Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

                                                                                               

                                                                                                           

            Ἡ ἑορτή τῶν ἁγίων Τριῶν Ἱεραρχῶν καί Οἰκουμενικῶν Πατέρων καί Διδασκάλων (30 Ἰανουαρίου) Βασιλείου τοῦ μεγάλου, ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας (†329-379 μ.Χ.), Γρηγορίου τοῦ θεολόγου, (†329-389 μ.Χ.) καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (†344-407 μ.Χ.), ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως μᾶς δίδει τήν ἀφορμή νά ὑπομνήσουμε ἑορταστικά καί τιμητικά τίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς πνευματικούς καί ἁγίους Πατέρες

 

α΄. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκφράζουν τήν θεία παραγματικότητα

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ἐφανέρωσε στόν κόσμο τόν ἀληθινό Θεό[1]. Εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου[2]. Οἱ μαθητές Του μέ τήν ἄσκησή τους καί τήν ἁγία ζωή τους ἀποκτοῦν τήν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ[3]. Ἔτσι φανερώνουν τήν θεία πραγματικότητα, γνωρίζουν τήν θεία ἀλήθεια καί τήν ἐκφράζουν στόν κόσμο. Ὅλα ὅμως τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι τοῦ αὐτοῦ βαθμοῦ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχουν τό αὐτό βάθος ἐμπειρίας τοῦ θείου.

Στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν πρόσωπα, πού ἀπέκτησαν ἐμπειρία τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Τά ἱερά αὐτά πρόσωπα ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ Πατέρες. Τῶν ἁγίων Πατέρων ἡ σκέψη καί πορεία ταυτίζεται σχεδόν μέ τήν ἀγωνιώδη καί λυτρωτική πορεία τῆς ἰδίας τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε τούς Πατέρες νοοῦμε ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τήν Ἐκκλησία χωρίς Πατέρες.

* * * * *

β΄. Φωτισθέντες ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα.

Τήν Ἐκκλησία συγκροτεῖ καί αὐξάνει τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο δρᾶ στούς κόλπους Της. Στήν Ἐκκλησία πρέπει νά εὑρίσκεται κανείς γιά νά δεχθεῖ τόν φωτισμό τοῦ Παρακλήτου καί νά γίνει ὄχι σχολαστικός, ἀλλ’ «ἄριστος θεολόγος» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, δηλαδή νά γνωρίσῃ «πλέον καί πλείῳ» τῶν ἄλλων πιστῶν τήν θεία ἀλήθεια.

Ο μεγάλοι Πατέρες τῆς κκλησίας αὐτό κριβῶς ὑπῆρξαν, οἱ κατ’ ξοχήν «ἄριστοι θεολόγοι»[4], δεχθέντες περισσότερο τν λλων τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου ΙΙνεύματος μετά πό νήψη καί προσευχή, πίπονησκησιν καί ἀγάτη πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, διότι τό ἅγιο Πνεῦμα-φωτίζει καθιστᾶ κανούς νά βλέπουν μόνο ὅσους καθαίρονται, προσπαθοῦν νά γίνουν ἅγιοι.

* * * * *

γ΄. Μαθητεία στούς Πατέρες

            Οἱ ΙΙατέρες εναι συνεπῶς δημιούργημα το ἁγίου Πνεύματος, σ’ Αὐτό φείλουν ὅ,τι εναι, λλά καί γι’ ατό οἱ πιστοί φείλουμε σ’ ατούς πόλυτο σεβασμό, μεγάλη ἐμπιστοσύνη καί διαρκ μαθητεία. Κατά τόν γιο ωάννη τόν Δαμασκηνό, «διά Πνεύματος γίου ὅ τέ Νόμος καί οἱ Προφται, Εαγγελισταί καί πόστολοι καί Ποιμένες λάλησαν καί οἱ Δ ι δ ά σ κ α λ ο ι»[5]. Οἱ Πατέρες, λοιπόν, λαλησαν διά Πνεύματος γίου καί ξέφρασαν πιστς ἀφ’ νός μέν τήν δη φισταμένη μπειρία τς κκλησίας, φ’ τέρου δέ ὅ,τι ς ες «ρίστους» φανέρωσε τό Πνεμα ναφορικῶς πρός τήν ατή πάντοτε θεία πραγματικότητια.

            Αὐτό δέ τό ἰδιαίτερο, τό ποῖο ἕκαστος τν μεγάλων Πατέρων διά φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ξέφραζε μετά κοπιώδη διαδικασία, γινε κτμα λοκλήρου τῆς κκλησίας, αξανομένης, οὕτω τῆς Παραδόσεως, λλά χωρίς ατή ἱερά αὔξηση νά σημαίνει βελτίωση τῆς δη παρχούσης καταστάσεως. Οἱ Πατέρες στό σημεῖο τοῦτο αξάνουν τήν μπειρία καί ρα τήν Παράδοση τς κκλησίας «κατά προκοπήν γνώσεως»[6] τῆς ατῆς ληθείας, ὅπως λέγει Μ. Βασίλειος, καί ὄχι λλάσσοντες τήν ἀλήθεια, ὅπως ἔπρατταν οἱ αἱρετικοί.

* * * * *

            δ΄. Ἀλήθεια μέ διαρκῆ ἰσχύ καί κῦρος

            Πάντα τ’ νωτέρω δείχνουν τι τό μεγαλειῶδες ἔργο τν Πατέρων, οἱ ὁποοι ἀπήντησαν στά μεγάλα ρωτήματα τς ποχῆς τους, περιέχει αθεντία, ποκεκαλυμμένη γνησιότητα, ἀφοῦ στά καίρια σημεα του τό ἔργο τοῦτο συνετελέσθη ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν Παράκλητός δηγήσει κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ες πᾶσαν τήν λήθειαν»[7] ἕνα Πατέρα γιά τήν λύση νός μεγάλου προβλήματος, σημαίνει, ὅτι ὑποδειχθεῖσα, ποκαλυφθεῖσα, αὐτή λύση σχύει γι’ ὅλες τίς ποχές, ἔστω καί ν πρέπει νά φαρμοσθεῖ κατ’ ἄλλους κάστοτε τρόπους. δήγηση λοιπόν τῶν Πατέρων ὑπό τοῦ Πνεύματος τς ληθείας εναι λόγος, διά τόν ὁποῖο ἡ αθεντική θεολογία τους καί σκέψη ἰσχύει σέ λες τίς ποχές. Συγχρόνως μως πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἀνήκει στήν κκλησία τό νά δεικνύει κάστοτε μέ τήν ζωή καί τό φρόνημά Της τί εἰς τήν Θεολογία τῶν Πατέρων εἶναι τό αὐθεντικό καί αἰώνιο καί τί τό καιρικό.

* * * * *

            ε΄. «Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι»

            Ἀκόμη γιά τήν μεγάλη καί ἁγία ὑπόθεση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά γνωρίζουμε καί κάτι ἄλλο, πολύ σημαντικό. Τούς Πατέρας δέν πρέπει νά διαβάζουμε γιά νά τούς μανθάνουμε, ἀλλά γιά νά ζοῦμε ὅπως αὐτοί μέ τήν πνοή τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τό νά γνωρίζει κάποιος ἕνα πατερικό κείμενο οὐδέν κέρδισε πέρα τοῦ ἐμπλουτισμοῦ τῶν ἐγκυκλοπαιδικῶν του γνώσεων.

            Ἡ γνώση αὐτή εἶναι ἄγονη πνευματικά ἀφοῦ ἀκυρώνεται ἡ δύναμή της, ὅπως σοφά διευκρίνησε ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά ἐκείνους πού ἔχουν μόρφωση εὐσεβείας εὐσεβείας, ἀλλά ἀρνοῦνται τήν δυναμή της[8].

            Τό νά μαθητεύει ὅμως ὡς ὑποτακτικός στό κείμενο τῶν ἁγίων Πατέρων, τό νά κατανύσσεται ἀπό τίς θεῖες ἐμπειρίες τῶν Πατέρων καί τό νά μετέχει σ’ αὐτές εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔχει θεία καί σωτηριώδη σημασία γιά τόν φιλόθεο ἀναγνώστη.

            Αὐτή ὅμως ἡ εὐκταία προσέγγισση τῶν Πατέρων ἀπαιτεῖ δύο προϋποθέσεις: Τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή τοῦ πιστοῦ ἀφ’ ἑνός καί τήν Χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου. Μέ ἄλλα λόγια γιά νά ζήσουμε ἔστω καί γιά λίγο τίς ἐμπειρίες τῶν Πατέρων καί νά αἰσθανθοῦμε κατά τήν μελέτη τῶν ἔργων τους τήν ἱερά κατάνυξη, πρέπει καί ἐμεῖς νά μεταστοιχειωθοῦμε ἔστω καί κατ’ ὀλίγο σέ καινούς ἐν Χριστῷ ἀνθρώπους, ὅπως σέ μέγα βαθμό μετεστοιχειώθηκαν ἐκεῖνοι.

            Ἡ θεία μεταστοιχείωση δέν ἐπιτυγχάνεται παρά μόνον ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν ὁ πιστός φλέγεται ἀπό τήν μακαρία ἐπιθυμία πού ἀποτελεῖ τήν κορωνίδα ὅλων τῶν ἐφετῶν. Γιά νά λάβουν λοιπόν οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ἁρμόζουσα θέση στήν καρδιά μας, ὀφείλουμε νά ζητοῦμε ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα τήν μεταστοιχείωσή μας καί νά καθαιρώμεθα συνεχῶς μέ προσευχή καί ἄσκηση, ἡ ὁποία δύναται νά ἔχει ἄπειρες μορφές.



[1] Ἰωάννου α΄ 18, ιζ΄6.

[2] Πρός Κολλοσαεῖς α΄15.

[3] Πρός Κορινθίους γ΄ 18, ιε΄ 48-49.

[4] Ἀναφέρει συγκεκριμένα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Οτος ρ ι σ τ ο ς μν θεολόγος, οχ ς ερε τ πν, οδ γρ δέχεται τ πν δεσμός, λλ' ς ν λλου φαντασθ πλέον, κα πλεον ν αυτ συναγάγ τ τς ληθείας νδαλμα, ποσκίασμα, τι κα νομάσομεν»

            Δηλαδή : «Καί ἄριστος θεολόγος μεταξύ μας θεωρεῖται ὄχι ὅποιος εὑρῆκε καί συνέλαβε τό πᾶν, ἀφοῦ κομπόδεμα (δηλαδή ὁ ἀνθρώπινος νοῦν) δέν χωρεῖ τό πᾶν, ἀλλ’ ὅποιος φαντασθεῖ περισσότερον ἀπό τόν ἄλλον, καί περισυλλέξῃ σέ περισσότερο βαθμό ἐντός τῆς διανοίας του τό ἴνδαλμα τῆς ἀληθείας, ἤ ἀποσκίασμα, ἤ ὅπως καί ἄν τό ὀνομάσουμε» (Γρηγορίου Θεολόγου, Περί Υἱοῦ, Λόγος λ (30) §17, ΕΠΕ τ. 4 σσ.184-185 )

[5] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, κθεσις ρθοδόξου πίστεως, κεφ. 90.

[6] «Τν γρ ερμ κα τάξει δι τν ργων τς δικαιοσύνης κα το φωτισμο τς γνώσεως π τ τέλειον προκοπν δν ξακούομεν, ε το πρόσω πορεγόμενοι κα τος λειπομένοις αυτος πεκτείνοντες, ως ν φθάσωμεν π τ μακάριον τέλος, τν Θεο κατανόησιν, ν Κύριος δι' αυτο τος ες ατν πεπιστευκόσι χαρίζεται»

            Δηλαδή «Μέ τήν ὁδό δηλαδή ἐννοοῦμε τήν πρό τήν τελειότητα πρόοδο πού ἐπιτελεῖται μέ συνέπεια καί τάξη διά τῆς ἐπιτελέσεως ἀγαθῶν ἔργων καί διά τοῦ φωτισμοῦ τῆς γνώσεως. Κατά τήν πορεία αὐτή διαρκῶς ὀρεγόμεθα τά ἔμπροσθεν καί ἐπεκτεινόμεθα σ’ αὐτά πού μᾶς λείπουν, μέχρις ὅτου φθάσωμεν στό εὐτυχές τέρμα, τήν κατανόησην δηλαδή τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποίαν ὁ Κύριος χαρίζει διά τῆς δυνάμεως του σέ ὅσους πίστευσαν σ’ Αὐτόν». (Μεγάλου Βασιλείου, Περί Ἁγίου Πνεύματος κεφ. η΄, §18, ΕΠΕ τ. 10 σσ. 324-325)

[7] ωάννου 16, 13.

[8] «χοντες μρφωσιν εσεβεας, τν δ δναμιν ατς ρνημνοι» (Πρός Τιμόθεον Β΄ γ΄ 5).