆγε στή συναγωγή, καί τρία Σάββατα συνέχεια συζητοῦσε μαζί τους, ἑρμηνεύοντας τή Γραφή καί δείχνοντας πώς σύμφωνα μ’ αὐτήν ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νά πάθει καί ν’ ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. «Καί αὐτός ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ Ἰησοῦς, αὐτός πού ἐγώ σᾶς κηρύττω», τούς ἔλεγε. Μερικοί ἀπό αὐτούς πείστηκαν καί ἔγιναν μαθητές τοῦ Παύλου καί τοῦ Σίλα· ἀπό τούς Ἕλληνες πού ἦταν προσήλυτοι πίστεψε πλῆθος πολύ, καί ἀπό τίς γυναῖκες πού εἶχαν ἐπιρροή στήν κοινωνία πίστεψαν ὄχι καί λίγες. Τότε οἱ Ἰουδαῖοι πού δέν πίστεψαν, προσέλαβαν μερικούς πονηρούς ἀνθρώπους, ἀπό κείνους πού τριγυρίζουν στήν ἀγορά, ξεσήκωσαν τόν ὄχλο καί δημιούργησαν ταραχές στήν πόλη. Στάθηκαν μπροστά στό σπίτι τοῦ Ἰάσονα καί ἤθελαν νά φέρουν τόν Παῦλο καί τό Σίλα στή λαϊκή συνέλευση. Ἐπειδή ὅμως δέν τούς βρῆκαν, ἔσυραν τόν Ἰάσονα καί μερικούς ἄλλους χριστιανούς μπροστά στούς ἄρχοντες τῆς πόλης καί κραύγαζαν: «Αὐτοί πού ἀναστάτωσαν τήν οἰκουμένη ἦρθαν κι ἐδῶ! Αὐτούς τούς φιλοξενεῖ ὁ Ἰάσων. Ὅλοι τους παραβαίνουν τούς νόμους τοῦ αὐτοκράτορα καί ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ πραγματικός βασιλιάς εἶναι ἄλλος, ὁ Ἰησοῦς». Μ’ αὐτά τά λόγια ἀναστάτωσαν τό λαό καί τούς ἄρχοντες τῆς πόλης πού τ’ ἄκουγαν. Οἱ ἄρχοντες, ἀφοῦ πῆραν χρηματικά ἐγγύηση ἀπό τόν Ἰάσονα καί ἀπό τούς ἄλλους, τούς ἄφησαν ἐλεύθερους»
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μετά τούς Φιλίππους μετέβη στήν Θεσσαλονίκη. Κατά τήν συνήθεια του ἐπισκεπτόταν πρῶτα τήν Συναγωγή τῶν Ἰουδαίων στούς ὁποίους ἐκήρυττε τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μερικοί Ἰουδαῖοι πού διαφωνοῦσαν μέ τό κήρυγμα του ἀναστάτωσαν τήν πόλη καί ἀνάγκασαν τόν ἀπόστολο Παῦλο νά φύγει κατευθυνόμενος πρός τήν Βέροια.
Ὁ θρησκευτικός φανατισμός τους στάθηκε ἐμπόδιο νά πιστέψουν στόν Χριστό.
※ ※ ※
Οἱ Ἀθηναῖοι(Πράξεων ιζ΄ 33-34)
«Ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· Ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. καί οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς »
Δηλαδή : «Ὅταν ἄκουσαν γιά ἀνάσταση νεκρῶν, ἄλλοι κορόιδευαν κι ἄλλοι εἶπαν: “Θά μᾶς τά ξαναπεῖς μίαν ἄλλη φορᾶ». Τότε ὁ Παῦλος ἔφυγε ἀπ’ ἀνάμεσά τους. Μερικοί ὅμως ἄντρες προσκολλήθηκαν σ’ αὐτόν κι ἔγιναν χριστιανοί κι ἀνάμεσά τους καί ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, καθώς καί μία γυναίκα πού λεγόταν Δάμαρις, καί ἄλλοι μαζί μ’ αὐτούς »
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μετά τήν Βέροια ἐπισκέφθηκε τήν Ἀθήνα τό 51 μ.Χ. καί ἀφοῦ περιηγήθηκε γιά ἀρκετές ἡμέρες στήν πόλη τελικά ὁδηγήθηκε στόν Ἄρειο Πάγο ὅπου ἐκήρυξε στούς συγκεντρωμένους Ἀθηναίους στήν Πνύκα τόν «ἄγνωστο Θεό», τήν μετάνοια καί τήν ἀνάσταση ἐκ τῶν νεκρῶν.
Οἱ Ἀθηναῖοι πού ἦσαν μορφωνένοι ὑποτίμησαν τόν ἀπόστολο Παῦλο ὡς «σπερμολόγο» καί τό περιεχόμενο τῆς διδαχῆς του τούς φάνηκε ἀλλόκοτο.
Ἡ μόρφωση τούς ἐμπόδισε νά πιστέψουν στόν Χριστό.
※ ※ ※
στ΄ Ὁ Φῆλιξ (Πράξεων κγ΄ 24-κε΄14)
Ἦταν Ἕλληνας δοῦλος πού ἀπελευθερώθηκε εὐνοούμενος τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης Κλαυδίου (41-54 μ.Χ.) καί ἀργότερα τοῦ Νέρωνα (54-68 μ.Χ.)
Ἄρχισε τήν σταδιοδρομία του σάν πληρεξούσιος τοῦ αὐτοκράτορα ἡγεμόνας τῆς Ἰουδαίας ἀποπλανώντας τήν Δρουσσίλα τήν ἀδελφή τοῦ Ἀγρίππα τοῦ β΄καί σύζυγο τοῦ Βασιλιά τῆς Ἐμέσσης τῆς Συρίας πού τήν παντρεύτηκε.
Νόμιζε ὅτι, ἐπειδή ἦταν εὐνοούμενος τῶν αὐτοκρατόρων, μποροῦσε νά διοικήσει ὅπως ἤθελε. Ἦταν ἐπιδεκτικός στήν καλοκεία καί ἐφοβεῖτο τόν ἔλεγχο τῆς ἁμαρτίας καθώς φαίνεται ἀπό τήν ἀντίδραση του ὅταν ἄκουσε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά ὁμιλεῖ «περί δικαιοσύνης καί ἐγκράτειας καί «περί τῆς μελλούσης κρίσεως».
Ὁ Ρωμαῖος ἱστορικός Τάκιτος γράφει γι’ αὐτόν ὅτι «γλέντησε μέ σκληρότητα καί ἄμετρη ἐπιθυμία καί διαχειρίσθηκε τήν δύναμη τοῦ βασιλέως μέ τό μυαλό ἑνός δούλου».
Ἦταν ἀναποφάσιστος καί ἀναβλητικός. Κράτησε τόν ἀπόστολο Παῦλο φυλακισμένο ἐπί δύο χρόνια (58-60 μ.Χ.) ἐλπίζοντας, ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος θά ἀγόραζε τήν ἐλευθερία του.
Ἀπό ἀναβολή καί ἀμέλεια δέν πίστεψε στόν Χριστό.
※ ※ ※
ζ΄ Ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀγρίππας ὁ Β΄ (Πράξεων κδ΄, κε΄, κστ΄)
Μερικοί Ἰουδαῖοι συνωμότησαν γιά νά σκοτώσουν τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τό πληροφορήθηκε ἀπό τόν ἀνεψιό του (υἱό τῆς ἀδελφῆς του). Ἐπειδή ἦταν Ρωμαῖος πολίτης ζήτησε νά δικασθεῖ ἀπό τόν αὐτοκράτορα κατά τό δικαίωμα πού εἶχαν οἱ Ρωμαῖοι πολίτες.
Πρίν σταλεῖ στήν Ρώμη γιά νά δικασθεῖ ἐπισκέφθηκε στήν Καισάρεια τόν Ρωμαῖο Διοικητή τῆς περιοχῆς τῆς Ἰουδαίας πού ἦταν ὁ Φῆστος, πού εἶχε διαδεχθεῖ ἐν τῷ μεταξύ τόν Φήλικα, ὁ Διοικητής τῶν περιοχῶν Ἰτουραίας, Τραχωνίτιδος καί Ἀβιληνῆς στόν ὁποῖο εἶχε ἀποδοθεῖ ὁ τίτλος τοῦ βασιλιά
ὁ Ἀγρίππας ὁ β΄ μέ τήν γυναίκα του τήν Βερενίκη ἐξεδήλωσε τήν ἐπιθυμία νά δικάσει τόν ἀπόστολο Παῦλο.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρῆκε τήν εὐκαιρία νά κηρύξει τόν Ἰησοῦ Χριστό. ὁ βασιλιᾶς Ἀγρίππας ὁ β΄ ἐντυπωσιάσθηκε ἀπό τήν ἀπολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ εἶπε «Λίγο ἀκόμη καί θά μέ πείσεις νά γίνω Χριστιανός». Ἀλλά δέν ἔγινε, ἐπειδή ζοῦσε στήν ἀκολασία μέ τήν φαντασμένη Βερενίκη, ἡ ὁποία ἦταν μεγαλύτερη κόρη τοῦ Ἡρώδη τοῦ Ἀγρίππα Α΄ καί ἀδελφή τοῦ Ἀγρίππα τοῦ β΄καί ζωή της ὑπῆρξε μία συνεχής ἀκολασία καί αἱμομιξία.
Ἡ ἠθική ἀποχαλίνωση τόν ἐμπόδισε νά πιστέψει στόν Χριστό.
※ ※ ※
Ἐνῶ λοιπόν ἀναφέρονται αὐτά τά περιστατικά διαπιστώνουμε ὅτι σ’ ὅλες τίς περιπτώσεις δέν δόθηκε ἄλλη εὐκαιρία νά πιστέψουν καί νά σωθοῦν.
Αὐτή ἡ διαπίστωση ἄς προβληματίσει μήπως ἡ εὐκαιρία πού σοῦ δίνει ὁ Θεός εἶναι ἡ τελευταία. Ἄν τήν ἀπορρίψεις δέν θά ἔχεις ἄλλη εὐκαιρία.