logo


Ἡ ἔνδοξη Μεταμόρφωση

τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ

τοῦ Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ Δανιήλ

 

1ον Τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ

          Κατὰ τοὺς συνοπτικοὺς Εὐαγγελιστὲς (Ματθαῖο ιζ΄ 1-13, Μάρκο θ΄ 2-13 καὶ Λουκᾶ θ’ 28-36) ὁ Κυριό μας Ἰησοῦς Χριστὸς πρὸ τοῦ σταυρικοῦ  θανάτου Του παρέλαβε τοὺς τρεῖς μαθητὲς Του Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη καὶ ἀνέβη μαζί τους «εἰς ὅρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν», καὶ «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν».

          Μαζὶ μὲ τὸν μεταμορφωθέντα Ἰησοῦ παρέστησαν καὶ «συνελάλουν αὐτῷ» οἱ ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη ἱεροὶ καὶ ἐπιφανεῖς ἄνδρες Μωυσῆς καὶ Ἠλίας. Οἱ μαθητὲς δὲν ἠδύναντο νὰ προσβλέψουν πρὸς τὴν «δόξαν» τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Ὁποίου τὸ πρόσωπο ἔγινε λαμπρὸ καὶ ἀκτινοβόλο ὡς ὁ ἥλιος. Δὲν κατέστη μόνο ἡ μορφή Του ἀπαστράστουσα καὶ ἀκτινοβόλος, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ ἱμάτια Του ἔγιναν «λευκὰ ὡς τὸ φῶς» στίλβοντα καὶ ἀνακλῶντα, ἐκπέμποντα ἀκτῖνες θείου μεγαλείου καί δόξας.

          Οἱ εὐαγγελιστὲς μᾶς πληροφοροῦν γιὰ τὴν παρουσία τῶν δύο ἀνδρῶν ἀπὸ τή Παλαιά Διαθήκη καὶ τὸ περιεχόμενο  τῆς συνομιλίας τους μὲ τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Λουκᾶς ὁμιλεῖ ὅτι κι αὐτοὶ ἐμφανίσθηκαν δοξασμένοι, ὅπως ὁ Μωυσῆς στὸ Σινᾶ.

          Οἱ ἐμφανισθέντες δύο ἱεροὶ ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης συνδέονται ἄμεσα μὲ τὸ πρόσωπο καί τήν ἀποστολὴ τοῦ Μεσσία. Οὐσιαστικῶς μὲ τὴν ἐμφάνισή τους ἐπιβεβαιώνουν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, δηλαδὴ ὁ Χριστὸς πού αὐτοὶ προανήγγειλαν ὡς τὸν ἐκλεκτό τοῦ Θεοῦ.

          Ἡ ἔκπληξη καὶ ὁ θαυμασμὸς ἀπὸ τὴ θέα τοῦ φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως τῶν σ’ αὐτὴ παρόντων μαθητῶν δημιούργησαν σ’ αὐτοὺς κατάσταση συναισθηματικῆς εὐαισθησίας καὶ φόβο. Πρὸ τῆς θέας τῶν ἐξόχων γεγονότων, μάλιστα δὲ μὲ τὸ ἄκουσμα τῶν λόγων τῆς Φωνῆς, οἱ μαθητὲς «ἔπεσαν ἐπὶ τὸ πρόσωπο αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα».

          Ὁ Πέτρος, σπεύδοντας καὶ πάλι, πρότεινε νὰ στηθοῦν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς στὸ χῶρο ποὺ εὑρίσκοντο τρεῖς «σκηναὶ», μία γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ ἀπὸ μία γιὰ τοὺς Μωυσῆ καὶ Ἠλία. Ἐνῶ ὅμως ὁμιλοῦσε ὁ Πέτρος νεφέλη ἐπισκίασε τοὺς μαθητὲς καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴ νεφέλη νά λέγει: «Οὗτος ἐστὶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητὸς αὐτοῦ ἀκούγεται». Ἐν τέλει ὁ Ἰησοῦς παρέμεινε καὶ πάλι μόνος μὲ τοὺς τρεῖς μαθητές Του, ὁ Ὁποῖος τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς ἄγγιξε λέγοντας «ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε». Κατέβηκε μαζί τους ἀπὸ τὸ ὄρος ὑποδεικνύοντάς τους νὰ μὴν ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς αὐτὸ πρίν τήν ἐκ νεκρῶν  Ἀνάστασή Του.

          Κατὰ τὰ Πάθη καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ οἱ τρεῖς μαθητές Του ἔζησαν στιγμὲς συγκινήσεων ἀλλὰ καὶ ἀναμνήσεων. Οἱ ἴδιοι μαθητὲς θὰ γίνουν ἀπὸ πολὺ κοντὰ μάρτυρες καί τῆς προοιωνίζουσας νέα δόξα ἀγωνίας τοῦ Ἰησοῦ στὴ Γεθσημανῆ.

          Ἡ ἀκτινοβολία τῆς παρουσίας τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ συνεχισθεῖ μὲ τό λαμπρό καί ἐξαστράπτον φῶς τῆς Ἀνάστασεώς Του.

 

****************

 

2ον Προτυπώσεις τοῦ γεγονότος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη

          Ἡ περιγραφὴ τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀνακαλεῖ στὴ μνήμη μας ὁρισμένα γνωστὰ γεγονότα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στά ὁποῖα ἐμφανίσθηκε ἡ ἀπαστράπτουσα καὶ ἐκπέμπουσα θεῖες μαρμαρυγὲς δόξα τοῦ Κυρίου. 

          α)  Κατὰ τὸ κδ΄ (24ο) κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου (στίχοι 12-18) ὁ Μωυσῆς κλήθηκε καὶ ἀνῆλθε «εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ» (τὸ Σινᾶ) , τὸ ὁποῖο κάλυψε νεφέλη, ἐνῶ συγχρόνως «κατέβη ἡ δόξα Θεοῦ ἐπὶ τὸ ὄρος Σινᾶ». Τὸ δὲ «εἶδος τῆς δόξης Κυρίου πῦρ φλέγον ἐπί τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους». Κατὰ τὴν περιγραφὴ αὐτὴ τρεῖς ἄνθρωποι καὶ πάλι μνημονεύονται, ὅτι ἦσαν παρόντες ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἀαρών καὶ ὁ Ὤρ.

          β) Μεταξὺ ἄλλων παρεμφερῶν περιπτώσεων ἀναφέρουμε τὴν μνημονευομένη στὰ κεφάλαια λγ΄ (33ο στίχοι 11-23) καὶ λδ΄ (34ο στίχοι 4-8) τῆς Ἐξόδου. μνημονευομένη,  ὁπότε καὶ πάλι ὁ Μωυσῆς «ἀνέβη εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ…….. καὶ κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ». Πρὸ τῆς θέας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἐμφανίζεται ὁ Μωυσῆς « κύψας ἐπὶ τῆς γῆς», ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ μαθητὲς κατὰ τὴν Μεταμόρφωση «ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν».

          γ) Ὡς πρὸς τὸν Ἠλία, αὐτός ἐμφανίζεται κατὰ τὸ ιθ΄ (19ο)  κεφάλαιο (στίχοι 3-16) τοῦ Γ’ Βασιλειῶν, φεύγοντας ἀπὸ τῆν ὀργίν τῆς βασίλισσας Ἰεζάβελ νά μεταβαίνει, ἕως τοῦ ὄρους Χωρὴβ «καὶ ἰδοὺ ρῆμα Κυρίου πρὸς αὐτόν» ποὺ προανήγγειλε ἔνδοξη καὶ φοβερὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως δὲ καὶ πῦρ «καὶ μετὰ τὸ πῦρ φωνὴ αὔρας λεπτῆς κακεῖ ὁ Κύριος». Προστίθεται στὴν συνέχεια, ὅτι «ὡς ἤκουσε (ἐννοεῖται ὁ Ἠλίας)    ἐπεκάλυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ». Ὅλα αὐτὰ ἀντιστοιχοῦν  μὲ τὰ συμβάντα στὴν Μεταμόρφωση ὅπου πρὸ τῆς λαμπρότητος τοῦ Ἰησοῦ, ὑπὸ τὴν νεφέλη καὶ κατόπιν τῆς φωνῆς ποὺ ἀκούσθηκε, οἱ μαθητὲς «ἔπεσαν ἐπὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν» ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε.

          δ) Ἡ περιγραφὴ τῆς Μεταμορφώσεως, στὴν ὁποία τὰ προαναφερθέντα πρόσωπα Μωυσῆς  καὶ Ἠλίας ἐμφανίζονται μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, παρουσιάζει μεγάλη λεκτικὴ ὁμοιότητα μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς μεγάλης ὁράσεως τοῦ Προφήτου Δανιὴλ μάλιστα δὲ μὲ τὰ δεδομένα ἐκ τοῦ ι΄ (10ου) κεφαλαίου τῆς προφητείας δεδομένα.

          Ἡ ἀντιστοιχία καθίσταται φανερὴ μέ τήν ἀντιπαράθεση τοῦ κειμένου τοῦ Δανιὴλ ι΄ (10ου στίχοι 9-12) καὶ τοῦ Ματθαίου ιζ΄ (17ου στίχοι 6-8). Ἐπὶ πλέον παρατηροῦμε καὶ τοῦτο, ὅτι στὴν προφητεία τοῦ Δανιὴλ εἶδε τὸ ὅραμα καὶ ἄκουσε τὴν φωνὴ μόνο ὁ Δανιὴλ καὶ ὅτι στὴν Μεταμόρφωση εἶδαν τὸ γεγονὸς καὶ ἄκουσαν τὴν φωνὴ μόνο οἱ τρεῖς μαθητὲς καὶ ὄχι ὅλοι.

 

****************

 

 

 

 

3ον Ἡ βίωση τοῦ γεγονότος ἀπὸ τοὺς πιστοὺς

          Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί εὐσέβεια ἀνέπτυξε καὶ ἀνέδειξε τὴν Χριστολογικὴ, σωτηριολογική καί ἐσχατολογικὴ σημασία τοῦ γεγονόντος τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.

          Τὸ  μεγαλεῖο ποὺ πληροῖ τὴν ὀρθόδοξη καρδιά κατοπτρίζεται     στὴν ἡσυχαστικὴ κίνηση (14ος αἰώνας μ.Χ.) ποὺ καταυγάζεται ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Μεταμορφώσεως,  τό Θαβώριο φῶς.

          Οἱ «ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων» (Migne Ε.Π. τ. 150, 1101  καὶ ἑξῆς)   λόγοι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, μὲ τὸ ἀπολογητικὸ περιεχόμενό τους, ὅπως ἐπίσης οἱ Ἀντιρρητικοί καὶ οἱ δύο ὁμιλίες του ἡ ΛΔ΄ «εἰς τὴν μεταμόρφωσιν τοῦ Σωτῆρος ἐν ᾗ παράστασις, ὅτι τὸ κατ’ αὐτὸν φῶς ἄκτιστον ἐστὶ» καὶ ἡ ΛΕ΄ «εἰς τὴν αὐτὴν τοῦ Κυρίου μεταμόρφωσιν, ἐν ᾗ παράστασις, ὡς εἰ καὶ ἄκτιστον ἐστὶ κατ’ αὐτὸν τό  θειότατον φῶς, ἀλλ’ οὐκ ἐστιν οὐσία τοῦ Θεοῦ» (Migne Ε.Π. 151,424 καί ἑξῆς 436 καί ἑξῆς) ἀποτελοῦν καὶ ὕμνο πρὸς τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μπροστὰ στὸ φῶς τῆς ὁποίας παρέμεινε ἔκπληκτος ὁ ἱερὸς Πατέρας.

 

            Ἀνακεφαλαιώνοντας τίς γνῶμες τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς γιὰ νὰ στηρίξει τὶς ἀπόψεις του ὁ θεοφόρος Πατέρας διδάσκει, ὅτι οἱ πάντες δύνανται νά γευθοῦν τήν χαρά τοῦ Θαβωρείου φωτός τό ὁποῖο χαρακτηρίζεται μέ πλῆθος ἐπιθέτων καί ἐκφράσεων:

 

            Τοῦτο εἶδον διδάσκει ὁ ἱερός καί θεῖος Γρηγόριος

 «καί ο κκριτοι τν μαθητν, καθάπερ κούεις ψάλλουσαν τν κκλησίαν εἰ μή ἐκκεκώφησαι τά ὦτα, τν οσιώδη το Θεο κα ΐδιον επρέπειαν εδον ν Θαβώρ οὐ τήν ἀπό τῶν κτισμάτων δόξαν τοῦ Θεοῦ, ὡς αὐτός χαμαιζήλως ὑπείληφα, ἀλλ’ αὐτήν   τν πέρφωτον το ρχετύπου κάλλους λαμπρότητα, ατ τ νείδεον εδος τς θεϊκς ραιότητος, δι’ ο θεουργεται κα τς πρς τ πρόσωπον θείας μιλίας καταξιοται νθρωπος, ατν τν ΐδιον κα διάδοχον βασιλείαν το Θεο, ατ τ περ νον κα πρόσιτον φς, φς οράνιον, πλετον, χρονον ΐδιον, φς παστράπτον φθαρσίαν, φς θεον τούς θεουμένους· αὐτήν γάρ εἶδον, ἥν καί ἔνοικον ἐσχήκασιν ὕστερον τήν χάριν τοῦ πνεύματος· μία γρ χάρις Πατρός, Υο κα Πνεύματος, ν ε κα σωματικος εδον φθαλμος, λλ διανοιγεσιν». (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγος ὑπέρ τῶν Ἱερῶς ἡσυχαζόντων, ΙΙΙ, σ. 687, 9-22, στό Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τ. Α΄. ἐπιμέλεια. Π. Χρήστου, ἐκδ. 3η οἶκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2010).

 

          Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπό ἔργα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στά ὁποῖα μνημονεύει τίς γνῶμες τῶν πρό αὐτοῦ θεοφόρων Πατέρων

 

1. Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ

           «…Ἄν…δείξωμεν ἀρτίως παρά τῶν θεοειδῶν θεολόγων μαρτυρούμενον, ὡς καί πρό τοῦ πρωτογόνου κατ’ αἴσθησιν φωτός καί πρό τοῦ σκότους, ὅ διέκοψε τό φῶς ἐκεῖνο, προϋπῆρχε τό φῶς τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως, ἦταν τέ καί ἔστι καί ἔσται εἰς αἰῶνας,…»

          Δηλαδή: «Ἄς δείξουμε ὅτι μαρτυρεῖται ἀπό τούς θεοειδεῖς θεολόγους ὅτι τό φῶς τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου προϋπῆρχε καί πρίν τό αἰσθητό ἀρχέγονο φῶς καί πρίν ἀπό τό σκότος πού διέκοψε ἐκεῖνο τό φῶς, ὅτι ἦταν καί εἶναι καί θά εἶναι στούς αἰῶνες» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κατά Γρηγορᾶ. Λόγος Γ΄, ΕΠΕ 7, 452….)

 

           «Τοῦ δέ ἀληθινόν ἀπαστράπτοντος ἡλίου τούτου διά σαρκός ἡμῖν ἐνδημήσαντος, οὐ μία Ἐκκλησία γέγονεν ἀγγέλων καί ἀνθρώπων τῶν ὡς ἀληθῶς πιστῶν; Ὅ κἀπί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος περιφανέστατα διαδειχθήσεται, κατά τήν Ἰωάννου Ἀποκάλυψιν, νυκτός οὐκ οὔσης ἔτι· «οὐ γάρ χρείαν ἔχουσι, φησίν, οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἐκεῖ φωτός λύχνου καί φωτός ἡλίου, ὅτι Κύριος ὁ Θεός φωτιεῖ αὐτούς καί βασιλεύσουσιν εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Καί πάλιν «οὐ γάρ χρείαν ἔχουσι τοῦ ἡλίου οὐδέ τῆς σελήνης, ἵνα φαίνωσιν ἐν αὐτοῖς, ἡ γάρ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐφώτισεν αὐτούς καί ὁ λύχνος αὐτῶν τό ἀρνίον», ὁ μεσίτης τῶν ὑπερουρανίων καί τῶν ἐπιγείων Χριστός, ὁ διά τῆς αὐτοῦ ζωαρχικῆς σαρκός, ὡς διά λαμπτῆρος τοῖς εἰς αὐτόν δι’ ἔργων τήν πίστιν ἐπιδεικνυμένοις, εὐδόκησας κἀντεῦθεν ἐμφανίσαι τήν ὑπερουράνιον ἐκείνην καί ἀπόρρητον θέαν, ἐν ᾗ καί τούς ἐντεῦθεν πρός αὐτόν μεταχωρήσαντας ἐπαναπαύει θείως. Διό καί ἡμεῖς ὑπέρ αὐτῶν ἱκετεύοντες ἀναβοῶμεν· «ἐν τῷ φωτί, Χριστέ, τοῦ προσώπου σου, οὗς ἐξελέξω ἀνάπαυσον ὡς φιλάνθρωπος».

          Δηλαδή : «Ὅταν αὐτός ὁ ἥλιος πού ἀπαστράπτει ἀληθινά ἐνδήμησε σ’ ἐμᾶς σαρκικά, δέν ἔγινε μία Ἐκκλησία ἀγγέλων καί ἀνθρώπων πού εἶναι ἀληθινά πιστοί; καί αὐτό θά δειχθῇ ὁλοκάθαρα κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα, ὅταν ἀκόμη θά εἶναι νύκτα, σύμφωνα μέ τήν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννη· «διότι δέν ἔχουν ἀνάγκη», λέγει, «ἐκεῖ οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ φωτός ἀπό λάμπα καί φωτός ἀπό ἥλιο, διότι θά τούς φωτίσῃ Κύριος ὁ Θεός καί θά βασιλεύσουν στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων» (Ἀποκ. 22,5)…ὁ λύχνος αὐτῶν εἶναι τό ἀρνίον, ὁ μεσίτης τῶν ὑπερουρανίων καί τῶν ἐπιγείων Χριστός, ὁ ὁποῖος μέ τήν ζωαρχική του σάρκα, σάν λαμπτῆρα γιά ἐκείνους πού δείχνουν τήν πίστι σ’ αὐτόν μέ τά ἔργα, εὐδοκῶντας νά ἐμφανίσῃ καί μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν ὑπερουράνια καί ἀπόρρητη θέα, μέ τήν ὁποία ἐπαναπαύει θείως καί ὅσους ἀναχώρησαν ἀπό ἐδῶ πρός αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς ἀναβοοῦμε ἱκετευτικά ὑπέρ αὐτῶν· «στό φῶς τοῦ προσώπου σου, Χριστέ, ἀνάπαυσε ὡς φιλάνθρωπος αὐτούς πού ἐξέλεξες» (Ἰδιόμελον τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας) (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κατά Γρηγορᾶ. Λόγος Γ΄, ΕΠΕ 7, 452…….)

 

 

             «Ὁρᾶτε ὅτι καί ἔστι καί εἰς τούς αἰῶνας ἔσται καί τοῦτο ἔστιν ἡ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος λαμπρότης καί καλλονή καί τέρψις ἀκήρατος, τό φῶς τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως; Ἐπεί τοίνυν τό ἐν Θαβωρίῳ αὐτό φῶς τοῦ μέλλοντος ἐστιν αἰῶνος φῶς, τό δέ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος φῶς πρό τῆς τοῦ αἰσθητοῦ τούτου καί φθαρτοῦ κόσμου συστάσεως ἦν, καί τοῦτό ἐστι τό ἀληθινόν καί διηνεκές καί ἀδιάδοχον φῶς, καθάπερ ἀνωτέρω μικρόν ὁ μέγας Βασίλειος ἡμᾶς ἐδίδαξε, συνᾳδόντων αὐτῷ προφητῶν καί ἀποστόλων καί τῶν ἑξῆς θεηγόρων, ἦν ἄρα καί ἔστι καί ἔσται τό ἐν Θαβώρ τοῖς ἀποστόλοις ἑωραμένον φῶς τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως, καί ὑπέρ πᾶσαν αἴσθησίν ἐστι καί πάντα λόγον, ὑπερουράνιόν τε καί ἄφθαρτον καί ἀΐδιον· ὁ Γρηγορᾶς, σκοτεινός ὄντως ὤν περί τό ὄντως φῶς, ἀνάπλασμα διανοίας εἶναι δυσσεβῶς συγγράφεται καί κατασκευάζει καί διατείνεται καί ὄνομα καί ρῆμα μόνον ὁμοῦ τῷ πληγέντι ἀέρι συνδιαλυόμενον…»

 

            Δηλαδή :  «Βλέπεται ὅτι καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρχῃ στούς αἰῶνες, καί αὐτό εἶναι ἡ λαμπρότης καί ἡ καλλονή καί ἡ ἄφθαρτη τέρψις τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τό φῶς τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου; Ἐπειδή λοιπόν τό φῶς αὐτό στό Θαβώριο ὄρος εἶναι φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, τό δέ φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ὑπῆρχε πρίν ἀπό τήν σύστασι τοῦ αἰσθητοῦ καί φθαρτοῦ αὐτοῦ κόσμου, καί αὐτό εἶναι τό ἀληθινό καί συνεχές καί ἀδιάκοπο φῶς, ὅπως μᾶς δίδαξε λίγο παραπάνω ὁ μέγας Βασίλειος, μέ συμφωνία τῶν προφητῶν καί ἀποστόλων καί τῶν μετέπειτα θεηγόρων ἀνδρῶν, ἄρα τό φῶς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου πού θεωρήθηκε ἀπό τούς ἀποστόλου ἦταν καί εἶναι καί θά εἶναι, καί μάλιστα εἶναι πάνω ἀπό κάθε αἴσθησι καί κάθε λόγο, ὑπερουράνιο καί ἄφθαρτο καί ἀΐδιο. Αὐτό τό φῶς ὁ Γρηγορᾶς, σκοτεινός καθώς εἶναι ἀπέναντι στό ὄντως ὄν, γράφει καί κατασκευάζει καί ἰσχυρίζεται μέ δυσσέβεια, ὅτι εἶναι ἀνάπλασμα διάνοιας καί ὄνομα καί λέξις μόνο πού συνδιαλύεται μαζί μέ τό πληττόμενο ἀέρα, χωρίς νά σκέπτεται ὅτι εἶναι πέρα ἀπό τά κατ’ αἴσθησι φῶτα…». (Κατά Γρηγορᾶ, Λόγος Γ΄ ΕΠΕ 7, 452-460)

 

            «Ὅτι μέν οὖν καί ἦν καί ἔστι καί ἔσται τό τοῖς ἐκκρίτοις τῶν μαθητῶν ἐν Θαβώρ ἑωραμένον φῶς, ὑπερουράνιον ὄν καί προκόσμιον καί ὑπερκόσμιον καί ἀΐδιον, ὡς καί τοῦ μέλλοντος αἰῶνος φῶς, ἀνέσπερον τε καί ἀδιάδοχον, ἀρχέτυπον τε κάλλος τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί λαμπρότης καί δόξα τῆς αὐτοῦ θεότητος, ἐκ τῆς αὐτοῦ θείας φύσεως προϊοῦσα φυσικῶς καί τῷ παρ’ ἡμῶν αὐτοῦ προσλήμματι κοινή δόξα γεγονυῖα διά τό ἑνιαῖον τῆς ὑποστάσεως, ἐν πολλοῖς τε ἄλλοις λόγοις τε καί συλλόγοις πρότερον…»

            Δηλαδή «Ὅτι λοιπόν τό φῶς πού θεάθηκε ἀπό τούς ἐγκρίτους μαθητές στό Θαβώρ καί ἦταν καί εἶναι καί θά εἶναι ὑπερουράνιο καί προκόσμιο καί ὑπερκόσμιο καί ἀΐδιο, εἰς φῶς καί τοῦ μέλλλοντος αἰῶνος, ἀνέσπερο καί ἀτελείωτο, πρωτότυπο κάλλος τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί λαμπρότης καί δόξα τῆς θεότητός του, πού προχωρῶντας κατά τρόπο φυσικό ἀπό τήν θεία φύσι του, ἔγινε κοινή δόξα καί στό πρόσλημμα πού προέρχεται ἀπό μᾶς λόγῳ τοῦ ἑνιαίου τῆς ὑποστάσεως, αὐτό ἔχει διασαφηνισθεῖ καί σέ πολλές ἄλλες πραγματεῖες καί συνάξεις παλαιότερα,…». (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Κατά Γρηγορᾶ, Λόγος Δ΄ ΕΠΕ 7, 465)

 

 

                                                2. Τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

          «Φησί τοίνυν ὁ μέγας Βασίλειος ὡς «εἴπερ τι ἦν πρός τῆς τοῦ αἰσθητοῦ τούτου καί φθαρτοῦ κόσμου συστάσεως, ἐν φωτί ἄν ἦν δηλονότι. Οὔτε γάρ αἱ τῶν ἀγγέλων ἀξίαι, οὔτε πᾶσαι αἱ ἐπουράνιοι στρατιαί, οὔτε ὅλως ὅ, τι ἐστίν ὠνομασμένον ἤ ἀκατονόμαστον τῶν λογικῶν φύσεων καί τῶν λειτουργικῶν πνευμάτων ἐν σκότῳ διῆγεν, ἀλλ’ ἐν φωτί καί πάσῃ εὐφροσύνῃ πνευματικῇ τήν πρέπουσαν ἑαυτοῖς κατάστασιν εἶχον καί τούτοις οὐδείς ἀντερεῖ. Οὔκουν ὅστις γε τό ὑπερουράνιον φῶς ἐν ταῖς τῶν ἀγαθῶν ἐπαγγελίαις ἐκδέχεται, περί οὗ καί Σολομών φησι «φῶς δικαίοις διά παντός» καί ὁ Ἀπόστολος· «εὐχαριστοῦντες τῷ Πατρί τῷ ἱκανώσαντι ἡμᾶς ἐν τῇ μερίδι τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί». Εἰ γάρ οἱ καταδικαζόμενοι πέμπονται εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον, δηλονότι οἱ τά τῆς ἀποδοχῆς ἄξια εἰργασμένοι, ἐν τῷ ὑπερκοσμίῳ φωτί τήν ἀνάπαυσιν ἔχουσιν»

            Δηλαδή : «Λέγει λοιπόν ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι· «ἐάν ὑπῆρχε κάτι πρίν ἀπό τήν σύστασι τοῦ αἰσθητοῦ αὐτοῦ καί φθαρτοῦ κόσμου, προφανῶς βρισκόταν μέσα στό φῶς. Διότι οὔτε οἱ ἀξίες τῶν ἀγγέλων οὔτε ὅλες οἱ ἐπουράνιες στρατιές οὔτε γενικά ὅ, τι ὑπάρχει ὀνομαστικά ἤ ἀνώνυμα ἀπό τίς λογικές φύσεις καί τά λειτουργικά πνεῦματα ζοῦσαν στό σκότος, ἀλλά εἶχαν μία εὐπρεπῆ γι’ αὐτά παρουσία στό φῶς καί σέ κάθε εὐφροσύνη πνευματική· σ’ αὐτά δέ θά ἀντείπῃ κανένας. Κανείς δέ θά ἀντείπῃ ἐφ’ ὅσον ἀναμένει τό ὑπερουράνιο φῶς στίς ἐπαγγελίες τῶν ἀγαθῶν, γιά τό ὁποῖο λέγει καί ὁ Σολομών, «φῶς στούς δικαίους διαπαντός», καί ὁ Ἀπόστολος, «εὐχαριστώντας τόν Πατέρα πού μᾶς κατέστησε ἀξίους νά βρεθοῦμε στήν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν Ἁγίων μέσα στό φῶς. Πράγματι, ἄν οἱ καταδικαζόμενοι στέλλωνται στό σκότος τό ἐξώτερο, εἶναι φανερό ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πράξει τά εὐπρόσδεκτα θά βροῦν ἀνάπαυσι στό ὑπερκόσμιο φῶς» (Ὁμιλία εἰς τήν Ἑξαήμερον 2,5, PG 29,40-41)»

 

          «Τί δέ οὐχί καί τῶν ἁγίων ἐστίν οὗς καί ἐμφανέστατα τῆς αὐγῆς ἐκείνης γενομένους θεωρούς ἔτι τῷ βίῳ περιόντας ἴσμεν…; Ποῦ δέ νῦν τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἁγίων τά πνεύματα; Οὐκ ἐν τῷ ὑπερουρανίῳ φωτί μετά τῶν ἀγγέλων τῆς αὐτῆς εἰσιν ἀπολαύοντα φωτοχυσίας; Διό φησίν, ἀλλαχοῦ πάλιν ὁ μέγας Βασίλειος «ἆθλον ἀρετῆς Θεόν γενέσθαι καί τῷ ἀκραιφνεστάτῳ φωτί καταστράπτεσθαι τῆς ἡμέρας ἐκείνης υἱόν γενόμενον, ἥ μή διακόπτεται ζόφῳ, ἄλλος γάρ ταύτην ποιεῖ ἥλιος, ὁ τό ἀληθινόν φῶς ἀπαστράπτων». Ἄρ’ οὖν τό ἀληθινόν φῶς οὐκ ἄκτιστον τε καί προαιώνιον καί τῷ ἀπαστράπτοντι ἡλίῳ συναΐδιον ; ὅς «ὅταν, φησίν, ἅπαξ ἐπιφαύσῃ ἡμῖν», δηλαδή κατά τήν μέλλουσαν αὐτοῦ δευτέραν ἐπιφάνειαν καί παρουσίαν, «οὐκέτι ἐν δυσμαῖς κρύπτεται, ἀλλά πάντα τῇ φωτιστικῇ δυνάμει περιδραξάμενος, διηνεκές καί ἀδιάδοχον τοῖς ἀξίοις τό φῶς ἐμποιεῖ καί αὐτούς τούς μετέχοντας τοῦ φωτός ἐκείνου ἄλλους ἡλίους ἀπεργαζόμενος τότε γάρ καί οἱ δίκαιοι λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος».

          Δηλαδή «Μήπως ὅμως δέν γνωρίζουμε ὅτι καί μερικοί ἅγιοι ἔγιναν ὁλοφάνερα θεωροί τῆς αὐγῆς ἐκείνης, ζῶντας ἀκόμη σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν βίο,…; Ποῦ εἶναι τώρα τά ἀπό ἀνέκαθεν πνεύματα τῶν ἁγίων; Δέν εἶναι στό ὑπερουράνιο φῶς, ὅπου μαζί μέ τούς ἀγγέλους ἀπολαμβάνουν τήν ἴδια φωτοχυσία; Γι’ αὐτό ἀλλοῦ πάλι λέγει ὁ μέγας Βασίλειος ὅτ «γίνεται θεός σάν βραβεῖο ἀρετῆς καί ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ ἄνθρωπος καταστράπτεται ἀπό τό καθαρώτατο φῶς γινόμενος υἱός, ἡ ὁποία δέν διακόπτεται ἀπό ζόφο, διότι τήν κάμνει ἕνας ἄλλος ἥλιος, αὐτός πού ἀπαστράπτει τό ἀληθινό φῶς». Ἆρα λοιπόν τό ἀληθινό φῶς δέν εἶναι ἄκτιστο καί προαιώνιο καί συναΐδιο μέ τόν ἀπαστράπτοντα ἥλιο; ὁ ὁποῖος, λέγει, «ὅταν μία φορά μᾶς φωτίσει, δηλαδή κατά τήν μέλλουσα δεύτερη ἐπιφάνεια καί παρουσία του, δέν κρύβεται πλέον στήν δύσι, ἀλλά πράττοντας τά πάντα μέ τήν φωτιστική δύναμι, ἐμβάλλει στούς ἀξίους συνεχές καί ἀτελείωτο φῶς καί μεταβάλλει σέ ἄλλους ἡλίους τούς μετέχοντας τοῦ φωτός ἐκείνου· διότι τότε καί οἱ δίκαιοι θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο» (Ὁμιλία εἰς 33ον Ψαλμόν, 9. PG 29,373A) »

 

 

3. Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου καί τοῦ Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ

            «Ὁρᾷς ὡς ὑπερουράνιόν ἐστι καί ὑπερκόσμιον καί προκόσμιον καί τῶν οὐρανίων ἀγγέλων ὑπάρχει φῶς, τό τοῦ μέλλοντος αἰῶνος φῶς, οὗ τῇ μεθέξει καί οἱ δίκαιοι λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος; «Φῶς γάρ», φησί καί ὁ θεολόγος Γρηγόριος, «ἡ ἐκεῖθεν λαμπρότης τοῖς ἐνταῦθα κεκαθαρμένοις, ἡνίκα, ἐκλάμψουσιν οἱ δίκαιοι ὡς ὁ ἥλιος, ὧν ἵσταται ὁ Θεός …». Καί τοῦτο ἐστιν καί Μάξιμος, θεῖος ἐδήλωσεν εἰπών «ἔστι τι πρᾶγμα ὑπέρ αἰῶνας ἀκραιφνής τοῦ Θεοῦ βασιλεία. Οὐ γάρ δή θέμις εἰπεῖν ἦρχθαι φθάνεσθαι ὑπό αἰώνων χρόνων τήν τοῦ Θεοῦ βασιλείαν αὐτή δέ ἐστιν αὕτη τῇ τῶν οὐρανῶν βασιλείᾳ». Ἀλλαχοῦ γάρ πάλιν αὐτός « τοῦ Θεοῦ βασιλεία ἐστί, φησί, τό εἶδος αὐτό τῆς θεϊκῆς ὡραιότητος τῶν φορεσάντων τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου». Καί πάλιν « παρά τοῦ λαοῦ τοῦ «εἷς ἅγιος» καί τῶν ἑξῆς ὁμολογία, τήν ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τῶν ὄντων αἰῶνι τῶν κατά Θεόν τετελεσμένων ἕνωσιν δηλοῖ, καθὅν τῆς ἀφανοῦς καί ὑπεραρρήτου δόξης τό φῶς ἐποπτεύοντες τῆς μακαρίας μετά τῶν ἄνω δυνάμεων καί αὐτοί δεκτικοί γίνονται καθαρότητος».

           

          Δηλαδή : «Βλέπεις ὅτι εἶναι ὑπερουράνιο καί ὑπερκόσμιο καί προκόσμιο καί ὅτι ὑπάρχει φῶς τῶν οὐρανίων ἀγγέλων, τό φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος μέ τήν μέθεξι τοῦ ὁποίου καί οἱ δίκαιοι θά λάμψουν, ὅπως ὁ ἥλιος; Διότι λέγει καί ὁ θεολόγος Γρηγόριος «φῶς εἶναι ἡ λαμπρότης πού προέρχεται ἀπό ἐκεῖ γιά τούς κεθαρισμένους ἀπό ἐδῶ, ὅταν οἱ δίκαιοι θά λάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος, στό μέσο τῶν ὁποίων στέκεται ὁ Θεός,… (Λόγος 40 εἰς τό Ἅγιον Βάπτισμα, PG 36, 365B). Καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού δήλωσε ὁ θεῖος Μάξιμος «εἶναι ἕνα ἀγαθό ἐπάνω ἀπό τούς αἰῶνες, ἡ ἀκραιφνής βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά ποῦμε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶχε ἀρχή καί ὅτι τήν ἔφθαναν οἱ αἰῶνες καί οἱ χρόνοι…(κεφ. θεολογικά 2, 86, PG 90, 1165AB). Ἀλλοῦ πάλι λέγει ὁ ἴδιος «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι τό εἶδος αὐτό τῆς θεϊκῆς ὡραιότητος ἐκείνων πού φόρεσαν τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου» (PG 90, 1168C-1169A). Καί πάλι· «ἡ ὁμολογία ἀπό τόν λαό του «εἶναι ὁ ἅγιος» καί τῶν ἑπομένων δηλώνει τήν ἕνωσι ἐκείνων πού τελειώθηκαν κατά τόν Θεό στόν ἄφθαρτο αἰῶνα τῶν ὄντων, κατά τόν ὁποῖο ἐποπτεύοντας τό φῶς τῆς μακαρίας ἀφανῆς καί ὑπεράρρητης δόξας μαζί μέ τίς ἄνω δυνάμεις γίνονται καί αὐτοί δεκτικοί τῆς καθαρότητας» (Μυσταγωγία 21, PG 91, 696D-697A

 

                                     

           «Τί δέ ἡ πνευματοκίνητος λύρα τῶν ᾀσματογράφων καί οἱ κατ’ ἐκείνους ὁσημέραι ψάλλοντες ἐπ’ ἐκκλησίας, «Θεοφόρους εἶναι τούς ἀγαθούς ἀγγέλους ἄνθρακας, αἴγλῃ πυρσωθέντας τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ὁρᾷν τε τῆς θεϊκῆς λαμπρότητος τό κάλλος τό ἀμήχανον…καί τῇ μεθέξει ταύτης φῶτα δεύτερα τελεῖσθαι, τήν θεαρχικήν θεωμένους λαμπρότητα, δεῖσθαι τε τυχεῖν ταύτης τῆς ἀΰλου καί θεουργοῦ καί κρυφίας μεθέξεως»; Ἀλλά τούς ὡς ἀληθῶς πιστούς, εἶπεν ἄν Γρηγόριος ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος, ἵνα μή ραδίως ἴδῃ σκοτεινή φύσις τό ἀπόθετον κάλλος καί ὀλίγοις ἄξιον».

 

          Δηλαδή : «Τί λέγουν ἡ πνευματοκίνητη λύρα τῶν ἀσματογράφων καί αὐτοί πού ψάλλουν σύμφωνα μ’ ἐκείνους καθημερινά στήν ἐκκλησία; ὅτι οἱ ἀγαθοί ἄγγελοι εἶναι θεοφόροι ἄνθρακες, πού ἔγιναν σάν φωτιά ἀπό τήν αἴγλη τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ὅτι βλέπουν τό κάλλος τό ἀπερίγραπτο τῆς θεϊκῆς λαμπρότητος…ὅτι μέ τήν μέθεξι αὐτῆς γίνονται φῶτα δεύτερα, πού βλέπουν τήν θεαρχική λαμπρότητα, καί ὅτι δέονται νά ἐπιτύχουν αὐτήν τήν ἄϋλη καί θεουργό καί κρυφή μέθεξι». Ἀλλά ὁ ἐπώνυμος τῆς θεολογίας Γρηγόριος θά ἔλεγε ὅτι δέονται αὐτό οἱ ἀληθινά πιστοί, γιά νά μή δῇ εὔκολα σκοτεινή φύσις τό ἀπόρρητο καί γιά τούς λίγους ἄξιο κάλλος».

 

 

4. Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου

καί τοῦ Ἁγίου Κύριλλου Ἀλεξανδρείας.

          «Εἶεν ἀλλ’ ἐπακούσωμεν ἔτι καί Κυρίλλου τοῦ θείου «ὁ Κύριος, φάσκοντος, ἐπιδοξοτάτην ἔσεσθαι δεικνύς τήν τῶν ἁγίων ἀνάστασιν τότε οἱ δίκαιοι, φησίν, λάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος. Ἵνα δέ πάλιν ἀληθῇ λέγων πιστεύηται, πρόωρον τοῖς μαθηταῖς καί τήν θεωρίαν ἐχαρίζετο ταύτην ἐν τῷ ὄρει μεταμορφωθείς»…Γρηγόριος δέ ὁ τῆς θεολογίας ἐπώνυμος «ἐπί τοῦ ὄρου, φησίν, ἀστράπτει καί ἡλίου φωτοειδέστερος γίνεται τό μέλλον μυσταγωγῶν». Ὁ δέ Χρυσόστομος πατήρ παραινετικόν πρός Θεόδωρον γράφων «πάντα, φησί, τά τῆς ζωῆς ἐκείνης ἡμέρα καί λαμπρότης ἔσται καί φῶς. Οὐ αὐτό τό νῦν, ἀλλ’ ἕτερον τούτου τοσοῦτο λαμπρότερον, ὅσον λυχνιαίου αὐτόν φαιδρότερον…Τό δέ τούτων ἁπάντων μεῖζον τό τῆς πρός Χριστόν ὁμιλίας ἀπολαύειν διηνεκῶς μετά τῶν ἄνω δυνάμεων· καί ὅτι οὐ κόμπος τά ρήματα, πορευθῶμεν ἐπί τό ὄρος, τῷ λόγῳ ἔνθα μετεμορφώθη Χριστός ἴδωμεν αὐτόν λάμποντα ὥσπερ ἔλαμψε, καίτοι γε οὐδέ οὕτως πᾶσαν ἡμῶν ἔδειξε τήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος λαμπρότητα».

 

          Δηλαδή : «Εἴθε νά γίνῃ αὐτό· ἀλλ’ ἄς ἀκούσωμε ἀκόμη καί τόν θεῖον Κύριλλο πού λέγει· «ὁ Κύριος δείχνει ὅτι ἡ ἀνάστασις τῶν ἁγίων θά εἶναι ἔνδοξη· τότε οἱ δίκαιοι», λέγει, «θά λάμψουν σάν τόν ἥλιο. Καί γιά νά πιστεύεται ὅτι πάλι λέγει τήν ἀληθεια, χάρισε ἀπό πρίν στούς μαθητές καί τήν θεωρία αὐτή μεταμορφωθείς στό ὄρος» (Ἑρμηνεία εἰς Ἰωάννην 12, PG 74,716D)…Ὁ Γρηγόριος πάλι, ὁ ἐπώνυμος τῆς θεολογίας, λέγει· «ἀστράπτει ἐπάνω στό ὄρος καί γίνεται φωτεινότερος τοῦ ἡλίου μυσταγωγῶντας τό μέλλον» (Ἐπιστολή 101 πρός Κληδόνιον, PG 37, 181AB). Ὁ δέ Χρυσόστομος πατήρ, γράφοντας παραινετικό δοκίμιο πρός τόν Θεόδωρο, λέγει· «ὅλα τά πράγματα τῆς ζωῆς ἐκείνης θά εἶναι ἡμέρα καί λαμπρότης καί φῶς φῶς ὄχι αὐτό τό σημερινό, ἀλλά ἄλλο τόσο λαμπρότερο ἀπό αὐτό, ὅσο αὐτό εἶναι φωτεινότερο ἀπό τό φῶς μιᾶς λυχνίας…Τό μεγαλύτερο ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι θά ἀπολαμβάνουν συνέχεια τήν συναναστροφή μέ τόν Χριστό μαζί μέ τίς ἄνω δυνάμεις καί ὅτι τά λόγια δέν εἶναι κομπασμός, ἄς βαδίσωμε μέ τό λόγο στό ὄρος, ὅπου μεταμορφώθηκε ὁ Χριστός· ἄς τόν ἰδοῦμε νά λάμπῃ ὅπως ἔλαμψε, ἄν καί βέβαια οὔτε ἔτσι ἔδειξε ὅλη τήν λαμπρότητά μας στόν μέλλοντα αἰῶνα (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Παραινετικός πρός Θεόδωρον 11, PG 47, 291-292)».

 

                                                5. Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ

           «Δαμασκηνός δέ ὁ σοφός τά θεῖα, ἑορτάζων σύν λόγῳ τό μέγα θέαμα τῆς τοῦ Κυρίου μεταμορφώσεως, «ταῦτά ἐστι, φησίν, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὗς ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη. Οὕτως ἐν τῷ αἰῶνι τῷ μέλλοντι πάντοτε σύν Κυρίῳ ἐσόμεθα, Χριστόν ὁρῶντες τῷ φωτί ἀστράπτοντα τῆς θεότητος». Καί μετά τινα· οὐκ ἔστιν ἔννοια τῆς ὑπεροχῆς τό μέτρον εἰκάζουσα· αὐτό τό φῶς κατά πάσης φύσεως ἔχει τά νικητήρια». Καί πάλιν «φωνή τοῦ Πατρός ἐκ νεφέλης γίνεται καί δόξα διηνεκής καί διαιωνίζουσα δείκνυται». Ἀνδρέας δέ ὁ τῆς Κρήτης φανότατος φωστήρ «ὑπερβαλλόντως, φησίν, ὁ Κύριος ἐπί τοῦ ὄρους ἐξήστραψεν, οὐ τότε γενόμενος ἑαυτοῦ διαυγέστερος ἤ ὑψηλότερος, ἄπαγε, ἀλλ’ ὅπερ καί πρότερον ἦν τοῖς τελουμένοις τῶν μαθητῶν καί μυουμένοις τά ὑψηλότερα κατά ἀλήθειαν θεωρούμενος»

          Δηλαδή : «Ὁ Δαμασκηνός πάλι, ὁ σοφός στά θεῖα, ἑορτάζοντας εὔλογα τό μέγα θέαμα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, λέγει· «τά ὁποῖα ὀφθαλμός δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί δέν ἀνέβηκαν στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι στόν μέλλοντα αἰῶνα θά εἴμαστε πάντοτε μαζί μέ τόν Κύριο, βλέποντας τόν Χριστό νά ἀπαστράπτῃ μέ τό φῶς τῆς θεότητος » (Εἰς Μεταμόρφωσιν 15, PG 96, 569Α). Καί ἔπειτα ἀπό λίγα ἄλλα· «δέν ὑπάρχει ἔννοια πού νά δείχνῃ τό μέτρο τῆς ὑπεροχῆς· αὐτό τό φῶς κρατεῖ τά νικητήρια ἀπέναντι σέ ὅλη τήν φύσι»… Ὁ Ἀνδρέας πάλι ὁ λαμπρότερος φωστήρ τῆς Κρήτης λέγει· «Ὁ Κύριος ἄστραψε ἐπάνω στό ὄρος ὑπερβολικά· δέν ἔγινε βέβαια τότε διαυγέστερος ἤ ὑψηλότερος ἑαυτοῦ, κάθε ἄλλο, ἀλλά φάνηκε ὅ, τι ἦταν καί προηγουμένως γιά τούς ἐκλεκτούς μαθητάς πού μυοῦνταν πραγματικά τά ὑψηλότερα» (Εἰς Μεταμόρφωσιν, PG 97, 948ΑΒ).

 

 

          Στόν Ἁγιορείτικο Τόμο «ὑπὲρ τῶν ἡσυχαζόντων ἔργῳ καὶ λόγῳ» (Migne Ε.Π. 150, 1225 καί ἑξῆς) καὶ στὶς Ἀποφάσεις τῶν Ἱερῶν Συνόδων 1341, 1347, 1351 ἐπικυρώθηκαν οἱ θεολογικὲς διδασκαλίες τοῦ ἁγίου Πατρός πού ἀναπτύχθηκαν καί ὑποστηρίχθηκαν στά ἔργα του γιά τὴν θεωρία τοῦ θείου Φωτὸς τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς διαθέτοντες τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, τίς ἰδιότητές Του καί τά χαρακτηριστικά Του.

          Κατά τήν ὀρθόδοξη εὐσέβεια καί πνευματικότητα ὁ πιστὸς ἄνθρωπος δύναται νὰ γνωρίσει τὸ Θαβώριο Φῶς μέ τήν ταπείνωση καὶ τήν ἀγάπη, διότι κατὰ τὸν πρύτανι τῆς θεολογίας ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνὸ στήν ὁμιλία του «εἰς τήν μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Migne Ε.Π. 96,545) «ὁ ἐν τῷ ἄκρω, τῆς ἀγάπης γενόμενος, τρόπον τινὰ ἑαυτοῦ ἐξιστάμενος κατανοεῖ τὸν ἀόρατον καὶ τὸν ἐπιπροσθοῦντα ζόφον τοῦ σωματικοῦ νέφους ὑπεριπτάμενος καὶ ἐν τῇ τῆς ψυχῆς αἰθρίᾳ γενόμενος ἐνατενίζει τῷ ἡλίῳ τῆς δικαιοσύνης τρανότερον» κατ’ ἰδίαν προσευχόμενος(Migne Ε.Π. 96, 561).

          Ἀναφερόμενος ὁ ἴδιος ἱερὸς Πατέρας καὶ θεοφόρος διδάσκαλος τῆς θεολογίας στοὺς λόγους τῆς ἀπὸ τήν Φωνῆς ἐκ τῆς νεφέλη θεολογεῖ ὀρθοδόξως λέγοντας καὶ τὰ ἑξῆς: «Οὗτός ἐστὶν ὁ Ὑἱός μου ὁ ἀγαπητὸς, ὁ προαιώνιος, ὁ μόνος ἐκ μόνου μονογενής, ὁ ἀχρόνως καὶ ἀΐδίως προελθών ἐξ ἐμοῦ τοῦ γεννήτορος, ὁ ἐξ ἐμοῦ, καὶ ἐν ἐμοί, καὶ σὺν ἐμοί, ἀεὶ ὤν καὶ οὐκ ὑφυστερίζων τὴν ὕπαρξιν. Ἐξ ἐμοῦ… διό καί ὁμοούσιος· ἀγαπητός… Τὶς γὰρ υἱὀς ἀγαπητὸς, ὡς ὁ μονογενής;» (Migne Ε.Π. 96, 572) Τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος ἐρευνώντας ἐπισταμένως παρατηρεῖ : «Μετεμορφοῦται τοίνυν οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος ἀλλ’ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος διανοίγων τούτων τὰ ὄμματα» (Migne Ε.Π. 96,564).   

          Ἡ ὀρθόδοξη εὐσέβεια καὶ κατὰ Χριστὸν ζωὴ διαποτίζεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς θεοπτικὲς ἐμπειρίες  τῆς Μεταμορφώσεως, πού νοηματοδοτοῦν τὴν ἄσκηση καὶ τὸν ἁγῶνα τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν.

«Οἱ τῷ ὕψει τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες

καὶ τῆς ἐν’ θέου δόξης ἀξιωθήσονται».

(τρίτο ἐσπέριο στιχηρὸ της ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως).

 

Αὔγουστος  2014