logo


Ὁ ἐρχόμενος Θεός καί βασιλεύς τῆς δόξης

 

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

Κυριακή τῶν Βαΐων (13 Ἀπριλίου 2014)

 

            Ἀναλύοντας τά γεγονότα πού συνέβησαν κατά τήν εἴδοσο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στά Ἰεροσόλυμα πρό ἕξι ἡμερῶν τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα διαπιστώνουμε, ὅτι ἀποκαλύπτεται ἐνώπιόν μας ἡ ταυτότητά Του:

            « Κα τε γγισαν ες εροσλυμα κα λθον ες Βηθσφαγ ες τ ρος τν λαιν, ττε ησος πστειλε δο μαθητς λγων ατος· Πορεεθητε ες τν κμην τν πναντι μν, κα εθως ερσετε νον δεδεμνην κα πλον μετ' ατς· λσαντες γγετ μοι. κα ἐάν τις μν επ τι, ρετε τι Κριος ατν χρεαν χει· εθως δ ποστελε ατος. Τοτο δ λον γγονεν να πληρωθ τ ηθν δι το προφτου λγοντος· επατε τ θυγατρ Σιν, δο βασιλες σου ρχετα σοι, πρας κα πιβεβηκς π νον κα πλον υἱὸν ποζυγου. πορευθντες δ ο μαθητα κα ποισαντες καθς προσταξεν ατος ησος, γαγον τν νον κα τν πλον, κα πθηκαν πνω ατν τ μτια ατν, κα πεκθισεν πνω ατν. δ πλεστος χλος στρωσαν αυτν τ μτια ν τ δ, λλοι δ κοπτον κλδους π τν δνδρων κα στρννυον ν τ δ. ο δ χλοι ο προγοντες (ατν) κα ο κολουθοντες κραζον λγοντες· σανν τ υἱῷ Δαυδ· ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου· σανν ν τος ψστοις. κα εσελθντος ατο ες εροσλυμα σεσθη πσα πλις λγουσα· Τς στιν οτος; ο δ χλοι λεγον· Οτς στιν ησος προφτης π Ναζαρτ τς Γαλιλαας. Κα εσλθεν ησος ες τ ερν το Θεο, κα ξβαλε πντας τος πωλοντας κα γορζοντας ν τ ερ, κα τς τραπζας τν κολλυβιστν κατστρεψε κα τς καθδρας τν πωλοντων τς περιστερς, κα λγει ατος· Γγραπται, οκς μου οκος προσευχς κληθσεται· μες δ ατν ποισατε σπλαιον λστν. Κα προσλθον ατ χωλο κα τυφλο ν τ ερ κα θερπευσεν ατος. δντες δ ο ρχιερες κα ο γραμματες τ θαυμσια ποησε κα τος παδας κρζοντας ν τ ερ κα λγοντας, σανν τ υἱῷ Δαυδ, γανκτησαν κα επον ατ· κοεις τ οτοι λγουσιν; δ ησος λγει ατος· Να· οδποτε νγνωτε τι κ στματος νηπων κα θηλαζντων κατηρτσω ανον; κα καταλιπν ατος ξλθεν ξω τς πλεως ες Βηθαναν κα ηλσθη κε » (Ματθαίου κα΄ 1-17).

   Δηλαδή : «ταν πλησίασαν στά εροσόλυμα κι φτασαν στήν Βηθσφαγή, κοντά στό ρος τν λαίων, ησος στειλε δύο μαθητές λέγοντάς τους: «Νά πᾶτε στό χωριό πού εναι πέναντί σας, καί θά βρετε μέσως να θηλυκό γαϊδούρι δεμένο, μαζί μέ τό πουλάρι του. Νά τά λύσετε καί νά μο τά φέρετε. Κι ν σς πε κανένας τίποτε, νά το πετε πώς τά χρειάζεται Κύριος. Κι ατός θά τά στείλει μέσως». Αὐτά γιναν γιά νά κπληρωθε κενο πού εχε πε Θεός μέ τά λόγια τοῦ προφήτη: Πέστε στή θυγατέρα Σιών: Νά’ τος, ρχεται σ’ σένα σάν βασιλιάς σου πρᾶος καβάλα πάνω σέ γαϊδούρι καί πάνω σέ πουλάρι, γέννημα ποζυγίου. Οἱ μαθητές πγαν κι καναν πως τούς πρόσταξε ησος. Ἔφεραν τό γαϊδούρι καί τό πουλάρι του, βαλαν πάνω τους τά ροχα τους κι κενος κάθισε πάνω σ’ ατά. Οἱ πιό πολλοί πό τό πλθος στρωναν τά ροχα τους στό δρόμο, ν λλοι κοβαν κλαδιά πό τά δέντρα καί τά στρωναν στό δρόμο. Καί τό πλθος, σοι βάδιζαν μπροστά του κι σοι κολουθοσαν, κραύγαζαν: Δόξα στόν Υό το Δαβίδ! Ελογημένος ατός πού ρχεται σταλμένος πό τόν Κύριο! Δόξα στόν ψιστο Θεό! ταν μπκαν στά εροσόλυμα, ναστατώθηκε λη πόλη, καί λεγαν: «Ποιός εναι ατός;» Καί τό πλθος λεγε: «Ατός εναι   προφήτης ησος, πό τή Ναζαρέτ τς Γαλιλαίας». Ὁ ησος μπκε στό ναό το Θεο κι δίωξε λους ατούς πού πουλοσαν καί γόραζαν στό χρο το ναο, καί ναποδογύρισε τά τραπέζια τν ργυραμοιβν καί τά καθίσματα ατν πού πουλοσαν περιστέρια. Καί τούς επε: « Γραφή λέει: οκος μου πρέπει νά εναι οκος προσευχς· σες μως τόν κάνετε σπήλαιο ληστν». Ἐκεῖ στό ναό τόν πλησίασαν κουτσοί καί τυφλοί, καί τούς θεράπευσε. Ὅταν εδαν ο  ρχιερες καί ο γραμματες τά θαύματα πού κανε, καί τά παιδιά νά φωνάζουν μέσα στό ναό καί νά λένε «δόξα στόν Υό το Δαβίδ», γανάκτησαν καί το επαν: «Δέν κος τί λένε ατοί;» Κι ησος τούς λέει: «Καί βέβαια τ’ κουσα. λλά κι σες δέ διαβάσατε ποτέ στήν  Γραφή πώς πό τό στόμα τν νηπίων καί τν βρεφν κανες νά βγε τέλειος μνος;». Τούς ἄφησε καί βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πόλη, στήν Βηθανία, καί διανυκτέρευσε ἐκε».

Ἀπό τήν μαρτυρία τῶν Εὐαγγελιστῶν προκύπτουν τά ἑξῆς σχετικῶς μέ τήν ταυτότητα τοῦ Κυρίου μας:

            1. Ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ὑποδέχθηκαν τόν Κύριό μας Ἰησοῦ ὡς τόν Μεσσία, τόν Ὁποῖο εἶχε ὑποσχεθεῖ, ὅτι θά ἔστελνε ὁ Θεός στόν κόσμο ὡς Λυτρωτή καί Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Στό πρόσωπό Του ἐκπληρώθηκαν καί πραγματοποιήθηκαν οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γι’ αὐτό καί ὁ λαός Τόν ἐπευφημοῦσε, κραυγάζοντας :

             «σανν τ υἱῷ Δαυδ· ελογημνος ρχμενος ν νματι Κυρου· σανν ν τος ψστοις» (Ματθαίου κα΄, 9).

   Δηλαδή : «Δόξα στόν Υἱό τοῦ Δαβίδ! Εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται σταλμένος ἀπό τόν Κύριο!  Δόξα στόν ὕψιστο Θεό».

 

Ἡ προφητική διδασκαλία καί γραμματεία προλέγει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς ταυτότητας τοῦ Μεσσία, τῆς ἐποχῆς Του, τῆς ἀποστολῆς Του καί τοῦ ἔργου Του, τά ὁποῖα ἦταν γνωστά στούς Ἰουδαίους.

 Ἄν καί ὁ Ἰησοῦς στήν διάρκεια τῆς ζωῆς Του ἐκράτησε ἐπιφυλακτική στάση στόν τίτλο τοῦ Μεσσία, ἐπειδή ἔπρεπε νά τόν ἀποκαθάρει καί νά τόν ἀπαλλάξει ἀπό τά χαρακτηριστικά μιᾶς ἐπίγειας ἐγκόσμιας βασιλείας.

Ὡστόσο τήν ἡμέρα τῶν Βαΐων σκόπιμα ἀφήνει νά ἐπευφημηθεῖ ὡς Υἱός τοῦ Δαβίδ. Στήν θρησκευτική δίκη ὁ Ἀρχιερέας τῶν Ἰουδαίων Τόν ὑποχρεώνει νά ἀπαντήσει ἄν εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος σ’ αὐτή τήν πρόκληση χωρίς νά ἀπορρίψει αὐτό τόν τίτλο τόν ἑρμηνεύει δίδοντάς του ὑπερβατική προοπτική, ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ προορισμένος νά καθίσει στά δεξιά τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀπάντησή Του αὐτή ἐπέσυρε τήν καταδίκη Του, ἐφ’ ὅσον Τόν ἔκριναν «ἔνοχον θανάτου» (Ματθαίου κστ΄ 63-66).   

Ἔτσι ἀποκαλύπτεται κατά τήν θεολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἐξύψωσή Του στόν θεϊκό θρόνο προϋποθέτει τό πάθος καί τόν θάνατο.

«Καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.  διὸ καὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καἐχαρίσατο αὐτὄνομα τὑπὲρ πᾶν ὄνομα,  ἵνα ἐν τὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψἐπουρανίων καἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός » (Πρός Φιλιππησίους β΄ 8-11).

 

Δηλαδή: «Ταπεινώθηκε θεληματικά ὑπακούοντας μέχρι θανάτου. καί μάλιστα θανάτου σταυρικοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τόν ἀνέβασε πολύ ψηλά καί τοῦ χάρισε τό ὄνομα πού εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα τά ὀνόματα.  Κι ἔτσι, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ὅλα τά ἐπουράνια, τά ἐπίγεια καί τά ὑποχθόνια θά προσκυνήσουν, καί κάθε γλώσσα θά ὁμολογήσει ὅτι Κύριος εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά δοξάζεται ἔτσι ὁ Θεός Πατέρας ».

 

Γι’ αὐτό καί οἱ πνευματικοί ἡγέτες τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ διαμαρτυρήθηκαν, ἐπειδή ὁ Κύριος δέχθηκε αὐτούς τούς χαρακτηρισμούς οἱ ὁποῖοι κατά τήν γνώμη τους δέν Τοῦ ἀνῆκαν : «Κα επον ατ· κοεις τ οτοι λγουσιν; δ ησος λγει ατος· Να· οδποτε νγνωτε τι κ στματος νηπων κα θηλαζντων κατηρτσω ανον;» (Ματθαίου κα΄ 16).

Δηλαδή : «Καί το επαν: «Δέν κος τί λένε ατοί;» Κι ησος τούς λέει: «Καί βέβαια τ’ κουσα. λλά κι σες δέ διαβάσατε ποτέ στήν  Γραφή πώς πό τό στόμα τν νηπίων καί τν βρεφν κανες νά βγε τέλειος μνος; ».

Ὁ Χριστός δικαιολόγησε τόν λαό πού Τόν ἐπευφημοῦσε, ἀποδίδοντας σ’ Αὐτόν ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά πού συνέθεταν τήν μεσσιανικότητά Του.

Μετά τήν ἀνάστασή Του οἱ Δώδεκα κατάλαβαν τό νόημα, τί ἀκριβῶς σήμαινε, ὁ τίτλος Του, ὅταν τούς ἐξηγοῦσε τίς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης  γιά τόν Μεσσία καί τούς ἐρωτοῦσε:

«Οὐχὶ ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ;» (Λουκᾶ κδ΄ 26).

Δηλαδή : «Αὐτά δέν ἔπρεπε νά πάθει ὁ Μεσσίας καί νά δοξαστεῖ;»

 

* * * * *

2. Ὅτι ὁ Κύριος ἀπέρριψε τήν ἀντίληψη, ὅτι εἶναι ἕνας ἐγκόσμιος πολιτικός ἡγέτης – βασιλιάς καί ὅτι ἦλθε νά ἐγκαταστήσει μία ἐπίγεια κοσμική ἐξουσία, ἕνα κράτος. Διαπιστώνουμε, ὅτι ἡ ἀντίληψη αὐτή δέν ἦταν ἄγνωστη καί στούς Δώδεκα, ὅπως δείχνουν τά σχόλια τους (Ἰωάννου ιδ΄ 23 καί Πράξεων α΄ 6).

Καθισμένος πάνω σ’ ἕνα ταπεινό ὀνάριο μόνο ἐπίγειος κοσμικός βασιλιάς δέν φαινόνταν. Οἱ ἀγέρωχοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες συνηθισμένοι στούς μεγαλοπρεπεῖς γεμάτους ἰσχύ καί ἐπίδειξη θριάμβους τῶν στρατηγῶν καί αὐτοκρατόρων τῆς Ρώμης μᾶλλον ὡς ἑορταστικό ἐπεισόδιο τῶν προσελθόντων Ἰουδαίων γιά τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα τό ἐξέλαβαν. Γι’ αὐτό καί δέν τό ἐμπόδισαν νά ἐξελιχθεῖ.

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἀνακρινόμενος ἀπό τόν Πιλᾶτο στήν ἐρώτησή του «οὐκοῦν βασιλεύς εἶ σύ; » (Ἰωάννου ιη΄, 37) ἀπήντησε ὅτι : «Ἡ βασιλεία ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἐμή, οὑπηρέται ἄν οἐμοἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις· νῦν δἡ βασιλεία ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν » (Ἰωάννου ιη΄ 36).

Δηλαδή : « δική μου βασιλεία δέν προέρχεται π’ ατόν τόν κόσμο ν βασιλεία μου προερχόταν πό τόν κόσμο ατόν, ο στρατιτες μου θά γωνίζονταν νά μήν πέσω στά χέρια τν ουδαίων. λλά δική μου βασιλεία δέν προέρχεται πό δ ».

Οὔτε βασιλιάς ἐγκόσμιος ἦταν, οὔτε στρατό διέθετε, οὔτε ἐγκόσμια βασιλεία ἦλθε νά ἐγκαταστήσει. Ἐδίδαξε τούς μαθητές Του νά προσεύχονται στόν ἐπουράνιο Θεό καί Πατέρα καί νά παρακαλοῦν «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου» (Ματθαίου στ΄ 10).

Αὐτή ἡ Βασιλεία εἶναι πνευματική, αἰώνιος, ἀδιάδοχος καί ἀσάλευτος. Εἶναι Βασιλεία δικαιοσύνης, ἁγιότητος, ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας (Λουκᾶ α΄ 32-33).

Αὐτά τά χαρακτηριστικά προσέδιδαν στήν βασιλεία τοῦ Μεσσία, τοῦ Χριστοῦ καί οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως εἴτε ἀδυνατοῦσαν νά ἐννοήσουν τό νόημα αὐτῶν τῶν προφητικῶν κυρυγμάτων εἴτε ἐπλανῶντο, τρέφοντας ἐλπίδες γιά ἐθνική ἀποκατάσταση καί κυριαρχία ἐπί ἄλλων λαῶν.

Ὁ Κύριος στήν δημόσια δράση του ποτέ δέν ὑπέκυψε σ’ αὐτό τόν μεσσιανικό ἐνθουσιασμό τῶν Ἰουδαίων πού ἦταν ἀνάμεικτος μέ πολλά ἀνθρώπινα στοιχεῖα καί ἐγκόσμιες ἐλπίδες.

Γι’ αὐτό δέν ἀντιτάχθηκε στήν ἐξουσία τοῦ Τετράρχη Ἡρώδη ὁ ὁποῖος παρά ταῦτα ὑποπτευόταν τόν Ἰησοῦ ὡς ἀντίπαλό του :

«Ἐν αὐτῇ τἡμέρᾳ προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες αὐτῷ· Ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι » (Λουκᾶ ιγ΄ 31).

Δηλαδή : «Ἐκείνη τήν ἡμέρα πλησίασαν μερικοί Φαρισαῖοι καί τοῦ εἶπαν: «Ἀπομακρύνσου ἀπ’ αὐτή τήν περιοχή, γιατί ὁ Ἡρώδης θέλει νά σέ σκοτώσει».

Οὔτε τήν ἐξουσία τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα ἀμφισβήτησε, στόν ὁποῖο ἔπρεπε νά καταβάλουν οἱ Ἰουδαῖοι τήν φορολογία.

Διευκρίνισε ὅτι ἡ ἀποστολή Του ἦταν ἄλλης φύσεως «ἵνα τελειώσῃ τό ἔργο τοῦ Θεοῦ Πατέρα» (Ἰωάννου δ΄, 34· ε΄, 36· ιζ΄ 34).

Δέν ἀπέκρουσε τήν ὁμολογία τῆς μεσσιανικῆς πίστεως τοῦ Ναθαναήλ πού διακήρυξε, ὅτι «σύ εἶ ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάννου α΄ 50), ἀλλά τόν προσανατόλιζε πρός τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου.

Ἀποδέχθηκε ὡστόσο τήν δημόσια ἐκδήλωση τῶν Ἰουδαίων στήν θριαμβευτική εἴσοδό Του στήν Ἰερουσαλήμ καθισμένος πάνω σ’ ἕνα ταπεινό ὑποζύγιο, σύμφωνα μέ τήν προφητεία τοῦ Ζαχαρία (Ματθαίου κα΄ 9 καί Ζαχαρίου θ΄ 9). Δέχθηκε νά Τόν ἐπευφήσουν ὡς Βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ (Λουκᾶ ιθ΄38 καί Ἰωάννου ιβ΄ 13). Ἀλλά ἀκριβῶς αὐτή ἡ ὑποδοχή καί ἐπευφημία ἐπέσπευσε τήν ὥρα τοῦ πάθους καί τοῦ θανάτου Του.

Οἱ ἐρωτήσεις πού ἀπευθύνθηκαν στόν Κύριο Ἰησοῦ στήν διάρκεια τῆς θρησκευτικῆς δίκης Του ἀναφέρονται στήν ἰδιότητά Του ὡς Μεσσία καί Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Στήν πολιτική ὅμως δίκη Του μπροστά στόν Πιλᾶτο κατηγορήθκε γιά τήν βασιλική ἰδιότητά Του. Ὁ Ἴδιος διευκρίνισε, ὅτι ἡ βασιλεία Του «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάννου ιη΄ 36) καί συνεπῶς δέν ἀνταγωνιζόταν τόν Καίσαρα :

«Ἤρξαντο δὲ κατηγορεῖν αὐτοῦ λέγοντες· Τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τἔθνος καὶ κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτὸν Χριστὸν βασιλέα εἶναι» (Λουκᾶ κγ΄ 2).

Δηλαδή : «Ἐκεῖ ἄρχισαν νά τόν κατηγοροῦν λέγοντας: «Αὐτόν ἐδῶ τόν πιάσαμε νά ξεσηκώνει τό λαό μας, νά τόν ἐμποδίζει νά πληρώνει τούς φόρους στόν αὐτοκράτορα, καί νά ἰσχυρίζεται γιά τόν ἑαυτό του πώς εἶναι ὁ βασιλιάς, ὁ Μεσσίας».

Ὁ Ρωμαῖος διοικητής τῆς Ἰουδαίας Πιλᾶτος κάρφωσε πάνω στό σταυρό τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί τόν λόγο πού καταδικάσθηκε σέ θάνατο μέ σταύρωση (Ματθαίου κζ΄ 29, 37) εἴτε γιά νά Τόν ἐμπαίξει, εἴτε γιά νά εἰρωνευθεῖ καί νά χλευάσει τούς Ἰουδαίους πού ἐνοχλήθηκαν καί διαμαρτυρήθηκαν γιά αὐτή τήν  ἐνέργειά του (Ἰωάννου ιθ΄ 21).

 

Πράγματι  ὁ Ἰησοῦς θά γνωρίσει τήν βασιλική δόξα, ἀλλά αὐτό θά συμβεῖ μέ τήν ἀνάστασή Του, τήν ἀνάληψή Του καί τήν παρουσία Του τήν ἔσχατη ἡμέρα.

Ὅπως ὁ ὑποψήφιος βασιλιάς πῆγε νά ἀναλάβει τήν βασιλεία, ἀλλά τόν ἀρνήθηκαν οἱ συμπατριῶτες του θά ἔρθει ὡς βασιλιάς γιά νά ζητήσει λογαριασμό καί νά ἐκδικηθεῖ τούς ἐχθρούς Του:

«Εἶπεν οὖν· Ἄνθρωπός τις εὐγενὴς ἐπορεύθη εἰς χώραν μακρὰν λαβεῖν ἑαυτῷ βασιλείαν καὑποστρέψαι. καλέσας δὲ δέκα δούλους ἑαυτοἔδωκεν αὐτοῖς δέκα μνᾶς καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· πραγματεύσασθε ἐν ἔρχομαι. οἱ δὲ πολῖται αὐτοἐμίσουν αὐτόν, καἀπέστειλαν πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ λέγοντες· οὐ θέλομεν τοῦτον βασιλεῦσαι ἐφ’ ἡμᾶς. καἐγένετο ἐν τἐπανελθεῖν αὐτὸν λαβόντα τὴν βασιλείαν, καὶ εἶπε φωνηθῆναι αὐτῷ τοὺς δούλους τούτους οἷς ἔδωκε τἀργύριον, ἵνα ἐπιγνῷ τίς τί διεπραγματεύσατο…πλὴν τοὺς ἐχθρούς μου ἐκείνους, τοὺς μὴ θελήσαντάς με βασιλεῦσαι ἐπ' αὐτοὺς, ἀγάγετε ὧδε καὶ κατασφάξατε αὐτοὺς ἔμπροσθέν μου» (Λουκᾶ ιθ΄ 12-15, 27).

Δηλαδή : «Εἶπε λοιπόν: «Ἕνας εὐγενής πῆγε σέ μακρινή χώρα νά χριστεῖ βασιλιάς καί νά ἐπιστρέψει. Πρίν φύγει, κάλεσε δέκα δούλους του, τούς ἔδωσε ἀπό ἕνα χρυσό νόμισμα καί τούς εἶπε: «ἐμπορευτεῖτε μ’ αὐτά, ὥσπου νά ἔρθω”. Οἱ συμπολίτες του τόν μισοῦσαν κι ἔστειλαν ὕστερα ἀπ’ αὐτόν ἀντιπροσωπεία γιά νά πεῖ: αὐτόν δέν τόν θέλουμε γιά βασιλιά μας”. Ὅταν ὅμως αὐτός χρίστηκε βασιλιάς καί γύρισε πίσω, εἶπε νά τοῦ φωνάξουν τούς δούλους στούς ὁποίους εἶχε δώσει τά χρήματα, γιά νά μάθει πῶς τά ἐκμεταλλεύτηκε ὁ καθένας … Ὅσο γιά τούς ἐχθρούς μου, αὐτούς πού δέ μέ θέλησαν γιά βασιλιά τους, φέρτε τους ἐδῶ καί σφάξτε τους μπροστά μου».

 

Στόν Σταυρό ἡ βασιλική ἰδιότητα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ λάμπει γιά ὅποιον ἔχει τήν ἱκανότητα νά βλέπει τά πράγματα μέ τά μάτια τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό ἡ Ἐκκλησία Τόν προσφωνεῖ καί Τόν προσκυνεῖ ὡς Βασιλέα τῆς δόξης.

 

* * * * *

3. Ὅτι ἡ ἀποστολή Του ἦταν νά ἀποκαθάρει τήν θρησκευτικότητα, τήν εὐσέβεια, τήν πνευματική ζωή ἀπό τίς ἀλλοιώσεις τῆς ἐκκοσμικεύσεως πού ἐμείωνε τήν λάμψη τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, νά ὑπομνήσει τό νόημα τῆς θρησκείας καί τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.

Στήν παράδοση τῶν Συνοπτικῶν Εὐαγγελιστῶν (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ) ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στά Ἱεροσόλυμα συνδέεται μέ τήν ἐκδίωξη τῶν ἐμπόρων ἀπό τόν Ναό τῶν Ἱεροσολύμων κατά τήν ἐπιτέλεση πολλῶν θεραπειῶν (Ματθαίου κα΄, 12-16, Μάρκου ια΄, 15-19, Λουκᾶ ιθ΄, 45-48).

Οἱ Εὐαγγελιστές Τόν παρουσιάζουν νά συνεχίζει τό ἔργο καί τήν ἀποστολή τῶν Προφητῶν, ὡς ὁ κατ’ ἐξοχήν Προφήτης, πού μέ ζῆλο ἀγωνίζεται ὅπως κι’ ἐκεῖνοι στό παρελθόν γιά τήν ἁγνή λατρεία τοῦ Θεοῦ πού ἔπρεπε νά τελεῖται μέ πίστη καί καθαρή καρδιά.

 

Ἐπίσης οἱ διάφορες θεραπεῖες ἀποτελοῦν χαρακτηριστικό τῆς Μεσσιανικῆς ἐποχῆς καί τῆς δράσεως τοῦ Μεσσία. Κατά τήν διδασκαλία τῶν Προφητῶν.

Ὅταν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦταν φυλακισμένος ἔστειλε δύο μαθητές του νά ρωτήσουν τόν Κύριο Ἰησοῦ ἐάν εἶναι ὁ Μεσσίας. Ὁ Κύριος τούς ἀπάντησε νά ἐπιστρέψουν στόν Ἰωάννη καί νά τοῦ ἀναγγείλουν αὐτά πού συνέβαιναν δηλαδή οἱ διάφορες θεραπεῖες πού ἦσαν οἱ ἀποδείξεις τῆς Μεσσιανικῆς ἐποχῆς:

Ὁ δἸωάννης ἀκούσας ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ τἔργα τοῦ Χριστοῦ, πέμψας δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Σὺ εἐρχόμενος ἕτερον προσδοκῶμεν; καἀποκριθεὶς Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννἀκούετε καὶ βλέπετε· τυφλοἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται καὶ κωφοἀκούουσι, νεκροἐγείρονται καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται· καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθἐν ἐμο(Ματθαίου ια΄ 2-6).

   Δηλαδὴ : “ Ὅταν ὁ Ἰωάννης, πού βρισκόταν στή φυλακή, ἄκουσε γιά τά ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ἔστειλε δύο ἀπό τούς μαθητὲς του νά τόν ρωτήσουν : «Ἐσύ εἶσαι ὁ Μεσσίας πού εἶναι νά ἔρθει ἤ περιμένουμε κάποιον ἄλλο ; Κι ὁ Ἰησοῦς τούς ἀποκρίθηκε : «Νά πᾶτε καί νά πεῖτε στόν Ἰωάννη αὐτά πού ἀκοῦτε καί βλέπετε : Τυφλοί ξαναβλέπουν καί κουτσοί περπατοῦν, λεπροί καθαρίζονται καί κουφοί ἀκοῦν, νεκροί ἀνασταίνονται καί φτωχοί ἀκοῦνε τό χαρμόσυνο ἄγγελμα. Καί μακάριος εἶναι ὅποιος δέ χάσει τήν ἐμπιστοσύνη του σ’ ἐμένα»”